Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Καλό καλοκαίρι!

Καλό καλοκαίρι!

Λογοτεχνικά Σημειώματα τ. 11

«Λογοτεχνικὰ Σημειώματα»




Διονυσία Ντάλιου
ΠΑΛΙΝ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑΚΙΣ

Ποιήματα

Τεῦχος 11 - Ἰούλιος 2011

ISSN: 1792 - 4189

Μηνιαία ψηφιακὴ ἔκδοση
τοῦ ἠλεκτρονικοῦ περιοδικοῦ «Λογοτεχνικὰ Ἐπίκαιρα»
Συντακτικὴ ἐπιμέλεια: Θοδωρὴς Βοριᾶς

Ἠλεκτρονικὴ δ/νση: http://logotexnika-epikaira.blogspot.com/
e-mail: logotexnika.epikaira@gmail.com
e-mail τῆς συγγραφέως: ddaliou@yahoo.gr

Τὰ χελιδόνια


Ὅλα εἶναι δύσκολα.


Καὶ τὰ χελιδόνια


ποὺ πετοῦν κάτω ἀπὸ τὶς φτέρνες μου,


μὲ ἡδονὴ τοῦ χρόνου μεθυσμένα


παράπονο φρικτὸ ἀπολογοῦνται.

...........................................................

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Νέα βιβλία


Κατασκευή Υπηκόων


Στο σχολείο κατασκευάζονται άνθρωποι. Η διαδικασία της κατασκευής ανθρώπων λέγεται εκπαίδευση. Η οικογένεια, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, το θέατρο, το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες, τα βιβλία και τα πλακάτ είναι σχολεία με την ευρύτερη έννοια. Όλα τα κέντρα που μεταδίδουν πληροφορίες είναι σχολεία.
Για την κατασκευή πραγμάτων χρησιμοποιούνται εργαλεία. Το εργαλείο με το οποίο κατασκευάζονται άνθρωποι είναι η πληροφορία. Όταν οι άνθρωποι δεν υπακούουν σε φυσικές ανάγκες, στη συνήθεια ή στη βία, οι πράξεις τους εξαρτώνται από τα όσα ξέρουν. Ακόμα και οι συνήθειες δημιουργούνται ως ένα βαθμό από πληροφορίες. Αφού οι πράξεις ενός ανθρώπου καθορίζουν την πορεία της ζωής του, οι πληροφορίες που παίρνει αυτός ο άνθρωπος καθορίζουν πώς θα ζήσει. Τα σχολεία δε φτιάχνουν μόνον ανθρώπους, τα σχολεία φτιάχνουν και βιογραφίες.
Τη φύση της πληροφορίας μπορεί να την καταλάβει κανείς μόνον αν εξετάσει την επίδραση της στη ζωή των ανθρώπων. Αν θέλει κανείς να καταλάβει καλύτερα τη φύση των εργαλείων, πρέπει να ξέρει για ποιο σκοπό προορίζονται. Ο σκοπός διαμορφώνει το εργαλείο. Δεν υπάρχει εργαλείο χωρίς σκοπό. Δεν υπάρχει πληροφορία χωρίς σκοπό. Οι πληροφορίες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ανθρώπων, είναι ανάλογες με το είδος ανθρώπου που θέλει να κατασκευάσει κανείς.
Αν θέλει κανείς να φτιάξει έναν άνθρωπο κατάλληλο για να επισκευάζει χαλασμένα αυτοκίνητα, δε θα το κατορθώσει αυτό χρησιμοποιώντας πληροφορίες με τις οποίες δημιουργείται ένας κτηνίατρος.
Αν θέλει κανείς να φτιάξει έναν άνθρωπο που να περνάει εθελοντικά όλη του τη ζωή στο στρατό, πρέπει να τον επεξεργασθεί με πληροφορίες διαφορετικές από εκείνες που κάνουν κάποιον να λατρεύει αγελάδες. Οι πληροφορίες που δεχόμαστε συναρθρώνονται στο κεφάλι μας και σχηματίζουν κρίσεις και πεποιθήσεις. Οι κρίσεις και οι πεποιθήσεις είναι μέρη του μηχανισμού που κατευθύνει τις πράξεις μας.
Ένα από τα σημαντικότερα γρανάζια σ’ αυτόν το μηχανισμό είναι η πεποίθηση ότι, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, είμαστε κύριοι των πράξεων μας. Η συμφωνία μας με τις πράξεις μας και τα αποτελέσματα τους μπορεί να είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη. Όσο πιο πολύ πιστεύουμε ότι η θέληση μας είναι το θεμέλιο των πράξεων μας, τόσο μεγαλύτερη είναι η συμφωνία μας. Όσο πιο πολύ πιστεύουμε όιι οι πράξεις μας υποκινούνται από μια ξένη θέληση, τόσο μικρότερη είναι η συμφωνία μας. Η φράση ότι κάποιος ξέρει τι κάνει σημαίνει πως αυτός ο κάποιος καταλαβαίνει τους λόγους των πράξεων του και προβλέπει τα αποτελέσματα τους. Αν εξετάσουμε τις πράξεις μας από αυτή τη σκοπιά, θα διαπιστώσουμε ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ξέρουμε τι κάνουμε.
Τις περισσότερες πράξεις μας τις εκτελούμε χωρίς να καταλαβαίνουμε τους λόγους ή τα αποτελέσματα τους, συχνά μάλιστα χωρίς να καταλαβαίνουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Όσα παραδείγματα και αν επιστρατεύσουμε για ν’ αποδείξουμε το αντίθετο, θα διαπιστώσουμε ότι πολύ λίγα παραδείγματα ταιριάζουν για ν’ αποδείξουν ότι ξέρουμε τι κάνουμε. Δεν παίζει κανένα ρόλο από ποιον τομέα της ζωής μας παίρνουμε τα παραδείγματα αυτά ή αν κατέχουν σημαντική ή ασήμαντη θέση στη ζωή μας.
Αυτό θα το δούμε καθαρά, αν πάρουμε μια συχνή και καθημερινή αλληλουχία πράξεων, όπως η οδήγηση ενός αυτοκινήτου. Ελάχιστοι οδηγοί ξέρουν ποιες διεργασίες προκαλούν στον κινητήρα του αυτοκινήτου τους με τα χέρια και τα πόδια τους. Ελάχιστοι οδηγοί ξέρουν τι είναι ένας κινητήρας. Ξέρουν μόνο το τελικό αποτέλεσμα μιας μακριάς αλυσίδας από αποτελέσματα: Το αυτοκίνητο τρέχει πιο γρήγορα ή πιο αργά ή σταματάει. Ελάχιστοι ξέρουν τι γίνεται στο εσωτερικό της μηχανής, σε ποιες πιέσεις είναι εκτεθειμένα τα διάφορα ντεπόζιτα, τα έμβολα, οι κύλινδροι ή οι μπιέλες.
Αυτό το παράδειγμα μας κάνει να εξετάσουμε το ζήτημα της μεγαλύτερης ή μικρότερης χρησιμότητας των πληροφοριών. Αραγε δεν είναι αρκετό να ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε για να σταματήσουμε ή να επιταχύνουμε το αυτοκίνητο μας; Αραγε δεν είναι περιττό να μάθουμε λεπτομέρειες για τη διαδικασία της καύσης που γίνεται στον κινητήρα; Μπορεί να είναι σωστό ότι κάποιος που ξέρει ποιες ακριβώς μηχανικές και χημικές διεργασίες προκαλεί η πίεση του ποδιού στο πεντάλ, πλεονεκτεί κάπως απέναντι στους οδηγούς που δεν ξέρουν τίποτα για τις διαδικασίες που μεσολαβούν ανάμεσα στην κίνηση του ποδιού τους και την επιτάχυνση, αλλά είναι αμφίβολο αν θα ωφεληθεί ο συνολικός πληθυσμός όταν όλοι οι οδηγοί αυτοκινήτων αποκτήσουν τις θεωρητικές γνώσεις που έχουν οι μηχανικοί αυτοκινήτων.
Μπορούμε να φανταστούμε ένα αυτοκίνητο να «μένει» καταμεσής στη Σαχάρα και τους επιβάτες του να πεθαίνουν από τη δίψα, επειδή κανένας τους δεν ήξερε ότι ο ιμάντας του ανεμιστήρα μπορεί ν’ αντικατασταθεί με μια νάιλον κάλτσα. Ωστόσο, πολύ λίγοι θα βρεθούν να υποστηρίξουν την υποχρεωτική επέκταση του μαθήματος οδήγησης.
Ο αριθμός των ανθρώπων που πεθαίνουν στην έρημο κάθε δέκα χρόνια, επειδή τους λείπουν μερικές τεχνικές πληροφορίες, είναι ελάχιστος.
Το παράδειγμα με το αυτοκίνητο δείχνει ότι υπάρχουν καταστάσεις, στις οποίες ο άνθρωπος μπορεί να παραιτηθεί από την κατανόηση των πράξεων του χωρίς να πάθει ζημιά.
Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι το εξής: Οι φυσικοχημικές πληροφορίες που σχετίζονται με τη μηχανή εσωτερικής καύσης δε θ’ άλλαζαν τη ζωή των αυτοκινητιστών οι αυτοκινητιστές δε θα έπαυαν να οδηγούν αυτοκίνητο, δε θα οδηγούσαν ούτε πιο αργά ούτε πιο γρήγορα ούτε πιο σίγουρα.
Είπαμε ότι η συμφωνία μας με τις πράξεις μας μπορεί να είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη, ανάλογα με το αν πιστεύουμε ότι ενεργούμε αυτόβουλα ή αν πιστεύουμε ότι εξυπηρετούμε ξένες προθέσεις. Η ακριβέστερη γνώση των όρων υπό τους οποίους κινείται το αυτοκίνητο μας, δε θ’ άλλαζε σε τίποτα τη συμφωνία μας με την πράξη μας να οδηγούμε αυτοκίνητο. Δεν είναι και τόσο σημαντικό το ότι δεν ξέρουμε τι κάνουμε την ώρα που οδηγούμε. Αρκεί να εκτελούμε τις σωστές κινήσεις.
Σ’ αυτή την περίπτωση δεν είμαστε εντελώς κύριοι των πράξεων μας• το να συμπιέζει ένα έμβολο μια ορισμένη ποσότητα μίγματος βενζίνης-αέρα στο ένα έκτο του όγκου της, δεν ήταν δική μας θέληση αλλά θέληση του κατασκευαστή. Ωστόσο είμαστε σύμφωνοι με τις πράξεις μας. Σ’ αυτή την περίπτωση εξακολουθούμε να συμφωνούμε, ακόμα και όταν ανακαλύπτουμε ότι κάποιος άλλος κατευθύνει τις πράξεις μας.
Αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι παραπάνω πληροφορίες έχουν μικρότερη σημασία απ’ ό,τι άλλες πληροφορίες. Οφείλεται στο ότι ελέγχουμε άμεσα τους παραγωγούς, τουλάχιστο σ’ ό,τι αφορά την εξωτερική κίνηση του αυτοκινήτου μας. Οι παραγωγοί δεν έχουν καμιά πιθανότητα να πουλήσουν αυτοκίνητα που δεν κινούνται.
Υπάρχουν διαδικασίες στις οποίες οι παραγωγοί αυτοκινήτων δεν υπόκεινται σ’ αυτόν τον άμεσο έλεγχο από εμάς, όπως, λόγου χάρη, στην περίπτωση της φθοράς του υλικού και των εξαρτημάτων της μηχανής. Εδώ διαπιστώνουμε ότι η συμφωνία μας με τις πράξεις μας (δηλαδή την αγορά του αυτοκινήτου και την οδήγηση) συρρικνώνεται από τη στιγμή που διαθέτουμε ακριβέστερες πληροφορίες, θα προτιμούσαμε να οδηγούμε ένα άλλο αυτοκίνητο* αλλά η αγανάκτηση μας εναντίον ενός ορισμένου συγκροτήματος αυτοκινήτων δεν έχει συνέπειες, γιατί δεν μπορούμε ν’ αποκτήσουμε τις απαραίτητες πληροφορίες για την παραγωγή των άλλων συγκροτημάτων. Ποιος, άραγε, θα συμφωνούσε να μικραίνουν συστηματικά οι εταιρείες τη διάρκεια ζωής του υλικού και των εξαρτημάτων, με τη βοήθεια εργαστηριακών πειραμάτων, όπως μαθεύτηκε ότι κάνουν ορισμένες αμερικανικές εταιρείες;
Όσο συχνότερα κάνουμε πράξεις χωρίς να ξέρουμε τους λόγους, τις προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα τους, τόσο συχνότερα γινόμαστε οι ίδιοι λόγος, προϋπόθεση και αποτέλεσμα των πράξεων άλλων. Όσο περισσότερο πιστεύουμε ότι είμαστε κύριοι πράξεων, των οποίων οι πραγματικοί κύριοι είναι άλλοι, τόσο περισσότερο θα είναι άλλοι οι κύριοί μας.

Απόσπασμα από Κατασκευή Υπηκόων του Ε.Α. Ραουτερ

Γιώργος Μάρης

Πηγή: thenetwar

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ (9)

3ος Έπαινος Εφηβικού
του Α΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Διηγήματος (2008)

Μέρα ενός εφήβου!
του Κωστή-Χρυσοβαλάντη Κοτσώνη

Εφτά και τριάντα. Ο έφηβος σηκώνεται βαρύς από το κρεβάτι. Δεν βλέπει μπροστά του και κινδυνεύει να κουτουλήσει πάνω στο φωτιστικό. Βλέπετε, τώρα τελευταία ψηλώνει όλο και περισσότερο. Βγαίνει από το δωμάτιο και καλημερίζει τη «μητέρα»: «Γεια σου μάνα!» Η καημένη τρομάζει ακούγοντας την αρρενωπή πια φωνή του γιόκα της. Που είναι αυτή η αθώα παιδική φωνούλα που ήξερε;
Ο έφηβος κάθεται στην καρέκλα και καταβροχθίζει το πρωινό του με βουλιμία. Αφού φάει και την τελευταία φέτα με μαρμελάδα πηγαίνει να ντυθεί. Φοράει το τζινάκι, την μπλούζα με την στάμπα του 50 CENT, το ρολόι (με χρονόμετρο παρακαλώ!) και τα NIKE παπούτσια. Α! τι ξεχάσαμε; Το τζελάκι φυσικά! Αφού απλώσει μία τεράστια δόση ζελέ στα μαλλιά του κοιτάζεται στον καθρέφτη. Άντε μεγάλε, κούκλος είσαι, θα τις ρίξεις όλες μιλάμε!
Το χαριτωμένο δεκαπεντάχρονό μας χαιρετά αδιάφορα την μαμά, παίρνει την τσάντα και την κάνει… Βγαίνει στον κρύο δρόμο και πηγαίνει με το πάσο του. Έτσι κι αλλιώς τι θα γίνει αν αργήσει; Το πολύ πολύ καμία απουσία να πάρει. Σιγά τα ωά! Αγοράζει και μία τσίχλα από το περίπτερο να έχει να μασουλάει. Όταν τελικά φτάνει στο προαύλιο, πηγαίνει κοντά στους κολλητούς του. Τι θα έκανε χωρίς αυτούς; Με ποιους θα έβλεπε τα «ύποπτα» βιντεάκια του, με ποιον θα πήγαινε στο ίντερνετ καφέ, με ποιον θα έκανε πλάκες; Αυτοί τον «καλωσορίζουν» λέγοντας: «Άντε ρε μάγκα, άργησες!» Αυτός δικαιολογείται, ότι τον καθυστέρησε η μάνα του! Το κουδούνι διακόπτει αυτή την «εποικοδομητική» συζήτηση.
Αμέτρητα παιδιά τρέχουν να μπουν στις γραμμές τους. Σπρώχνονται, μαλώνουν. Ανάμεσα τους και ο φιλαράκος μας. Πρώτα προσευχή και μετά αρχίζει το κήρυγμα. Ναι, το ξέρουμε, κάποιοι έβαψαν τους τοίχους του σχολείου! Το είδαμε! Ναι, γνωρίζουμε για το χαμένο πορτοφόλι. Κάθε μέρα δεν χάνεται και από ένα; Αχ, αυτή η εφηβική αφηρημάδα δεν συγκρίνεται με τίποτα! Τελικά το βάσανο τελειώνει και τα χαρωπά εφηβάκια μπαίνουν στην τάξη. Μαζί και ο δικός μας. Βγάζει το χιλιοσκισμένο τετράδιο, με τα συνθήματα της αγαπημένης του ομάδας, τα διαβολάκια που μόνο αυτός ξέρει να ζωγραφίζει τόσο ωραία και βλέπει το πρόγραμμα: ΠΡΩΤΗ ΩΡΑ-ΑΡΧΑΙΑ. «Ωχ, όχι να πάρει!» σκέφτεται, αλλά δεν μπορεί να το γλιτώσει! Η καθηγήτρια μπαίνει μέσα.
Το μάθημα κυλά ήρεμα. Ο Θανάσης ζωγραφίζει, η Ντιάνα ονειροπολεί και ο Μάκης μιλάει με τον Παύλο. Ο έφηβός μας μπαίνει στην κουβέντα. Ποιος κάθεται τώρα να κάνει χρονική και εγκλιτική αντικατάσταση το «όμνυμι»; Προτιμά να μιλήσει για την Milan! Τι ατυχία όμως! Μόλις εξηγούσε για την γκολάρα στο εξηκοστό πέμπτο λεπτό, η καθηγήτρια τον αγριοκοίταξε πίσω από του φακούς της και του έδειξε την πόρτα. «Μα κυρία, δεν έκανα τίποτα» φωνάζει μηχανικά και τελικά βγαίνει ψιθυρίζοντας κατάρες.
Το κουδούνι χτυπάει κι ο έρημος διάδρομος γεμίζει ξαφνικά παιδιά. Τα πιο πολλά πεινάνε σαν λύκοι και τρέχουν να προλάβουν την πρωτιά στο κυλικείο. Άλλα βγαίνουν στην αυλή και συζητάνε.
Ο τιμωρημένος μας φεύγει πριν βγει η καθηγήτρια και αρχίσει να του απαριθμεί όλες τις στερεότυπες εκφράσεις των μεγάλων! Κατεβαίνει και μπλέκεται στις παρέες. Ένας βγάζει κρυφά ένα PLAYBOY και το δείχνει στους άλλους. Σφυρίγματα και γουρλωμένα μάτια παντού, όταν ξαφνικά ακούγεται: «Ξύλο παιδιά, Ξύλο!» Το πλήθος τρέχει να δει. Μπα, τίποτα ιδιαίτερο. Ο Πραλίδης με τον Τριανταφυλλίδη. Ο Πραλίδης τον βγάζει νοκ-άουτ σχεδόν αμέσως. Πράγματι και μετά την επέμβαση τον μεγάλων δυνάμεων (των καθηγητών) οι δράστες οδηγούνται στο τμήμα (στο γραφείο) και ο Τριανταφυλλίδης κουτσαίνει από τον πόνο.
Οι υπόλοιπες έξι ώρες κυλούν περίπου με τον ίδιο τρόπο. Τίποτα ιδιαίτερο, εκτός από ένα τεστάκι στα θρησκευτικά και τη γυμναστική φυσικά!
Στο σχόλασμα, το εφηβάκι μας συνεννοείται με τα φιλαράκια για το βράδυ και τρέχει σπίτι (παραλίγο να τον πατήσει και το λεωφορείο 38). Τρώει λαίμαργα και όταν τελειώνει κοιτάζει λίγο την κοιλιά του. «Πρέπει να αδυνατίσω, πρέπει, πρέπει!» Ο γλυκός μεσημεριανός ύπνος τον νανουρίζει καθώς βλέπει στο όνειρό του τον εαυτό του μυώδη κι αδύνατο όσο χρειάζεται για έναν άντρα.
Όταν ξυπνάει, πλένεται, βάζει τη λοσιόν για τα σπυράκια, φοράει το μποξεράκι και τα πιο καλά του. Έχει έξοδο δεν είπαμε; Αρπάζει το μπουκαλάκι με την κολόνια και βάζει. Πάει και αυτό. Ξαναβάζει και τζελάκι, παίρνει το χαρτζιλίκι που του είχε δώσει ο πατέρας του και φεύγει. Ραντεβού στην πλατεία είχε συνεννοηθεί με τα φιλαράκια του. Το βραδινό αεράκι του χτυπά το πρόσωπο. Όταν τελικά φτάνει στο σημείο συνάντησης δεν βλέπει κανέναν. Θα είχε φτάσει κάπως νωρίς. Κάθισε στο παγκάκι να περιμένει. Και ενώ σκεφτόταν μήπως τον είχαν στήσει οι άλλοι, είδε την Ελένη.
Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν ταμπούρλο! Η Ελένη ήταν συμμαθήτριά του, μα αυτός θα ήθελε να είναι κάτι παραπάνω! Πόσο θαμπώνονταν από την παρουσία της! Την σκεφτόταν συνέχεια! «Γεια» του ψιθύρισε με την τόσο γλυκιά φωνή της. «Γεια» ψελλίζει κι αυτός. «Πάει μεγάλε, αν είσαι έτσι το έχασες το παιχνίδι» λέει μέσα του και μπαίνει αμέσως στο ψητό: «Θέλεις να έρθεις μαζί μας;» ρωτάει και ο ιδρώτας τρέχει στο πρόσωπο του. Η Ελένη χαμογελά και σκέφτεται ή κάνει πως σκέφτεται. Τελικά απαντά «Μπα, sorry αλλά δεν γίνεται! Κάποια άλλη φορά.» και φεύγει. Αυτό ήταν. Η απογοήτευση κυριεύει τον έφηβό μας και κατεβάζει μούτρα. Σε λίγο έρχονται και οι φίλοι του. «Τι συμβαίνει;» τον ρωτούν και αυτός τους εξηγεί το επεισόδιο με την τσαχπινιάρα συμμαθήτριά τους. Εκείνοι χαμογελούν. Δείχνουν να καταλαβαίνουν. Λες και αυτοί δεν ξέρουν τι σημαίνει χυλόπιτα!! Τελικά, η παρέα φεύγει και κατευθύνεται προς το πλησιέστερo GOODY’S. Αχ, πόσα έχουν περάσει σε αυτό το χαριτωμένο ταχυφαγείο! Πόσα χάμπουργκερ έχουν κατεβάσει! Από μικρά παιδάκια πήγαιναν με τον παππού και την γιαγιά και τώρα πάνε με τα κορτσούδια!
Κάθονται στο τραπέζι κοντά στο παράθυρο. Παραγγέλνουν πατάτες, χάμπουργκερ, σάντουιτς και φυσικά κόκα κόλα! Αρχίζουν και μιλούν για τα νέο άλμπουμ των Metallica, τα νέα βιντεοπαιχνίδια… Τι, δεκαπεντάχρονοι και θα μιλούν για τα νέα του χρηματιστηρίου; Είναι αντίθετο στην φύση τους. Ξαφνικά, ένας αρχίζει την πλάκα πετώντας μία πατάτα στο πρόσωπο του κολλητού του. Όσο νόστιμες και αν είναι οι πατατούλες, κανείς δεν τις θέλει στη μούρη! Σύντομα λοιπόν, άρχισε ένας πατατοπόλεμος που όμοιός του δεν υπάρχει! Σιγά σιγά μπήκαν στο παιχνίδι και τα παγάκια.
Τελικά, αναγκάστηκαν να την κάνουν(όπως είπαν) γιατί οι υπεύθυνοι μόνο που δεν τους έδειραν! Βγήκαν στο δρόμο, έβγαλαν τα κινητά και τραγουδούσαν τα αγαπημένα τους σουξέ, εκεί, μπροστά σε όλους. Μία γριούλα έκανε και το σταυρό της. Αυτή είναι η εφηβεία! Χωρίς να πιεις σε πιάνει μία μέθη! Δεν καταλαβαίνεις τι κάνεις, που πας, τι λες! Έτσι και ο έφηβός μας. Στις δέκα η ώρα οι ιδρωμένοι, θολωμένοι έφηβοί μας, χαιρετήθηκαν και ο καθένας πήγε στο σπίτι του.
Οι γονείς του πάλι έλειπαν. Σπάνια τους βλέπει στο σπίτι. Ή δουλεύουν ή έχουν υποχρεώσεις! Κάθεται στον υπολογιστή. Πόσες φορές είναι για αυτόν καλύτερη συντροφιά! Τον ταξιδεύει στους φανταστικούς κόσμους του ηλεκτρονικού παιχνιδιού και του ίντερνετ, τον βοηθάει με τις εργασίες του και του παίζει μουσική όλη νύχτα γιατί ξεχνάει να τον κλείσει. Άσε που του έχει ρίξει ένα σωρό χρήματα, για να συμβαδίζει πάντα με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Μπαίνει να παίξει διαδικτυακό παιχνίδι. Στην αρχή η ικανοποίηση φαίνεται στο πρόσωπό του, αλλά μετά από λίγο, χτυπάει γεμάτος οργή το πληκτρολόγιο. Τελικά τον κλείνει βρίζοντας και σηκώνεται. Πάει στο σαλόνι και κάθεται στην τηλεόραση. Τι έχει; Α, να ένα ωραίο θρίλερ! Με σκοτωμούς, με τέρατα, με τα όλα του! Ο έφηβος καθηλώνεται στην οθόνη και τελικά τον παίρνει ο ύπνος στον καναπέ. Μάλιστα, η κόκα κόλα που πήρε να πιει (άντε πάλι!) χύθηκε.
Όταν τελικά οι γονείς του επιστρέφουν στο σπίτι, η μαμά κοιτάζει τον γιόκα της να ροχαλίζει σαν αγριογούρουνο και θυμάται πως τον νανούριζε στην αγκαλιά της (Αμάν πια αυτές οι μαμάδες, όλο τα παλιά θυμούνται;). Κατόπιν παρατηρεί τον γεμάτο κόκα κόλα καναπέ και την αναμμένη τηλεόραση με το τέρας να καταβροχθίζει το μικρό παιδάκι και αναστενάζει. Τότε μπαίνει και ο πατέρας μέσα, της πιάνει το χέρι και της λέει: Αχ, ακόμα να το μάθεις;
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΦΗΒΕΙΑ!

Σύντομο Βιογραφικό

Γεννήθηκα και κατάγομαι από τη Θεσσαλονίκη. Είμαι 15 χρονών και φοιτώ στο 30ο Γενικό Λύκειο Θεσσαλονίκης. Αυτή είναι η πρώτη φορά που συμμετέχω σε επίσημο διαγωνισμό. Ασχολούμαι, εκτός από τη συγγραφή διηγημάτων, με το σκίτσο και τα κόμικς. Επιπλέον, η δημιουργία σύντομων βίντεο και η αναμετάδοση ραδιοφωνικού σταθμού στο Διαδίκτυο είναι δραστηριότητες που μου κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Μολονότι είναι δύσκολο ακόμα να κατασταλάξω σε κάποιο επάγγελμα, σκέφτομαι να ασχοληθώ με τη γλώσσα (ως δημοσιογράφος, συγγραφέας ή γλωσσολόγος).


Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ (8)


2ος Έπαινος Εφηβικού
του Α΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Διηγήματος (2008)

Η ζωή ενός ζητιάνου
 

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ (7)

1ος Έπαινος Εφηβικού
του Α΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Διηγήματος (2008)

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
της Δέσποινας Ζαχαριάδου

Ο καθρέφτης μου μιλούσε σιγανά. Πρώτη φορά είδα τα μάτια μου μαύρο χρώμα. Έφταιγε όμως και το φως του ήλιου που βασίλευε πίσω από τις κορυφές μακρινών βουνών. Ήταν λοιπόν αυτός κι όχι η απόφασή μου που τα έκανε μαύρα. Μ’ αυτά έβλεπα ό,τι βλέπουν όλοι, τους ανθρώπους, τα δέντρα, το ποτάμι, το φεγγάρι, τις νεράιδες. Να λοιπόν και κάτι που δεν το έβλεπαν οι άλλοι, οι νεράιδες.
Οι νεράιδες μου ήταν πολλές. Κάποιες ξυπνούσαν την νύχτα και γυάλιζαν στο σκοτάδι τα φτερά τους. Υπήρχαν όμως κι άλλες που φτερούγιζαν την ημέρα και έβαφαν με χρώματα την αυγή και με ξυπνούσαν κάθε πρωί. Αυτές τις έπαιρνα μαζί μου όπου πήγαινα κι ήταν το μυστικό μου, που όμως δεν χρειαζόταν να το κρύψω, γιατί απλούστατα κανείς δεν μπορούσε να το δει.
Κάτω από τα μάτια ήταν η μύτη. Αυτή την πήρα από τον πατέρα μου και με βοηθούσε πολύ αυτό, όποτε ήθελα να πείσω τον εαυτό μου ότι ήμουν αγόρι. Ήταν όμως χρήσιμη και για άλλον λόγο. Ανακάλυπτε νέες μυρωδιές. Την άνοιξη με βασάνιζε με το εθιστικό άρωμα της γαρδένιας που τόσο υπερβολικό μου φαινόταν, αλλά δεν μπορούσα να του αντισταθώ. Το καλοκαίρι πάλι με γέμιζε με μυρωδιές από τα ώριμα ροδάκινα, ενώ μετά από λίγο ένιωθα τη μούχλα και την υγρασία των πρώτων βροχών.
Όμως το στόμα μου το αγαπούσα περισσότερο. Ήταν λίγο παράξενο, μ’ ένα φούσκωμα στο πάνω χείλος και τις λυπημένες άκρες του στραμμένες προς τα κάτω. Όταν λοιπόν μ’ έπιανε εκείνη η τρελή επιθυμία να βρω νέες γεύσεις δοκίμαζε τα πάντα. Συνδύαζε την ζεστή σοκολάτα με γλυκό πιπέρι, και την βαθιά γεύση της κανέλας με το γάλα ξυπνώντας κρυμμένες αισθήσεις.
Κοιτώντας στον καθρέφτη δεν χρειάστηκε να στρέψω το κεφάλι μου για να δω τα’ αυτιά μου καθώς ήταν ήδη αρκετά ευδιάκριτα. Το καλό με τα αυτιά μου ήταν ότι τους άρεσε η μουσική. Το άκουσμα μιας νότας ήταν αρκετό, για να τα ερεθίσει, να τραβήξει το ενδιαφέρον τους. Και έτσι με τον καιρό δημιουργούσαν και δικές τους μουσικές, δικές τους φωνές. Δυστυχώς όμως ήμουν παράφωνη και αυτό τα δυσκόλευε κάπως να εκφραστούν.
Το ευαίσθητο σημείο μου κινήθηκε στον καθρέφτη κι αυτό ήταν τα φρύδια μου. Παρμένα κι αυτά από τον πατέρα μου αντιδρούσαν σε καθετί που συνέβαινε. Ανάλογα με την περίσταση έπαιρναν και διαφορετικό σχηματισμό έτσι που, αν κάποιος τα παρατηρούσε, μπορούσε εύκολα να αντιληφθεί τι ένιωθα. Αυτή τους η εκφραστικότητα λοιπόν μου είχε χαρίσει κι ένα δώρο, μια βαθιά και δύο μικρότερες ρυτίδες κατά μήκος του μετώπου μου.
Ευτυχώς ήταν μεγάλο και χωρούσε πολλές ακόμη. Επειδή ακριβώς ήταν μεγάλο, μου ταίριαζαν και τα μαζεμένα μαλλιά. Όμως ο καθρέφτης τα έδειχνε τώρα κουρεμένα κοντά και κατσαρά λίγο πάνω από τους ώμους. Τα ήθελα έτσι, για να φτιάχνω περίεργα χτενίσματα. Εξάλλου είχε κουραστεί ο καθρέφτης να με βλέπει πάντα ίδια.
Οι σκιές της νύχτας σκούρυναν ακόμα πιο πολύ τα μάτια μου που φάνταζαν πιο μαύρα και από μαύρα. Αυτό το βράδυ δεν έπρεπε να ξυπνήσουν οι νεράιδες. Το είχα υποσχεθεί στον καθρέφτη μου αλλά φάνταζε όλο και πιο δύσκολο. Κοίταξα στο βάθος και είδα μια μαριονέτα κρεμασμένη στον τοίχο. Ήξερα ότι το πρωί θα την έκλεινα στο τελευταίο συρτάρι, αλλά ήταν ακόμη βράδυ.
Όλοι είχαν κοιμηθεί από νωρίς και ήταν ήσυχα. Μου άρεσε η ησυχία τόσο πολύ. Άκουγα καλύτερα τη φωνή μου και τα τραγούδια των ξωτικών. Όμως τώρα ήμουν ξύπνια μόνο εγώ. Ξαφνικά αντιλήφθηκε πόσο μόνη ήμουν. Μέσα σ’ ένα απέραντο δωμάτιο, σ’ έναν απέραντο καθρέφτη, σ’ ένα απέραντο σώμα ήμουν τελείως μόνη.
Συχνά φορούσα τα κοντά μου φορεματάκια με ριγωτές κάλτσες και πηδούσα τα πλακάκια ανά δύο για να μοιάζω με τις νεράιδές μου, μα τώρα δεν είχα να μοιάσω σε κανέναν. Θαρρείς και είχα ψηλώσει τόσο που δεν μου έκαναν πια εκείνα τα φορέματα, κι εγώ είχα βάλει μόνο δύο πόντους. Ένα καινούριο, γυμνό σώμα έψαχνε να βρει ρούχα. Δυο μάτια προσπαθούσαν να δουν τι χρώμα έχουν. Και στα πόδια τα δύο πλακάκια φαίνονταν μικρά και το ένα μεγάλο.
Η μαριονέτα από το βάθος προσπάθησε να κουνηθεί, αλλά την κοίταξα μ’ ένα αυστηρό βλέμμα και σταμάτησε μεμιάς. Τρόμαξα με την ιδέα μόνο της έκφρασής μου και ξανακοίταξα το πρόσωπό μου. Τότε θυμήθηκα τον αγαπημένο μου κούκλο, που μου είχαν χαρίσει, όταν ήμουν μικρή. Φορούσε μια γυαλιστερή φορεσιά με μπλε κι ασημί χρώμα και είχε ένα πήλινο ζωγραφιστό πρόσωπο. Ένα πρωί όμως που δεν τον χαιρέτησα πριν φύγω για το σχολείο, έσπασε το όμορφο πρόσωπό του και δεν τον ξαναείδα.
Τα μάτια μου δάκρυσαν κι η μαριονέτα προσπάθησε να ξανακουνηθεί. Σκούπισα βιαστικά τα μάγουλά μου και αυτή εγκατέλειψε κάθε ελπίδα. Ένα τέτοιο δάκρυ είχε και ο κούκλος στο μάγουλό του ζωγραφισμένο. Πάντα αναρωτιόμουν γιατί να υπάρχει αυτό το δάκρυ και τώρα κατάλαβα. Αυτός που τον έφτιαξε ήθελε να απαλλαγεί από τα δικά του δάκρυα και τα «χάρισε» στον κούκλο μου. Ήταν αλήθεια λοιπόν ότι και οι κούκλες έκλαιγαν, όμως η μαριονέτα ούτε που δάκρυσε. Ίσως τελικά να ήμουν εγώ μια κούκλα μπλεγμένη σε ένα απροσδιόριστο παιχνίδι.
Είχα όμως τον έλεγχο. Μπορούσα να σταματήσω τη μαριονέτα, μπορούσα να σταματήσω τα δάκρυα, ακόμη και να κυλήσω τον χρόνο, πετώντας ουσιαστικά στιγμές από τη ζωή μου, αν αυτό θεωρείται έλεγχος.
Μια αράχνη προσπαθούσε για τρίτη φορά ν’ ανέβει τον τοίχο μα έπεσε πάλι. Το ένα φρύδι μου σηκώθηκε και το στόμα μου πήρε μια καινούρια έκφραση. Ίσως και να ήταν ειρωνεία, μα δεν μου άρεσε και την άλλαξα αμέσως, όμως άφησε μια γεύση οξεία και ξινή σαν αυτή των άγουρων πορτοκαλιών στο πίσω μέρος της γλώσσας μου. Σταδιακά διαπίστωνα ότι με κυρίευε μια αίσθηση πειθαρχίας. Ήθελα να πειθαρχήσω τα πάντα στον καθρέφτη μου. Ένα καινούριο παιχνίδι γεννιόταν μες στη νύχτα.
Το βλέμμα απέναντί μου, μου χαμογέλασε, επιτέλους ύστερα από αυτήν την φιλοσοφική συζήτηση. Η αλήθεια είναι πως πλέον αντίκριζα μια πιο βελτιωμένη εκδοχή του χαμόγελού της με μια σειρά από ίσια κατάλευκα δόντια που είχαν φτάσει τελικά στη «σωστή» τους θέση. Και εγώ πίστευα στη «σωστή» στιγμή. Υπήρχε μια σωστή στιγμή για να δείξω στους φίλους μου το μυστικό που είχα ανακαλύψει, περπατώντας στη βροχή. Υπήρχε μια σωστή βροχή σαν αυτή την ασημένια που γέμισε τώρα το δωμάτιό μου για την «σωστή» στιγμή. Μου άρεσε όταν έβρεχε και εγώ προσπαθούσα να βρω στον ουρανό το σύννεφο που την έριχνε και μετά ακολουθούσα με το δάχτυλό μου τα ίχνη της κάθε σταγόνας πάνω στο τζάμι του αυτοκινήτου. Τα μαλλιά μου φάνταζαν σαν καλυμμένα από ασήμι και το βλέμμα ζωντάνεψε ακόμη πιο πολύ. Ναι! Πίστευα πως υπήρχε και σωστό βλέμμα για την κάθε σωστή στιγμή και διαφορετικό για τον καθένα. Περιμένοντας στη στάση του λεωφορείου παρατηρούσα τα πρόσωπα των ανθρώπων και καταλάβαινα. Πολλοί από αυτούς φοβούνταν να βρουν το σωστό βλέμμα απέφευγαν τη σωστή στιγμή και τότε έμοιαζαν σαν τα μπάσα που δεν ταίριαζαν σένα τραγούδι ή σαν φάλτσες ελάσσονες αρπές. Ο καθρέφτης τότε παραπονέθηκε πως τον λέρωνε η βροχή και δυστυχώς αναγκάστηκα να την σταματήσω, καθώς ήταν όρος της συμφωνίας μας να τον υπακούω για αυτό το βράδυ.
Υπήρχαν φορές που αναρωτιόμουν κάποια πράγματα. Έβαζα τον εαυτό μου απέναντί και σιγομιλούσαμε τα βράδια λίγο πριν με πάρει ο ύπνος. Σκεφτόμουν το κεφάλι μου που συνεχώς ήταν γεμάτο από σκέψεις, τόσες πολλές που κάποτε ξεχνούσα κάποιες και κατέληξα να τις γράφω σε ένα τετράδιο. Και η απορία μου ήταν αν ποτέ θα άδειαζε και πώς θα ήταν τότε, εκείνη τη στιγμή, αυτός ο άνθρωπος που μου μιλούσε.
Θυμήθηκα πως όταν ήμουν μικρή και άκουγα κάτι, μετά το επαναλάμβανα μέσα μου πολλές φορές , το σκεφτόμουν και το ανέλυα . Όλοι οι άνθρωποι γύρω μου ήταν κυνηγοί. Κυνηγοί της τελειότητας. Με λαχτάρα και πάθος έψαχναν να βρουν κάτι που φάνταζε υπέροχο και άπιαστο. Πάντα όμως μόλις το πετύχαιναν, μετά από λίγο έβρισκαν κάτι ακόμη καλύτερο. Και έτσι όπως πετούσα από επάνω τους φάνταζαν να ανεβαίνουν μια σκάλα μ’ ατελείωτα σκαλοπάτια. Ναι ! πετούσα από επάνω τους κι ήταν υπέροχη η αίσθηση δυο φτερών που μπορούσαν να σε ταξιδέψουν. Τους κοιτούσα, λοιπόν από ψηλά κι αναρωτιόμουν αν άξιζε να ζούμε κυνηγώντας μια τελειότητα που πάντα στα μάτια των πουλιών θα φαίνεται μετριότατη ή αν τελικά αυτό το κυνήγι είναι που δίνει στη ζωή μας νόημα, για να γευόμαστε λαίμαργα την κάθε στιγμή.
Ζώντας, λοιπόν λαίμαργα την ζωή είχα ένα πρόβλημα που σ’ όλους φάνταζε επικίνδυνο. Δεν έγραφα σωστά τις λέξεις. Δηλαδή εμένα δε μου φαινόταν λάθος, αλλά για τους άλλους ήμουν ¨ανορθόγραφη¨. Κι αυτό, γιατί εγώ έβλεπα αλλιώς τις λέξεις . Έγραφα το καρότο με δύο ‘ρρ’ επειδή ήταν σκληρό όταν το μασούσα και το αυγό με ‘υ’ αν ήταν τηγανητό και με ‘β’ αν ήταν βραστό. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό , ήταν το ότι έψαχνα πίσω από αυτές αλλά και από όλα γύρω μου να βρω μια άλλη διάσταση . Να ανακαλύψω κάτι κρυμμένο κάτι ουσιώδες που να δίνει νόημα στα πάντα και να συνδυάζει άλογα πράγματα με απροσδιόριστες συμπτώσεις, έτσι ώστε κάθε εξίσωση να έχει διαφορετικό αποτέλεσμα.
Κι ήταν δύσκολο να το ανακαλύψω. Σε μια ζωή προσπάθειας υπήρχαν κάποιες στιγμές που έκλεινα τα μάτια μου και τα χέρια μου έπαιζαν βιολί μόνα τους, τελείως ελεύθερα δίνοντάς μου την υπέροχη αίσθηση που μόνο όσοι την έχουν μπορούν να την καταλάβουν. Έτσι κι αυτήν την ανάμειξη από συναίσθημα, ψυχή και πνεύμα που έψαχνα να βρω υπήρχαν στιγμές που την έβλεπα και την ένιωθα πίσω από ένα λουλούδι ή από δύο μάτια. Και τότε αισθανόμουν πως δεν είχα ανάγκη τα φτερά μου, για να πετάξω. Ούτε τις νεράιδες, για να βλέπω κάτι που δεν έβλεπαν οι άλλοι. Δεν ήταν το καστανό ή το μαύρο χρώμα των ματιών μου, ούτε η μεγάλη μου μύτη που φαινόταν στον καθρέφτη. Ήταν ένα υπέροχο συναίσθημα που πλημμύριζε τον άνθρωπο που μου μιλούσε. Και δεν χρειαζόμουν το μυαλό για να το δω γιατί ήταν κάτι ασύλληπτο.
Πολλοί θεωρούσαν πως η ποίηση κρυβόταν πίσω από όλα, εγώ πάλι, πίστευα πως ήταν ένας τρόπος προσδιορισμού. Κάθε μοναδικός στίχος προσδιόριζε κάτι επίσης μοναδικό και το σχηματοποιούσε, του έδινε υπόσταση και εγώ έτσι μπορούσα να ψάξω.
Ήταν όμως άσχημο το ότι συλλογιόμουν πολύ. Κι έβρισκα δύσκολο να παραδεχτώ όταν κάποια γεγονότα με βοηθούσαν να καταλάβω κάτι δεδομένο, κάτι που επιβαλλόταν με όρια, μπλέκοντας τους ανθρώπους σε μια κατάσταση αναπόδραστη. Και αναρωτιόμουν αν ο άνθρωπος ως ψυχική οντότητα ήταν τελικά ο στόχος του ανθρώπου ως πνευματική οντότητα.
Δεν μπορούσα ακόμη να κατανοήσω την ύπαρξη της ευθείας. Την άλγεβρα τη θεωρούσα χρήσιμη, ενώ η γεωμετρία ήταν ευχάριστη. Όμως η ευθεία ήταν κάτι αμφισβητήσιμο σε αντίθεση με το μισό άπειρο που υπήρχε. Υπήρχαν τέτοιες στιγμές που ήθελα να ήμουν πρωτόγονος, χωρίς επιστήμες και ευθείες, αλλά πραγματική μάθηση. Γιατί αυτή που μου προσέφεραν ήταν απολύτως «καλωδιωμένη». Άνθρωποι που ενώ έπρεπε να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο και να δουν πως η κότα γεννάει το αβγό της, την μετέφεραν σε έναν κόσμο που δημιουργούσαν μόνο και μόνο για να έχουν ήσυχη την συνείδησή τους ότι εξελίσσονταν.
Τι λυρικές σκέψεις που κούραζαν το μυαλό και έκαναν τους άλλους να γελάνε. Εμμονή αμφισβήτησης ή τρόπος προσδιορισμού, ακούγοντας μελωδίες σε ελάσσονες κλίμακες με τις καθαρότατες νότες του πιάνου. Καθαρότατη μελαγχολία. Λίγο μέλι που έλυε το άγχος. Τι υπέροχο συναίσθημα. Ευχόμενη προς κάτι με τα φρύδια σφιγμένα, ένιωθα αυτή την ακατάπαυστη έλξη αναζήτησης, σαν την αλμυρή γεύση που αποζητά ο ουρανίσκος μετά από την γλυκιά.
Ένα ανατριχιαστικό δέος ρίγησε το δέρμα μου καθώς τα χέρια του πιανίστα έπαιζαν γρήγορες φορτίσιμες σκάλες με πολλές υφέσεις. Εκείνη τη στιγμή φοβήθηκα το σκοτάδι και την ανάσα μου που ακουγόταν γρήγορη μες στην απόλυτη ησυχία του σπιτιού.
Κι ήταν τρελός ο κόσμος. Έκοβαν οι άνθρωποι τις ουρές τους, σαν την αλεπού, και μετά τις έκοβαν κι οι άλλοι. Και ήθελαν όλοι το παράλογο. Αποκαλούσαν παραδοσιακή την απελευθέρωση κι επιδίωκαν την υποδούλωση. Εγώ πάλι ασφυκτιούσα μπλεγμένη σε δύο κόσμους, αποφασισμένη, αλλά ανίκανη να δραπετεύσω. Και τότε μου ήταν δύσκολο να καταλάβω τους ανθρώπους. Ήταν πολλοί και κλειστοί και χρειαζόμουν καιρό για να τους ανοίξω, όσους τελικά κατάφερνα, αφού πια τα μάτια όλων δεν μιλούσαν. Είχαν μια μόνιμη έκφραση καχυποψίας και φόβου συνδυασμένη με την ανωτερότητα κι εγώ δεν ήξερα σε ποια γλώσσα να τους μιλήσω.
Κάποτε έλεγαν πως όταν οι άνθρωποι μεγάλωναν έχαναν την φαντασία τους. Όμως τώρα ούτε τα παιδιά είχαν την ικανότητα και την δυνατότητα να φαντάζονται. Μ’ ένα μέλλον προβλέψιμο και ζωή δεδομένη, ο καθρέφτης τους δεν ήταν από γυαλί. Είχαν όλοι πέντε δάχτυλα, μια μύτη και δυο μάτια. Κανείς δεν απολάμβανε πια την ποίηση κι ούτε διάβαζε η μαμά παραμύθια στα παιδιά πριν κοιμηθούν. Κι η μέρα είχε άλλοτε 28 ώρες ή και 30 περιστρεφόμενες γύρω από μια πνευματική κορύφωση που όμως έτσι μόνο φάνταζε, γιατί στην ουσία ήταν άκρως υλική κι αθωωνόταν επικαλούμενη το συναίσθημα, μια ανάμνηση που λίγοι διατηρούσαν.
Ένα μακρόσυρτο αλυχτό διαπέρασε την ησυχία κι άγγιξε τα αυτιά μου. Έκλεισα τα μάτια μου και αφουγκράστηκα για λίγα λεπτά. Ήταν αλήθεια λυπηρό το κλάμα αυτού του σκύλου, που τον κορόιδευε το φανάρι του δρόμου.
Μου θύμισε τα χέρια μου όταν με κοίταζαν με μάτια κίτρινα. Σε στάση επίθεσης μ’ ένα παράδοξο ενδιαφέρον, με άγνωστο σκοπό. Μ’ εγκλώβιζαν μ’ αυτό το βλέμμα υπεροψίας και ήταν πάντα ο νικητής σ’ έναν αγώνα. Στον αγώνα που αυτά δημιουργούσαν. Και εγώ ήμουν κάτι αλλόκοτο μια δυσνόητη λέξη έξω απ’ τις συμφωνίες. Τότε αποφάσιζα να μιλάω μόνο στο πρόσωπο απέναντί μου, προσπαθώντας να εντοπίσω το σφάλμα χωρίς προσποιητή δεξιότητα με λέξεις γνωστές. Γιατί με κούραζαν αυτές οι λέξεις και έτσι βρισκόμουν ακόμη πιο εσωτερικά αποκλείοντας τες και χώριζα την απομόνωση απ’ την μοναξιά, με τη μοναδική αξία να με εισάγει ακόμη πιο μέσα σ’ αυτό το περίεργο πλάσμα που έψαχνε να βρει τι να νιώσει την κάθε στιγμή και πώς να ενσωματωθεί στο κείμενο, χωρίς να προσπερνιέται αδιάφορα. Εκείνες οι στιγμές, όπως και τώρα, ήταν οι στιγμές που την είχα πιο πολλή ανάγκη. Χρειαζόμουν τους άμετρους στίχους της που έμοιαζαν με καλούπια σχεδιασμένα αποκλειστικά για μία μόνο σωστή λέξη που άλλοτε αχνοφαινόταν στο χαρτί κι άλλοτε έπρεπε να ψάξω πίσω απ’ τις εικόνες να την βρω. Και μόλις τελείωνε το χέρι μου να γράφει, όλη με κύκλωνε και γύριζε γύρω μου σαν πλανήτης παίρνοντας όλο το βάρος της γλώσσας μου, σαν να καθόριζε ό,τι σκεφτόμουν.
Και μετά η απόλυτη πληρότητα. Ανάσανα και ο αέρας γέμισε τα πνευμόνια μου και με χαλάρωσε. Οι ώμοι μου απέναντι είχαν κατεβεί στην φυσιολογική τους θέση. Έκλεισα τα μάτια και χαμογέλασα. Μπορούσα να με δω ακόμη και έτσι, μέσα από τα βλέφαρά μου. Τα ακούμπησα και ήταν πολύ απαλά σαν το φρεσκοστρωμένο χιόνι. Όλο το σώμα μου είχε χαλαρώσει και νόμισα πως ένιωσα προς στιγμήν την αίσθηση που έχει το έμβρυο μέσα στη μήτρα της μητέρας του.
Όταν ξανακοίταξα στον καθρέφτη όλα ήταν ίδια. Η μαριονέτα στο βάθος μου γέλασε για τελευταία φορά. Θα έμενε, βέβαια, η σκιά της στον τοίχο, μια ζωντανή ανάμνηση αυτής της νύχτας.
Η συγκαταβατική σιωπή του καθρέφτη ταίριαξε με την ησυχία του σπιτιού. Ναι! Όλα είχαν επιτυχώς συμβάλει εκείνο το βράδυ. Κάθε αλλόκοτη πινελιά είχε βρει την αρμονική της θέση σ’αυτήν τη μοναδική σύνθεση. Μόνο που η φλεβίτσα "της μαμάς' κάτω από το αριστερό μου μάτι φαινόταν τώρα πιο έντονη…
Δ.Ζ.
Βιογραφικό
Η Δέσποινα Ζαχαριάδου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1992. Τελειώνει την δευτέρα λυκείου στο λύκειο των Εκπαιδευτηρίων Μαντουλίδη και προετοιμάζεται για σπουδές στην αρχιτεκτονική. Με την γραφή ποίησης άρχισε να ασχολείται στα 13, ενώ διηγημάτων στα 15.
Το πρώτο της διήγημα «Άνω θρώσκω εν οφθαλμοίς κεκλειμένοις» απέσπασε Β΄ πανελλήνιο βραβείο στον διαγωνισμό του Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών το 2007 και το παραμύθι «Πτητική Ζωολογία» απέσπασε Β΄ παγκόσμιο βραβείο (ασημένια πένα) στον παγκόσμιο διαγωνισμό συγγραφής παραμυθιού Γεφυρες Αγάπης, που διοργανώθηκε από το Μουσείο Παιδικής Τέχνης στην Ξάνθη το 2007. Ποιήματά της έχουν βραβευτεί με έπαινο από τον Σύλλογο Εκδοτών Θεσσαλονίκης το 2008 και από τον Σύνδεσμο Εκδοτών Βόρειας Ελλάδας το 2009.
Με το σχολείο της έλαβε μέρος σε ρητορικούς αγώνες στην ελληνική γλώσσα 2005-2009 όπου και διακρίθηκε το 2005, στον πανελλήνιο διαγωνισμό έντεχνου ρητορικού αγγλικού λόγου 2008, 2009 όπου απέσπασε τιμητική διάκριση το 2008 καθώς και σε διαγωνισμούς της ελληνικής μαθηματικής εταιρίας (πρόκριση στην τελική φάση 2006, έπαινος στην ημιτελική φάση 2007).
Πολλά χρόνια παίζει βιολί και είναι μέλος της μαθητικής ορχήστρας του σχολείου της, η οποία έχει αποσπάσει τόσο πανελλήνιες όσο και παγκόσμιες διακρίσεις, με πιο πρόσφατη τη Β΄ παγκόσμια θέση σε μουσικό διαγωνισμό στο Neerpelt του Βελγίου. Επίσης η ζωγραφική αποτελεί μια από τις αγαπημένες της ασχολίες (Β΄ βραβείο στους περιφερειακούς μαθητικούς καλλιτεχνικούς αγώνες)(Β΄βραβείο Πορτρέτου στον παγκόσμιο διαγωνισμό του Μουσείου Παιδικής Τέχνης στην Ξάνθη 2008). Τον τελευταίο χρόνο είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νέων (10η θέση στο συνέδριο επιλογής της ομάδας της Βορείου Ελλάδος) μέσω του οποίου συμμετείχε στο 1ο περιφερειακό συνέδριο της Πορτογαλίας, στην πόλη Guimaraes, 2009.