Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Οι «χιλμπίληδες» της Ευρώπης και της Ελλάδας...



Τον περασμένο Μάιο κυκλοφόρησε στην Αθήνα από τις εκδόσεις Δώμα το βιβλίο του Αμερικανού Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς, με τον ξεχωριστό τίτλο «Το τραγούδι του Χιλμπίλη».

Εκεί, ο μόλις 34 ετών συγγραφέας, που έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια, κινδύνευσε να εγκαταλείψει το Λύκειο, αλλά κατάφερε να ξεφύγει και να αποφοιτήσει αργότερα από την ξεχωριστή Νομική Σχολή του Γέιλ,  καταγράφει τις προσωπικές του εμπειρίες από την κατεστραμμένη επαρχιακή ζώνη των άλλοτε ανεπτυγμένων βιομηχανικών μεσοδυτικών Πολιτειών.

Οι «χιλμπίληδες», κάτοικοι των λόφων νοτίως της οροσειράς των Απαλαχίων, ιρλανδοσκωτσέζικης καταγωγής, διακριτοί από τους χαρακτηριστικούς κόκκινους σβέρκους, την πίστη στις παραδόσεις της καταγωγής τους και την εμμονή τους στον τόπο των πρώτων αποίκων προγόνων τους, έζησαν όλες τις μεταπτώσεις της αμερικανικής Ιστορίας και ζωής.

Ξεκίνησαν ως κολλήγοι στα μεγάλα κτήματα των γαιοκτημόνων του Οχάιο και του Κεντάκι, μεταπήδησαν αργότερα στα ανθρακωρυχεία της περιοχής και μετέπειτα διακρίθηκαν ως εργάτες στις χαλυβουργίες και στις βαριές βιομηχανίες που εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη ζώνη των Απαλαχίων. Και τώρα με την κατάρρευση της βιομηχανίας, άνεργοι, περιθωριοποιημένοι, ανεκπαίδευτοι, πνιγμένοι στη φτώχεια των επιδομάτων και στη δίνη της μειωμένης αυτοεκτίμησης που γεννά η μακροχρόνια χρήση των ναρκωτικών.

Οι άλλοτε περήφανοι και για πολλούς ιδιόμορφοι «χιλμπίληδες» είναι σήμερα συνώνυμοι των «λευκών σκουπιδιών», από τις ταχύτερα φτωχοποιημένες ομάδες της Αμερικής, με το μικρότερο προσδόκιμο, σε δυσμενέστερη θέση ακόμη και από τους καταφρονεμένους μαύρους και τους παράνομους ισπανόφωνους που μεταναστεύουν μαζικά στις ΗΠΑ από το γειτονικό Μεξικό.

Ο συγγραφέας περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τη μετάπτωση των «χιλμπίληδων» με τα αμάνικα πουκάμισα στην αμορφωσιά και στην αυτοκαταστροφική περιθωριοποίηση, φανερώνοντας ταυτόχρονα το προνομιακό πεδίο πολιτικής δράσης του λαϊκιστή Ντόναλντ Τραμπ.


Όπως σχολίασε ο βρετανικός «Εconomist», ο Ντέιβιντ Βανς έδωσε στον κόσμο ό,τι καλύτερο για την τρέχουσα αμερικανική εξέλιξη και κρίση.

Το δυστύχημα είναι ότι το εξελισσόμενο κοινωνικό φαινόμενο καθυστέρησης και οπισθοχώρησης στους λόφους των Απαλαχίων δεν είναι μοναδικό στη Δύση. Συναντάται και στην Ευρώπη. Επίσης τέτοιοι θύλακοι υποβάθμισης και περιθωριοποίησης τείνουν να καταγραφούν και στην Ελλάδα. Στην Αθήνα πέρα από το ποτάμι, στο Πέραμα, στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης και αλλού καταγράφονται ανάλογες τάσεις, με ευκρινέστερα συμπτώματα την πρόωρη εγκατάλειψη της βασικής εκπαίδευσης, την ταυτόχρονη άνθηση της μικροεγκληματικότητας και της χρήσης των ναρκωτικών.

Κατά σύμπτωση, όπως και στις ΗΠΑ από την ίδια περιθωριακή κοινωνική ζώνη αλιεύουν ψηφοφόρους και υποστηρικτές οι κάθε λογής λαϊκιστές της Ακροδεξιάς και της αντιπολιτικής.

Κακά τα ψέματα, η κρίση και η μονομέρεια των ασύδοτων ελεύθερων αγορών ενισχύουν τις τάσεις συγκέντρωσης οικονομικής ισχύος, μεταφέρουν δύναμη στους ισχυρότερους ομίλους, αφαιρώντας αντιστοίχως διαπραγματευτική ισχύ και δικαιώματα από τους εργαζομένους και τη μεσαία τάξη, συγκρατούν τις αμοιβές και τον πληθωρισμό και βεβαίως περιορίζουν δια της ανισοκατανομής τους κοινωνικούς πόρους στην κρίσιμη για την κοινωνική κινητικότητα Παιδεία και στην επίσης καθοριστική για τη ζωή των ανθρώπων Υγεία.  

Ηδη σε ολόκληρη την Ευρώπη καταγράφεται ταχεία ανάπτυξη των δυνάμεων του λαϊκισμού και της αντιπολιτικής, σε σημείο που ορισμένοι προβλέπουν ότι οι Βρυξέλλες το βράδυ των ευρωεκλογών του προσεχούς Μαΐου θα ζήσουν μια άλλη «νύχτα κρυστάλλων».

Υπάρχει δυστυχώς βάση ανάπτυξης «χιλμπίληδων» στη Γηραιά Ήπειρο και στην Ελλάδα βεβαίως. Γεγονός που απαιτεί τάχιστα γενναίες αναθεωρήσεις της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής. Πριν να είναι αργά... 






Καρακούσης Αντώνης







Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Η Μικρασιατική τραγωδία "υπ' αυτόπτου μάρτυρος"



Η καταγεγραμμένη μνήμη του Μιχαήλ Αγγέλου ανήκει στην κατηγορία εκείνη των κειμένων με τα οποία τα θύματα μια μεγάλης καταστροφής προσπαθούν να αποτρέψουν τον αφανισμό της από τη μνήμη της ανθρωπότητας. Ο Αγγέλου ήταν ένας διανοούμενος Μικρασιάτης, γεννημένος στην κωμόπολη Κιουπλιά της Βιθυνίας, ο οποίος βρέθηκε μέσα στη δίνη των γεγονότων έχοντας τη δυνατότητα ερμηνείας της ιστορικής στιγμής. Το κείμενό του βρίσκεται κάπου μεταξύ των μονογραφιών των διανοουμένων και των προσωπικών αφηγήσεων της πρώτης γενιάς των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, όπως του Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη ("Τα τελευταία έτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας"), του Γεωργίου Κ. Βαλαβάνη ("Σύγχρονος γενική ιστορία του Πόντου"), του Ηλία Βενέζη ("Το νούμερο 31328"), κ.ά. [...]


Ο Μιχαήλ Αγγέλου (1882-1968) γεννήθηκε στα Κιουπλιά της επαρχίας Βιθυνίας στη Μικρά Ασία, γιος του Άγγελου Κιοσέογλου (που άλλαξε το όνομά του σε Αγγέλου, για να ξεχωρίζει από τους πολλούς συνωνύμους του) και της Αγλαΐας. Σπούδασε φαρμακευτική στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια άνοιξε φαρμακείο στο χωριό του, τα Κιουπλιά. Διετέλεσε βουλευτής στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας. Παντρεύτηκε την Αργυρώ Γούναρη και απέκτησε δύο παιδιά, τον Άγγελο και τον Θεόφιλο. Το 1921 στρατολογήθηκε στον κεμαλικό στρατό ως μεταφορέας τραυματιών. Με ενέργειές του κατάφερε να διασώσει περισσότερους από 35.000 Έλληνες ομογενείς, αλλά και Αρμένιους, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Όταν έμαθε ότι ο κεμαλικός στρατός θα έκαιγε τα Κιουπλιά, ειδοποίησε τους χωρικούς να το εγκαταλείψουν. Επίσης, κατάφερε να διασώσει και να μεταφέρει στην Ελλάδα το υγειονομικό υλικό επτά νοσοκομείων, μέσω του θείου της γυναίκας του και φίλου του Μποδοσάκη, Γούναρη, ο οποίος αγόρασε ένα πλοίο και μετέφερε το υλικό μαζί με πρόσφυγες από το λιμάνι της Σμύρνης, παραδίδοντάς το στο Γ' Σώμα Στρατού. 
Ο ίδιος ο Μιχαήλ Αγγέλου εγκαταστάθηκε στην Έδεσσα, όπου άνοιξε φαρμακείο και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του, διατελώντας και πρόεδρος του φαρμακευτικού συλλόγου Έδεσσας, Πέλλας και Φλώρινας. Η τουρκική κυβέρνηση τον επικήρυξε, μεταξύ 300 ατόμων, για εσχάτη προδοσία και δεν μπόρεσε να ξαναεπισκεφθεί τη γενέτειρά του. Αυτός ήταν και ο λόγος που προτίμησε η μαρτυρία του για τη Μικρασιατική Καταστροφή να μην δημοσιευθεί, όσο ζούσε. Πέθανε στην Έδεσσα το 1968, σε ηλικία 86 ετών.