Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Παιδικό βιβλίο


Χαοτικός ο χώρος του παιδικού βιβλίου
Δύο γνωστοί και πολυβραβευμένοι συγγραφείς μιλούν στην «Κ»

Της Σάντρας Βούλγαρη

Μια άνοιξη πολλών νέων τάσεων, ταλέντων και συγγραφέων. Ενας χώρος πολύπλευρος ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί με ραγδαίους ρυθμούς ακολουθώντας τους αντίστοιχους στο εξωτερικό. Αν και σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα έμοιασε να υπερφορτώνεται με ιδέες και προσπάθειες, η ποιότητα και ποσότητα του σύγχρονου παιδικού βιβλίου στην Ελλάδα έχουν ανέβει αισθητά. Ακόμη μια τρανή απόδειξη είναι η εξ ημισείας φετινή βράβευση, με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Βιβλίου 2010, σε δύο από τους καλύτερους εκπροσώπους του χώρου. Από τη μια πλευρά ο δάσκαλος του ελληνικού παιδικού βιβλίου Μάνος Κοντολέων με την τριαντάχρονη πορεία του, ο οποίος βραβεύεται για το βιβλίο «Πολύτιμα Δώρα» (εκδ. Πατάκη), ένα έργο λυρικό, παραμυθένιο, συναισθηματικό. Δίπλα του ο νεώτερος στο τοπίο, Βασίλης Παπαθεοδώρου, πολυβραβευμένος για το ιδιαίτερα δυναμικό, σχεδόν κινηματογραφικό στυλ γραφής του, με θέματα εμπνευσμένα από την επικαιρότητα των νέων, ξαναβραβεύεται, αυτή τη φορά για το βιβλίο του «Στη διαπασών» (εκδ. Καστανιώτη). Μόλις μια ανάσα από την εισβολή της ψηφιακής εποχής του βιβλίου, μέσα στη δίνη της κρίσης, η οποία κυρίως «στο ανθρώπινο επίπεδο της» πρόκειται σύντομα να επηρεάσει τα έργα τους, οι δύο συγγραφείς μίλησαν στην «Κ» για τις «αντιστάσεις» του παιδικού βιβλίου.

– Κύριε Παπαθεοδώρου, στα έργα σας παρουσιάζετε μια σκληρή πραγματικότητα. Ποια είναι για σας η λύτρωση και πώς τη δίνετε στους αναγνώστες σας;

– Καλό είναι να υπάρχουν πολλές αναγνώσεις και πολλά επίπεδα στο οποιοδήποτε βιβλίο. Η λύτρωση για μένα είναι αρχικά η συνειδητοποίηση των εκάστοτε καταστάσεων, η ελπίδα ότι, όσο δύσκολες και να είναι αυτές, πάντα –ή τουλάχιστον τις περισσότερες φορές– θα υπάρχει λύση. Και η λύση αυτή δεν σημαίνει απαραίτητα και «δράση», άλλες φορές σημαίνει συμφιλίωση και αποδοχή της κατάστασης. Αυτό όμως που δίνω ως στίγμα στα βιβλία μου, είναι η δυνατότητα των ατομικών επιλογών, της προσωπικής ευθύνης, των χειρισμών. Ο καθένας, συνειδητοποιώντας το περιθώριο και τις συνέπειες των πράξεών του, μπορεί να πράξει αναλόγως. Και αυτή η συνειδητοποίηση για μένα είναι μια πρώτη μορφή λύτρωσης κι ελπίδας.

– Κύριε Κοντολέων πιστεύετε στον έρωτα και στην αγάπη ως λύτρωση. Είναι αυτά τα θέματα τα οποία θα διαπραγματευτείτε και στα επόμενα έργα σας;

– Πιστεύω πως ο κάθε συγγραφέας, όσα βιβλία κι αν γράψει, τελικά ένας ή δύο θα είναι εκείνοι οι άξονες που πάνω τους θα στηρίζονται οι κατά καιρούς εμπνεύσεις του. Οι εμμονές ενός συγγραφέα δεν είναι παραπάνω από δυο, άντε τρεις. Στη δική μου περίπτωση, νομίζω πως είναι ο έρωτας και η ταυτότητα. Από τα παραμύθια μου για μικρά παιδιά, μέχρι τα μυθιστορήματά μου για νέους ή για ενήλικες, αυτές οι δυο βασικές εμμονές με ακολουθούν. Πιο σωστά εγώ τις ακολουθώ. Πιστεύω στον έρωτα και στην αγάπη. Να είσαι ερωτευμένος με την ίδια τη ζωή και να αγαπάς όλα τα πλάσματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την εκφράζουν. Και να κινείσαι ανάμεσα σε όλα αυτά με τη δική σου, εντελώς μοναδική και απόλυτα σεβαστή από τους άλλους, ταυτότητα. Νομίζω πως μέσα σε μια τέτοια συνθήκη συνάντησα τη δημιουργία των έργων μου. Και δεν βλέπω άλλο τρόπο για να συνεχίσω να δημιουργώ.

– Ο χώρος του παιδικού /εφηβικού βιβλίου στην Ελλάδα μοιάζει σήμερα πολύ πιο πλούσιος αλλά συγχρόνως χαοτικός. Πώς βλέπετε το τοπίο, ποιες είναι οι σκέψεις σας γι’ αυτό;

– Μ.Κ.: Ναι, έτσι ακριβώς είναι. Δείχνει πιο πλούσιος, είναι πιο χαοτικός. Αλλά μόνο ο χώρος του παιδικού / εφηβικού βιβλίου; Το ίδιο συμβαίνει και με τον χώρο του βιβλίου για ενήλικες. Και μάλιστα στον τελευταίο θα έλεγα πως τα χαοτικά φαινόμενα είναι πλέον καθημερινά, ενώ στην επικράτεια του παιδικού / εφηβικού βιβλίου υπάρχουν ακόμα κάποιες αντιστάσεις. Το ίδιο, όμως, συναντάμε και σε άλλους τομείς της κουλτούρας (και όχι μόνο). Ζούμε σε μια εποχή σύγχυσης και κρίσης. Απόψεις, ιδέες, αξίες, οράματα – τα πάντα γκρεμίζονται χωρίς σκέψη, χωρίς προβληματισμό. Σε καμιά άλλη περίοδο της ανθρωπότητας ο άνθρωπος δεν γνώριζε τόσο πολλά και παράλληλα εκτιμά ελάχιστα. Το φαινόμενο μού δημιουργεί απαισιόδοξες σκέψεις. Αλλά από την άλλη δεν μπορώ έτσι όπως κοιτώ τον εγγονό μου –και πάνω στο δικό του προσωπάκι διακρίνω τα παιδιά όλου του κόσμου– δεν μπορώ να μην αφεθώ σε σκέψεις αισιόδοξες, σε σκέψεις και συναισθήματα θετικά. Οσο ζω ελπίζω κάποτε λέγαμε. Τώρα ας πούμε όσο ζω ονειρεύομαι.

– Β.Π.: Ναι, όντως έτσι είναι τα πράγματα: Χώρος πλούσιος, από την υπερπροσφορά βιβλίων, κακογραμμένων πολλές φορές και επαναλαμβανόμενων, εισαγόμενων ή κακομεταφρασμένων, και γι’ αυτό τον λόγο και χαοτικός. Υπάρχουν εξαιρετικά βιβλία, πραγματικά διαμάντια, που χάνονται και αδικούνται πολλές φορές από τον υπερκορεσμό της αγοράς. Πώς να πείσεις έναν έφηβο να διαβάσει, εάν έχει απογοητευθεί από την πρώτη του ανάγνωση, αυτή ενός βαρετού και ανούσιου βιβλίου; Η ποικιλία και ο πλουραλισμός κάνουν καλό στο βιβλίο, αλλά χρειάζεται γερό φιλτράρισμα. Πάντως, και τα κακά βιβλία έχουν την αξία τους, αν μου επιτρέπεται να το πω αυτό. Εξασκούν τον αναγνώστη στο να εκτιμά τα καλά.

– Ποιες ιστορίες σας αρέσει να λέτε στα παιδιά; Και στους ενήλικες; Υπάρχει διαχωρισμός;

– Μ.Κ.: Οταν γράφω, αισθάνομαι σαν οικοδεσπότης. Κάποιος που έχει φωνάξει στο σπίτι του κάποιους άλλους ανθρώπους και που μαζί τους θα μοιραστεί τις δικές του, μα και τις δικές τους χαρές, αγωνίες, όνειρα, εφιάλτες, διαψεύσεις και ελπίδες. Και ως σωστός οικοδεσπότης φροντίζω αυτά που θα προσφέρω στους καλεσμένους μου, εκείνοι να τα χαρούνε. Να μπορούν να τα απολαύσουν. Αν άλλοτε είναι προσκεκλημένοι μου παιδιά ή νέοι και άλλοτε ενήλικες, αυτό που αλλάζει μόνο είναι το είδος των κερασμάτων μου. Μα είτε προσφέρω αναψυκτικά και γλυκές λιχουδιές είτε προσφέρω κρασιά και μεζεδάκια, πάντα εγώ είμαι ο οικοδεσπότης και πάντα φροντίζω η ποιότητα αυτών που έχω διαλέξει για να τρατάρω (θυμήθηκα μια ξεχασμένη λέξη των Σμυρνιών γονιών μου) να είναι όσο καλύτερη γίνεται.

– Β.Π.: Ισως φανεί περίεργο, αλλά δεν λέω ιστορίες σε παιδιά. Ούτε σε ενήλικες. Μου αρέσει να λέω ιστορίες, να γράφω, απευθυνόμενος σε εφήβους και νέους. Και μάλιστα να σκέφτομαι και να αναπτύσσω ιδέες και καταστάσεις, που ταιριάζουν περισσότερο στη «λογοτεχνία ενηλίκων», και μετά να τις προσαρμόζω στη νεανική ηλικία. Προσεγγίζω, δηλαδή, το όποιο αναγνωστικό κοινό από μια ενήλικη σκοπιά και θεματολογία, την οποία και επεξεργάζομαι. Και αυτή νομίζω η επεξεργασία είναι ίσως η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ λογοτεχνίας ενηλίκων και νεανικής λογοτεχνίας. Στο εξωτερικό είναι ευρύτατα διαδεδομένος ο όρος «νεαροί ενήλικες», δηλαδή οι έφηβοι εκεί αντιμετωπίζονται περισσότερο σαν ενήλικες, παρά σαν παιδιά.

Αναγνωστική ενηλικίωση

«Δεν πίστεψα ποτέ στον διαχωρισμό λογοτεχνία για παιδιά από 5 έως 8, για παιδιά 8 έως 12 κ.λπ.», λέει ο Μάνος Κοντολέων. «Aπό τη μια μεριά υπάρχει το κείμενο κι από την άλλη ο αναγνώστης. Και είναι αυτός, που ανάλογα με τη διάθεσή του, την ικανότητά του, τον συναισθηματισμό του ή ό,τι άλλο, θα επικοινωνήσει με το κείμενο. Ακόμα κι ένα παραμύθι πρέπει να είναι γραμμένο με τη μέγιστη ποιότητα που ο συγγραφέας του μπορεί να του χαρίσει. Αν κάτι τέτοιο συμβαίνει, τότε λέξεις και εικόνες εγγράφονται όχι μόνο ως γνώση στον αναγνώστη-παιδί αλλά και ως συναισθηματική εμπειρία. Εχει σκεφτεί κανείς, όταν βγάζει ένα παιδί βόλτα, να του κλείνει τα μάτια για να μην παρακολουθεί ό,τι συμβαίνει γύρω του; Οχι βέβαια. Ενηλικιωνόμαστε μέσα από τις καθημερινές εικόνες. Ε, και η λογοτεχνική ενηλικίωση μέσα από παρόμοιες αναγνωστικές πράξεις υλοποιείται».

Επίκαιρος ο Θανάσης

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου μιλάει για τον ήρωα του ιδιαίτερα επίκαιρου βιβλίου του «Στη διαπασών». «Oντως, ο Θανάσης, ο ήρωας του βιβλίου, είναι μια επίκαιρη αλλά συνάμα και διαχρονική φιγούρα. Eνας λούζερ, χωρίς αυτοπεποίθηση, χωρίς παρέα στην ουσία, μοναχός του, ενώ θέλει να ανήκει σε κάποιο σύνολο, ψάχνει χωρίς να ψάχνεται και καταλήγει στην παραβατικότητα. Είναι θέμα επιλογών και χειρισμών, θα μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Η αδυναμία όμως δεν είναι ψόγος, κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει γι’ αυτό, χωρίς να λάβει υπόψη το περιβάλλον όπου μεγάλωσε, τη βία στην ίδια του τη γειτονιά και στο σπίτι του. Μέχρι που αρχίζει να τρώει τα χαστούκια απανωτά, για να νιώσει ότι πρέπει να δώσει τόπο στην οργή του. Τον Θανάση, σαν ήρωα, τον αγαπώ. Είναι ένας από μας, από όλους μας. Oλοι μας έχουμε υπάρξει “Θανάσης”, όλοι μας έχουμε νιώσει λούζερ, για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα».

Hμερομηνία : 20/3/11

Copyright: http://www.kathimerini.gr/
Πηγή: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_3_20/03/2011_436163
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: