Β΄ Λογοτεχνικός διαγωνισμός διηγήματος
B΄ ΒΡΑΒΕΙΟ
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ
Της Ρίας Σπανού
Της Ρίας Σπανού
Δεν είναι εύκολο να είσαι αναγκασμένος εκ των πραγμάτων ν` αντιμετωπίσεις την μοχθηρία, την ευφυΐα και την σκοτεινή δύναμη ενός λύκου που αποφάσισε να σε συμπεριλάβει στην ζωή του και ταυτόχρονα να ζεις όπως σου αρέσει. Αυτό συνέβη σ εμένα. Αν κάποιος με ρωτούσε αν θάθελα να συμβεί θάλεγα ένα τρανταχτό όχι. Λέω ότι δεν το επέλεξα αν και καταλαβαίνω εκ των υστέρων ότι το προκάλεσα
Νομίζω ότι ο λόγος που τράβηξα την προσοχή του είναι γιατί μ' έβλεπε σαν ένα τραγανό προβατοκούνελο που περιεργαζόταν την φύση και χοροπηδούσε στους αγρούς με εξοργιστική αφέλεια και πρωτογενή αθωότητα. Του άνοιξα την όρεξη με τ΄ άσπρο σγουρό μου τρίχωμα, τα μεγάλα τεντωμένα αυτιά μου, πάντα ευαίσθητα σε ήχους και υπόηχους, την μουσούδα μου που τρεμόπαιζε πάντα έτοιμη να εξερευνήσει τις μυρωδιές που πρόσφερε η φύση, το χαρούμενο ένστικτό μου που ανάβλυζε από ένα μυστικό πυρήνα της ύπαρξής μου.
Μπορώ να πω σίγουρα ότι ο λύκος προσδιόρισε την ψυχική μου ταυτότητα, τα οξυμένα ένστικτά του ήταν αλάνθαστα και την έβαλε μπροστά στην μύτη μου να την αναγνωρίσω. Για κάποιο άγνωστο λόγο έπρεπε να με μάθω βαθύτερα.
Πάνε αρκετά χρόνια από τότε που μια μέρα βόσκωντας και χοροπηδώντας στους αγρούς ανακάλυψα την φωλιά του λύκου.
Η ζωή για μένα μέχρι τότε ήταν ένα παιχνίδι χωρίς αιχμηρές γωνίες που κάποιο αγαθό πνεύμα μου το χάρισε μαζί με την ουσία του για να παίζω και να χαίρομαι. Τα πάντα μέσα στην ζωή ήταν προσβάσιμα, ή έτσι νόμιζα, πάντως αυτή την αίσθηση απεκόμισα. Με δυό τρείς πήδους, με το ολόλευκο σώμα μου, το αγαθό κι αθώο βλέμμα μου, άνοιγα όποια πόρτα μου άρεσε, οι άλλοι μ΄ αντίκριζαν μ' επιφωνήματα χαράς, μου χάιδευαν τ' αυτιά την πλάτη και την μουσούδα, μ' άφηναν να βόσκω όσο θέλω κι όπου θέλω και λυπόντουσαν όταν χόρταινα κι έφτανε η ώρα να φύγω. Κάποιοι δάκρυσαν για να με συγκινήσουν, άλλοι μούταξαν δώρα και πολύτιμα αντικείμενα κι εγώ τότε κατάλαβα ότι είχα κάτι που ήταν σημαντικό για τους άλλους αλλά δεν ήξερα τι κι έγινα κάπως αυτάρεσκη, εγωίστρια και κακομαθημένη, χωρίς όμως ποτέ να χάσω την εσωτερική μου ουσία. Έτσι χαρούμενα, αθώα κι αυτάρεσκα, με άγνοια ενός σημαντικού μέρους του κόσμου έβλεπα την ζωή που ξετύλιγε τον ανθισμένο κόσμο της στα πόδια μου. Ερωτικό πλάσμα, ερωτευόμουν τα πάντα, όλα γύρω μου μού άρεσαν ήθελα να τα δοκιμάσω, να τα μυρίσω, να τ' ανακαλύψω. Ένοιωθα έντονα τον παλμό της ζωής μέσα μου. Η δημιουργία του κόσμου ήταν υπέροχη, γεμάτη γεύσεις, μυρωδιές και φαντασία.
Η φωλιά του λύκου ήταν ένα τούνελ στη γη που όπως είπα το ανακάλυψα τυχαία μια συνηθισμένη ημέρα περιπλάνησης. Εξωτερικά υπήρχε το στόμιο μιας μικρής σπηλιάς, που στένευε αμέσως και φαινόταν μια τρύπα να προχωράει σε βάθος της γης ίσως με μια δαιδαλώδη διαδρομή. Η βαρύτητα της σπηλιάς με κρατούσε δέσμια και συχνά- πυκνά όλο εκεί βρισκόμουν ν' αφουγκράζομαι ήχους με παράξενη και μυστηριώδη γοητεία που έβγαιναν από το βάθη του τούνελ. Φανταζόμουν ότι υπήρχε μια μυστική θάλασσα μέσα στο σκοτάδι που τα σκοτεινά νερά της έκρυβαν θαλάσσιους δράκους που φύλαγαν βυθισμένους θησαυρούς. Όταν οι δράκοι αναμόχλευαν ουρές και πτερύγια μια κρυφή τρικυμία γινόταν στο εσωτερικό, τα κύματα του νερού χτυπούσαν πάνω σε σπάνια πολύχρωμα κρύσταλλα και πολύτιμους λίθους και ακούγονταν ήχοι σα να χτυπούσαν καμπανάκια που ανακατεύονταν με τα μουγκρητά των δράκων και το υπόκωφο βουητό της θάλασσας. Κι έπειτα φανταζόμουν ότι αυτή η εικόνα μεταφερόταν στον ουρανό, ήταν ένας μεγάλος φωτεινός αστερισμός μέσα σε μια κρύα και ξάστερη νύχτα με τον μύθο της κρυφής θάλασσας της φωλιάς του λύκου να τον συνοδεύει στους αιώνες.
Έτσι λοιπόν, η σπηλιά και τα κρυφά μυστικά της με γοήτευσε σαν ένας μυστηριώδης και ανεξιχνίαστος κόσμος που λαμπύριζε μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Ερωτεύτηκα το σκοτάδι και τα μυστικά του. Με μαγνήτιζε και σαν υπνωτισμένη πήγαινα όλο και πιο μέσα στο στόμιο μπας και ακούσω ή δω κάτι περισσότερο. Μ' έλκυε σαν αντίθετος πόλος του λευκού που μετέφερα.
Δεν είχα δει τον λύκο ακόμα, αλλά ήξερα ότι κάποια μέρα θα τον έβλεπα και θα γινόμασταν φίλοι, μαζί με τον σκοτεινό και μυστηριώδη κόσμο του. Θα χάιδευε την μουσούδα και την πλάτη μου, θα περιεργαζόμουν και θα βοσκούσα στα φύκια της υπόγειας θάλασσας που κατοικούσε και είχε το αντίτυπό της στον ουρανό και ο κόσμος μου θα μεγάλωνε και θα πλούτιζε εύκολα κι ευχάριστα.
Αυτό που δεν κατάλαβα ήταν ότι ο λύκος με είχε από καιρό εντοπίσει και παραμόνευε.
Εκείνη την ημέρα οσφραινόμουν δυνατά την Άνοιξη που έμπαινε στους αγρούς αγκαλιά με μια ζεστή λιακάδα που έδιωχνε το κρύο του χειμώνα από το χώμα, αγαπούσα όλες τις εποχές του χρόνου και περίμενα με ιερή συγκίνηση την αλλαγή τους, νά `την λοιπόν η Άνοιξη, ξύπνησε η Φύση, τεντώθηκε, τίναξε τον ύπνο και την παγωνιά από πάνω της, ξεκίνησαν μέσα από τα σπλάχνα της οι ρίζες που θα πρασινίσουν τη γη και θα ευωδιάσουν τον αέρα, σε λίγο καιρό θα μασουλάω και θα κυλιέμαι σε δροσερό χορτάρι, ο ενθουσιασμός της νέας γέννησης με συνεπήρε, αν κι από τη φύση μου δεν ήθελα και πολύ να ενθουσιαστώ, μπορώ να πω μάλιστα ότι ήμουν μονίμως ενθουσιασμένη με τα πάντα.
Έτσι, αυτή τη μέρα, εγώ, το χαρμόσυνο βήμα της άνοιξης και ο ενδυναμωμένος ενθουσιασμός μου βρεθήκαμε πάλι στο στόμιο της σπηλιάς.
Η έλξη ήταν πολύ δυνατή.
Δυνατές ανατριχίλες σαν σεισμός με διαπέρασαν, η μουσούδα μου τρεμόπαιζε σαν τρελλή, το υπόκωφο βουητό με τους ανάκατους ήχους κι υπόηχους από δράκους κρύσταλλα και κύματα τύλιξε με την μαγνητική του δύναμη το ολόλευκο σώμα μου και με ρούφηξε μέσα.
Επικρατούσε σκοτάδι αλλά εγώ εξέπεμπα ένα χαμηλό φωτισμό εξ αιτίας της λευκότητάς μου που με βοηθούσε να διακρίνω το περιβάλλον γύρω μου. Στα δυο μέτρα το τούνελ έστριβε αριστερά. Προχώρησα στο βάθος μέχρι την στροφή του και κοίταξα που πάει. Η πορεία του διαγραφόταν πλάγια και καθοδική σαν τσουλήθρα. Η κατάληξη χανόταν μέσα στο σκοτάδι. Γύρω μου το χώμα ήταν μαλακό και γλιστερό, μια υγρασία είχε διαβρώσει τα τοιχώματα και σ' ένα κοίλωμα του τοίχου υπήρχε ένας σωρός από κόκκαλα και μισοφαγωμένα πτώματα ζώων. Μύριζε απαίσια. Οι ήχοι είχαν σταματήσει ξαφνικά μόλις έφτασα στην στροφή και μια συνωμοτική σιωπή βάραινε τώρα τον λιγοστό αέρα. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Δεν μπορούσα ν' αναπνεύσω. Ήθελα καθαρό αέρα. Το φως που εξέπεμπα άρχισε να λιγοστεύει, τρεμόσβηνε, το σκοτάδι πλήθαινε και σκέπαζε την ορατότητα μου. Ένοιωσα τον κίνδυνο ύπουλο και υποχθόνιο να παραμονεύει έτοιμος να εκτιναχτεί από τα έγκατα της γης. Με μια ενστικτώδη αντίδραση όρμησα με μεγάλα πανικόβλητα πηδήματα προς την έξοδο. Βρέθηκα στο φως και στον καθαρό αέρα και συνέχισα να τρέχω σπάζοντας το προσωπικό μου ρεκόρ ταχύτητας. Ο λύκος μ' ακολούθησε για λίγο αλλά το φως που επικρατούσε εδώ ήταν τόσο κυριαρχικό που τον έσπρωξε πίσω στα σκοτάδια του.
Μετά απ' αυτό το περιστατικό ο λύκος δεν μ' άφησε από τα μάτια του. Μ' ακολουθούσε παντού. Και το περίεργο είναι ότι ποτέ ξανά δεν μου επιτέθηκε, μόνο δήλωνε την παρουσία του σαν μια αιωρούμενη απειλή που ήταν συνάμα και προστασία αφού αρκετές φορές μ' έσωσε με το βαθύ του ένστικτο, την πονηριά και την δύναμη που είχε να σκοτώνει, από άλλα ζώα που με παραμόνευαν για να τραφούν. Ποτέ δεν με πλησίαζε. Πάντα από μακριά, ένοιωθα τις ανατριχίλες και τα βουητά από τις δονήσεις του, τον έβλεπα να στέκεται σε κάποιο ύψωμα της γης με ατέλειωτη υπομονή και πειθαρχία και να ελέγχει με το βλέμμα του το χωράφια που έβοσκα ή περιεργαζόμουν. Η αιμοβόρα φύση του είχε γίνει ένας άγγελος προστασίας για μένα.
Αυτό συνεχίστηκε για πολύ καιρό και σκεφτόμουν ότι δεν θα μου κάνει ποτέ κακό γιατί αν ήθελε θα τόκανε μέχρι τώρα, αλλά συνάμα η ύπαρξή του ήταν και μια υποψία για το αντίθετο. Και μ αυτή την απειλητική προστασία συνέχισα την ζωή μου μη μπορώντας να κάνω αλλιώς.
Κάποια μέρα, στην καρδιά του καλοκαιριού, μεσημέρι στους αγρούς που ή γη αντανακλούσε την θέρμη του ήλιου στον αέρα πηχτός σαν ζεστή σούπα, εγώ στην σκιά ενός μεγάλου δέντρου γευόμουν το καλοκαίρι σαν την γλυκιά καρδιά ενός ώριμου και σφιχτού καρπουζιού. Τα τζιτζίκια μ' απογείωναν κι έφτανα να αιωρούμαι με τους ήχους πάνω στα δέντρα, όλοι οι παλμοί της φύσης αντηχούσαν μέσα μου, θροίσματα των φύλλων, τιτιβίσματα κοφτά και συνεχόμενα, έντομα με μεγάλα διάφανα φτερά που πετούσαν στο φως, οι γλυκοπυρωμένες ρίζες του δέντρου που με φιλοξενούσε στην σκιά του, αισθανόμουν ότι το φως είχε εισβάλλει από παντού, θάμπωνε κι αποκάλυπτε, ένοιωσα μια έκρηξη φωτός μέσα μου, ξεθάρρεψα τελείως, μια αστραπιαία ταχύτητα με ώθησε και βρέθηκα σαν βολίδα κοντά του στο ύψωμα που στεκόταν.
Πρέπει να τόθελα από καιρό.
Δεν ξαφνιάστηκε που με είδε. Ήξερε να υπολογίζει τις ενδεχόμενες κινήσεις των άλλων και να προετοιμάζεται για τα γεγονότα.
Πρώτη φορά τον έβλεπα από κοντά.
Τα μάτια του ήταν μαύρα σαν σκληρό γυαλισμένο κάρβουνο. Το σώμα γεροδεμένο με μαύρο τρίχωμα εκτός από την μύτη του και τα πλαϊνά της που ξεκινούσε μια άσπρη λωρίδα κι έφτανε ως την κορυφή του κεφαλιού του. Λες κι ήταν ένα πλάσμα που το γέννησε η σκοτεινή νύχτα αλλά την τελευταία στιγμή πρόλαβε η μέρα κι άφησε το φωτεινό αποτύπωμά της στο πρόσωπο και το κεφάλι. Μπορώ να πω ότι ήταν ωραίος εξωτερικά.
Κοιταχτήκαμε καλά-καλά αναγνωριστικά.
Κάποιοι επιθετικοί μύες τρεμόπαιζαν στο σώμα του κι έμοιαζαν να υποδαυλίζουν μια εφόρμηση, όμως αυτός πειθαρχούσε το σώμα του κρατώντας τα πόδια του καρφωμένα στη γη.
<Πως σε λένε;> μίλησα πρώτη.
<Λύκο>, απάντησε κοφτά και βαριά.
Πρώτη φορά άκουγα την φωνή του.
<Εμένα προβατοκουνέλι>, αυτοσυστήθηκα χαρούμενα.
<Το ξέρω, τι μου το λες;>
<Για να γνωριστούμε.>
<Τώρα να γνωριστούμε; Είσαι ηλίθια. Σε γνωρίζω καλά.>
Έκανε αμέσως εντύπωση στις αισθήσεις μου το λάμδα στην προφορά του. Το πρόφερε παχύ και συρτό. Αν γράφαμε την προφορά του στις λέξεις θα έπρεπε να βάλουμε τρία ή τέσσερα λάμδα τονισμένα με σκούρο χρώμα. Ήταν ένα αλήτικο, λίγο βρώμικο και περιπλανώμενο λάμδα που κάτω από την μαγκιά και την ειρωνεία που μετέφερε ίσως ζητούσε απελπισμένα μια στοργική στέγη να ξεκουραστεί.
<Γιατί με παρακολουθείς;> Θύμωσα ξαφνικά που με είπε ηλίθια.
<Σε παρακολουθώ; Ποιός το είπε;>
<Αφού σε βλέπω.>
<Μπά; Μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου έχεις!>
<Σε βλέπω>, είπα επιμένοντας.
< Εγώ σε είδα να μπαίνεις στην φωλιά μου,> είπε επιθετικά τονίζοντας τις λέξεις του.
<Τι γύρευες εκεί;> συνέχισε και με κοίταξε άγρια μέσα στα μάτια για να με εκφοβίσει.
<Ήθελα να δω την θάλασσα, τους δράκους και τον θησαυρό.> είπα απολογητικά.
<Τι; Είσαι πιο ηλίθια απ΄ ότι περίμενα.>
Πάλι με πρόσβαλε αλλά το λάμδα του ασκούσε μια περίεργη γοητεία επάνω μου, ήθελα να το ακούω συνέχεια.
<Μα γιατί;> Ήδη ένοιωθα ανόητη και αμήχανη.
<Τι φαντάστηκες; Ότι πας σινεμά;> είπε σαρκαστικά.
<Όχι....Άκουγα κάτι ήχους...Τι ήταν;.>
<Βογκούσαν τα ζώα που έτρωγα. Άκουγες τα κόκκαλα που έσπαγαν στα δόντια μου..>
Ανατρίχιασα.
<Ααα!...Κι εγώ νόμιζα.....>
<Κανείς δεν έχει βγει ζωντανός από την φωλιά μου,> είπε δείχνοντας απειλητικά τα δόντια του. <Μόνο εσύ.>
<Φίλους δεν έχεις;> ρώτησα χαμηλώνοντας μέσα στην σιωπηλή φρίκη μου.
<Φίλους;> Γέλασε σαρκαστικά και μοχθηρά. Έβλεπε την φρίκη μου και το φχαριστιόταν. <Προσπαθώ,....όταν πεινάω πολύ και δεν έχει τίποτα να φάω,>
είπε μακρόσυρτα και υποχθόνια.
<Τρως και τους φίλους σου;>
<Οτιδήποτε για να χορτάσω>.
<Θα μπορούσες να φας κι εμένα;>
Με κοίταξε ξελιγωμένα στενεύοντας τα μάτια του.
<Δεν μ' αφήνει αυτή η σκέψη>.
Καθώς με κοίταζε έντονα ένα αυλάκι σάλιου είχε ξεκινήσει από την άκρη του στόματός του.
<Να πηγαίνω σιγά-σιγά>, ξεστόμισα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα προσπαθώντας να μη καταλάβει το φόβο μου.
<Να μας γράφεις,> είπε βαριά και συρτά
Έφυγα σαν βολίδα όπως ήρθα. Αυτός παρέμεινε πίσω μου στο ίδιο μέρος τόσο ακίνητος όσο τον συνάντησα.
Πήγα πάλι κάτω από το δέντρο μου για να ηρεμήσω στην δροσιά του. Αυτό το δέντρο ήταν το καταφύγιό μου όλο το χρόνο. Οι δυνατές ρίζες του τρυπούσαν και αγκάλιαζαν βαθειά και σφιχτά την γη που του πρόσφερε γενναιόδωρα το σώμα της. Άντεχε στην ζέστη, στο κρύο, στην ξηρασία, στους ανέμους και προστάτευε σαν πράσινος γήινος άγγελος τις ώρες μου κοντά του.
Αυτή ήταν η πρώτη μας συνάντηση και συνομιλία κι ακολούθησαν κι άλλες. Οι κουβέντες που ανταλλάσαμε ήταν μια σειρά από παρεξηγήσεις και παρερμηνεύσεις της έννοιας των λέξεων. Κι αυτό γιατί είχαμε διαφορετικό κώδικα σύλληψης των εννοιών.
Τα πάντα μέσα στο δικό του μυαλό του ήταν τυποποιημένα από τον μηχανισμό ενός καχύποπτου νου, κλεισμένα με τάξη σε κονσέρβα. Ένα κι ένα ίσον δύο, το μεγάλο ζώο τρώει το μικρό, αυτός που νικά ξεσχίζει τον άλλον, σε κάθε γεγονός που μας παρουσιάζεται υπάρχει ιδιοτέλεια και δόλος. Δεν εμπιστευόμαστε παρά μόνο τον εαυτό μας και την προσωπική μας δύναμη. Δεν είχε καμμιά φαντασία, δεν μπορούσε να καταλάβει πως ένοιωθα τον κόσμο, κάθε λέξη μου και οι σουρεαλιστικές αισθήσεις μου ήταν μια αφορμή για υποψία, ειρωνεία και αντιπαράθεση. Μια μέρα του Φθινοπώρου του`χα πει ότι είδα τις πνοές τις γης που ανάβλυζαν κι έπαιρναν χρώμα, χαλκοκόκκινο που χρύσιζε κι αγκάλιαζε τα δέντρα σαν μελαγχολική μαγεία. Κάγχασε ειρωνικά και είπε ότι κάποτε πρέπει να με δει γιατρός γι αυτά που φαντάζομαι. Τσακωνόμασταν συνεχώς, ο εκνευρισμός και η ένταση ήταν διάχυτα στην ατμόσφαιρα, κάθε συνάντησή μας έκρυβε ένα κίνδυνο. Δεν συνευρεθήκαμε ποτέ ερωτικά. Βέβαια, μέσα από βλέμματα και υπονοούμενα στις λέξεις και τις κινήσεις άστραφταν ερωτικές σπίθες που έσβηναν όμως μέσα σε αντιλογίες. Οι αισθήσεις άναβαν και πάγωναν αμέσως .Τώρα νομίζω ότι ο κύριος λόγος της μη συνεύρεσης μας ήταν η σιδηρά πειθαρχία του Λύκου που είχε κρίνει εν κρυπτώ ότι το σεξουαλικό του ένστικτο ήταν επικίνδυνο για μένα κι αποφάσισε τελεσίδικα να μη με αγγίξει.
Ήμασταν οι αντίθετοι πόλοι μιας μπαταρίας που δεν μπορούσαν να συνεργαστούν και συνέχεια βραχυκύκλωναν. Ευκολόθικτοι κι εγωιστές κι δυό αλλά από διαφορετική γωνία. Εγώ καλομαθημένη και κακομαθημένη από χαϊδέματα γλυκόλογα κι ανοιχτές αγκαλιές αισθανόμουν να τσαλακώνεται η εικόνα που είχα για τον φιλάρεσκο εαυτό μου και να μειώνεται η αυτοπεποίθησή μου από τις προσβολές και την επιθετικότητά του. Νευρίαζα τότε και πρόβαλλα τα δαιμόνια μου που απαιτούσαν θυμωμένα να ικανοποιηθεί το χαϊδεμένο εγώ μου. Τα δαιμόνια μου όμως αποδεικνύονταν συνεχώς φαιδρά, κι εντελώς αδύναμα κι έτρεχαν να κρυφτούν όταν αντίκριζαν τα δικά του που ήταν ανήλεα και αιμοβόρα.
Σιγά-σιγά άρχισα να καταλαβαίνω ότι οι σκοτεινές δυνάμεις που εμπεριείχα ήταν μικρές κι αφελείς σε σύγκριση με τις δικές του. Έμαθα επίσης ότι ένα λύκο δεν μπορείς να τον απειλήσεις γιατί είναι ο ίδιος η μεγαλύτερη απειλή του κόσμου, ούτε να τον καλοπιάσεις γιατί δεν αντιδρά σε καλές διαθέσεις, ακόμα δεν μπορείς να επηρεάσεις τις αποφάσεις του γιατί πηγάζουν από μια πηγή κλειστή από εξωτερικές επιρροές που είναι σκοτεινή και σταθερή μέσα στο είναι του.
Αυτός συνέχιζε να με παρακολουθεί σε μόνιμη βάση. Ήταν φοβερά εκνευριστικό να με παρακολουθεί συνεχώς, αλλά συνάμα μου `χε γίνει και συνήθεια, επίσης θαύμαζα την επιμονή, την υπομονή και την αντοχή του. Το θεωρούσα τελείως βαρετό να το κάνει κάποιος, ενώ αυτός δεν βαριόταν ποτέ, ήταν εκεί πάντα, βρέξει-χιονίσει, με ζέστη, με αέρα, με κρύο, η μοναχική φιγούρα του διέγραφε τον ορίζοντα πάνω στο ύψωμα. Ήταν εκεί ακόμα και μετά τους καυγάδες μας που εγώ έφευγα τρέχοντας με την μεγαλύτερη ταχύτητά μου θυμωμένη και φοβισμένη ταυτόχρονα κι αποφασισμένη να μην τον ξαναδώ. Για μεγάλα διαστήματα δεν πήγαινα κοντά του, αλλά δεν είχε σημασία τι έκανα εγώ. Αυτός ήταν πάντα σ' επιφυλακή κι επαγρύπνηση να μην με πειράξει κανείς. Μου `χε απομείνει η αίσθηση ότι η παρουσία του σαν σκοτεινός ήλιος με φώτιζε.
Μ' αυτή την αίσθηση πήγα κοντά του μια μέρα έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα που είχα να τον πλησιάσω. Με διακατείχε πλήρως ο αγαθός ρομαντισμός της ύπαρξής μου ότι ένας λύκος μπορεί να φυλάει και να προστατεύει ένα πρόβατο, ότι οι σκληροί νόμοι της φύσης είχαν ανατραπεί από μια μεγαλύτερη δύναμη που χαλιναγωγούσε και τα πιο άγρια ένστικτα.
Έμελλε όμως να με διαψεύσει η πραγματικότητα.
Ήταν χειμώνας, επικρατούσε ένα σκληρό κρύο, χιόνιζε συνεχώς τις προηγούμενες μέρες μαζί με δυνατό αέρα. Το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα κι ο αέρας το έκανε μεγάλες στοίβες που πάγωσαν, γλιστρούσε παντού. Η φύση με συνεπήρε πάλι, αγαπούσα όλες τις εποχές, χαιρόμουν την παγωμένη φύση και διασκέδαζα γλιστρώντας πάνω στο χιόνι, το λάτρευα εξ άλλου, ήταν φίλος αγαπημένος το άσπρο χρώμα, είχα μείνει με τις ώρες να το κοιτάζω όταν έπεφτε, θαύμαζα την αγνότητα τ' ουρανού που σκέπασε με κρινένια δάκτυλα τον κόσμο.
Ο Λύκος ήταν στα χειρότερά του. Όπως δεν τον είχα δει ποτέ. Ήταν μια δύσκολη εποχή γι' αυτόν, δεν έβρισκε εύκολα τροφή κι έμενε πολλές μέρες νηστικός. Είχε αδυνατίσει κι η όψη του αγρίεψε. Η πείνα κυριαρχούσε το βλέμμα του.
<Φύγε>, είπε με μια βάναυση χοντρή φωνή μόλις με είδε.
<Τι έπαθες καλέ; Φύγε μόλις με είδες;> είπα γεμάτη καλή διάθεση.
<Γιατί είσαι πάντα ηλίθια;> γρύλλισε ο Λύκος δείχνοντας τα δόντια του.
Νευρίασα. Τι είπα τώρα και με απόπαιρνε πάλι; <Άρρωστος είσαι;> είπα προσπαθώντας. Το λευκό του χρώμα στο κεφάλι ήταν θολό.
<Ότι θέλω είμαι. Λογαριασμό θα σου δώσω; Φύγε>
Πείσμωσα. <Δεν θα σου κάνω την χάρη. Όλο το δικό σου θέλεις να γίνεται.>
<Έτσι νομίζεις....>είπε αινιγματικά και μοχθηρά. Σάλιο έβρεξε το στόμα του.
<Θα σου κάνω παρέα, θα μιλήσουμε, θα παίξουμε στο χιόνι, θα γίνεις καλά...>επέμενα ξεροκέφαλα.
<Η βλακεία σου μ' αρρωσταίνει,> σφύριξε αγανακτισμένα μέσα από τα δόντια του.
<Μια χαρά είμαι εγώ. Εσύ είσαι προβληματικός. Κάποτε θα το καταλάβεις ,>είπα επιστρατεύοντας την υπέρτατη σοφία μου και την πείρα.
Έσφιξε τα δόντια του σα να `θελε να τα σπάσει.
<Φύγε σου λέω, αρχίζω να χάνω τον έλεγχό μου...>
Κόλλησα τα πόδια μου στο έδαφος.
<Δεν φεύγω.> Είχα μουλαρώσει. <Συνέχεια με προσβάλλεις>
<Φύγε,> βόγκηξε σα να τον διαπερνούσε ένας φοβερός πόνος.
<Όχι.>
Το βλέμμα του θόλωσε και σκοτείνιασε, τα μάτια του στένεψαν σα να υπέφερε πολύ βαθειά, το σώμα του κινήθηκε ευθυγραμμισμένο στην ακτίνα μου. Υπολογισμένα βήματα γρήγορα και σταθερά σα να είχε μετρήσει από πριν την απόσταση μεταξύ μας και γνώριζε που πατάει. Ήταν ένα βέλος που εκτοξευόταν από έμπειρο τοξότη και κατευθυνόταν μ' ακρίβεια στο στόχο του. Αυτά συνέλαβαν οι αισθήσεις μου μαζί με τους τονισμούς των λάμδα που είχε προφέρει σαν αργά υπόκωφα ρυάκια και με κρατούσαν εντυπωσιασμένη και γοητευμένη ακόμα κι όταν έπεσε επάνω μου. Δεν πρόλαβα να καταλάβω τι συνέβαινε γι αυτό και δεν φοβήθηκα αμέσως. Βρέθηκα ακινητοποιημένη κάτω από το μαύρο όγκο του πεσμένη στο πλάι με τα δόντια του να χαράζουν την κεντρική αρτηρία του λαιμού μου με την ακρίβεια ενός έμπειρου χειρούργου. Το νυστέρι των δοντιών του είχε σταθεί στην επιφάνεια του δέρματος ωστόσο δεν προχώρησε βαθύτερα. Με κράτησε εκεί αρκετή ώρα μέχρι που συνειδητοποίησα ότι ήμουν αντιμέτωπη με τον θάνατο. Έτρεμαν οι μύες του επάνω μου από μια εσωτερική μάχη που γινόταν μέσα του. Είχα αρχίσει να τρέμω κι εγώ από φόβο και περίμενα το τέλος. Κάτι άλλαξε έξαφνα όμως κι ένοιωσα τον Λύκο ν' αφουγκράζεται και την προσοχή του να έχει αποσπαστεί από κάτι. Με την άκρη του ματιού μου είδα ένα σκούρο όγκο να μας πλησιάζει τρέχοντας. Ένοιωσα το ισχυρό του ένστικτο να μετακινείται και το σώμα μου να ελευθερώνεται. Ο Λύκος όρμησε με λύσσα προς τον κινούμενο όγκο που μας πλησίαζε. Ήταν ένας άλλος λύκος που μυρίστηκε θήραμα.
Σηκώθηκα, πάτησα στα τρεμάμενα πόδια μου, έτρεξα παραπατώντας, γλίστρησα πάνω στο παγωμένο χιόνι, έγινα μια μπάλα που κατρακυλούσε στην χιονισμένη πλαγιά χτυπώντας δεξιά κι αριστερά στα δέντρα, ώσπου βρέθηκα με σπασμένα πλευρά στο δέντρο μου, στο καταφύγιό μου, στον φύλακά μου, εφ' ου εκίνησα.
Έκτοτε δεν ξαναείδα τον Λύκο ούτε από μακρυά. Η μοναχική φιγούρα του δεν διαγράφηκε ποτέ ξανά πάνω στο ύψωμα. Συνέχισα την ζωή μου χωρίς την απειλή και χωρίς την προστασία του. Δεν έμαθα αν πέθανε ή αποφάσισε ν αποτραβηχτεί από την ζωή μου. Δεν γνωρίζω αν ο ξένος λύκος μ' έσωσε από τα δόντια του ή αυτός μ' έσωσε από τον ξένο λύκο. Ίσως και τα δύο. Ίσως όλο αυτό το διάστημα της γνωριμίας μας λειτούργησε στην ψυχή του αυτή η μικρή λευκή δύναμη που αποτυπωνόταν πάνω στο κεφάλι του.
Ήμουν μπερδεμένη ως προς τα αισθήματά μου, λύπη και ανακούφιση πήγαζαν ταυτόχρονα από την καρδιά μου, ναι μεν αισθανόμουν τυχερή που κάποια δύναμη της ύπαρξής μου με προστάτεψε, όμως, κατά ένα περίεργο και ακατανόητο τρόπο αισθανόμουν φτωχότερη.
Γεννήθηκα στο νομό Κιλκίς και μεγάλωσα στην Θεσσαλονίκη. Ασχολούμαι με το γράψιμο, την αγιογραφία και την Αστρολογία.
Έχω εκδώσει ένα βιβλίο με διηγήματα «Άστρα ωσάν φανός θυέλλης», από τις εκδόσεις «Δίον» - προσαρμοσμένα σε Αστρολογικά δεδομένα.
Έχω λάβει διακρίσεις και βραβεία σε πανελλήνιους ποιητικούς διαγωνισμούς.
Το 2011 έλαβα το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό νουβέλας από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών στην Αθήνα.
Το 2011 έλαβα το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό νουβέλας από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών στην Αθήνα.