Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Εξαγορασμένοι δημοσιογράφοι και ο ρόλος των μυστικών υπηρεσιών


Πριν 2 χρόνια περίπου κυκλοφόρησε στην Γερμανία το βιβλίο του σημαντικού δημοσιογράφου και πρώην αρχισυντάκτη της γνωστής εφημερίδας "Frankfurter Allgemeine Zeitung", Ούντο Ούλφκόττε (Udo Ulfkotte), με τον τίτλο "Εξαγορασμένοι Δημοσιογράφοι" (Gekaufte Journalisten) και υπότιτλο "Πώς Πολιτικοί, Μυστικές Υπηρεσίες και το Μεγάλο Κεφάλαιο ελέγχουν τα ΜΜΕ" και το οποίο φυσικά όχι μόνον πέρασε απαρατήρητο εδώ στην Ελλάδα, αλλά εξαφανίστηκε παντελώς λόγω της (αναμενόμενης) συνωμοσίας σιωπής, μια και η συντριπτική πλειονότητα των ιθαγενών δημοσιογραφούντων επιδίδονται μετά μανίας στο σπορ και όπως είναι γνωστόν, το χρήμα δεν έχει οσμή. Εξεπλάγην όταν διάβασα το άρθρο που ακολουθεί σε ελληνική ιστοσελίδα και σπεύδω να το μεταφέρω.
ΔΕΕ

Εξαγορασμένοι δημοσιογράφοι 
και ο ρόλος των μυστικών υπηρεσιών

γράφει ο Χρήστος Ιβάνοβιτς 

«Υπήρξα δημοσιογράφος επί 25 χρόνια. 
Είχα σπουδάσει για να γράφω ψέματα, να προδίδω τις αρχές μου και να μην λέω την αλήθεια στον κόσμο. Βλέποντας όμως τοντελευταίο καιρό πως Αμερικανοί και Γερμανοί προσπαθούν να φέρουν τον πόλεμο στον κόσμο της Ευρώπης, τον πόλεμο με τη Ρωσία, να τον οδηγήσουν σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή… 
Αποφάσισα να σηκωθώ όρθιος και να πω ότι δεν είναι σωστό εκείνο που έχω κάνει στο παρελθόν: 
Να χειραγωγήσω τους ανθρώπους να κάνω προπαγάνδα εναντίον της Ρωσίας. Και δεν είναι σωστό αυτό που έχουν κάνει συνάδελφοί μου στο παρελθόν, επειδή δωροδοκήθηκαν για να προδώσουν τον λαό, όχι μόνο στην Γερμανία, αλλά σ΄ ολόκληρη την Ευρώπη.
Έγραψα αυτό το βιβλίο 'Bought Journalists' (Εξαγορασμένοι δημοσιογράφοι), επειδή φοβάμαι για ένα νέο πόλεμο στην Ευρώπη και δεν μ΄ αρέσει να ζήσουμε αυτή την κατάσταση και πάλι. Επειδή ο πόλεμος δεν έρχεται μόνος του. Υπάρχουν άνθρωποι που σπρώχνουν στον πόλεμο».
Πρόκειται για δήλωση “on camera” του γερμανoύ δημοσιογράφου Udo Ulfkotte, αρχισυντάκτη της μεγάλης κυκλοφορίας γερμανικής εφημερίδας, «Frankfurter Allgemeine». Ο ίδιος, αποκάλυψε ότι είχε εξαναγκασθεί να δημοσιεύσει με την υπογραφή του, εκθέσεις που του είχαν παραδοθεί από μυστικές υπηρεσίες, διακινδυνεύοντας αν αποκαλυφθεί αυτό, να απολυθεί.
Στην εξομολόγησή του ο δημοσιογράφος Udo Ulfkotte στην τηλεόραση «Ρωσία Σήμερα» λέει πώς οι πληροφορίες από τα «Μ.Μ.Ε του συρμού» χειραγωγούνται για πολιτικούς σκοπούς και προπαγάνδας «μέσα από παρέμβαση στη νοημοσύνη των δημοσιογράφων, στην περίπτωσή του από την CIA.
Η αποκάλυψη ότι διετέλεσε «πληρωμένος κονδυλοφόρος», έγινε από τον Γερμανό δημοσιογράφο στην εκπομπή του ρωσικού τηλεοπτικού δικτύου RT«Russia Insider».
«Είχα καταντήσει να δημοσιεύω άρθρα με την υπογραφή μου, τα οποία είχαν γράψει πράκτορες της CIA και άλλων μυστικών υπηρεσιών, ακόμη και γερμανικών».
Η συνέντευξη με τις αποκαλύψεις του Ulfkotte προβλήθηκαν από την ρωσική τηλεόραση σε εκπομπή του Οκτωβρίου.
«Μια ημέρα, η BND (η γερμανική Μυστική Υπηρεσία Πληροφοριών) ήρθε στο γραφείο μου στην εφημερίδα “Frankfurter Allgemeine”. Και να θυμάστε ότι η γερμανική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών, ή BND έχει δημιουργηθεί απευθείας από τη CIA. Παρά το γεγονός ότι ουδεμία είχα ιδιαίτερη πληροφορία ή ειδήσεις για τον Καντάφι, ήθελαν να γράψω ένα άρθρο για τον συνταγματάρχη Μουαμάρ Καντάφι και τη Λιβύη… Μου έδωσαν όλες τις μυστικές πληροφορίες και το μόνο που μου ζήτησαν ήταν να υπογράψω το άρθρο». Την άλλη ημέρα δημοσιεύθηκε στην Frankfurter Allgemeine, αλλά ήταν εξ ολοκλήρου το έργο της BND, είπε ο Ulfkotte στην RT.
Το άρθρο αναφερόταν στα σχέδια του Καντάφι να κατασκευάσει μυστικά εργοστάσιο παραγωγής δηλητηριωδών αερίων στην Rabtha. «Η είδηση την επομένη είχε κάνει το γύρο του κόσμου. Μπορείτε να το θεωρήσετε αυτό δημοσιογραφία;».

Εξαγορασμένοι δημοσιογράφοι
Ο Γερμανός δημοσιογράφος είπε ακόμη πως στο βιβλίο του«Εξαγορασμένοι δημοσιογράφοι», περιγράφει όλες αυτές τις περιπτώσεις του παρελθόντος, για τις οποίες σήμερα νοιώθει ντροπή.
«Ο λόγος που έγραψα αυτό το βιβλίο είναι ότι διακατέχομαι από ένα μεγάλο φόβο μην ξεσπάσει πάλι πόλεμος στην Ευρώπη. Δεν θέλω να ζήσουμε και πάλι σε αυτή την κατάσταση. Οι πόλεμοι δεν γεννιούνται ποτέ από μόνοι τους. Υπάρχουν πάντα από πίσω ένας αριθμός ανθρώπων που δίνουν την ώθηση προς αυτή την κατεύθυνση. Και δεν είναι αυτοί μόνον οι πολιτικοί, αλλά και δημοσιογράφοι».
«Γνωρίζω ότι δεν είναι σωστά πράγματα όλα εκείνα που έκανα στο παρελθόν. Να ποδηγετώ τον κόσμο, κάνοντας προπαγάνδα μυστικών υπηρεσιών. Ούτε είναι σωστό εκείνο που κάνουν συνάδελφοί μου που δωροδοκήθηκαν για να προδώσουν το κοινό, όχι μόνο στην Γερμανία αλλά σ΄ ολόκληρη την Ευρώπη.
«Κι όμως αυτό έκανα κι εγώ. Παρ΄ όλο που ήμουν δημοσιογράφος 25 χρόνια, λες και είχα σπουδάσει για να γράφω ψέματα, να προδίδω τις αρχές μου και να μην λέω την αλήθεια στους αναγνώστες», είπε ο Ulfkotte.
«Έχω δωροδοκηθεί από τους Αμερικανούς για να μην γράψω την αλήθεια... Προσκλήθηκα από το γερμανικό Σχέδιο Μάρσαλ να ταξιδέψω στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μου πλήρωσαν όλα τα έξοδα προκειμένου να με φέρουν σε επαφή με εκείνους τους αμερικανούς που έπρεπε να συναντήσω…».
Eίπε ακόμη: «Με έκαναν επίτιμο δημότη της Πολιτείας της Οκλαχόμα μόνο και μόνο επειδή τα άρθρα μου ήταν φιλο-αμερικανικά. Με υποστήριζε η CIA. Τους βοήθησα σε αρκετές περιπτώσεις και τώρα νοιώθω ντροπή γι’ αυτό».
Όπως υποστηρίζει ο Ουλφκότε, την πρακτική αυτή ακολουθούν πολλοί δημοσιογράφοι:
«Πάρα πολλοί από τους δημοσιογράφους σε διάφορες χώρεςισχυρίζονται ότι είναι δημοσιογράφοι, ενώ έπρεπε να είναι. Αλλά οι περισσότεροι απ αυτούς –όπως κι εγώ στο παρελθόν- βρίσκονται κάτω από «επίσημη κάλυψη». Δηλαδή εργάζονται ως πράκτορες μυστικών υπηρεσιών και τις βοηθούν να περάσουν πράγματα στον κόσμο. Ωστόσο, οι υπηρεσίες ουδέποτε θα παραδεχθούν ότι τους γνωρίζουν».
Οι δημοσιογράφοι αυτής της κατηγορίας συνήθως ανήκουν σε μεγάλους οργανισμούς Μ.Μ.Ε. Οι σχέσεις τους με τις μυστικές υπηρεσίες, ξεκινούν –στην αρχή- ως φιλικές. «Οι υπηρεσίες επεξεργάζονται την προσωπικότητά σου, σε κάνουν να πιστέψεις ότι είσαι πολύ σημαντικός. Και κάποια ημέρα σου ζητούν: «θα μας κάνεις μια χάρη;» υποστηρίζει ο Ουλφκότε.
«Έγραφα ότι στο παρελθόν έχουμε προδώσει τους αναγνώστες μας με τις κατευθυντήριες γραμμές που μας έδιναν πολεμοκάπηλοι. Είμαι άρρωστος από αυτά τα ψέματα της προπαγάνδας τύπου «Banana Republic», επειδή ζω σε ελεύθερη δημοκρατική χώρα με την ελευθερία της πληροφόρησης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Κοιτάξτε τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης, τους συναδέλφους μου κάθε μέρα βροντοφωνάζουν εναντίον της Ρωσίας, Στην πραγματικότητα, έχουν επιλεγεί από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ.
Αλλά τώρα έχω βαρεθεί με αυτό, δεν το κάνω πια αυτό το παιχνίδι.
Το βιβλίο που έγραψα δεν θα μου δώσει τα χρήματα και τιμητικές διακρίσεις, αλλά θα μου δημιουργήσει πολλά προβλήματα. Αλλά θέλω να δώσω στο κοινό την γερμανική, ευρωπαϊκή και τη παγκόσμια μια ματιά του τι πραγματικά συμβαίνει πίσω από τις τηλεοπτικές κάμερες και τις στήλες των εφημερίδων.
Ντρέπομαι να έχω εργαστεί ώστε να επηρεάσει η «Frankfurter Allgemeine» τους αναγνώστες της, με άρθρα που ήταν κατασκευασμένα από τους Αμερικανούς. Και όσα ανέφεραν δεν ήταν αλήθεια ... τότε αναρωτιέμαι τι θα είχε συμβεί αν είχα γράψει κάτι υπέρ της Ρωσίας... Ήμασταν και είμαστε όλοι αναγκασμένοι και ενθαρρύνονται να γράφουν υπέρ των ΗΠΑ και της ΕΕ, ουδέποτε για τη Ρωσία.
Λυπάμαι, επειδή δεν σημαίνει για μένα ότι αυτή είναι η δημοκρατία και η ελευθερία του Τύπου. Η Γερμανία εξακολουθεί να είναι ένα είδος αμερικανικής αποικίας.
Νομίζετε πως έχετε να κάνετε με ένα σεβαστό επαγγελματία, ενώ πρόκειται για μαριονέτα της CIA ...».




Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Ξενιτεμένοι Μακεδόνες Έλληνες (3)


Ξενιτεμένοι Μακεδόνες Έλληνες (3)

Η Χρυσάνθη Τσιάμτση είναι μια ακόμη ξενιτεμένη συμπατριώτισσα. Όπως η ίδια αναφέρει:
Γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη όπου έζησα τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια. Από παιδί ανήκω στην κλίκα των «αναζητητών». Από τότε προσπαθώ να καταλάβω… 
Ίσως αυτή να ήταν η αιτία που με ανάγκασε να αρχίσω να γράφω και να ζωγραφίζω. Ίσως όμως να φταίει μόνο ο νησιώτης παππούς μου που είχε αδυναμία στα «λάδια». Όπως και να ’ναι όμως, το μονοπάτι της αναζήτησης με έφερε το 1988 στην Γερμανία όπου συνεχίζω να ζω και να εργάζομαι μέχρι σήμερα. Από το 2008 ασχολούμαι αποκλειστικά με την ζωγραφική. Είμαι μια αυτοδίδακτη ζωγράφος. 
Όσον αφορά το γράψιμο, έγραφα σχεδόν πάντα… Έχω διακριθεί σε πολλούς ποιητικούς και λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.

Έργα της
- 2013 «ταξιδεύοντας…» Εκδόσεις iWrite.gr 
 - Ποιήματα και πεζά της είναι δημοσιευμένα σε συλλογικές εκδόσεις

Δημοσιεύουμε παρακάτω το εξαιρετικό διήγημά της "Καλημέρα κυρία…" που ξεχώρισε και συμπεριλήφθηκε στον τόμο με τα 30 καλύτερα διηγήματα του Γ΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Διηγήματος που εκδίδεται μετά από κάθε διαγωνισμό από τον Πολιτιστικό Σύλλογο "Βιβλιόφιλοι Έδεσσας".



   Καλημέρα κυρία… 
   
«Καλημέρα κυρία…» Μια συντονισμένη καλημέρα ακούστηκε να βγαίνει δυνατά από στόματα οκτάχρονων παιδιών. Μια κοφτή ευχή που κατάφερε με την έντασή της να σκεπάσει  το θόρυβο που δημιουργήθηκε καθώς αυτά σηκώθηκαν από τα πράσινα, ξύλινα θρανία τους, για να καλημερίσουν την καινούργια τους δασκάλα.
Τέτοια είδους σχολικά θρανία, με εκείνο το έντονο κυπαρισσί χρώμα, μπορεί να συναντήσει σήμερα κανείς μόνο σε λαογραφικά μουσεία και αν… Κάθε φορά που έμπαινε ο δάσκαλος στη τάξη, έπρεπε όλα τα σχολιαρόπαιδα μαζί να σηκωθούν, να σταθούν όρθια-κοκαλωμένα και να καλημερίσουν με ευγένεια. Έτσι συνηθιζόταν τότε, έτσι ήταν ο κανόνας. Ήταν ένα ακόμα «πρέπει» της τότε εποχής, ανακατωμένο μαζί με πολλά άλλα... Για τα κορίτσια μπλε ποδιά, και γαλανόλευκη κορδέλα στα μαλλιά, και για τα αγόρια όπως θέλανε –είχαν βλέπεις σαν «άνδρες» μια πιο μεγάλη, ακατανόητη για τα μάτια των κοριτσιών, ελευθερία. Κάθε πρωί, μετά από την προσευχή, όλοι μαζί τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο, καθώς η ελληνική σημαία ανέβαινε, με το συγχρονισμένο τράβηγμα του σκοινιού της από κάποια μαθητικά χέρια, ψηλά στο κοντάρι της, για να φαίνεται το λεύτερο κυμάτισμά της από μακριά. Έτσι γινόταν τότε…
Η νεοφερμένη δασκάλα δεν ήταν ψηλή. Φορούσε πράσινο ταγιέρ. Από το δεξί πέτο της ζακέτας της ξεπεταγόταν μια χρυσή μεγαλούτσικη καρφίτσα που κουβαλούσε πάνω της πολύχρωμα πετράδια. Ένα κιτρινωπό μεταξωτό μαντήλι στόλιζε το λαιμό της για να αποσπάσει, ίσως, την προσοχή από το πρόσωπό της. Το κραγιόν της, έντονο πορτοκαλί, φρόντιζε να γίνονται τα λεπτά πικραμένα χείλη της ορατά. Τα μάτια της βαθουλωμένα. Πιθανότατα  να χωνόντουσαν όλο και πιο μέσα μετά από κάθε δύσπεπτη κατάσταση της ζωής της... Τα χρόνια είχαν σχηματίσει στην θέση των ματιών της δυο σκιερές σπηλιές από όπου δύο μικρές καφετιές μπιλίτσες ίσα που κατάφερναν να στέλνουν την αδύναμη λάμψη τους προς τα έξω. Τα μάγουλά της ήταν κι αυτά τραβηγμένα προς τα μέσα. Τα μαλλιά της ήταν αυστηρά καλοφτιαγμένα σαν να φορούσε περούκα. Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι τα επιδέξια χέρια της «Κατίνας», της κομμώτριας, είχαν ολοκληρώσει το έργο τους πάνω σε κείνο το κεφάλι μόλις πριν από δύο λεπτά. Αναμφίβολα θα μπορούσε να ήταν έτσι, όμως εκείνα τα χρόνια ούτε «Κατίνα» κομμώτρια υπήρχε στην περιοχή, ούτε κομμωτήριο. 
«Καλημέρα παιδιά…», είπε καθώς έμπαινε στη μικρή σχολική αίθουσα. Ακατανόητο το πώς, μα με μιας η ζέστη και η ανεμελιά που άπλωναν τα ξύλα καθώς σιγοκαιγόντουσαν στην σόμπα διαλύθηκε. Η κρυάδα της παρουσίας της καλοχτενισμένης δασκάλας αιχμαλώτισε τη θαλπωρή του χώρου και την πάγωσε αυτόματα σαν να ήταν άχνα που αστραπιαία κοκάλωσε την ύπαρξή της πάνω σε κρύα τζάμια.  «…Καλημέρα!», ξαναείπε και αφού ακούμπησε τη  μεγάλη δερμάτινη τσάντα της πάνω στην έδρα, χάθηκε αγέλαστη στη καρέκλα της. Στρυφνή και παγερή άρχισε να μιλάει. Δεν ακουγόταν τσιμουδιά. Μέσα σε εκείνη τη μεγάλη, φοβισμένη σιωπή η παιδική καρδιά της Σταματίας περόνιασε. Χωρίς κανένα λόγο ένιωσε πως απεχθανόταν την δασκάλα της, μόνο και μόνο, επειδή ήταν έτσι όπως ήταν. Ο φόβος έκοψε τα πόδια της και έκλεψε την μιλιά της.  Ήταν σαν να είχε μπροστά της ένα θεριό, που δεν ήξερε πώς να το ονομάσει. Το θεριό όμως ήταν βαφτισμένο κανονικά και είχε και πρωτευουσιάνικο όνομα. Τους είχε συστηθεί ως κυρία-Μένη. Μάλλον από το Μελπομένη... Κανείς από τους μαθητές της όμως δεν τόλμησε ποτέ να ρωτήσει για να πάρει επιβεβαίωση. Τί να το κάνεις; Την Σταματία δεν την ενδιέφερε… Και να ήξερε από πού έβγαινε το όνομά της, δεν θα τη βοηθούσε σε τίποτε. Δυστυχώς είχε μισήσει την κυρία-Μένη. Μέσα στο μεδούλι της δούλευε μια αβάσιμη, καταχθόνια, κατάκριση. Βιαστικά, χωρίς να ψάξει να βρει  αποδεικτικά στοιχεία κατηγορίας, φυλάκισε τη νεοφερμένη δασκάλα, χωρίς φαΐ και χωρίς νερό, σε ένα βαθύ μπουντρούμι στα κατάβαθα της καρδιά της. Φρόντισε να την χώσει όσο πιο βαθιά γινόταν στη γη του είναι της ώστε να μη φτάνουν οι  παρακλητικές κραυγές της ως τ’ αυτιά της. Μέρα με τη μέρα έκτιζε ένα ντουβάρι αδιαπέραστο, ένα τείχος που την έκανε να κλείνεται ολοένα και περισσότερο στον εαυτό της και να αποφεύγει συστηματικά τους πάντες και τα πάντα, ακόμα και εκείνο το μονοπάτι που οδηγούσε  στο σχολειό…
Σχολείο να το κάνει κανείς. Ένας  παλιός στάβλος ήτανε, που αφού τον καθάρισαν και τον ασβέστωσαν τον μεταμόρφωσαν σε δημοτικό σχολείο. Όμως για τους συμμαθητές της, αλλά και για την ίδια, η τάξη της ήταν μια διέξοδος, μια πόρτα προς τους όμορφους κόσμους της μάθησης.  Μόνο που τώρα μπροστά στην πόρτα εκείνη, στεκόταν το θεριό. Η πικράδα του μίσους οδηγούσε την μικρή Σταματία σε δρόμους φθοροποιούς, μακριά από τη γνώση και τη φιλία, μακριά από την αναζήτηση της αλήθειας κι από την πόρτα του σχολείου. Δεν ξέρουμε αν ήταν αυτή που για πρώτη φορά επινόησε και εφηύρε τις «κοπάνες», πάντως γεγονός ήταν ότι οι μέρες περνούσαν κι αυτή εξαφανιζόταν, πότε από δω και πότε από κει. Τις περισσότερες ώρες των μαθημάτων τις περνούσε περπατώντας μέσα στο μικρό δάσος που βρισκόταν σε απόσταση μόλις εκατό μέτρων από την αυλή του σπιτιού της. Όταν πια βαριόταν να ακούει τα μυστικά των δένδρων και να τους λέει τα δικά της, πλησίαζε το εργαστήρι του μοναδικού παπουτσή της γειτονιάς και με διακριτική προσοχή παρακολουθούσε, με κρυφές ματιές μέσα από το ξύλινο παράθυρο, τις έμπειρες κινήσεις των χεριών του καθώς ήτανε σκυμμένος πάνω στα δέρματά του. Άλλοτε πάλι ανέβαινε στη σκεπή της κυρά-Μαριάνθης για να μπορεί να συμμετέχει, έστω κι από μακριά, στα παιχνίδια των παιδιών της τάξης της στη διάρκεια των διαλειμμάτων. Τί τον ήθελε όμως εκείνο τον απερίσκεπτο ρομαντισμό; Αυτός την πρόδωσε. Βέβαια, βοήθησε και η αναφορά μιας συμμαθήτριάς της που την είδε… Έτσι την πιάσανε. Εκτός από το ξύλο που έφαγε από την μάνα της, έπρεπε από τότε να μη χάνει ούτε μία ωρίτσα. Παραφύλαγαν οι γονείς. Παραφύλαγε και το θεριό. Πού να ξεμυτίσει…      
Από τότε οι μήνες κυλούσαν χωρίς κοπάνες... Κάποια στιγμή η ξυλόσομπα έσβησε και τα παραθύρια άνοιξαν για να γεμίσουν οι αίθουσες με μυρουδιές της φύσης. Ο τόπος πλημμύρισε από αρώματα που με την τετραπέρατη σαγήνη τους κατάφερναν να γιατρεύουν τους χειμώνες πολλών ψυχών, μα δυστυχώς όχι και το μίσος της μικρούλας Σταματίας για την μεσήλικη δασκάλα της. Αυτό δεν μπόρεσαν να το γιατροπορεύσουν. Τί να ’ναι άραγε αυτό που κάνει τα μεδούλια να αντιπαθούν και να μισούν κάποιον; Από πού γεννιέται το αγκάθι αυτό που τσούζει χειρότερα κι από τα τσιμπήματα της τσουκνίδας; Γιατί να μην αντέχει κάποιος τη θωριά του άλλου παρόλο που δεν τον έχει βλάψει;  Ε! καλά τώρα, δεν τους είχε βλάψει η κυρία-Μένη; Και η βίτσα εκείνη, η λεπτή, που κατέβαινε σφυρίζοντας πάνω στις ανοιχτές παλάμες τους; «Κοντά στο ξερό καίγεται και το χλωρό…», έλεγε και τις έβρεχε ολονών τους. Και να τα δάκρυα… Πονούσε η άτιμη η βέργα. Τσιμουδιά δεν ακουγόταν την ώρα του μαθήματός της, τέτοια μεγάλη φοβία απλωνόταν τις ώρες του θεριού. Δεν ήταν μόνο η κακομοίρα η Σταματία που την φοβότανε… Ήταν κι άλλοι… Κι άλλες… Μια φορά η Μαριώ, μια μικρή μελαχρινούλα, χοντρουλίτσα αλλά τρισχαριτωμένη, δεν τόλμησε να σηκώσει το χεράκι της για να μπορέσει να πάει στον καμπινέ. Το αποτέλεσμα;  Τραγικό!!!

Ευτυχώς όμως ο καιρός περνά, και έτσι μαζί του, κατάφερε να περάσει και να τελειώσει και εκείνη η δυσκολοχώνευτη χρονιά. Η Σταματία με ένα «εννιά» στον ενδεικτικό της προχώρησε στην τρίτη τάξη, ενώ η κυρία-Μένη ανέλαβε και πάλι την διαπαιδαγώγηση της δευτέρας τάξης. Οι δρόμοι τους χώρισαν, αλλά όχι για πάντα… Η ζωή έχει γυρίσματα που δεν τα περιμένει κανείς. Στην περίπτωσή μας ούτε και η Σταματούλα…

Ήταν πλέον μαθήτρια της πέμπτης τάξης δημοτικού και μόλις είχαν καλωσορίσει ένα νέο χρόνο. Γιόρταζαν οι Θανάσηδες και ανάμεσά τους κι ένας μακρινός ξάδερφος του πατέρα της. Η μάνα της έκανε μια μηλόπιτα -που την πετύχαινε πάντοτε-, βάλανε τα καλά τους και μια και δύο βρέθηκαν να χτυπούν την πόρτα του σπιτιού του θείου Θανάση. Μετά τα φιλιά, τα χρόνια πολλά και τις χαιρετούρες με το σόι, μπήκε τελευταία η Σταματία στο σαλόνι. Παντού στριμωγμένοι συγγενείς και κει σε μια γωνία νάσου και το πράσινο ταγιέρ…                       Η κυρία-Μένη ήταν εκεί! Το πρόσωπο της Σταματίας κάηκε. Ήταν σαν να την είχανε βουτήξει σε ένα κατσαρόλι που έτυχε να βράζουν μέσα του παντζάρια. Όλοι θεώρησαν ότι το ευάλωτο κόκκινο χρώμα της ήταν απόρροια σεβασμού κι έτσι προσπερνώντας το προχώρησαν σε συζητήσεις και εξηγήσεις… Το ένα έφερε το άλλο και το τέλος την αλήθεια. Το θεριό ήταν αδερφή του θείου Θανάση. Μια ξενιτεμένη, πονεμένη ύπαρξη που είχε μείνει στο ράφι, γεροντοκόρη δηλαδή, γιατί κάποιος προικοθήρας την είχε ξεμυαλίσει. Έφαγε ό,τι μπορούσε να φάει από την περιουσία της, και μετά από χρόνια την άφησε μισοξεραμένη πίσω του καθώς ξαφνικά ένα πρωινό την παράτησε και έγινε Λούης… Τότε αυτή, στεγνή όπως ήταν, άφησε με την σειρά της πίσω της την πρωτεύουσα και, προσπαθώντας να ξεχάσει, βρέθηκε δασκάλα στην πόλη που έμενε ο αδερφός της. Αυτό ήταν, η Σταματία είχε αρχίσει να καταλαβαίνει. Πρόσεξε ότι το θεριό μπορούσε και να χαμογελά. Πρόσεξε ότι η φωνή της δεν είχε απαξιωτική χροιά αλλά γλυκιά και όταν πια την αγκάλιασε και χάθηκε μέσα στο πράσινο του ταγιέρ της δεν ένιωσε κρυάδα, μα συμπόνια. Εκείνη τη στιγμή μια διάπυρη κατανόηση ιχνογράφησε τις σκέψεις που γέννησε το μυαλό της και έτσι γκρεμίστηκε, χωρίς ιδρώτες και επαναστάσεις, το αχώνευτο τείχος της κατάκρισης που χώριζε τις δύο γυναίκες. Αστραπιαία χάθηκε, ενώ, όπως καθαρά θυμόταν η Σταματία, είχε πάρει μήνες για να χτιστεί τόσο ψηλό και άφταστο. Η αλήθεια σαν ανεμοστρόβιλος σάρωσε όλες του τις πέτρες, τις έκανε θρύψαλα και έβγαλε την κυρά-Μένη από την υγρή και σκοτεινή φυλακή της.
Εκείνο το ίδιο βράδυ η Σταματία τής έγραψε ένα γράμμα. Τον πρώτο καιρό το κουβαλούσε πάντοτε μαζί της ψάχνοντας να βρει την κατάλληλη ευκαιρία για να της το δώσει. Μα η ώρα εκείνη δεν ήρθε ποτέ, πάντα ξεστράτιζε… Η Σταματία το διάβαζε συχνά προσπαθώντας να σκιαγραφήσει τυχόν αντιδράσεις που θα είχε η κυρία «της», όταν θα το κρατούσε κάποια στιγμή στα χέρια της. Φρόντιζε με απτόητο ενδιαφέρον να μετατρέπει τις γραμμές του ανάλογα με την κρίση της, που με τα χρόνια ωρίμαζε… Είχαν περάσει δέκα χρόνια  από εκείνη την βραδιά του Αγίου Αθανασίου όταν η Σταματία πληροφορήθηκε από μια φιλενάδα του αδερφού της -που η αδερφή της πήγαινε δευτέρα τάξη δημοτικού- ότι η κυρία  Μένη, η κυρία «της»,  είχε πάψει πια να συνθηκολογεί με την εδώ ζωή και είχε τραβήξει, αμετάκλητα αποφασισμένη, για άλλους τόπους κι άλλα μέρη… Έκλαψε η Σταματία, μα τί μπορούσε πλέον να κάνει;  Μέσα στο πλάνταγμά της έδωσε στο εαυτό της μια υπόσχεση, κάθε χρόνο την ημέρα του Αη-Θανάση να διαβάζει το γράμμα εκείνο φωναχτά για χατίρι της. Από τότε, κάθε τέτοια μέρα, άναβε ένα μικρό κερί και αφού διάβαζε το γράμμα πρώτα βουβά από μέσα της, διορθώνοντάς το, άλλοτε σβήνοντας και άλλοτε προσθέτοντας λέξεις κι εκφράσεις, άρχιζε την απαγγελία. Φέτος ήταν η τεσσαρακοστή πρώτη φορά.  Έξω είχε σουρουπώσει για καλά και το κερί έφεγγε...
 «Καλημέρα κυρία,
 σου γράφω τις λέξεις που δεν βρήκα τρόπο να σου πω… 
Συγχώρεσέ με σε παρακαλώ που νόμιζα πώς ήσουνα θεριό. Τώρα ξέρω πως και τα πληγωμένα κουτάβια μπορεί να μοιάσουν με θεριά όταν ο πόνος τα λιγώνει… Αχ, και να  προλάβαινα να έπιανα με το δίχτυ μου την αστραπή του ψεύτικου εκείνου έρωτα που έπεσε επάνω σου για να ξεθυμάνει την απληστία του. Να φυλάκιζα το φως του, προτού προλάβει να ρουφήξει από μέσα σου με την ψευτιά του όση ζωντάνια βρήκε. Να πρόφταινα ώστε μη βρισκόσουν ποτέ παραπεταμένη, στεγνή, και αποκαμωμένη, σε κείνη την άπνοια πολιτεία που δεν τολμά ούτε η  παραμικρή ελπίδα γιατρειάς να φτερουγίσει πάνω από τα χώματά της. Αχ, και να έβρισκα το θάρρος να σου μιλούσα….
Θα σου έλεγα πως υπάρχουν ακόμα κάποιοι που παρόλη την τυφλότητά τους εξακολουθούν να τρέχουν προς το φως...
Θα σε βοηθούσα, ποτίζοντάς σε με νερό. Θα παρακαλούσα τον Θεό να στείλει με προσοχή σιγανή βροχή, ώστε να φύτρωνε και πάλι το χαμόγελο στην καρδιά σου. Θα έβαζα τα δυνατά μου για να σε βοηθήσω, κι ας είμαι εγώ η μικρή και εσύ η μεγάλη. Ας είσαι εσύ η δασκάλα και ’γω η μαθήτρια.   
Αχ, και να ζούσες! Θα σου πρόσφερα τσάι από το βουνό το πατρικό και θα ερχόμουνα να σε βρίσκω, κάθε σούρουπο, σα μεγαλώνουν οι μοναξιές σε όσους ορφανεύουν από αγάπη. Θα τα καταφέρναμε. Θα πέφταμε, αλλά μαζί θα βρίσκαμε κουράγιο να ξανασηκωθούμε. Θα μιλούσαμε, θα  βγάζαμε το μέσα μας. Θα γλυκαίναμε. Στα αλήθεια γιατρεύεται ο άνθρωπος όταν με ειλικρίνεια ανοίγεται ψάχνοντας σωτηρία. Θα ανάβαμε κάθε μέρα τα φανάρια μας και θα ψάχναμε να βρούμε την χαμένη ανθρωπιά, πρώτα στα σωθικά μας και ύστερα παραπέρα. Θα βγάζαμε στο φως, με την κουβέντα μας, όλα τα άλυτα μυστικά μας και θα παρηγοριόμασταν. Και στο υπόσχομαι θα γέμιζαν οι καρδιές μας με νερό. Ακόμα και τα πιο ξεραμένα πηγάδια τυχαίνει κάποτε να ξαναγιομίσουν όταν ο καλός Θεούλης ρίξει τη σωστή βροχή από τον ουρανό Του.  
Αχ, κυρά-Μένη, άλλος είναι το θεριό. Τώρα το ξέρω. Έμαθα  και το όνομά του και την σπηλιά του. Το γνώρισα. Ξέχασε σε παρακαλώ το μίσος μου και θάψε το σε τόπο ανήλιο. Να ξεχαστεί και να χαθεί ώστε να μην σκιάσει ποτέ ξανά το αντάμωμά μας. Θα αλλάξουν οι καιροί. Θα αλλάξουν όλα στο υπόσχομαι. Θα χαμογελάσεις ξανά και θα χαρείς από καρδιάς και θα με θυμηθείς ότι αλήθεια λέω. Λίγο ακόμα, περίμενε, και δε θα αργήσουν να φανούν εκείνοι οι αντρειωμένοι που δεν αφήνουνε στο πέρασμά τους ούτε ένα θεριό ζωντανό… Να ξέρεις πως όλοι τα σπαθιά τους ακονισμένα τα κρατούν, και όταν τα σηκώνουν απέναντι απ’ το φως λαμπυρίζουν… Τότε τα θεριά τρέχουν αλαφιασμένα να κρυφτούν ουρλιάζοντας. Νομίζουν πως υπάρχει τρόπος να σωθούν. Μάταια, η ώρα τους σίμωσε. Τα κεφάλια τους, το ένα μετά το άλλο, πέφτουν και τα κουφάρια τους ακέφαλα δεν κάνουνε κακό. Και για να σε ησυχάσω, σου λέω πως το θεριό που μέσα μου θαμώνας είχε γίνει, ατρόφησε και δύναμη δεν έχει να σε βλάψει. Έτσι θα χαθούν όλα τους. Δεν θα υπάρξει πια μήτρα μέσα της για να συλληφθούν και να ξαναγεννηθούν. Ποτέ ξανά.
Αλλάζει ο κόσμος κυρά-Μένη, αλλάζει…                                
                                                                                     Η μαθήτριά σου, Σταματία.»

Το σούρουπο είχε φθάσει… Η κυρία-Μένη είχε ησυχάσει πλέον. Όσο για κείνο το κερί της κατάκρισης, το αναμμένο, κάηκε ολάκερο, συνάντησε την άμμο και παρέδωσε το φως του.

ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΤΣΙΑΜΤΣΗ


Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Θεσσαλονίκη, 15 του Ιούλη 2016


Θεσσαλονίκη, 15 του Ιούλη 2016

Σωτηρία Κ. Βασιλείου
(Η Σωτηρία Κ. Βασιλείου είναι υποψήφια διδάκτωρ Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, πτυχιούχος με άριστα (2007) και διπλωματούχος (2011) του παραπάνω Τμήματος. Έχει διακριθεί, μεταξύ άλλων, 
κερδίζοντας το πρώτο Βραβείο 
στον 4ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Διηγήματος, 
που διοργανώνει κάθε 2 χρόνια ο πολιτιστικός Σύλλογος "Βιβλιόφιλοι Έδεσσας" ).

Θεσσαλονίκη, 15 του Ιούλη 2016, δεκάτη πρωινή. Παπαναστασίου – Κ. Καραμανλή – Εγνατία – Αριστοτέλους – Παραλία – Μαρτίου. Ωραία διαδρομή για ποδήλατο στη θερινή Θεσσαλονίκη υπό την προϋπόθεση πως δεν θα βρεθούν μπροστά σου γηραιά λεωφορεία, νταλίκες και λοιπά ρυπογόνα μέσα. Συγκομιδή της σημερινής ποδηλατάδας μια δέσμη αγκάθια, ένα σύνολο σκηνών που άλλοτε θα φάνταζαν φωτογραφίες ειλημμένες από παράσταση ιλαροτραγωδίας.
Σκηνή Πρώτη: Μπροστά από το ΑΠΘ: Ενώ στην αίθουσα τελετών απόφοιτοι ορκίζονται, στον περίβολο κι εντός του «σεπτού τεμένους των Μουσών» κατασκηνωτές απολαμβάνουν τον ελληνικό μύθο τους. Ο αέρας σμίγει τις σερπαντίνες και το χαρτοπόλεμο των θεατών της αποφοίτησης με τα σκουπίδια της «κατασκήνωσης». Τα γκράφιτι στα κατεβασμένα στόρια αναδεικνύουν το μέγεθος της εγκατάλειψης «εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα/ κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο». Είναι άλλωστε κοινό μυστικό πως εδώ, με σημείο αναφοράς το άσυλο (<α.στερ.+ συλάω-ώ) οι αιώνιοι διακινητές ουσιών και λοιπών εμπορευμάτων ζουν τον δικό τους μύθο, λαφυραγωγώντας,  παραβιάζοντας κι ασελγώντας «μούσαις χάρισι». Μια εικόνα μπροστά από το περίπτερο επιβεβαιώνει πως οι νεήλυδες είναι ιδανικοί πελάτες· αφετέρου η παρουσία τους σε συνδυασμό με την απουσία των αρχών παραπέμπει σε ακώλυτη δράση των σταθερών εποίκων του περιβόλου. Η πολιτεία αδιαφορεί. Άλλωστε ολόκληρη η χώρα θυμίζει ένα τεράστιο no border camp, με όλο και περισσότερους πολίτες να παροπλίζονται από τα στοιχεία που συνθέτουν την ιδιότητά τους. Άλλωστε, οι ηγήτορες έχουν άλλες δουλειές· πρωτίστως συναλλάσσονται με διακύβευμα τις 4 άδειες και τις 200 ψήφους.
Σκηνή Δεύτερη: Στάση Καμάρα, έξω από την ΕΥΑΘ: Επαιτεία, γκράφιτι, σκουπίδια, παράξενοι τύποι και ο οικείος κουλουρτζής με το προϊόν έκθετο στους ρύπους. Κοιτώ πίσω από την στάση τα μαγαζιά: το μπουγατσάδικο, τον φούρνο, το φαρμακείο και το κατάστημα καλλυντικών και χύμα αρωμάτων. Το τελευταίο καινούριο, στη θέση του Κωνσταντινίδη. Με κυριεύει νοσταλγία για το αλλοτινό κόσμημα ενός άγριου σημείου, από όπου το φθινόπωρο του 2003 είχα προμηθευτεί τους πρώτους οικιστές της ιστορικής και φιλολογικής βιβλιοθήκης μου.
Σκηνή Τρίτη: Οδός Αριστοτέλους: Ως συνήθως περιπλανιούνται ανενόχλητοι οι ποικίλοι λαθρέμποροι και οι επαίτες με τις πανομοιότυπες πινακίδες. Πλάι σε έναν ξέχειλο κάδο η λουσάτη κυρία παζαρεύει τσιγάρα από τη Βουλγάρα Ρομά. Μια άλλη βγαίνει καταϊδρωμένη από το αγορα-χρυσάδικο, κρατώντας σφικτά την Luis Vuitton. Ο καλοντυμένος γηραιός κύριος απογοητευμένος μετά το πέρασμα από το ΑΤΜ γυρεύει ένα εισιτήριο. Κοιτάζει τον σκουπιδοτενεκέ, ύστερα το πλακόστρωτο. Φαίνεται απεγνωσμένος και μάλλον τυχερός. Αθέατη παρατηρώ τη δύσκολη προσαρμογή των αλλοτινών μεγαλοαστών σε μια ανοίκεια πραγματικότητα. «Wow! We have just killed the middle class!», θα μπορούσε να πει ένας νεόκοπος εθνικός ήρωας. Εν τω μεταξύ η «ελίτ» βρίσκεται υπό διωγμό. Η «αμαρτωλή ελίτ» συνιστά πια το αντίπαλο δέος στον «απλό λαό», που με την «απλή και άδολη αναλογική» θα δείξει τη δύναμή του και θα γευτεί τους καρπούς της. Η πολυθρύλητη πάλη των τάξεων εκθρονίζει τον αγώνα των αξίων, για την αριστεία και τις αξίες. Αφού μέρος του «λαού» στερείται και τα μπάνια του πια, μυείται στον εναλλακτικό τουρισμό της φυγής από την πραγματικότητα.
Σκηνή Τέταρτη: Η θάλασσα με μερεύει, όπως και τα περιστέρια. Κοιτάζω το Λευκό Πύργο και αναθυμάμαι τις συγκεντρώσεις στη σκιά του, τον περασμένο Ιούλη. Αν μπορούσε να μιλήσει μάλλον θα αναρωτιόταν όπως κι εγώ για τη χρησιμότητα των συγκεντρώσεων «ενάντια στη λιτότητα και τα τελεσίγραφα» και των πανηγυριών της νίκης. Ίσως… ίσως… ως έμβλημα μιας κοσμοπολίτικης πόλης δήλωνε και «μενουμΕυρωπαίος». Δυτικότερα  τα έργα των βανδάλων με αγριεύουν. Πότε πρόλαβαν να μουντζουρώσουν και τις καινούριες φωτογραφίες; Το πολύπαθο «Φεγγάρι στην Ακτή» φεγγίζει δια της απουσίας του. Αναλογίζομαι τους βάνδαλους που καθαίμαξαν, γονάτισαν κι εντέλει βύθισαν το γλυπτό. Ήταν όντως εύκολο να το καταστρέψουν παρά να διδαχθούν την γραμματική του· να εκπαιδευτούν να λαξεύουν φεγγάρια και να διαχέουν φως· να τρέφονται με φως αντί με την αδρεναλίνη της καταστροφής. Λυπάμαι και φοβάμαι διότι στην πόλη, στη χώρα, στον κόσμο πλήθυναν οι βάνδαλοι, οι ολετήρες οι μεταμφιεσμένοι σε σωτήρες. Η χώρα, ο κόσμος… όλο και περισσότερο θυμίζει ανοχύρωτη πολιτεία με σιδηρόφρακτους θύλακες.
«Κι ο τελικός συμβιβασμός/ Ο πληθυσμός είναι νεκρός/ κι ούτε ψωμί ούτε νερό/ οι νέοι τρέφονται με σκόνη/ Ο τελικός συμβιβασμός/ Στην πολιτεία κατοικούν οι δολοφόνοι,/ ο πληθυσμός είναι νεκρός/ Έγινε ο τελικός συμβιβασμός», σιγοψιθυρίζω συνδυάζοντας το περιεχόμενο του δελτίου ειδήσεων με τις πρωινές παραστάσεις. Οι φρυκτωρίες του κόσμου εκπέμπουν φρίκη, σκέφτομαι, με το μυαλό στη χώρα του Διαφωτισμού. Παρανοϊκά αντάρτικα inta και ante portas. Μια αίσθηση πολιορκίας. Η κραυγή του αθώου αίματος σμίγει με το άσθμα του συμπιεσμένου Πνεύματος των Νόμων.
Στη σκέψη του φορτηγού της Νίκαιας, στο μυαλό εισβάλλουν τα τανκς που πριν 42 χρόνια, τέτοια ακριβώς ημέρα «εκινήθησαν[…] προς Λευκωσίαν περί την 8.15΄ π.μ., με κατευθύνσεις το Προεδρικόν Mέγαρον, το κτίριον της Aρχής Tηλεπικοινωνιών και το κτίριον της Aρχιεπισκοπής».  Κι ενώ οι Τούρκοι εισέβαλλαν, εμείς, οι Κύπριοι, με το βλέμμα στην Ελλάδα και τα μηνύματα της αρωγής: «Αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας και πηδούσαμε/ και φιλιόμαστε και νοιώθαμε ρίγη να μας περιλούουν/ και τα στήθια μας φούσκωναν να διαρραγούν/ κ’ έχασκαν μ’ ένα γελόκλαμα[…]/ Ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε ως το βυθό[…]/ γιατί ήταν ψεύτικο το μήνυμα[…]/ Είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα/ κάτι πανηγυρισμούς[…]» (Κ. Μόντης, Τρίτο Γράμμα στη Μητέρα). Ο επίλογος της τραγωδίας εκείνης γράφτηκε στις 16 Αυγούστου. Ο επίλογος των πανηγυρισμών του περσινού Ιούλη εξακολουθεί να γράφεται, ερήμην μάλλον των αμαθών πρωταγωνιστών, εκείνων των μαθητευόμενων οδηγών τρένων άνευ φρένων, των αλιέων των αχαρτογράφητων υδάτων.
Σ,Β.

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Βρίζοντας αποχώρησαν οι θεατές από το Φεστιβάλ Αθηνών 2016

Αριστερά, τρεις κόκορες με αθλητικά παπούτσια·
δεξιά, ένας με «καλλιτεχνικό καθήκον»


Βρίζοντας αποχώρησαν οι θεατές 
από το Φεστιβάλ Αθηνών 2016

Ομιλούντα πέη, φρεσκοσαπουνισμένα αιδοία, τουρλωτοί γλουτοί, κοριτσάκια-πόρνες και κοκόρια με αθλητικά παπούτσια αποτελούν το «καλλιτεχνικό καθήκον» του «καλλιτεχνικού διευθυντή» του Φεστιβάλ Αθηνών 2016, Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου.

Στα παλαιότερα των υποδημάτων του έγραψε, τελικά, τις διαμαρτυρίες των ζωοφιλικών οργανώσεων – τις οποίες μάλιστα χαρακτήρισε ως «παραθρησκευτικές οργανώσεις» – ο ανεκδιήγητος «καλλιτεχνικός διευθυντής» του Φεστιβάλ Αθηνών 2016, Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, σχετικά με την παράσταση «4» στον Χώρο Δ' της Πειραιώς 260, στις 4 και 5 Ιουλίου, γράφοντας κι αυτός μιαν ακόμη μαύρη σελίδα – πολιτισμού, αυτή τη φορά – δίπλα στις άλλες μαύρες σελίδες Ιστορίας, που συνεχίζει να γράφει ως κυβέρνηση της χώρας το πολιτικό μόρφωμα που τον διόρισε.

Σύμφωνα με το άρθρο 12 του νόμου 4039/2012 στο οποίο τονίζεται ξεκάθαρα ότι «απαγορεύεται η χρησιμοποίηση κάθε είδους ζώου σε κάθε είδους θεάματα και άλλες συναφείς δραστηριότητες» και ότι «απαγορεύεται η διατήρηση κάθε είδους ζώου σε τσίρκο ή σε θίασο με ποικίλο πρόγραμμα, εφόσον τα ζώα αυτά χρησιμοποιούνται με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε σκοπό στο πρόγραμμα τους, πραγματοποιούν παραστάσεις ή παρελαύνουν ή εμφανίζονται ενώπιον κοινού» κλπ., ο «καλλιτεχνικός διευθυντής» του Φεστιβάλ Αθηνών 2016, Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος και όλοι οι συντελεστές της παράστασης «4» έχουν παρανομήσει και είναι απορίας άξιον πώς και οι αρμόδιες αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές δεν επενέβησαν από την πρώτη στιγμή και κυρίως γιατί δεν έχουν επέμβει ακόμη.

Ποιος είναι όμως ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, για χάρη του οποίου η πολιτική ηγεσία του τόπου έστησε ολόκληρη σκηνοθεσία περί δήθεν διορισμού του Βέλγου καλλιτέχνη Γιαν Φαμπρ (φυσικά, εν αγνοία του ίδιου) ως επικεφαλής του Φεστιβάλ Αθηνών, για να τον αποδομήσει στη συνέχεια με τη συνδρομή των διαπλεκόμενων ΜΜΕ και να διορίσει στη θέση του τον σημερινό «καλλιτεχνικό διευθυντή» τον οποίον τα ίδια ΜΜΕ πάσχισαν να παρουσιάσουν ως «ενεργό μέλος της ελληνικής θεατρικής κοινότητας, με δυναμική και πρωτοποριακή παρουσία»; Πρώην συνεργάτες του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου δεν φείδονται χαρακτηρισμών γι' αυτόν: «κομματόσκυλο, εξουσιομανής, ακαλλιέργητος, ατάλαντος, αναξιόπιστος, αυταρχικός, θρασύς, προκλητικά αναιδής, άνθρωπος που ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του και προωθεί μόνον εκείνους που εξυπηρετούν τα συμφέροντά του». Και αυτοί είναι οι πιο μετριοπαθείς χαρακτηρισμοί που καταφέραμε να συλλέξουμε για τον παγκοσμίως άγνωστο «θεατράνθρωπο με τη μεγάλη εμπειρία στο σύγχρονο αλλά και το κλασικό ρεπερτόριο, που έχει δώσει το στίγμα του στο αρχαίο δράμα...» (εδώ ξεκαρδίζονται εν χορώ όλοι οι αρχαίοι τραγικοί).

«Είτε λαλήσω είτε όχι, σ' αυτή τη χώρα δεν θα ξημερώσει ποτέ...»

Για την περφόρμανς «4» του Ροντρίγκο Γκαρσία, στις 4/7/2016, στον Χώρο Δ' της Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών 2016

1. Παπουτσωμένα κοκόρια και 9χρονα κοριτσάκια με ψηλοτάκουνα στη σκηνή.
[...] Πολλοί θεατές έφυγαν αγανακτισμένοι από όλα αυτά που διαδραματίζονταν στη σκηνή, άλλοι φώναζαν «ντροπή», ενώ ένας πιο οξύθυμος θεατής απαιτούσε με θέρμη ακόμη και να ανέβει στη σκηνή να μιλήσει.
Στην αρχή της παράστασης, τέσσερεις ηθοποιοί, δεμένοι μεταξύ τους με λεπτό σκοινί σαν ιστό αράχνης, περιφερόντουσαν στη σκηνή δημιουργώντας συμβολικές εικόνες γύρω από ένα θέμα ταμπού: την παιδική σεξουαλικότητα.
Ακολούθως, στη μεγάλη ορθογώνια οθόνη που δέσποζε στο πίσω μέρος της σκηνής, προβλήθηκε σε μεγέθυνση ένα αιδοίο, το κέντρο του οποίου στόχευε εμμονικά με το μπαλάκι του, παίζοντας τένις, ένας εκ των ηθοποιών. Κάθε φορά που το μπαλάκι έπεφτε πάνω στο... αιδοίο, ακούγονταν πολύ δυνατές εκρήξεις.
Λίγο αργότερα όμως, τα πράγματα πήραν άλλες ακόμη πιο συμβολικές και ακραίες διαστάσεις. Οι ηθοποιοί έφεραν αγκαλιά και ακούμπησαν στη σκηνή τέσσερεις ολοζώντανους κόκορες στους οποίους φορούσαν αθλητικά παπούτσια! Αυτούς τους κακόμοιρους και ίσως ημιναρκωμένους κόκορες, τους κακοποίησαν κυριολεκτικά. Καταρχάς έπαιζαν μέσα στα αφτιά τους στη διαπασών ηλεκτρική κιθάρα, ενώ ένα τεράστιο drone πετούσε πάνω από τα κεφάλια τους. Τα κοκόρια μην μπορώντας να κουνηθούν, άλλα απλώς τίναζαν τα κεφάλια τους, άλλα είχαν παραδοθεί τελείως στο βασανιστήριό τους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι ηθοποιοί άρχισαν να τα πιάνουν, να ανοίγουν τα φτερά τους, να τα γυρνούν ανάποδα, να τα χαϊδεύουν και να τα βάζουν ακόμη και μέσα στα ρούχα τους! Αποκορύφωμα; Ένας εκ των ηθοποιών έβαλε έναν κόκορα μέσα στο μπροστινό μέρος του παντελονιού του! Ε, κάπου εδώ η παράσταση άγγιξε και το δικό μας όριο ανεκτικότητας. Γιατί πάνω στη σκηνή, ο κάθε καλλιτέχνης μπορεί και πρέπει να εκφράζεται όπως αυτός θέλει. Αυτό εξυπακούεται. Όμως το να βασανίζει ζωντανά πλάσματα στο όνομα της τέχνης είναι πραγματικά απαράδεκτο.
Πολλοί ήταν οι θεατές που αντέδρασαν, άναψαν τα φώτα της πλατείας και οι ηθοποιοί απτόητοι από τις φωνές και ατάραχοι, μας καλησπέρισαν και φώναξαν όποιον θεατή ήθελε να ανέβει στη σκηνή και χόρεψαν όλοι μαζί ένα ρυθμικό χορό για να αποφορτίσουν το κλίμα! [...]
Η αντοχή μας, όμως, δοκιμάστηκε και άλλο. Στην επόμενη σκηνή βγήκαν δύο μικρά ανήλικα κοριτσάκια, βαμμένα στην εντέλεια, με ψηλοτάκουνες γόβες και έκαναν πασαρέλα κανονική. Τους έδωσαν και από ένα κοκτέιλ και κάθισαν σε μια ξαπλώστρα παρέα με έναν σαμουράι που εμφανίστηκε από το πουθενά και άρχισε να τους μιλά για τα σεξουαλικά του απωθημένα. Και ναι μεν οι κόκορες δεν έχουν γονείς να τους σώσουν, τα κοριτσάκια όμως αυτά που είχαν γονείς, γιατί συμμετείχαν σε όλο αυτό το σουρεαλιστικό πανηγύρι;
Η συνέχεια ήταν πιο... νορμάλ και πιο ευφάνταστη καθώς περιορίστηκε στη δράση των ενήλικων πρωταγωνιστών. Δύο από αυτούς άρχισαν να κάνουν ντους και να τρίβονται πάνω σ' ένα γιγάντιο σαπούνι Μασσαλίας που δέσποζε στη σκηνή, ενώ δεν δίστασαν να κάνουν και σεξουαλικά παιχνίδια μεταξύ τους. Στο τέλος «κηδέψαμε την ομορφιά της... φαντασίας» (όπως χαρακτηριστικά διαβάσαμε στους υπέρτιτλους) ενώ οι ηθοποιοί τοποθετούσαν σκουλήκια μέσα σ' ένα σαρκοφάγο φυτό και αυτό τα εγκλώβιζε στα αγκαθωτά του φύλλα.
Μουδιασμένο ήταν το τελικό χειροκρότημα, ενώ οι περισσότεροι από τους θεατές αποχωρούσαν όσο οι ηθοποιοί υποκλίνονταν. [...]

Πηγή: Γεωργία Οικονόμου, 5/7/2016 (tff.gr)


Παλιότερα το λέγανε «μπουρδέλο», σήμερα το λένε «περφόρμανς»
2. Ένα κυνικό συνονθύλευμα «παραβατικής» σκηνικής συμπεριφοράς.

Τι σε κρατάει καθηλωμένη στο θέαμα μιας παράστασης που σου προκαλεί θυμό και αποστροφή; Γιατί δεν ακολουθείς τα βήματα των δεκάδων που φεύγουν από την αίθουσα, διαμαρτυρόμενοι; Η επαγγελματική διαστροφή είναι ένα πρόσχημα, παραδέξου το. Η πρόκληση ωστόσο είναι μια εθιστική ουσία. Το πρόβλημα βεβαίως είναι πως ζούμε στην εποχή της ακρότητας. Κάτι που σημαίνει ότι το θέατρο του μέγα προβοκάτορα Ροντρίγκο Γκαρσία έχει παλιώσει, έχει γεράσει, το έχει ξεπεράσει η εποχή του. Η εποχή δημιουργεί νέες πραγματικότητες. Η πρόκληση είναι εκεί έξω.

Είναι, λοιπόν, απορίας άξιο που ο Αργεντινός σκηνοθέτης επιμένει στο σοκ του παλιού, στην πρόκληση για την πρόκληση – γιατί, ναι, και η τελευταία του παράσταση (είναι η τρίτη φορά που έρχεται στο Φεστιβάλ Αθηνών) είναι κενή περιεχομένου, πουκάμισο αδειανό. Δεν έχει τίποτα να προσφέρει το σωματικό του θέατρο, ούτε καν τις ποιητικές ποιότητες που επιμελητές και κριτικοί διατείνονταν στο παρελθόν πως διέθετε το έργο του. Δεν προκύπτει κανενός είδους αισθητική εμπειρία από το «4», μια παράσταση η οποία συστήνεται ως απόπειρα του Γκαρσία να σχολιάσει ένα θέμα ταμπού: την παιδική σεξουαλικότητα.

Εδώ τέσσερεις περφόρμερς υποκινούν μια σειρά ασύνδετων, μεταξύ τους, δράσεων, στην οποία εμπλέκουν ένα παίκτη του σκουός που «σκοράρει» σε ένα αιδοίο, δύο ομιλούντα πέη που συζητούν για την αγαπημένη τους στάση στο σεξ, το «doggy style» (κοινώς στα «τέσσερα» που όπως φρόντισαν να το μεταφράσουν οι ίδιοι), τέσσερα νεαρά κοκόρια που υπομένουν αγόγγυστα τους ανούσιους αυτοσχεδιασμούς της ομάδας, δύο κοριτσάκια που όχι μόνο επιστρατεύονται επί σκηνής αλλά μεταμορφώνονται σε πρόστυχες, μικρές Λολίτες, ένας σαμουράι που αφηγείται αναμνήσεις από την περίοδο της πρώτης του στύσης. Εδώ εξαντλούνται όλα. Στη δυσφορία, στην οργή, στη βαθύτατη ενόχληση για τον απροκάλυπτο σεξισμό, την κακοποίηση ζώων που δεν βρίσκει το παραμικρό άλλοθι στη «δραματουργία», για την έλλειψη ηθικής κρίσης απέναντι σε ανηλίκους. Η παράσταση του Ροντρίγκο Γκαρσία εξελίσσεται σε ένα κυνικό συνονθύλευμα «παραβατικής» σκηνικής συμπεριφοράς – τα ποιητικής υφής τσιτάτα της εισαγωγής και του επιλόγου λειτουργούν σαν τυπικό «ξεκάρφωμα» – που μοιάζει να φτιάχτηκε για να σε αναγκάσει να εγκαταλείψεις την αίθουσα.

Σε συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει ο ίδιος το 2012, δήλωνε πως η αποχώρηση των θεατών κατά τη διάρκεια της παράστασης «μου προκαλεί λύπη για τα χρήματα που ξόδεψαν και συμπόνια για την αδυναμία τους. Γιατί όταν υπάρχει κάτι που με εξοργίζει κάθομαι στην αίθουσα να το δω μέχρι το τέλος. Θέλω να ξέρω γιατί κάνουν αυτό που κάνουν, γιατί λένε αυτό που λένε». Στην περίπτωση του «4» η πλειονότητα των θεατών που παρέμεινε αγκιστρωμένη από την πρόκλησή του, δεν έλαβε καμιά απάντηση. Κι ας ήταν τελικά αυτό το κίνητρο τους.

Πηγή: Στέλλα Χαραμή, 5/7/2016 (tospirto.net)


Πολιτισμός με αρχίδια, όχι αστεία...!


3. Καλλιτεχνικό καθήκον η κακοποίηση ζώων;

«Παραθρησκευτικές οργανώσεις» χαρακτήρισε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών, Βαγγέλης Θεωδορόπουλος, τους φιλοζωικούς φορείς που στην Ελλάδα παλεύουν για τα δικαιώματα των ζώων και για να μην περιλαμβάνονται αυτά σε παραστάσεις τσίρκο και σχετικά θεάματα όπως ξεκάθαρα ορίζει η νομοθεσία από το 2012.

Αυτά και άλλα πολλά είπε ο κ. Θεοδωρόπουλος στην Νατάσα Μπομπολάκη, πρόεδρο της Πανελλαδικής Φιλοζωικής και Περιβαλλοντικής Ομοσπονδίας (Π.Φ.Π.Ο.) μετά την επιστολή διαμαρτυρίας που έλαβε στις 22 Ιουλίου από τον φιλοζωικό φορέα εξαιτίας της συμμετοχής τεσσάρων ζωντανών κοκοριών στην παράσταση «4» του αργεντινού Ροντρίγκο Γκαρσία. [...]

Η κα Μπομπολάκη εξήγησε στο zoosos.gr ότι στις 24 Ιουνίου – μετά τα δύο ρεπορτάζ μας και την σχετική επιστολή της – ο κ. Θεωδορόπουλος επικοινώνησε μαζί της για να την «πείσει» ότι οι κόκορες στην παράσταση δεν κακοποιούνται – καθώς κατ' εκείνον κακοποίηση είναι μόνο η κτηνοβασία ή ο βασανισμός. Ευθέως της είπε ότι ουσιαστικά δεν έχουν δικαίωμα να μιλάνε και να διαμαρτύρονται για ένα τέτοιο ζήτημα αυτές που δεν έχουν πάει στα πτηνοτροφεία να απελευθερώσουν τα πτηνά που βασανίζονται εκεί ή όσες φοράνε κοκαλάκια στα σκυλάκια τους!

Ο κ. Θεοδωρόπουλος είπε μεταξύ άλλων ότι αδυνατεί να καταλάβει γιατί εδώ απαγορεύονται οι παραστάσεις με ζώα ενώ στο εξωτερικό αυτό επιτρέπεται. Όταν η κα Μπομπολάκη του επισήμανε ότι η Ελλάδα είναι, προς τιμήν της, μία από τις πρώτες χώρες στις οποίες απαγορεύονται τέτοια θεάματα – γιατί είναι τελείως αφύσικες για τα ζώα οι συνθήκες υπό τις οποίες γίνονται γι' αυτό και συνιστούν κακοποίηση – της απάντησε ότι «όλοι ξέρουμε πως βγαίνουν αυτοί οι νόμοι και ότι κάποιο κολλητό υπουργό είχαν που πέρασε τη συγκεκριμένη διάταξη».

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής είπε μάλιστα για να ισχυροποιήσει την επιχειρηματολογία του, ειρωνευόμενος, ότι «και οι συγκεντρώσεις απαγορεύονται βάσει νόμων της Χούντας αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να σταματήσουμε να διαδηλώνουμε». Όταν η κα Μπομπολάκη τον ρώτησε ευθέως αν τελικά θα επιτρέψει – κατά παράβαση της νομοθεσίας – τη συμμετοχή των κοκόρων στην παράσταση, εκείνος απάντησε: «Εγώ θα πράξω το καλλιτεχνικό μου καθήκον».

Tο zoosos.gr είχε επικοινωνήσει με το γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου από τις 16 Ιουνίου και ουδέποτε έλαβε απάντηση για το εάν στην παράσταση θα συμμετείχαν τελικά οι κόκορες, κάτι που παρέλειπαν να αναφέρουν οι διοργανωτές από την επίσημη ιστοσελίδα τους.

Για το θέμα έχει ενημερωθεί η εισαγγελέας Ζώων Αθηνών, Πετρούλα Μακρή, και εφόσον οι κόκορες εμφανίστηκαν τελικά στην παράσταση – μάλιστα με αθλητικά παπούτσια, γιατί κατά τον κ. Θεοδωρόπουλο αυτό είναι πολιτισμός – η Π.Φ.Π.Ο. θα ζητήσει τη δίωξη των υπευθύνων.

Πηγή: zoosos.gr

Πολιτι(ζ)μός λέμε!

http://facesofclassicalmusic.blogspot.gr/2016/07/2016.html


Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις


Μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση

Μια σπάνια ευκαιρία για τους φίλους της συμφωνικής μουσικής...
Θα είμαστε εκεί.