Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Προπαγανδιστικό φιλοσκοπιανό βιβλίο από "έλληνες"


Ένα νέο βιβλίο για το "Μακεδονικό" 
και μια πρόταση…


Γιάννης Τριάντηςτου Γιάννη Τριάντη


Κυκλοφόρησε προσφάτως ένα βιβλίο υπό τον τίτλο «10+1 ερωτήσεις και απαντήσεις για το Μακεδονικό» (εκδόσεις Πόλις). Συγγραφείς ο ιστορικός Κωστής Καρπόζηλος και ο πανεπιστημιακός Δημήτρης Χριστόπουλος.

Κεντρική θέση των δύο συγγραφέων είναι ότι αναγνωρίζουν Μακεδονικό έθνος και Μακεδονική γλώσσα, ως αναφαίρετο δικαίωμα της γείτoνος FYROM. Συγκεκριμένα, λέει ο κ.Χριστόπουλος: «Πιστεύω ότι αυτά (σ.σ. έθνος και γλώσσα) είναι αξιακά αδιαπραγμάτευτα για την ταυτότητα κάποιων ανθρώπων».

Το βιβλίο θα παρουσιαστεί στις 19 Απριλίου, στην αίθουσα του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου. Ομιλητές, η Έφη Γαζή, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Λεωνίδας Εμπειρίκος, ιστορικός, και Χρήστος Ροζάκης, ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών. Θα συντονίσει η δημοσιογράφος Ξένια Κουναλάκη, ενώ θα απευθύνει χαιρετισμό ο πρόεδρος της Βουλής, Νίκος Βούτσης.

Ερώτημα παρεμπίπτον: Συμμερίζεται ο κ.Βούτσης την άποψη των συγγραφέων για Μακεδονικό έθνος και Μακεδονική γλώσσα; 

Ο υπογραφόμενος διαφωνεί οριζοντίως και καθέτως με την θέση αυτή, η οποία ανέχεται, στηρίζει και προπαγανδίζει τον θηριώδη σωβινισμό της FYROM. Η «μακεδονική ταυτότητα» κατασκευάστηκε αυθαιρέτως και προκλητικά από τους γείτονες, οι οποίοι αν και κατοικούν σε μέρος της Μακεδονίας, οικειοποιούνται το όλον και σφετερίζονται απροκάλυπτα την ιστορία της.

Το βιβλίο, λένε οι συγγραφείς, δεν προορίζεται για τους λίγους και τους ειδικούς, αλλά «ενδιαφέρεται να συνομιλήσει με εκείνους που είναι διατεθειμένοι να αναμετρηθούν με τους δικούς τους μύθους». Λένε επίσης, ότι μέχρι τώρα κυριαρχεί η «θλιβερή μονοτονία του λόγου περί το Μακεδονικό»…

Με αφορμή, λοιπόν, την φιλοδοξία των συγγραφέων να συνομιλήσει το βιβλίο τους με πολίτες που θέλουν να καταλάβουν «τι γίνεται» με το Μακεδονικό, η στήλη επισημαίνει ότι όντως λείπει ο νηφάλιος και γόνιμος διάλογος. Αντ αυτού κυριαρχούν οι παράλληλοι μονόλογοι.

Ταυτόχρονα, όμως, η στήλη διερωτάται: Γιατί μέχρι σήμερα οι συγγραφείς δεν πήραν πρωτοβουλία για ανοιχτές συζητήσεις/αντιπαραθέσεις στο Πανεπιστήμιο ή αλλαχού, ώστε να ακουστούν ευρύτερα όλες οι απόψεις και έτσι να διαμορφώσουν άποψη όσοι ενδιαφέρονται;

Μιλώ για συζητήσεις στις οποίες θα μπορούσαν να μετάσχουν εισηγητές (πανεπιστημιακοί και άλλοι) με εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις και για όχι συνάξεις ομοδόξων, που αθλούνται στην ιδεολογική μονοκαλλιέργεια.

Όμως ποτέ δεν είναι αργά. Έστω και τώρα-και δη με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου- είναι δυνατόν να οργανωθούν τέτοιες συζητήσεις, που θα ήταν ευχής έργον να μεταδοθούν από την δημόσια τηλεόραση.

Δημόσια η πρόταση της στήλης. Και ασφαλώς θα έχει ενδιαφέρον αν ανταποκριθούν οι δύο συγγραφείς, ώστε να αναλάβουν σχετική πρωτοβουλία.


Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

2η ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΣΤ΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού


ΣΤ΄ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
2η ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ
Έδεσσα, 6 Απριλίου 2018

Ο σύλλογος «ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΟΙ ΕΔΕΣΣΑΣ» προκηρύσσει 
λογοτεχνικό διαγωνισμό διηγήματος.

Δικαίωμα συμμετοχής έχουν Έλληνες ή αλλοδαποί, με ένα (1) μόνον διήγημα, στην ελληνική γλώσσα, το οποίο μπορεί να αναφέρεται σε οποιοδήποτε θέμα, να είναι αδημοσίευτο και όχι μεγαλύτερο από έξη (6) τυπωμένες σελίδες Α4 σε Η/Υ, υπολογισμένα σε γραμματοσειρά Times New Roman 12". 

Διηγήματα με κομματικό ή προπαγανδιστικό περιεχόμενο αποκλείονται.

Ο Σύλλογος έχει το δικαίωμα να δημοσιεύσει σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή οποιοδήποτε διήγημα του διαγωνισμού, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολόγησης.
Η επιτροπή αξιολόγησης των κειμένων του εν λόγω διαγωνισμού, εκτός από τα βραβεία, τους επαίνους και τις τιμητικές διακρίσεις, θα προτείνει και διηγήματα των υπολοίπων διαγωνιζόμενων (τελικό σύνολο 30 διηγήματα), τα οποία θα αποτελέσουν περιεχόμενο μιας ειδικής έντυπης έκδοσης, όπως έγινε και στους προηγούμενους Διαγωνισμούς. Όσ-ες/-οι επιλεγούν να συμμετάσχουν σε αυτή την μελλοντική έκδοση, οφείλουν να στείλουν τα κείμενά τους και ένα σύντομο βιογραφικό σε ηλεκτρονική μορφή (σε cd ή mail) γραμμένα σε Microsoft Word (γραμματοσειρά Georgia ή Times New Roman και μέγεθος 12"), καθώς και μια φωτογραφία τύπου ταυτότητας, επίσης ηλεκτρονικά (σε αρχείο jpg).

Το προτεινόμενο διήγημα πρέπει να έχει τίτλο, καθώς και ψευδώνυμο του συγγραφέα και να σταλεί ταχυδρομικά σε τρία (3) αντίτυπα. Τα πραγματικά στοιχεία του/της συγγραφέα (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, τηλέφωνα, e-mail) πρέπει να περιέχονται σε μικρότερο σφραγιστό φάκελο, χωρίς άλλα διακριτικά στο εξωτερικό του φακέλου. Η επιλογή του θέματος ανήκει στον/στην συγγραφέα.
Η μη τήρηση των παραπάνω όρων συνεπάγεται  
αποκλεισμό των διαγωνιζομένων.

Ως καταληκτική ημερομηνία αποστολής των κειμένων ορίζεται η 
31η Οκτωβρίου 2018.

Διεύθυνση αποστολής: Ευαγγελίδης Δημήτρης,
Φιλελλήνων 9 – ΕΔΕΣΣΑ 58200
Πρόσθετες πληροφορίες στο τηλέφωνο: 6970 995041.
e-mail: antioch1@windtools.gr 

Για το ΔΣ του Συλλόγου
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ 

Τρύφων Ούρδας

Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

Ένα επίκαιρο χρονογράφημα


ΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ 


Ως καταναλωτικός άνθρωπος κι εγώ, προχθές λίγο πριν του Ευαγγελισμού, πήγα να ψωνίσω σ’ ένα από τα «σούπερ μάρκετ» της πόλης μας. Μου φάνηκε παράξενο μάλιστα, γιατί αυτή τη φορά δεν κράταγα στα χέρια μου λίστα με τα ψώνια. Τώρα πήγαινα αποκλειστικά και μόνο να πάρω ένα σακουλάκι αλάτι. Ναι αυτό μόνο! Μου θύμισε την εποχή εκείνη στο χωριό μας, που πηγαίναμε στο φτωχομπακάλικο για να πάρουμε ένα πράγμα, γιατί για τα πολλά δεν έφτανε και η τσέπη! 

Έφτασα λοιπόν και από τις αυτόματες πόρτες μπήκα μέσα. Όπως συμβαίνει πάντα σ’ αυτά τα μαγαζιά, πάνω στα μακρόστενα ράφια του, αντίκρισα πληθώρα αγαθών. Και φυσικά πελάτες να τα περιεργάζονται. Άλλοι απ’ αυτούς χωρίς πολύ σκέψη να τα παίρνουν και να τα βάζουν στο καροτσάκι τους, άλλοι να τα απορρίπτουν και να τα ξαναβάζουν στη θέση που τα πήραν και άλλοι να πιάνουν συζήτηση μπροστά σ’ αυτά, εξαίροντας ή κατηγορώντας την ποιότητά τους. 

Τώρα… εδώ βέβαια, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε και ένα άλλο είδος πελατών. Αυτών δηλαδή που πάνε εκεί και δεν παίρνουν τίποτα. Πάνε εκεί μόνο και μόνο για να ξεσκάσουν! 

Χωρίς να ξέρω σε ποιο ακριβώς σημείο βρίσκεται το αλάτι, είπα να το ψάξω, κάνοντας παράλληλα και μια βόλτα μέσα στο κατάστημα. Να δω και να απολαύσω τα πράγματα που πουλούσε και «εν πάση περιπτώσει», να δω αυτά που κυκλοφορούν στον κόσμο μας και τα τρώει ο «κάθε» άνθρωπος που έχει «βαρύ» πορτοφόλι και ο «κάθε» άνθρωπος που δεν έχει τέτοιο, αλλά ούτε καν πορτοφόλι. Τι πειράζει όμως για τον δεύτερο. Φτάνει που τα χορταίνει με το μάτι του! 

Έτσι ψάχνοντας, και το δικό μου μάτι, έπεσε πάνω σε κάτι πολύχρωμα χάρτινα κουτάκια. Όλο περιέργεια παίρνω το ένα από αυτά στο χέρι μου και απ’ έξω διαβάζω: «Σοκολατάκια πολυτελείας» Το φέρνω καλύτερα στα μάτια μου και διαβάζω επίσης, ότι τα σοκολατάκια είναι προέλευσης… ότι έχουν αυτά τα συστατικά και ότι η τιμή τους είναι… 

-Καλή ιδέα, λέω από μέσα μου να πάρω ένα. Άνθρωπος είσαι, καμιά φορά εκεί στο σπίτι που κάθεσαι, λιμπίζεσαι το γλυκό. Έτσι παίρνεις ένα από αυτά και βγάζεις το μεράκι σου! 

Πήρα το κουτί και κρατώντας το στο χέρι μου, μια και δεν είχα καλαθάκι, τράβηξα παρακάτω περίεργος να δω και άλλα πράγματα που θα μ’ ‘έκαναν να τα προσέξω. 

Έτσι στο τέλος του διαδρόμου, αυτή τη φορά όμως στα δεξιά ράφια, μέσα στα άλλα προϊόντα, την προσοχή μου τράβηξαν κάποια μεταλλικά κουτιά. Απ’ έξω τους είχαν ζωγραφισμένα μήλα, αχλάδια και ροδάκινα. Σκύβω πιο κοντά και διαπιστώνω πως είναι κομπόστες. Μάλιστα τοπικής γνωστής κονσερβοποιίας. 

-Δεν είναι και άσχημη ιδέα, λέω με τον νου μου, να τρως τέτοια φρούτα τώρα την Άνοιξη. Και όπως γράφει από έξω πως είναι και «χωνευτικό» προϊόν, είναι ότι πρέπει να το γευτείς μετά από ένα βαρβάτο και «άτσαλο» μεσημεριάτικο γεύμα. 

Χωρίς πολύ περαιτέρω σκέψη, πήρα και απ’ αυτά δυο-τρία κουτιά στα χέρια μου και αρκετά ικανοποιημένος για την αγορά τους, προχώρησα στον επόμενο διάδρομο με τα άλλα προϊόντα που είχε στα ράφια του το κατάστημα. 

Εδώ το ενδιαφέρον μου τράβηξαν τα πολύ ωραία ζαρζαβατικά! Τοποθετημένα όλα σε «στρατιωτική» σειρά μέσα στις προθήκες και φωτισμένα κατάλληλα από πάνω τους, έδειχναν σαν να ήταν ζωντανά και να θέλουν να σου «μιλήσουν». Σωστές ζωγραφιές! Ειδικά εκείνες οι ντομάτες με το κατακόκκινο χρώμα τους, ήταν τόσο φινετσάτες και τόσο προκλητικές που σε έκαναν να θέλεις οπωσδήποτε να τις αγοράσεις. Βέβαια στο σημείο αυτό θα μου πείτε, ότι τα πράγματα αυτά τα αγοράζεις για τη νοστιμιά τους, και όχι για την «ομορφάδα» τους, μια και τα τρώμε. Τέλος πάντων, αυτή την ώρα μπροστά στο θαυμασμό που σου προκαλεί η εικόνα τους, τα υπόλοιπα περισσεύουν… 

-Δεν παίρνω λέω και απ’ αυτές να έχουμε στο σπίτι. Άλλωστε η σαλάτα που γίνεται με αυτά τα ζαρζαβατικά, πάει με πολλά φαγητά που στρώνονται στο τραπέζι. 

Με τα πολλά, αφού διάλεξα τις καλύτερες, γέμισα και απ’ αυτές μια σακούλα, πάλι αρκετά ικανοποιημένος και γι’ αυτή μου την αγορά… Έτσι κρατώντας τώρα με το «ζόρι» τα ψώνια στα χέρια μου, συνέχισα την περιήγησή μου μέσα στο θαυματουργό σούπερ μάρκετ, αναζητώντας καινούριες συγκινήσεις! 

Προτού όμως να κάνω ένα βήμα και να κοιτάξω κάτι άλλο, έπεσα πάνω στον φίλο μου τον Λευτέρη. Χονδρούτσικος και αφράτος όπως ήταν, ποιος θα μπορούσε να αμφιβάλλει για τις αδυναμίες του στο καλό φαγητό! Εξ άλλου μ’ αυτόν όποτε βγαίναμε σε κάποιο ουζερί για να «τσιμπήσουμε» και να πιούμε, κανένας μας δεν μπορούσε να τον προλάβει στο «πιρούνι» και στο ποτό. Γι αυτό πάντα, πολύ σωστά λέγαμε πως αυτόν, «καλύτερα είναι να τον ντύνουμε, παρά να τον ταίζουμε», σοφή παροιμία που λέει ο λαός μας. 

-Ρε, μου λέει ο Λευτέρης μετά από μια σύντομη κουβέντα για το πώς είμαι και αυτά τα τυπικά. Πήγες μου λέει στο τέλος αυτού του διαδρόμου να δεις τι εξαιρετικά μανιτάρια και τι νόστιμα μύδια έχει το μαγαζί! Είναι ότι πρέπει τώρα για τη νηστεία της Σαρακοστής. Χτες πήρε η γυναίκα μου μια «δόση» και τώρα εγώ ήρθα να πάρω κι άλλα, γιατί πολύ μας άρεσαν. Τρέξε μου συστήνει, τρέξε τώρα…να προλάβεις να πάρεις, επειδή έχουν πολύ ζήτηση και θα τα εξαφανίσουν! 

-Αμάν ρε φίλε μου, του λέω κι εγώ, σχεδόν «τρομοκρατημένος», που έχασα τέτοιο «κελεπούρι». Που βρίσκονται βρε αδερφέ μου του ξαναλέω αυτά τα πράγματα εδώ μέσα στο κατάστημα, να κάνω γρήγορα να πάω να τα πάρω, μην χάσω την ευκαιρία! 

Τότε ο καλός μου φίλος, μ’ έπιασε ελαφρά απ’ τον ώμο και με οδήγησε μπροστά τους. Πραγματικά εκ πρώτης όψεως τα προτεινόμενα μου φάνηκαν άριστα. Και όταν όπως ξέρουμε το μάτι σου τα κρίνει έτσι, τότε είναι θέμα δευτερολέπτων η απόφασή σου για να τα ψωνίσεις. 

-Ας πάρω λέω και απ’ αυτά! Έχουμε ακόμα αρκετό καιρό για την νηστεία. Όλο και κάποια μέρα μ’ αυτά θα την καλύψουμε με φαγητό. Ύστερα διευκολύνω και την οικογένεια στο καθημερινό της προβληματισμό για την επιλογή του μενού. Να λοιπόν η ευκαιρία να αποδείξω, πως συμμετέχω και εγώ σ’ αυτήν την ταλαιπωρία της, δίνοντας μάλιστα και λύσεις! 

Με λίγα λόγια, φορτώθηκα και απ’ αυτά τα προϊόντα και αγαθά και όπως ήμουνα έτσι φορτωμένος, παραφορτωμένος θα έλεγα, «δίκην γνωστού συμπαθέστατου τετράποδου», σχεδόν έτρεξα για το ταμείο, πριν τα ψώνια μου φύγουνε απ’ τα χέρια και τα ψάχνω στο δάπεδο. Πλήρωσα, τα έβαλα σε μια πλαστική σακούλα και έφυγα για το σπίτι. 

Φτάνοντας τα έβγαλα ένα-ένα πάλι απ’ αυτή και τα εναπόθεσα πάνω στο τραπέζι. Ενώ τα τοποθετούσα έκανα ειδική μνεία για το καθένα, πόσο ωφέλιμα είναι για τον οργανισμό μας και το πόσο απαραίτητα για την οικογένεια, εκθειάζοντας κάπου-κάπου και τον εαυτό μου για την έξυπνη αγορά τους. 

-Πολύ καλά, μου είπαν τότε όλοι στο σπίτι, παραβλέποντας τις υπερβολές μου. Καλά έκανες και τα ψώνισες όλα αυτά, αν και προς το παρόν έχουμε άλλα πράγματα με τα οποία θα μπορούσαμε να καλύψουμε τις ανάγκες μας σε φαγητό. Αλλά για πες μας, εσύ για να αγοράσεις αλάτι δεν πήγες στο ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ; Αλάτι όμως δεν βλέπουμε! 

Ειλικρινά όταν άκουσα την ερώτηση έμεινα άναυδος! Αισθάνθηκα το ταβάνι να πέφτει στο κεφάλι μου! Να πέφτω από τα σύννεφα και ότι άλλο μπορείτε να φανταστείτε για την περίπτωση! Δεν ήξερα τι να απαντήσω και πώς να δικαιολογήσω τον εαυτό μου γι αυτό που μου συνέβη, χωρίς να το καταλάβω. Προσπάθησα βέβαια να το κάνω. Με τι επιχειρήματα όμως; 

Τελικά βρήκα τη διέξοδο. Το απέδωσα στην «άκρως καταναλωτική» κοινωνία μας! Αυτήν την κοινωνία που μας θέλει όλους «δεινούς» καταναλωτές της αγοράς. Που τις περισσότερες φορές μας βάζει μπροστά σε «φανταστικές» ανάγκες. Μια κοινωνία που έχει «μανία» να αγοράζει και να καταναλώνει χωρίς να υπάρχει ανάγκη. Και το χειρότερο! Που μας κάνει να «ξεχνάμε» τα αγαθά που «όντως» έχουμε ανάγκη και μας φτάνουν να ζήσουμε! 

Πάει η εποχή των πραγματικών αγορών στον «μπακάλη» και βέβαια στο κάθε μαγαζί. 

Φυσικά και εμείς λέμε, ότι και …εδώ πάμε μπροστά..!
                                                                                                                                                        ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ 
28 -3-2018

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Διηγήματα Ε΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού (3)


Γ΄ Βραβείο


Μια τελευταία κατάδυση

 Κουτάντου Καλλιόπη 
                                  
Τι έγινε χθες βράδυ;

Θα σας πω. Όλα θα σας τα πω. Αρκεί να με αφήσετε ήσυχη.

Ήμουν δεκαέξι χρονών όταν ξεκίνησα μαθήματα καταδύσεων. Πάντα με έλκυε η ιδέα να πηδάω από έναν υπερυψωμένο βατήρα, να στρίβω αιωρούμενη στον άνεμο κάνοντας στιγμιαία τα ακροβατικά μου και έπειτα να προσγειώνομαι με δύναμη στην επιφάνεια του νερού. Και εκείνος το ίδιο. Τον έλεγαν Βασίλη και τότε ήταν δεκαοχτώ. Μου άρεσε από την πρώτη στιγμή. Από τότε γίναμε ζευγάρι στη ζωή και στον αθλητισμό. Οι βουτιές μας ήταν άρτια συγχρονισμένες. Το πάθος μας για το νερό εμφανές και η λαχτάρα να χει ο ένας δίπλα του τον άλλον αμοιβαία. Στη ζωή μου μαζί του είχα μάθει να κάνω τις βουτιές μου σε καταρράκτες και άγριες απύθμενες θάλασσες. Μαζί του να κοιμάμαι. Μαζί του να ξυπνάω.  Μέχρι το προηγούμενο Σαββατόβραδο.

 Κάποιες φορές είσαι τόσο σίγουρη πως το κακό είναι τόσο μακριά σου, που πιστεύεις πως όλα αυτά περί μοίρας είναι παραμύθια. Μικρή έτσι πίστευα. Έβλεπα ανθρώπους να πονάνε, να φεύγουν, να χάνονται και το θεωρούσα κάτι τόσο μακρινό μου. Δεν με άγγιζε και δεν το άγγιζα. Ώσπου μέσα σε ένα καταραμένο βράδυ, ήρθα αντιμέτωπη με μια όψη της πραγματικότητας αθέατη μέχρι την ως τότε ζωή μου. Σκοτεινή, οπλισμένη. Δεν είχε σε τίποτα να μου δώσει μια χαριστική βολή. Έτσι και έκανε.
Ό,τι αγαπούσα έβαψε την άσφαλτο κόκκινη. Οτιδήποτε είχα και δεν είχα, μετατράπηκε σε κόκκινες κηλίδες πάνω σε ένα δρόμο, σε μια νύχτα.

Από εκείνο το βράδυ λοιπόν η ζωή μου είχε εκφυλιστεί σε μια απλή επιβίωση. Έπιανα τον εαυτό μου να βυθίζεται σε αναμνήσεις. Κάτι τρελά βράδια αισθανόμουν δειλά μα έντονα τα χέρια του να αγκαλιάζουν σφιχτά το κορμί μου, και κάθε που γύρναγα να τον αντικρύσω, τον έχανα. Έφευγε σαν καπνός. Εξαϋλωνόταν. Έπειτα χανόμουν στο παραμύθιασμα των αισθήσεων μου και συνερχόμουνα από τον ήχο των  δακρύων μου όταν έπεφταν στο πάτωμα. Κοιμόμουν, ξυπνούσα .Έβλεπα τις  μέρες να φεύγουν από πάνω μου και εγώ δεν αισθανόμουν τίποτα απολύτως.

Η έλλειψη του είχε γίνει η σκιά μου που με ακολουθούσε σε κάθε μου βήμα. Και επειδή στο νερό δεν φαίνονται οι σκιές επειδή πνίγονται, το μόνο που έκανα ήταν να βουτάω. Ο βατήρας ήταν πλέον η μοναδική επιφάνεια που σήκωνε το βάρος μου .Μου άρεσε που ήταν τρεμάμενος .Μια τρεμάμενη αστάθεια που χαρακτήριζε και εμένα την ίδια.  Ανέβαινα στον βατήρα, πηδούσα μα ευχόμουν κάτι να μου συμβεί και να μείνω για πάντα εκεί που έπεσα. Στον πάτο.  Εκεί δεν υπάρχουν ούτε σκιές, ούτε η πραγματικότητα να κρατά όπλο στοχεύοντάς σε. Εντός του νερού αναβίωνε η παρουσία του με τον πιο όμορφο τρόπο. Έπεφτα, και όση ώρα περιστρεφόμουν μέσα στο νερό δεν έβλεπα ματωμένες φιγούρες, ούτε άκουγα σειρήνες ασθενοφόρου. Μονάχα μας έβλεπα έφηβους για κάμποσα υδάτινα δευτερόλεπτα. Έπειτα πίσω πάλι στην επιφάνεια και την πραγματικότητα, με τις επικίνδυνες σκιές της. 

Χθες βράδυ λοιπόν! Αφού θέλετε τόσο να μάθετε, ναι, ήθελα να δώσω τέλος σε αυτή την υφιστάμενη κατάσταση που αποκαλούσα αμυδρά πλέον “ζωή μου”!

Ένα αιωρούμενο, σκοταδιασμένο πουθενά  ήταν η ζωή μου. Έψαχνα να βρω κάποιο νόημα ώστε να αιτιολογώ στον εαυτό μου την ύπαρξή μου, και δεν έβρισκα! Πόσο τελειωμένη ήμουν; Δεν μπορούσα να ζω άλλο με την ελπίδα πως κάποτε στο μέλλον θα ξεχνούσα. Ένα μαύρο πέπλο με είχε τυλίξει, και όσο το έδιωχνα, τόσο εκείνο με έπνιγε. Σαν δυο βίαια μαύρα χέρια που γράπωναν με μίσος το λαιμό μου, απαγορεύοντάς μου να αναπνέω.   Τα απομεινάρια της σάρκας μου ήθελαν να ξεχάσουν, να σβήσουν από πάνω τους την ύπαρξή του, την επαφή του, την ανάσα , το κορμί του, το φιλί του , μα η ψυχή μου κάθε καταραμένο βράδυ, που τα φώτα πέφτουν και οι σκιές ορθώνονται , μου ψιθύριζε πρόστυχα στο αυτί “Δεν μπορείς να ξεχάσεις”. Έτσι πείστηκα πως “δεν μπορώ να ξεχάσω”, παρά μόνο αν έκανα τη ψυχή μου να σωπάσει μια και καλή. 
Φόρεσα  λοιπόν το μαγιό μου και βγήκα στο μπαλκόνι. Τα βήματα μου ήταν βαριά. Σχεδόν σερνόμουν. Τον αισθανόμουν παντού μέσα μου. Όλα γύρω μου ήταν τόσο κενά και υλικά. Τα αισθανόμουνα ξένα. Ξένη ήμουν δηλαδή εγώ η ίδια, μέσα σε έναν κόσμο που δεν με χωρούσε και δεν τον ήθελα! Ήμουν ένα όρθιο πτώμα ανάμεσα σε μια ζωή που δεν μου ανήκε. Γράπωσα τα κάγκελα του μπαλκονιού απ’ την ανάγκη να αφήσω τα ματωμένα αποτυπώματα της ψυχής μου πάνω τους. Το βλέμμα μου, απειλητικά βίαιο,  αφέθηκε κάτω από το μπαλκόνι, σαν κάτι να έψαχνε .
  
Το ιπτάμενο πλοίο μου! Αυτό έψαχνα! Ήταν δικό μας κατασκεύασμα. Το είχαμε πλάσει οι δυο μας ένα βράδυ αγκαλιά, κοιτώντας τα άστρα, και ευχόμασταν να είμαστε πάντα δυνατοί και μαζί πάνω σε έναν βατήρα. Τώρα που στον βατήρα είχα απομείνει μόνη μου, τι θα έκανα; Τώρα που το “μαζί ”έσπασε σαν θρύψαλα, τι θα γινόμουν;  Από τη μέρα που τον έχασα, φαντασιώνομαι εκείνο το δικό μας πλοίο, και ποθούσα να το δω να ίπταται έξω από το μπαλκόνι μου. Ευελπιστούσα πως θα μου το έστελνε χθες ο Βασίλης για να με πάει πλάι του. Ήταν η  μόνη λύση και ελπίδα μου. Πλέον μονάχα αυτό έψαχνα. Το πλοίο μας! Το μπαλκόνι μου ήταν πιο σταθερό από τον βατήρα, μα δεν με πείραζε.

Ναι, τι με κοιτάτε;

Θα πηδούσα! Θα το έκανα! Τί θα με εμπόδιζε από το να κάνω την τελευταία μου βουτιά; Θα έκανα μια τελευταία κατάδυση. Αν όμως δεν εμφανιζόταν εκείνο ποτέ; Θα έπεφτα στο κενό και τέλος. Έτσι και αλλιώς χωρίς τον Βασίλη τελειωμένη ήμουν. Όποιος και να με έψαχνε, θα με έβρισκε, απλά δεν θα του απαντούσα. Θα ήμουν έστω και ματωμένη μαζί με τον Βασίλη μου. Εκείνος θα μου σκούπιζε κάθε υπόλειμμα αίματος και φόβου, και θα ήμουν για πάντα μαζί του. Άρα ή θα με διέσωζε το πλοίο μας ή θα με έκανα εγώ να σωπάσω μια και καλή. Όπως και να ‘χει,  πλάι του θα πήγαινα. Δεν ήθελα τη ζωή μου! Ήταν άδεια! Άδεια και απαίσια. Θα έπεφτα, αλλά εκείνος ο σκύλος…
  
Αυτός ο σκύλος που μόνο  εγώ άκουγα ! Άρχισε ξαφνικά να γαβγίζει έντρομα !Με κοίταζε βαθιά στα μάτια με ένα βλέμμα καυτό και παθιασμένο που με πονούσε και με αποθάρρυνε. Όσο του το επέτρεπε η αλυσίδα του, χτυπιόταν πανικόβλητος  κάτω στα χώματα για να μην με δει να πέφτω. Δεν ήθελε να πέσω, το έβλεπα !Δεν ήθελε! Η ψυχή μου όμως πονάει  ,και ας μην βούτηξα χθες βραδύ.

Το βράδυ του ατυχήματος ,άκουσα γαβγίσματα έξω από την πόρτα μου. Τον είδα  στο κατώφλι να   γαβγίζει με μανία. Μάταια τον ρωτούσα με χάρη πού είναι το αφεντικό του και εκείνο κοίταζε θλιμμένο κάτω. Μετά χτύπησε το τηλέφωνό μου και απαντήθηκαν τα πάντα .Δεν μπορούσα να κρατήσω εγώ τον σκύλο .Φοβόμουνα πως κάθε βλέμμα του θα μου θύμιζε αυτόν που δεν ήθελα να σκέφτομαι νεκρό .Έτσι τον έδωσα στον γείτονα μου που πάντα λάτρευε τα σκυλιά. Ποτέ δεν του εξήγησα . Δεν είμαι τρελή ,αλλά σας λέω μόνο εγώ τον άκουγα να γαβγίζει .Να σπαρταράει και κανείς να μην ακούει μονάχα εγώ ! Τον έβλεπα να περιφέρεται αλυσοδεμένος στον περιορισμένο κήπο του γείτονα μου και εγώ μέσα μου πονούσα  , μα σε ποιον να το πω; Ταυτιζόμουν με το θλιμμένο  βλέμμα του και ευχόμουν κάποιος  να του αφαιρέσει την αλυσίδα ! Γιατί τέτοια υποταγή ; .Σας είπα ,αυτόν τον σκύλο μόνο εγώ τον άκουγα !Τί άλλο θέλετε από μένα ;
 Αφήστε με !

Δε θέλω τίποτα! Μονάχα τον άνθρωπό μου. Δεν ήθελα να με σταματήσει αυτό το ηλίθιο γάβγισμα! Θα είχα πηδήξει και θα ήμουν στο ιπτάμενο πλοίο που μόνο οι δυο μας γνωρίζαμε. Μόνο έτσι θα πήγαινα δίπλα  του! Γιατί δεν με άφησε να κάνω την κατάδυση μου ο Βασίλης; Δε πίστευε στο πλοίο μας; Δε με θέλει κοντά του; Γιατί άρχισε να ουρλιάζει;
Δεν αντέχω άλλο! Ούτε εδώ μέσα, ούτε εκεί έξω, ούτε πουθενά! Σας τα είπα όλα και τέλειωσα! Τί άλλο θέλετε από μένα; Αλλά βέβαια, τι καταλαβαίνετε εσείς οι ψυχίατροι από αισθήματα; Αφήστε με να μπω στο πλοίο και ας  βυθιστώ! Δίπλα του θέλω να ‘μαι! Πονάω δε με βλέπετε; Πονάω!

Τα ζωγραφισμένα με θλίψη λόγια της Ναταλίας ηχούσαν έξω από το λευκό και ψυχρό κτίριο της ψυχιατρικής κλινικής.

Η Ναταλία ήταν εκεί λοιπόν. Ή αλλιώς εκεί την είχαν. Τα μάτια της όριζαν ένα μαύρο, υγρό κύκλο, που κινδύνευε να την παγιδεύσει ολόκληρη.  To σώμα της ήταν καθισμένο σε μια πολυθρόνα,  όμως δεν αισθανόταν τίποτα. Η φαινομενικά υγιής γυναικεία υπόστασή της, βρισκόταν τρομαγμένη και απαθής. Οι τοίχοι γύρω της φαινόντουσαν να εσωκλείνουν με μεγάλη ταχύτητα, ώσπου θα την παγίδευαν, θα την έσφιγγαν, θα την έλιωναν και έτσι θα τέλειωνε. Καιρό τώρα τελειωμένη αισθανόταν, και το περίβλημα της ψυχής της, το κορμί της, φαινόταν ανίκανο να σταθεί και να συνεχίσει.

Γνώριζε όμως  βαθιά μέσα της πως δε θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό της "να πέσει". Ακόμα και αν έφτασε ένα βήμα πριν το οριστικό πέσιμο, δεν το έκανε. Θα πολεμούσε τις εξαγριωμένες σκιές που την παγίδευαν κάθε βράδυ μέχρι να τις σβήσει.

Γιατί "από το βατήρα της ζωής, μέχρι την εκάστοτε θάλασσα που απλώνεται μπροστά, είτε θα πηδήξεις κάνοντας μια γενναιόδωρη κατάδυση δίχως να πνιγείς -αν είσαι δυνατός θα βγεις στην επιφάνεια του νερού αναπνέοντας αποφασιστικά και γρήγορα -είτε θα πέσεις αδέξια και  δε θα δεις ποτέ ξανά το γαλάζιο του ουρανού. Εμείς  πάντα το πρώτο επιλέγουμε και έχουμε  κάνει τη ζωή μας όμορφη και δυνατή !"
Αυτό της είχε ψιθυρίσει μια μέρα ο Βασίλης. Αυτό προσπάθησε να της θυμίσει και εκείνο το βράδυ που ετοιμαζόταν για την τελευταία της αιματηρή  κατάδυση.

“Ποιος είπε πως όταν φεύγει κάποιος παύει να είναι δίπλα σου; Η ψυχή του, το είναι του; Αυτά δεν έχουν δημιουργηθεί για να χαθούν. Η σάρκα χάνεται, μα η ψυχή του άλλου μένει  σε αυτούς που την αγάπησαν. Γίνεται δύναμη μέσα τους, κομμάτι της καρδιάς τους, και έτσι συνεχίζουν. Πρέπει να συνεχίσουν! Άσε τα πλοία Ναταλία μου, αυτά είναι για τους δειλούς που αναζητούν φυγή! Κατασκευάσματα της αδύναμης ανθρώπινης ψυχής.  Εδώ θα μείνεις, και θα πολεμήσεις την απώλεια του ανθρώπου σου με όπλο τη ζωή σου. Συνέχισε να βουτάς. Αυτό αγαπάς και αυτό θα κάνεις. Είμαι σίγουρη αυτό θέλει και ο Βασίλης σου, να συνεχίσεις τις καταδύσεις που δεν προλάβατε να κάνετε μαζί. Και θα είναι δίπλα σου, να το ξέρεις!”
Μονάχα αυτά της είπε η γιατρός.

Ο Βασίλης λοιπόν δεν την ξέχασε. Δεν γινόταν να την ξεχάσει. Πώς πίστεψε πως εκείνος θα τη θέλει δίπλα του ματωμένη; Όρθια καταδύτρια στημένη στο βατήρα τους την ήθελε. Και αυτός αθόρυβα, όποτε χρειαζόταν η ψυχή της στήριγμα, θα έστελνε τη δικιά του. Εξάλλου η Ναταλία δεν ήταν και τελείως μόνη της, όπως πίστευε. Χθες βράδυ, που στεκόταν στο μπαλκόνι της έτοιμη για το επικείμενο τέλος,  που τα φώτα πάλι έπεσαν και οι σκιές του φόβου της ορθώθηκαν,  της έστειλε το … ιπτάμενο πλοίο τους .

Μέρες μετά,  οι τηλεοράσεις βούιζαν πως στο τροχαίο του προηγούμενου Σαββάτου διασώθηκε τελικά μονάχα ο φίλος του εικοσιτριάχρονου νεαρού, ο οποίος και αγνοείται. Ο τετράποδος φίλος του.


Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο Λασιθίου Κρήτης, στις 3 Ιανουαρίου του 1994, όπου και διέμενα μέχρι τα 18 μου χρόνια. Ούσα μαθήτρια, είχα αρκετές διακρίσεις σε διαγωνισμούς έκθεσης. Λόγω των άριστων επιδόσεων μου στα μαθήματα, αλλά και της έκθεσης με θέμα «Το μέλλον της Ευρώπης», επιλέχθηκα  να εκπροσωπήσω την Κρήτη, και κατ’ επέκταση την Ελλάδα, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του Στρασβούργου, στην ημερίδα «Euroscola». 
Το 2012, πέρασα στη σχολή Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ξεφεύγοντας από τα δεσμά της μικρής μου κοινωνίας, δηλώνοντας πλέον μόνιμη κάτοικος Αθηνών. Το καλοκαίρι αναμένεται να πάρω το πτυχίο μου, μετά από ένα κουραστικό  πενταετές ταξίδι, ευελπιστώντας να συνεχίσω με μεταπτυχιακές σπουδές πάνω στο αντικείμενο του μηχανικού. Σε αυτό το ταξίδι είχα ως σωστική λέμβο την κολύμβηση –είμαι αθλήτρια ανοιχτής θάλασσας-αλλά και τη λογοτεχνία. Εδώ και δυο χρόνια συμμετέχω σε πανελλήνιους αγώνες ανοιχτής θάλασσας, καταφέρνοντας να κατακτήσω δυο φορές το τρίτο σκαλί του βάθρου. Οι λογοτεχνικές μου ανησυχίες ξεκίνησαν όταν ήμουν ακόμα στη 2η τάξη του Λυκείου, όπου με προτροπή της καθηγήτριας λογοτεχνίας, συμμετείχα σε έναν Παγκρήτιο λογοτεχνικό διαγωνισμό, αποσπώντας το 2ο βραβείο ποίησης. Η συνέχεια έγινε σαν φοιτήτρια, έχοντας μέχρι σήμερα 14 βραβεία και διακρίσεις, τα οποία μου δίνουν κίνητρο να συνεχίσω να αφήνω πινελιές του εαυτού μου στις λευκές κόλλες.