Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Ευχές



Σε λίγες μέρες τελειώνει το θλιβερό και πολλαπλά καταστροφικό έτος 2020. Η νέα χρονιά, δυστυχώς, είναι βέβαιο ότι μας επιφυλάσσει πολλές δυσκολίες και προβλήματα, τα οποία καλείται η Πατρίδα μας να επιλύσει. Ευχόμαστε τις Άγιες ημέρες των εορτών των Χριστουγέννων και αυτών που ακολουθούν, να τις περάσουμε με ηρεμία, οικογενειακή γαλήνη και χαρά, προσδοκώντας ένα καλλίτερο Αύριο, οπλισμένοι με υπομονή και κουράγιο.

Το Δ.Σ.
 

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Ο « Ω Ν Α Σ Η Σ»! [Χριστουγεννιάτικο διήγημα]


Τον κυρ Παναγιώτη με τη γυναίκα του την κυρά-Παναγιώτα-απόλυτο ταίριασμα- ακόμα και στο όνομα, κανένας δεν μπορούσε να τους παραβγεί στην τσιγγουνιά. Ούτε χωριανός ούτε άλλος Έλληνας εδώ στη χώρα μας ούτε ακόμα και Σκωτσέζος εκεί στο χάρτη πάνω από την Αγγλία, θα έβαζε στοίχημα γι’ αυτό τους το ταλέντο. Γιατί, απλούστατα: Θα το έχανε. 

Οι αφιλότιμοι! Ακόμα και εκείνο το χέρι τους για χρόνια πολλά και καλωσόρισμα, που λέει ο λόγος, πολλές φορές δίσταζαν να στο δώσουνε. Ποιος ξέρει, ίσως φοβόνταν μήπως τους πάρεις κανένα δάχτυλο! 
Μ’ αυτή και μ’ αυτή λοιπόν την ιδιοτροπία τους, αλλά και το μεγάλο τους νταλκά να μαζεύουν χρήματα, χωρίς όμως να τα ξοδεύουν, ένα συννεφιασμένο πρωινό του Γενάρη, πήραν των ομματιών τους και ξενιτεύτηκαν. Αν και διέθεταν τα προς το ζην, απατηλοί φόβοι πως θα πεινάσουν τους έκαναν να τραβήξουνε κατά την Αμερική. 
Στο «Αμέρικα» τους είπαν, έχει πολλές δουλειές. Ιδιαίτερα ότι εκεί τα λεφτά, από τη μια μεριά τα βγάζουνε πολύ εύκολα, από την άλλη πως αυτά τρέχουνε σαν ποτάμι στους δρόμους. Προπάντων όμως τους είπαν, πως τα λεφτά στη χώρα αυτή, δεν ξοδεύονται τόσο εύκολα. Και αυτό γιατί εκεί στα εργοστάσια, παρέχουν στους εργάτες δωρεάν τροφή και κατοικία. Ακόμα και ρούχα τους είπαν ότι δίνουν άμα τύχει. Με λίγα λόγια, όλα είναι χωρίς έξοδα και γι αυτό οι τσέπες είναι πάντα γεμάτες! 
Και πήγαν στην πλούσια ήπειρο, όπου ρέει το μέλι και το γάλα. Και δούλεψαν σε ένα σωρό δουλειές για να μαζέψουν χρήματα. Είπαμε. Όχι πως τα είχαν άμεση ανάγκη. Και στο όμορφο χωριουδάκι τους, μια χαρά τα περνούσαν. Αλλά έτσι για να ικανοποιήσουν την απληστία τους. 
Κάποτε όμως, όταν γύρισαν στο χωριό, ήταν πλέον γεροντάκια. Τρόμαξαν να τους γνωρίσουν οι πιο πολλοί από τους παλιούς τους φίλους. Ακόμα, από τα τόσα χρόνια ξενιτειάς, φαίνονταν να είναι σπασμένοι και κουρασμένοι. Αν δε έβαζες και το ντύσιμό τους, εξ αιτίας της μεγάλης τους καρμιριάς, θα έλεγες πως ήταν επιπλέον και δυο φτωχοί-πάμφτωχοι άνθρωποι που τους έκλαιγε η μοίρα και βγήκαν οι δυστυχείς να ζητιανέψουν λίγο ψωμί για να περάσουν τη βραδιά τους. 
Τόσο κακόμοιροι ήταν στη ζωή τους! 
Ωστόσο όμως ο κυρ Παναγιώτης, σαν αρχηγός της οικογένειας πήρε το όνομα. Ο «Ωνάσης!» Ναι. Με ό,τι σημαίνει αυτή η λέξη. Πλούτη, σπίτια, μέγαρα και τέτοια, που θεωρητικά κάνουν όλοι, όσοι πάνε στη ξενιτειά για μια καλύτερη ζωή και περισσότερο χρήμα. Πού να ήξερε όμως ο πολύς ο κόσμος, ότι αυτός με τη γυναίκα του και με το πάθος που τους έδερνε ήταν οι πιο φτωχοί στο χωριό! 
Παραμονή των Χριστουγέννων στο χωριό και ο καιρός έξω είναι παγωμένος. Νυσταγμένα τα φώτα, εκεί πάνω στις κολώνες των δρόμων όπου κρέμονται, μαζεύουν από κάτω τους τα παιδιά που βγήκαν μεσάνυχτα για να πουν τα κάλαντα. Στην ατμόσφαιρα η βαριά ομίχλη, σαν να είναι ένας λευκός καπνός, περιπλανιέται εδώ και εκεί, κρουσταλλιασμένη και ψυχρή, ώσπου στο τέλος, κάθεται όπου βρίσκει πάνω στη γη, κάνοντας το χώμα, τις πέτρες και τα ξύλα, να λαμπυρίζουν στο λίγο φως του ουρανού. Και τα παιδιά, ντυμένα κι αυτά μέσα στα βαριά παλτά και τις σκούφιες στα κεφάλια τους φωνάζουν δυνατά και συζητάνε από πια γειτονιά θα πρέπει να αρχίσουν για να μαζέψουν περισσότερα χρήματα. 
Όλα κρατούν στα χέρια τους και ένα φακό για να βλέπουν στα σκοτάδια κι ένα μισοσκουριασμένο τενεκεδένιο κουτάκι, όπου μέσα τους οι νοικοκυραίοι θα ρίχνουν τον οβολό τους, καθώς θα τους λένε τα Χριστούγεννα Πρωτούγεννα. Χωρίζονται σε παρέες και κατά το έθιμο, όταν ο ύπνος κλείνει τα μάτια των χωριανών, πιάνουν δουλειά να τους ξυπνήσουν. 
Δυο φίλοι και συμμαθητές στο σχολείο, ο Λάζος και ο Σταύρος, είπαν να κάνουν αρχή από το σπίτι του παπα-Γρηγόρη. Στην πόρτα, όλο χαμόγελα τους υποδέχτηκαν ο παπάς με την παπαδιά και τους έδωσαν ένα καλό μπαχτσίσι. Στο κατώφλι την ώρα που έφευγαν τους έδωσαν και μήλα. Δεν είχαν όμως τα παιδιά που να τα βάλλουν και τα έφαγαν μέσα στην αυλή. Ήταν δυο νόστιμα και γλυκά μήλα, από εκείνα που μάζεψαν από τον μπαξέ τους λίγο προτού έρθουν τα πρωτοβρόχια. 
Ύστερα, είπαν να πάνε στο σπίτι του Πρόεδρου που ήτανε εκεί κοντά. Άνοιξαν τη μεγάλη αυλόπορτα και παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των δυο σκύλων του, επειδή τα παιδιά χάλασαν το νυχτερινό ραχάτι τους, έψαλλαν και εκεί τα κάλαντα, περιμένοντας να πάρουν και από την αφεντιά του έναν καλό παρά. Άλλωστε τι τσορμπατζής θα ήταν αν δεν ήταν γενναιόδωρος! 
Και δεν έπεσαν έξω. Ανοιχτοχέρης ο άρχοντας, πλήρωσε και με το παραπάνω τα παιδιά για τη μεγάλη τιμή που του έκαναν να έρθουν τέτοια μέρα στο σπιτικό του και να του πούνε για το μεγάλο γεγονός της γέννησης του Χριστού. 
Γωνιά γωνιά, ενώ έλεγαν τα κάλαντα οι δυο φίλοι, έφτασαν και στο ποτάμι. Δίπλα του ήταν χτισμένο το καλύτερο σπίτι μέσα στο χωριό. Το ομορφότερο και το πιο πλούσιο. Μπαλκόνια, παράθυρα και κήποι, έδειχναν τη μεγαλοπρέπεια και τα κάλλη του. Σωστή ζωγραφιά, σαν εκείνες που βλέπουμε στα παραμύθια. 
Ήταν το σπίτι του κυρ Παναγιώτη, του «πλούσιου» χωριανού τους με το προσωνύμιο Ωνάσης! Με αναμμένους τους φακούς πλησίασαν στην αυλόπορτα και την έσπρωξαν για να μπουν στη μεγάλη αυλή του. Εκείνη την ώρα έβγαιναν από μέσα δυο άλλοι από τους φίλους τους. Είχαν σκυμμένο το κεφάλι και έτρεμαν από το κρύο. Παγωμένοι και αυτοί με τα χνώτα τους να ξεχωρίζουν στο αμυδρό φως, ρώτησαν αν τους άνοιξαν και αν τους έδωσαν πολλά λεφτά. 
-Ναι, είπαν οι φίλοι τους. Μας άνοιξαν αλλά τα λεφτά χάθηκαν. 
-Χάθηκαν, τους απάντησαν. Πώς χάθηκαν; 
-Να μωρέ, είπαν πάλι αυτοί. Τα έριξαν από το παράθυρο πάνω στις πέτρες και όσο κι αν ψάξαμε δεν τα βρήκαμε… 
Με τα περίεργα που άκουγαν τα δυο παιδιά αλλά και με την αμφιβολία να τρώει την ψυχή τους για ό,τι τους έλεγαν οι συνομήλικοι συγχωριανοί, σκέφτηκαν να δοκιμάσουν και τα ίδια και να τραγουδήσουν τα κάλαντα στο σπίτι που ήρθαν. 
«Δεν μπορεί», είπαν από μέσα τους. «Ωνάσης είναι αυτός. Έχει πολλά λεφτά». 
Μπήκανε περισσότερο μέσα στα μάλλινα παλτά τους, τράβηξαν τα σκουφιά μέχρι τη μύτη τους, πήρανε και μια βαθιά ανάσα και κάτω από το παράθυρο που περίμεναν να τους δώσουνε τα χρήματα, άρχισαν το τραγούδι. 
Και πραγματικά. Στην τελευταία λέξη του τραγουδιού, το παράθυρο άνοιξε και φάνηκε από μέσα η γυναίκα το κυρ Παναγιώτη, να ρωτάει γελαστή τα παιδιά ποια είναι. Όταν άκουσε το όνομά τους, πάλι γελαστή και καλοσυνάτη, τα ευχήθηκε χρόνια πολλά. Ύστερα από εκεί ψηλά, πέταξε δίπλα τους πάνω σε μια στοίβα από πέτρες τα λεφτά. 
«Για τον κόπο σας», όπως τα είπε. «Να έρθετε στο σπιτικό μας και να μας πείτε τα κάλαντα». 
Χαρούμενα τα παιδιά, αφού εδώ που τα λέμε στο σπίτι αυτό, περίμεναν παχυλή την αμοιβή τους, έστρεψαν τα φώτα από τους φακούς τους, εκεί όπου ακούστηκαν οι θόρυβοι. Πάνω στις πέτρες. Αν και τα ίδια βέβαια, περίμεναν να δούνε τα λεφτά μπροστά τους, κάτω στα πόδια τους και έτσι εύκολα να τα μαζέψουν από τη γη. 
Όσο κι αν έψαξαν όμως, δε στάθηκε τυχερό να τα βρουν! Τα πήρε αρκετή ώρα στην αναζήτηση, μέχρι που και το φως από τους φακούς τους, άρχισε να πέφτει. Στην προσπάθειά τους εκεί, μετακίνησαν ακόμα και πέτρες, μήπως τυχόν τα βρούνε από κάτω τους. Τι τα θες όμως! Άδικος ο κόπος. Τα λεφτά έκαναν φτερά. Και το παράθυρο πάνω από τα κεφάλια τους, έκλεισε και εκείνο αμέσως. Δεν περίμενε λίγο η γυναίκα να τα βρούνε. Ούτε ακόμα να ακούσει το ευχαριστώ τους. 
-Πάμε να φύγουμε, είπε ο Σταύρος σχεδόν αγανακτισμένος από το πολύ ψάξιμο. 
-Όχι, απάντησε ο Λάζος. Κάτσε να ψάξουμε λίγο ακόμα μήπως και τα βρούμε. Εγώ κάπου εδώ τα άκουσα να πέφτουν. 
Τα καημένα, με μεγάλη πλέον την απογοήτευση στην ψυχούλα τους, έπιασαν πάλι από την αρχή το ψάξιμο, μετακινώντας αυτή τη φορά σχεδόν όλες τις πέτρες. Θησαυρός όμως δεν υπήρχε. Αποκαμωμένα, έσβησαν στο τέλος τους φακούς τους και βγήκαν έξω από την αυλή για να φύγουν. 
Πήραν το δρόμο και με αργά βήματα, τράβηξαν προς εκείνη τη μεριά του χωριού και τα σπίτια, όπου άκουγαν φωνές και άλλων παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα. Προτού φτάσουν όμως, τυχαία σε μια κοντινή διασταύρωση, συναντήθηκαν και με τρείς άλλους φίλους τους, πολύ μικρότερους απ’ αυτούς στην ηλικία. Χαρούμενοι αυτοί, είπανε πως πάνε να τραγουδήσουν στο σπίτι του Ωνάση. Βιάζονταν μάλιστα να πάνε εκεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. «Για να τσεπώσουνε», όπως είπανε «το παραδάκι». Άλλωστε ήταν σίγουροι, ότι ο Ωνάσης δίνει πολλά λεφτά! 
-Βρε μπορεί να δίνει, είπαν προβληματισμένα τα δυο παιδιά. Έτσι είπαν κάποιοι και σε μας. Αλλά εμείς που πήγαμε, λεφτά δεν είδαμε! 
-Τι θα πει δεν είδατε, ρώτησαν με απορία οι φίλοι τους. Δε ματσωθήκατε; Ή μήπως δε θέλετε να μας το πείτε, για να μην πάμε και εμείς να τα κονομήσουμε; Για κοίτα ρε κάτι χωριανούς που ζηλεύουν και θέλουν μόνο αυτοί να έχουνε χρήματα… 
Ο Λάζος και ο Σταύρος, μπροστά στων εκνευρισμό των άλλων, πραγματικά δεν ήξεραν τι να απαντήσουν. Δεν ήθελαν όμως να συνεχίσουν την κουβέντα μαζί τους. Έτσι τους άφησαν να μιλάνε μόνοι τους και όταν αυτοί αποφάσισαν να ξεκινήσουν για να πάνε στο σπίτι του Ωνάση στα κρυφά τους πήραν από πίσω, για να δουν ποια θα ήταν η κατάληξη μόλις θα τέλειωναν το τραγούδι. 
Έτσι και έγινε. Οι φίλοι τους μπήκαν στην αυλή του σπιτιού και άρχισαν να ψάλλουν. Οι ίδιοι κρύφτηκαν πίσω από μια συκιά, φυτεμένη έξω στο δρόμο, που όμως κράταγε ακόμα επάνω της μερικά από τα φύλλα, παρά το κρύο του χειμώνα. Κρύφτηκαν και περίμεναν με αγωνία τα αποτελέσματα. 
Με προσοχή παρατήρησαν, ότι σαν τέλειωσε το τραγούδι, το παράθυρο φωτίστηκε και άνοιξε. Πίσω από τον μπερντέ του, ξεπρόβαλλε πάλι χαμογελαστή η γυναίκα του κυρ Παναγιώτη. Ακούστηκε κάτι να λέει στα παιδιά και ύστερα να φαίνεται πως και κάτι ρίχνει από πάνω, όχι όμως μπροστά τους, αλλά πάλι πάνω στις πέτρες. Αμέσως μετά, είδαν πολύ γρήγορα το παράθυρο να κλείνει και να σκοτεινιάζει. 
Ίδιο ακριβώς το σκηνικό με εμάς σκέφτηκαν. Δεν ήταν παράξενο; Πώς όμως να το εξηγήσουν! 
Εν τω μεταξύ κάτω από το παράθυρο και πάνω στις πέτρες, οι φίλοι τους έψαχναν τα χρήματα που άκουσαν να πέφτουν. Όσες πέτρες όμως και αν σήκωσαν, δε φάνηκε να τα βρίσκουν. Έτσι και αυτοί απογοητευμένοι, έκλεισαν τους φακούς τους και απομακρύνθηκαν από το σπίτι με την απορία αληθινά να τρώει και τη δική τους την ψυχή. 
Εντελώς αυθόρμητα ο Λάζος και ο Σταύρος που τώρα φανερώθηκαν και βγήκαν από την κρυψώνα τους ακολούθησαν. Περπάτησαν αρκετά μέτρα μαζί χωρίς να βγάλουν ούτε μια λέξη από το στόμα τους και στο τέλος όλοι, πήγαν και έκατσαν στο πεζούλι της Κοινότητας και κάτω από το φως μιας λάμπας της που έφεγγε στην είσοδο και δεν έσβηνε ακόμα και τη μέρα. Εκεί, βλέποντας το ένα το άλλο τα παιδιά, πιάσανε την κουβέντα. Είπαν πολλά για απόψε ώσπου κάποια ώρα, έβγαλαν και τα κουτάκια από τις τσέπες τους. Τα γύρισαν ανάποδα και μέσα στη χούφτα τους άρχισαν να μετράνε τα χρήματα. Δεν τα έβρισκαν και πολλά. Θα μπορούσαν να ήταν και περισσότερα αν είχαν και εκείνα από τον πλούσιο Ωνάση ! 
Για λίγο έπεσε πάλι σιωπή. Μόνο από μακριά ακούγονταν τα τραγούδια και οι φωνές των άλλων παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα. Τη βουβαμάρα έσπασε ο Τάσος. Ένα κοντό και ισχνό στην εμφάνιση παιδί αλλά τολμηρό και πανέξυπνο. Σωστός διαβολάκος από εκείνους που ξεγελάνε το μάτι σου. 
-Ξέρετε τι λέω, είπε στους άλλους με την ψιλή φωνούλα του. Να ξαναπάμε στο σπίτι του Ωνάση. Και όπως είμαστε έτσι όλοι μαζί να πούμε για άλλη μια φορά τα κάλαντα. Να δούμε τέλος πάντων, πού πάνε τα χρήματα που ρίχνει η γυναίκα του! 
-Και αν μας καταλάβει; Ρώτησαν οι υπόλοιποι. 
-Όχι ρε, αποκλείεται, είπε ο Τάσος. Θα κρύψουμε τα πρόσωπά μας. 
-Άντε πάμε, συμφώνησαν όλοι. Πάμε για να βγούμε από την περιέργεια. 
Μέσα στο κρύο που έσφιγγε όλο και περισσότερο και στη νύχτα που πήγαινε να δώσει τη θέση της στο χάραμα, τα καλαντόπαιδα ξεκίνησαν πάλι να πάνε στο σπίτι που τους γέμισε μυστήριο. Μπήκαν στην αυλή του και στάθηκαν κάτω από το παράθυρο. Αυτή τη φορά το βρήκαν φωτισμένο και την κουρτίνα από μέσα του να μην είναι τραβηγμένη. 
Άρχισαν να λένε τα κάλαντα. Κάλαντα βέβαια να τα πει ο Θεός! Γιατί ούτε συντονισμό είχαν και ούτε η φωνή τους έβγαινε γλυκιά, όπως τις άλλες φορές. Το μυαλό τους απασχολούσε μονάχα αυτό. Τι θα δουν μόλις ανοίξει το παράθυρο και η γυναίκα τους πετάξει τα χρήματα. 
Στ’ αλήθεια. Όταν τέλειωσε το τραγούδι, το παράθυρο άνοιξε και μπροστά του βγήκε ξανά η γυναίκα. Σαν να ήταν ρομπότ, εντελώς αμήχανα έριξε το γνωστό της χαμόγελο και αμέσως μετά ευχήθηκε χρόνια πολλά στα παιδιά. Ευτυχώς όμως που δεν κατάλαβε ότι αυτά ερχόντουσαν για δεύτερη φορά στο σπίτι της. 
Μετά έκανε τη χαρακτηριστική της κίνηση. Πέταξε τα λεφτά εκεί που ήταν οι πέτρες. Μόνο που όμως τώρα εκεί ήταν τα δυο παιδιά. Ο Λάζος με τον Σταύρο. Έτσι οι δεκάρες που έριξε, έπεσαν σαν μικρές μπαλίτσες από χαλάζι πάνω στα κεφάλια τους και αυτά στα γρήγορα τις έπιασαν. Ωστόσο τις αισθάνονταν ότι θέλουν να φύγουν από τα χέρια τους, σαν κάποιος να τις τραβάει για να τις πάρει. 
Αν και στην αρχή ξαφνιάστηκαν με το παράξενο αυτό γεγονός, τελικά έσφιξαν τις παλάμες τους και τις κράτησαν. Παράλληλα μέσα στο ξάφνιασμα, άκουσαν και το σπάσιμο μιας αόρατης κλωστής που τις κράταγε δεμένες από την τρύπα τους και τις τράβαγε προς τα πάνω στο παράθυρο και στα χέρια της γυναίκας που τις πέταξε. 
-Κοροϊδία, φώναξε ο Σταύρος. Κοροϊδία. Μας πετάει τα λεφτά πάνω στις πέτρες και ύστερα με κόλπο μας τα παίρνει πίσω. Γι αυτό δεν τα βρίσκουμε! 
-Να, εδώ εγώ έχω μερικές δεκάρες, συμπλήρωσε τις φωνές και ο Λάζος. 
Οι δυο φίλοι άνοιξαν τις παλάμες τους και στο φως των φακών, έδειξαν στα άλλα παιδιά, τις τρύπιες δεκάρες και τις κομμένες κλωστές που απέμειναν περασμένες σε αυτές. Όλοι τους δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ένας καλοστημένος μηχανισμός για να μην ξοδεύεις λεφτά σήμερα που τα αθώα παιδάκια έρχονται στο σπίτι σου και τραγουδάνε τα κάλαντα. 
Και μη χειρότερα. Τι θα μπορούσαν να δουν ακόμα τα ματάκια τους! 
Ασυναίσθητα τα παιδιά, σήκωσαν τα κεφάλια τους και προς τα πάνω στο παράθυρο. Το είδαν να κλείνει και να τραβιέται από μέσα ο μπερντές. Μαζί έσβησε και το φως και έτσι το σπίτι μια τέτοια μέρα έγινε σκοτεινό, ένα παρακατιανό σπίτι παρά τις φήμες του, που το ήθελαν αρχοντόσπιτο και η εξωτερική του εμφάνιση θύμιζε παλάτι. 
Επιτέλους έφτασε και το χάραμα. Τα χαρούμενα πρόσωπα των παιδιών στους δρόμους, αρχίζουν πλέον να διακρίνονται και τα τραγούδια τους στις γειτονιές να γίνονται εντονότερα. Η μέρα στην όμορφη Δωροθέα ξημερώνει γιορτινή και η καμπάνα που χτυπάει χαρμόσυνα, ακούγεται από τη μια μέχρι την άλλη άκρη του χωριού, καλώντας τους πιστούς χωριανούς να πάνε στην εκκλησία. Αγουροξυπνημένη η κάθε οικογένεια, ανάβει το τζάκι και τη σόμπα της για να ζεσταθεί, αφήνοντας μέρα που είναι ορθάνοιχτες και όλες τις πόρτες του σπιτιού της για να ακουστεί ξανά και ξανά το «καλήν ημέρα άρχοντες». 
Και στην πλατεία του χωριού η κίνηση μεγαλώνει. Παραμονή της Μεγάλης Γιορτής και πολλοί από τους χωριανούς που ο δρόμος τους φέρνει εκεί, ανεβασμένοι επάνω στα κάρα και στα ζώα, τρέχουν να τακτοποιήσουν τις τελευταίες τους εργασίες στα χωράφια και στα σπίτια. Στα καφενεία οι καφετζήδες, μόνοι τους σήμερα χωρίς πελάτες, απολαμβάνουν τον καφέ και το τσιγάρο και ασχολούνται με το καθάρισμα του μαγαζιού τους και με την τακτοποίηση των τραπεζιών και των καρεκλών τους. Καμιά φορά βαριεστημένα, σηκώνουν και το χέρι τους σε όσους περνάνε απ’ έξω και τους χαιρετάνε. 
Οι γιαγιάδες με τα μακριά, μαύρα φουστάνια τους και τις μαντήλες, περνάνε κι αυτές για να πάνε στην εκκλησία. Στο ένα το χέρι τους κρατάνε τη λειτουργιά και στο άλλο τα μπαστούνι για να βαδίζουν καλύτερα. Με αργά βήματα πίσω, τις ακολουθούν και οι παππούδες. Κι αυτοί με την τραγιάσκα τους στραβά στο κεφάλι και την καινούργια τους φορεσιά. 
Ακόμα η «κοσμική» πλατεία γεμίζει και με παιδιά. Φτάνουν εκεί όλα όσα τελείωσαν τα τραγούδια τους στις γύρω γειτονιές. Στη ζέστα του χειμωνιάτικου ήλιου, βγάζουν τα σκουφιά και ανοίγουν τα κουμπιά από τα παλτά τους Συγκεντρώνονται γύρω από τα πλατάνια και κάθονται στις ρίζες τους για να κάνουν τον απολογισμό τους από τα κάλαντα. Χαίρονται, φωνάζουν, ξεκαρδίζονται στα γέλια. Λένε όσα είδαν και όσα άκουσαν τη νύχτα. Μιλάνε για σπίτια που τους έδωσαν πολλά χρήματα και για σπίτια που οι νοικοκυραίοι τους ήταν τσιγκούνηδες, κάνουν κριτική, επαινούν ή κατηγορούν! 
Δυο κορίτσια με μπλε γαντάκια στα χέρια, κάνουν λόγο για ένα σπίτι που τα έδωσε πολλά λεφτά. Λένε μάλιστα και το όνομά του ιδιοκτήτη. Ωνάσης! Τα βγάζουν από το κουτάκι τους και περήφανα τα δείχνουν και στα άλλα παιδιά. Όμως αυτά δεν τα πιστεύουν. 
-Λέτε ψέματα, τα λένε. Εμείς πήγαμε και δε βρήκαμε τα λεφτά που μας πέταξαν. 
-Όχι, επιμένουν τα κορίτσια. Να τα λεφτά φωνάζουν. Και δείχνουν από την αρχή τα δυο καινούργια τάλιρα που πήραν και λάμπαν στο φως. 
Την κουβέντα τους άκουσαν και ο Λάζος με τον Σταύρο που κάθονταν σε μια μεριά. Με όσα είδαν τα μάτια τους σ’ αυτό το σπίτι, δεν μπορούσαν να πιστέψουν όλα όσα άκουγαν τώρα από τα κορίτσια. Στο τέλος, όταν συνήλθαν από την καινούργια τους έκπληξη, σκέφτηκαν να ξαναπάνε στο σπίτι του περιβόητου για απόψε Ωνάση. 
Ναι να ξαναπάνε και ο Θεός βοηθός! Μαζί ξεκινάνε και οι άλλες παρέες που πήγαν τα μεσάνυχτα στο σπίτι του αλλά δεν πήραν λεφτά. 
Έτσι, ένα ολόκληρο «σχολείο» βρέθηκε στο σπίτι που έκρυβε το μυστήριο. Με τη σειρά, ένα, ένα ή και περισσότερα τα παιδιά, πήγαιναν μπροστά στην πόρτα του και έλεγαν τα κάλαντα, περιμένοντας αυτή τη φορά, επιτέλους, μια καλή αμοιβή. Στο κάτω κάτω σαν αποζημίωση μια και την πρώτη φορά δεν πήραν καθόλου χρήματα όταν τραγούδησαν. 
Και φυσικά, επειδή τώρα ο νοικοκύρης του δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, έδινε πλούσια τα ελέη του! 
«Βάλτε τώρα που γυρίζει», έλεγαν και τα παιδιά από μέσα τους! 
Σάστισε ο καημένος Ωνάσης! Τόσο λαό δεν τον περίμενε να έρθει πρωϊνιάτικα στο σπίτι του. «Αμάν», φώναζε κάθε τόσο που άνοιγε την κασέλα του και έβγαζε από μέσα της χρήματα για να τα δώσει. Αναστέναζε, χτυπιόταν, ίδρωνε από το ζόρι του και μοιρολογούσε: 
«Αλίμονο πάνε τα λεφτά μου!» 
Κάποτε ήρθε και η σειρά να ψάλλουν τα κάλαντα ο Λάζος με τον Σταύρο. Δεν μπορούν να πουν. Στην παραζάλη του ο Ωνάσης τους εξηγήθηκε καλά. Τους μέτρησε στη χούφτα ένα καλό «πουγκί». Τόσο καλό που ξέχασαν το βραδινό καψόνι. Όμως, αφού έτσι έχει το πράγμα, σκέφτηκαν να φύγουν και ύστερα να έρθουν να του τα ξαναπούνε. Με άλλα λόγια να εισπράξουν και τα χρωστούμενα! 
-Ρε σεις, τους είπε τη δεύτερη φορά φουρτουνιασμένος αυτός. Πρωτύτερα δεν ήρθατε και μας τα είπατε; 
-Εμείς; Έκαναν οι πονηροί σηκώνοντας τους ώμους. Όχι, δεν ήρθαμε… 
-Ρε με κοροϊδεύετε, έσκουξε πάλι αυτός. Δεν είστε του τάδε και του τάδε. 
-Όχι μπάρμπα, επανέλαβαν τα τσακάλια. Λάθος κάνεις. Άλλοι, άλλοι είμαστε εμείς… 
Μέχρι το μεσημέρι της παραμονής ήταν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του ο «Ωνάσης για κλάματα» και μοίραζε λεφτά. Καταστροφή βέβαια για την περιουσία του αλλά και αυτός δεν κατάλαβε τι τον έπιασε και έτσι ξαφνικά σήμερα ήθελε να σπαταλάει τα χρήματα του. 
Μόλις τέλειωσε και το τελευταίο τραγούδι των παιδιών, ο ίδιος κατάκοπος και νομίζοντας ότι εξουθενώθηκε οικονομικά κατά την τρέλα του, γύρισε στην κάμαρα του. Έκπληκτος είδε τη γυναίκα του να κάθεται στο σαλόνι και να περνάει δεκάρες σε μια κλωστή. 
-Τι κάνεις εκεί, τη ρώτησε με σιγανή και τρεμάμενη φωνή. 
-Τι κάνω, απάντησε εκείνη ωμά. Μην ξεχνάς ότι έχουμε και την Πρωτοχρονιά. Πάλι θα έρθουνε να μας ψάλλουν τα κάλαντα. 
-Όχι, όχι, ούρλιαξε τώρα. Δε θα αντέξω ο φτωχός άλλη καταστροφή! 

ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ 
1-12- 2020 

 

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Z΄ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Λόγω των εκτάκτων συνθηκών της χώρας και των κάθε είδους προβλημάτων που προέκυψαν από τις αρχές του 2020 με τον κορωνοϊό, η καταληκτική ημερομηνία αποστολής των κειμένων (31η Οκτωβρίου 2020) των διαγωνιζομένων μετατίθεται στις 30 Σεπτεμβρίου 2021.

"Βιβλιόφιλοι Έδεσσας"

 

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΟ Τ Ε Λ Ο Σ Μ Ι Α Σ Ε Π Ο Χ Η Σ…


 

Περπατώντας ή μάλλον πετώντας με το αεροπλάνο των αναμνήσεων, πάνω από τα σοκάκια του χωριού μας, είπα να κάνω απότομη προσγείωση και να κατέβω, σε μια πολύ προσφιλή γειτονιά και στην αυλή κάποιου πολύ γνώριμου κτιρίου. 
Αυτήν του Δημοτικού μας του Σχολείου! 
Και κατέβηκα. Και άνοιξα το βιβλίο τους. Και πήρα από την αρχή να ξεφυλλίζω, μία, μία τις όμορφες σελίδες του… 
«Πω! πω!», είπα σε μια στιγμή από μέσα μου. «Ίσα που πρόλαβα να μπω στη γραμμή, έξω από τα σκαλοπάτια στην είσοδο του σχολείου, για την πρωινή μας προσευχή.» 
Μάλιστα ο δάσκαλος, βλέποντάς με λίγο αργοπορημένο, έβαλε εμένα να την πω! 
Και εγώ, παρά το αγουροξύπνημα, την τρεχάλα για να φτάσω και το λαχάνιασμα, ανταποκρίθηκα «πλήρως» στο κάλεσμα και είπα την προσευχή, τόσο καλά με τόσο «στόμφο», που τον ευχαρίστησα «τα μάλα» και φυσικά τον έκανα να γελάει πονηρά κάτω από τα παχιά, ασπρόμαυρα μουστάκια του. 
Ακολούθησε το τρελό ανέβασμα στις σκάλες. Φωνές, σπρωξίματα, πού και πού κανένα πέσιμο από κάποιους ταλαίπωρους, λίγα αίματα στα γόνατα, πολλά νευράκια αλλά και σχίσιμο της πάνινης τσάντας, της κρεμασμένης στην πλάτη με τα βιβλία, τις περισσότερες φορές να ξεχύνονται στα τσιμέντα, ή «άλλως πως» να ποδοπατούνται, πολύ κρίμα για το σκοπό τους και να γίνονται εμπόδιο στους βιαστικούς να πάνε να κάτσουν έγκαιρα στα θρανία τους! 
Δεν βαριέσαι όμως. Όλα καλά. Πάντοτε θέλει λίγη περιπέτεια για να φτάσεις εκεί που θέλεις. Τώρα τελικά, νά που φτάσαμε όλοι «σώοι» μέσα στις τάξεις και περιμένουμε, επιμελείς μαθητές να αρχίσει το μάθημα… 
Ανάγνωση! Πρώτος αρχίζει ο Λευτέρης. Καλός, αλλά… λίγο αδιάβαστος σήμερα. Καθώς διαβάζει, συλλαβίζει και τρέμουν τα χείλη του από τον φόβο της τιμωρίας. Ο δάσκαλος το καταλαβαίνει και αφήνοντας υπονοούμενα σε βάρος του, τον διακόπτει και λέει να συνεχίσει ο Λάκης. Αυτός τα πάει περίφημα και έτσι ο δάσκαλος ξεχνάει να παρατηρήσει τον Λευτέρη. Ευτυχώς δηλαδή για τον «δύστυχο», που την «βγάζει» μια χαρά. «Αβρόχοις ποσίν» που λέμε. Διαφορετικά, ο τοίχος τον περίμενε να του κάνει λίγο παρέα, μάλιστα όρθιος και στο ένα του το πόδι σαν πελαργός! 
Είναι και η ορθογραφία! Καλά ακούγεται η λέξη «εκατομμύριο». Και αν αυτή κρύβει και λεφτά, θα ήταν ακόμα καλύτερη. Αλλά πώς γράφεται; Με ένα «μ» ή με δύο; Η Δήμητρα όμως σήμερα, κακιά ώρα, την ξέχασε και στην τύχη την έγραψε με ένα! 
«Κάτσε κάτω», της φωνάζει δυνατά ο δάσκαλος. «Και θα γράψεις τη λέξη στο τετράδιο εκατό φορές για να τη μάθεις!» 
Πάλι καλά που δεν της είπε να τη γράψει… ένα εκατομμύριο φορές! 
Κατά πόδι έρχεται και η γραμματική! Τα ρήματα με εκείνο το περιβόητο «λύνω» έχουν την τιμητική. Ο Κώστας, που κάνει πάντοτε περίεργες ερωτήσεις, δεν μπορεί να καταλάβει, γιατί απ’ όλα τα ρήματα, πρέπει αυτό το ρήμα να μάθουμε να το κλίνουμε πρώτα. Έτσι σκοντάφτει λίγο στον Παρακείμενο και μαζί με την Κούλα, που σηκώθηκε προς βοήθεια του στον πίνακα για να το κλίνουν, ας πούμε και στον δύσκολο χρόνο τον Αόριστο, τα έκαναν «θάλασσα». 
Προς απογοήτευση βέβαια του δασκάλου, που πάντοτε μέσα στη τάξη τους επαινούσε για τις επιδόσεις τους στα μαθήματα! 
Αλλά ρε παιδιά, τι συζητάμε και στενοχωριόμαστε! Απ’ έξω ακούγονται ευχάριστα πράγματα. Είναι το κουδούνι του διαλείμματος. Ναι, το ευλογημένο κουδούνι, από το ευλογημένο χέρι της δασκάλας, της όμορφης Ευγενίας μας από το νηπιαγωγείο, που βιάζεται όπως πάντα να το χτυπήσει, γιατί τα «νηπιάκια» της δεν βαστούνε και πολύ να είναι κλεισμένα μέσα στην τάξη, έστω ακόμα και αν λένε τραγουδάκια για κάποιο γαϊδουράκι με μεγάλα αυτιά και ακούνε παραμυθάκια για κοκκινοσκουφίτσες και κακούς λύκους! 
Και στο διάλειμμα έξω στη αυλή αρχίζει και γίνεται «χαμός»! Παιχνίδια, φωνές, τρεξίματα αλλά… και μαλώματα. Δεν συμφωνούν όλοι για όλα. Κάποιοι έχουν διαφορετικές απόψεις. Και τις εκφράζουν με ποικίλους τρόπους. Κάπως «άκομψους» βέβαια κάποιες φορές… 
Οι μεγάλες οι τάξεις, παίζουν μπάλα. Σκοτώνονται να την κλοτσάνε πάνω στα χαλίκια, να κάνουν κόντρες, ντρίπλες, μαρκαρίσματα και τσαλιμάκια «α λα Δομάζου» και να βάζουν γκολ, επευφημούμενοι από τους άλλους της ομάδας και υπερηφανευόμενοι για το ταλέντο τους. 
Ωστόσο στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε, πως η μπάλα πολλές φορές, αντί να βάλει γκολ στο τέρμα, βάζει στα παράθυρα του σχολείου. Εδώ τώρα, κανένας δεν επευφημείται. Όλοι κρύβονται και στα στόματα όλων, επικρατεί «άκρα του τάφου σιωπή» κατά τον ποιητή. 
Ο δάσκαλος και η Θεά Τύχη, έχουν το λόγο..! 
Κάποιες άλλες τάξεις παίζουν τα «σκλαβάκια», άλλες τον «στύλο». Και κάποιες άλλες μικρότερες, τον κουτσό και τον κυνηγητό. Ιδρώνουν, γίνονται μούσκεμα, χαλάνε τα καινούργια και παλιά πάνινα παπούτσια τους. Δεν νοιάζονται όμως καθόλου. Η παιδική ενέργεια πρέπει να βγει από μέσα τους! 
Τέλος, μερικοί αθλούνται. Κάνουν στο σκάμμα άλματα εις διπλούν, εις τριπλούν και εις ύψος. Τα πάνε πολύ καλά και έχουν άριστες επιδόσεις. Δεν έχουν όμως θεατές να τους χειροκροτήσουν. Έτσι επιβραβεύονται μόνοι τους και είναι ευχαριστημένοι αν θα βρεθεί κάποιος να πει έναν καλό λόγο για τις επιτυχίες τους! 
Αλήθεια όμως! Πόσο γρήγορα περνάει η ώρα όταν παίζεις. Και μάλιστα όταν είσαι και παιδί. Μέσα από το βάθος του διαδρόμου του σχολείου, ακούγεται πάλι το κουδούνι. Αυτή τη φορά το χτυπάει ο δάσκαλος. Άντε πάλι συγκέντρωση στις γραμμές, «ποδοπατήματα» και από εκεί στις τάξεις για τη συνέχιση των μαθημάτων. 
Και μετά από τέτοιο ξεφάντωμα, άντε να κάνεις και μάθημα. Τι να γίνει όμως. Αναγκαστική συμμόρφωση! 
Πάμε λοιπόν για τη δεύτερη ώρα του μαθήματος… 
Μαθηματικά! 
Πρώτη από το «πουθενά», χωρίς να μας έχει συνηθίσει σε τέτοιου είδους «εκπλήξεις», σηκώνει το χέρι για να λύσει την άσκηση στον πίνακα με τα «ετερώνυμα» κλάσματα, η Άννα. Παραξενεύονται όλοι για την πρωτοβουλία της και πιο πολύ ο δάσκαλος. Ακόμα και τα θρανία κοντεύουν να πάθουν την «πλάκα» τους με αυτή της την επιθυμία. Αφού όμως η ίδια το 'θέλε τόσο, ο δάσκαλος γιατί να έχει αντίρρηση. Και τη σηκώνει! 
Έλα όμως που ο «πάνσοφος» την εξετάζει στα «ομώνυμα» κλάσματα! Και επειδή αυτή ούτε στα εύκολα μπορεί, αποτυγχάνει «παταγωδώς» στην προσπάθειά της να τα προσθέσει. 
Έτσι, ως «τάλαινα» σε αρχαία τραγωδία, βάζει τα κλάματα. Κλαίει γοερά, σκουπίζει συνέχεια τα μάτια με το μανίκι της μπλε ποδιάς της και επιστρέφει στο θρανίο της, αναθεματίζοντας την ώρα που σήκωσε το χέρι της. 
Παράλληλα παίρνει και το «μάθημά» της και συμβουλεύει τον εαυτό της, άλλη φορά να μην κάνει την έξυπνη. Γιατί το «έξυπνο πουλί..!» 
Δύσκολη η αριθμητική, εύκολη όμως η ιστορία! Μόνο που ο καλός μας δάσκαλος, την έβαλε την τελευταία ώρα. Και αυτή είναι μια «ώρα δύσκολη». Σαν την ώρα, που μιλάει το λαϊκό άσμα! 
Πρώτα, πρώτα απ’ όλα πεινάς. Νηστικός, άντε να… «χορέψεις» που λέει κι η παροιμία. Δεύτερον νυστάζεις, επειδή σηκώθηκες πρωί να πας στο σχολείο. Ύστερα είναι και η κούραση από τα παιχνίδια. Όλα αυτά μαζί σε κάνουν να μην θυμάσαι και πολλά πράγματα από το διάβασμα της προηγούμενης μέρας. 
Με λίγα λόγια, πού να θυμάσαι τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Ανδρούτσο και ένα «σωρό» άλλους από τους ήρωες της εθνικής Επανάστασης του '21, με τις μάχες που έδωσαν, την ημερομηνία και τον τόπο. Το παιδικό μυαλουδάκι σου τα μπερδεύει, τα κάνει ένα περίφημο «κοκτέιλ» και στο τέλος, χωρίς να το θέλεις, κάνεις και το δάσκαλο να τραβάει τα μαλλιά του, για τους μαθητές που του αξίωσε ο Θεός να έχει και να τους «καμαρώνει» αλλά και να τους μαθαίνει γράμματα… σπουδάγματα! 
Δεν πειράζει όμως! Δεν χρειάζεται ο δάσκαλος να μείνει χωρίς μαλλιά για να μάθουν τα παιδιά γράμματα. Γιατί όταν θα έρθει ο καιρός και όπως λέμε στην Εκκλησία «το πλήρωμα του χρόνου», όλα θα γίνουν! 
Ήδη… είχα φτάσει στην τελευταία σελίδα του βιβλίου με τις σχολικές αναμνήσεις. Όμως δεν ήθελα να το κλείσω. Περίμενα υπομονετικά μέσα στην «καρδιά» του σχολείου να δω παιδιά και να ακούσω τα κελαηδήματα τους. Να δω ο «καημένος» να παίζουν «αγγελούδια» μέσα στην αυλή του και ένα δάσκαλο να τα παρακολουθεί από τον εξώστη του και να τα χαίρεται. 
Λαχταρούσα, τέλος πάντων και τι δεν θα έδινα γι αυτό, να δω έναν λειτουργό χαρούμενο, γελαστό και ευτυχισμένο, που «εξουσιάζει» ένα λαό και μια κοινωνία ανθρώπων, «καθαρών στην ψυχή αλλά και αμέριμνων στο νου, που βλέπουν το μέλλον μπροστά τους, μονάχα με αισιοδοξία και ελπίδα. 
Όσο κι αν περίμενα όμως, όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα κανένα τους. Τους γύρεψα ο «έρμος» και έξω στην αυλή, ξανά μέσα στις αίθουσες, στα γραφεία. Φώναξα μήπως μ’ άκουγε κανένας. Τίποτα. Τίποτα. Στο σχολείο, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση! 
Άραγε, είπα από μέσα μου. Πού πήγε τόσος κόσμος και σήμερα εδώ επικρατεί τόση ερημιά; 
Απελπισμένος για την κατάσταση, με αργό το βήμα και με το κεφάλι μου χαμηλά, βγήκα έξω, κλείνοντας πίσω μου με το σύρτη τη βαριά του εξώπορτα. 
Και τότε, μέσα στη δίνη των σκέψεων, άκουσα σαν από όνειρο, που έρχεται γλυκό από μακριά και ύστερα κοντά σου γίνεται εφιάλτης, μια φωνή, που μου έλεγε: 
«Φίλε μου! Μην ψάχνεις τώρα κάτι από το παρελθόν σου. Στο σχολείο αυτό δεν υπάρχουν παιδιά. Φύγανε. Και ο δάσκαλος με βαριά καρδιά, έφυγε και αυτός, κλειδώνοντας καλά τις πόρτες και παίρνοντας τα κλειδιά μαζί του. Το κουδούνι που είδες σκονισμένο εκεί στο παράθυρο δεν θα χτυπήσει ξανά..! Θα μείνει και αυτό σκουριασμένο και ξεχασμένο στο χρόνο…» 
Συγκινημένος και με βουρκωμένα τα μάτια, έκλεισα κι εγώ γρήγορα το βιβλίο με τις αναμνήσεις του σχολείου. Ανέβηκα πάλι στο αεροπλάνο τους και πέταξα να έρθω στο σήμερα. 
Στη σκληρή πραγματικότητα, για να διαβάσω λίγο αργότερα σε μια από τις ηλεκτρονικές σελίδες του διαδικτύου: 
«Αναστολή της λειτουργίας του Δημοτικού Σχολείου Δωροθέας… κλπ» 
Αλλοίμονο!

ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ    7 - 9 – 2020                                       

                                                                                       

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

Ποια οφέλη μάς προσφέρει το διάβασμα;


Θυμάστε πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που διαβάσατε κάτι; Όχι, δεν εννοούμε αναρτήσεις στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης ή ετικέτες τροφίμων, αλλά βιβλίο. Σε έναν κόσμο που οι οθόνες είναι κυρίαρχες, είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς την ευχαρίστηση που μπορεί να βρει στις σελίδες ενός βιβλίου. Εμείς όμως είμαστε εδώ για να σας βοηθήσουμε να θυμηθείτε όλους εκείνους τους λόγους που αξίζει να… ανοίξετε ένα βιβλίο.

*Προσφέρει χαλάρωση

Ό,τι και να σας απασχολεί -και πιθανότατα σας απασχολούν αρκετά- ένα βιβλίο αρκεί για να το βγάλετε από το μυαλό σας, έστω για λίγο. Αυτό φαίνεται να συμβαίνει επειδή το μυαλό αναγκάζεται να συγκεντρωθεί σε αυτό που διαβάζει και κάπως έτσι αποσπάται η προσοχή του από τους υπόλοιπους προβληματισμούς που το βασανίζουν. Μάλιστα, σημασία δεν έχει το τι είδους βιβλίο θα επιλέξετε να διαβάσετε, αλλά το να απορροφηθείτε από αυτό. Σύμφωνα με έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Σάσεξ, ακόμη και 6 λεπτά ανάγνωσης την ημέρα αρκούν για να αποβάλλουμε τα 2/3 του καθημερινού στρες που βιώνουμε.

*Σας βοηθάει να καταλαβαίνετε καλύτερα τους άλλους ανθρώπους

Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το βιβλίο είναι ένα «παράθυρο» στον τρόπο που σκέφτονται και λειτουργούν οι άνθρωποι, αφού η λογοτεχνία εμπλέκει τον αναγνώστη σε μια κατάσταση κατά την οποία χρειάζεται να αξιοποιήσει την ικανότητά του να κατανοήσει τους ήρωες για τους οποίους διαβάζει.

*Ακονίζει το μυαλό

Η ανάγνωση «ακονίζει» και κρατά σε φόρμα το μυαλό. Μάλιστα, ερευνητές από την Κλινική «Μayo» μελέτησαν τις καθημερινές συνήθειες 200 ανθρώπων από 70 έως 89 ετών με ήπια προβλήματα μνήμης, σε διάφορες ηλικιακές φάσεις της ζωής τους και διαπίστωσαν ότι όσοι αφιέρωναν χρόνο στο διάβασμα και σε άλλες δημιουργικές ασχολίες είχαν κατά 40% μικρότερο κίνδυνο να εμφανίσουν περαιτέρω εξασθένηση της μνήμης τους ή Αλτσχάιμερ.

*Αναβαθμίζει την ποιότητα του ύπνου

Ενώ η έκθεση στο πρωινό φως επιδρά θετικά στον οργανισμό σας, η έκθεση στο τεχνητό φως κατά τη διάρκεια της νύχτας, έχει τα αντίθετα αποτελέσματα. Αυτό έχει να κάνει με τον κιρκάδιο ρυθμό σας (σκεφτείτε τον σαν το εσωτερικό «ρολόι» του οργανισμού σας), αφού το τεχνητό φως, συμπεριλαμβανομένου του μπλε φωτός των οθονών, μπερδεύει τον εγκέφαλό σας να νομίζει ότι είναι πρωί και έτσι μειώνει την παραγωγή μελατονίνης, η οποία σας βοηθά να χαλαρώσετε και να κοιμηθείτε. Αντί, λοιπόν, να δείτε ένα ακόμη επεισόδιο από την αγαπημένη σας σειρά, προτιμήστε να διαβάσετε ένα βιβλίο πριν την ώρα του ύπνου και θα κοιμηθείτε σαν πουλάκι.

*Εμπλουτίζει το λεξιλόγιό σας

Ακόμη κι αν δεν δίνετε Πανελλαδικές Εξετάσεις, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσετε να εμπλουτίζετε το λεξιλόγιό σας. Η συχνή ανάγνωση βιβλίων χαρίζει άνεση στον γραπτό και προφορικό λόγο, ενώ παράλληλα οξύνει τη σκέψη και τη φαντασία.

Πηγή: https://www.in.gr/2020/07/29/life/woman/poia-ofeli-mas-prosferei-diavasma/

 


 

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

Θεατρική εκδήλωση



Μια σημαντική θεατρική εκδήλωση, στην οποία συνδιοργανωτής είναι και ο Σύλλογός μας, "Βιβλιόφιλοι Έδεσσας", θα πραγματοποιηθεί την ερχόμενη Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020 και ώρα 9.00 μμ στο Ανοιχτό Θέατρο Γαβαλιώτισσας.
Να στηρίξουμε αυτήν την προσπάθεια.

Το Δ.Σ του Συλλόγου


Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

Έφυγε ο Νικ. Καραμανάβης





Συγγενείς και φίλοι αποχαιρετίσαμε σήμερα τον Νίκο Καραμανάβη, έναν σημαντικό άνθρωπο των γραμμάτων και της λογοτεχνίας. Η εξόδιος ακολουθία πραγματοποιήθηκε σήμερα στις 11 πμ στον Ιερό Ναό της Αγίας Σκέπης στην Έδεσσα. Να είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκέπασε φίλε Νίκο...


Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

Το εκκλησάκι - Χρονογράφημα

                        

ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ 
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

Του Τρύφωνα Ούρδα
                     [ Χ ρ ο ν ο γ ρ ά φ η μ α - 1973]

Λίγο πιο κάτω απ’ το χωριό, ήταν το Εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Έτσι το έλεγαν μέσα στο χωριό, έτσι και ο παππούς. Κανείς δεν ήξερε να πει με μεγάλη σιγουριά, πώς και γιατί βρέθηκε σ’ εκείνο το τόπο. Οι περισσότεροι έλεγαν ότι είναι θαύμα. Άλλοι απαντούσαν ξερά, πως χτίστηκε πολύ παλιά από κάποιον, που καθώς γύριζε στο σπίτι του από το χωράφι, είδε σ’ εκείνο το μέρος ένα φως και ύστερα την Άγια να του μιλά και να του δείχνει. Άλλοι πάλι δεν γνώριζαν τίποτα! 
Άπλωνες το βλέμμα σου προς τα εκεί και δίχως να το θέλεις, προσέκρουες απάνω του. Άσπρο πάντοτε ξεχώριζε από πολύ μακριά και αποτελούσε το κέντρο της περιοχής. Αποτραβηγμένο λίγο από τον κόσμο, ταπεινό, φτωχικό, απαλλαγμένο από κάθε κακία, έμοιαζε Εκείνου. Του φτωχού Θεού! 
Η φύση το αγκάλιαζε στα σπλάχνα της με ό,τι το καλό είχε. Του το έδινε με τόση μεγάλη αγάπη και αφθονία και τόση καλοσύνη, καθώς γύρω του άπλωναν τις χοντρές ρίζες τους πλατάνια θεόρατα, ψηλά, εκατόχρονα κι ακόμα, κορυφές που έκαμαν να φτάσουν τα σύννεφα. Όλα τους, το αισθάνονταν τόσο μικρό και αδύναμο, που έκλειναν απάνω του τα στραβά κλαδιά τους, έτοιμα να το προστατεύσουν. Αιώνιοι φρουροί του! Αγαθοί, βουβοί φίλοι του και συγκάτοικοι! 
Δεν υπήρχε πιο σεβαστός και πιο ιερός αλλά και πιο ωραίος τόπος από αυτόν της Μεγαλομάρτυρας! Δεν είχε κάτι το κοσμικό, τίποτα που να προκαλεί το φθόνο στους άλλους. Όλα όμως εκεί ήταν τόσο όμορφα τοποθετημένα και τόσο Άγια, αρκετά για να μπορεί η ψυχή σου να νιώσει τη μεγάλη αξία τους! 
Η περιουσία του ήταν ένας πέτρινος σταυρός στερεωμένος στη σκεπή του, μια παλιά καπνισμένη εικόνα μέσα, και ένα καντήλι να κρέμεται με λίγες σταλαματιές λάδι, έτοιμο να φέξει και να συναγωνιστεί τον ήλιο και τα αστέρια του ουρανού. Πολύ κοντά, από μια πράσινη, πάντοτε φρέσκια και δροσερή χλόη, έβγαινε και τραγουδούσε μονότονα, το νεράκι κάποιας κρυφής πηγής. Και το ευλογούσαν οι άνθρωποι και το χαίρονταν τα φυτά και τα ζώα! 
Ένας φιδωτός δρόμος ακόμα περνούσε ξυστά από δίπλα του. Σαν από «όραμα» σε έφερνε μπροστά στη θρησκεία σου και ύστερα «πλοκάμι» της θάλασσας, ατέλειωτος, σκορπιζόταν στον κάμπο. Στον κάμπο της Αγίας Παρασκευής! 
Ο κάθε περαστικός, ακόμα και ο πιο βιαστικός, δεν ξεχνούσε ποτέ εκεί να σταματήσει. Να βγάλει ευλαβικά το καπέλο του και να κάνει το σταυρό του. Δεν παρέλειπε ποτέ να καθίσει, κάτω από τον παχύ και δροσερό ίσκιο που του πρόσφεραν τα δέντρα, να ακούσει τα γλυκά στη φωνή πουλιά αλλά και γιατί όχι να «μιλήσει» λίγο νοερά μαζί τους… 
Η φωτιά της ψυχής του να σβήσει, όπως σβήνει το λιοπύρι κάτω απ’ αυτά τα δέντρα και ο πόνος του να φύγει μακριά, όπως φεύγει μακριά το νεράκι που κυλάει μπροστά του. 
Και ύστερα πάλι, μόλις το αφήσει και απομακρυνθεί, άθελά του, γυρίζει το κεφάλι πίσω του και το κοιτάζει από μακριά. Το αισθάνεται να τον ευλογεί. Να του εύχεται! 
Τόπε φιλόξενε! Αιώνιο προσκυνητάρι μου! Θα μείνεις για πάντα ένας Παράδεισος στη ζωή μου!
                                                                                         25- 7 – 2020
                                                                                  ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ

Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Διήγημα του Τρ. Ούρδα



Ο ΧΟΡΟΣ


Αρκετά ήταν τα χρόνια που είχε στο κρεβάτι της αρρώστιας ο γέρο-Μουστάκας! Τόσα, όσα χρειαζόταν να τον απομακρύνουν μια για πάντα, κυριολεκτικά να τον αποξενώσουν από εκείνη την καθημερινή και φυσιολογική ζωή που είχε με τις ασχολίες στα χωράφια και τα ζώα αλλά και που και που καμιά βόλτα στα καφενεία για λίγη διασκέδαση.
Μαζί με την αρρώστια όμως, που από τότε που τον πλάκωσε δεν είπε να φύγει ποτέ από πάνω του, πέρναγαν και τα χρόνια. Και τώρα ο δυστυχής μόνιμα ξαπλωμένος σε ένα στρώμα, έφτασε να είναι υπερήλικας, αναπολώντας στη μνήμη του καλές μέρες που πέρασαν και έφυγαν και δεν πρόκειται να τις ξαναδεί.
Ευτυχώς όμως που δεν είναι μόνος. Γιατί ο Μεγάλος Θεός φρόντισε γι αυτόν. Έχει το παιδί του και ιδιαίτερα τη νύφη του, που κάθε μέρα, από τότε που πέθανε η συχωρεμένη η γυναίκα του, τον επισκέπτονται στο σπίτι και του προσφέρουν ένα κομμάτι ψωμί για να τρώει και του φέρνουν ένα ποτήρι νερό. Και όχι μόνο! Είναι πάντοτε μαζί του και σε όλες τις άλλες δύσκολες ώρες που περνάει, για να του δίνουν όλη τη βοήθεια που χρειάζεται καθώς και να του κάνουν παρέα και συντροφιά.
Στο χαμηλό το σπίτι του λοιπόν ο άνθρωπος, παρέα με τη «βασανιστική» και αξεπέραστη μοναξιά του, τον περισσότερο χρόνο, κοίταζε έξω από το ανοιχτό παράθυρο τον ήλιο που ερχόταν και έφευγε, ύστερα τη νύχτα με το φεγγάρι και τα αστέρια της και τον έτρωγε η νοσταλγία, μήπως γίνει κανένα θαύμα, από εκείνα τα απίστευτα στον κόσμο, που μόνα αν τα δεις τα πιστεύεις και ένα πρωί σηκωθεί και πάρει τα πόδια του για να περπατήσει και να πάει όπως μια φορά πήγαινε στις δουλειές του και προπάντων στο καφενείο, για να μιλήσει και να πει δυο λόγια με τους συγχωριανούς του. Γιατί τώρα, μονάχα αν του χτυπήσουν την πόρτα, τους βλέπει και μιλάει μαζί τους…
Όμως και γιατί όχι! Σήμερα της Ανάληψης! Γιατί να μην πάει στο Πανηγύρι, εκεί στην πλατεία του χωριού, όπου παίζουν τα κλαρίνα και τα νταούλια, για να πιαστεί όπως κάποτε με τους άλλους και να χορέψει, εκείνους τους παραδοσιακούς χορούς που χόρευε, πίσω -παλιά στο παρελθόν και έτσι με αυτόν τον τρόπο να διώξει από μέσα του όλα τα σύννεφα της λύπης, που κυρίεψαν τώρα τον ουρανό του και έτσι να ξανανιώσει νέος!
-Η ψυχή μου, έλεγε πάντα! Η ψυχή μου είναι νέα. Δεν γέρασε ποτέ. Αλλά ρε παιδιά τα πόδια μου και το σώμα μου. Αυτά δεν με κρατάνε. Μόνο αυτά γέρασαν, συμπλήρωνε στο τέλος χαριτολογώντας.
Έπαιρνε το απόγευμα. Πάλι από το μισάνοιχτο παράθυρο του χαμηλού σπιτιού του ο γέρο-Μουστάκας, αυτές τις δύσκολες ώρες της μοναξιάς, έβλεπε τον κόσμο να τρέχει με τα καλά του τα ρούχα στην πλατεία για να προλάβει τη γιορτή.
Αλίμονο όμως γι αυτόν! Αλίμονο! Άκουγε και όλα εκείνα τα παραδοσιακά τραγούδια και μουσικές, που μερικά χρόνια πριν, τέτοια μέρα του πανηγυριού, χόρευε και ο ίδιος και προτού βέβαια η καταραμένη η αρρώστια τον καθηλώσει στο κρεβάτι και του  αφαιρέσει όλες τις χαρές, ιδιαίτερα αυτή του χορού!
Και ήταν αλήθεια. Στα μάτια όλων ο γέρος πέρασε σαν ένας μεγάλος χορευτής. Για το ταλέντο του αυτό, δεν μίλαγε μονάχα το χωριό αλλά και όλα τα γύρω χωριά. Όλοι τον ήθελαν στην παρέα τους όταν τραβούσαν κανένα ποτηράκι και όλοι ήθελαν να χορέψουν μαζί του σαν έφταναν, σε αυτό που λέμε «τσακίρ κέφι».
Αλλά δεν ήταν και λίγες οι φορές, που φίλοι του τον καλούσαν να χορέψει στους γάμους των παιδιών τους και στις άλλες χαρές τους, με μοναδικό σκοπό να τον δούνε να χορεύει, έτσι με μεγάλη μαεστρία και να δώσουνε «αίγλη» και ομορφιά στην εκδήλωση, που θα τους έμενε αξέχαστη.
Και ο άνθρωπος, γλεντζές από τη φύση του, γελαστός και χαρούμενος δεν χάλαγε το χατίρι σε κανέναν. Όποτε το επέτρεπε ο καιρός πήγαινε και μάλιστα με μεγάλη ευχαρίστηση!
Ξεχωριστή όμως θέση γι αυτόν ήταν η σημερινή μέρα. Του πανηγυριού! Γέμιζε όλη η πλατεία με τους χωριανούς, βόλτες από εκεί και από εδώ, επισκέπτες από τα άλλα χωριά, καλωσορίσματα και φιλοφρονήσεις, τραγούδια, με κεντρικότερο όμως σημείο τα όργανα, στο μικρό μαγαζάκι του μπάρμπα-Νούση, εκεί στο τέλειωμα της μεγάλης βόλτας του χωριού, που άρχιζε από την Εκκλησία, την Ανάληψη.
Τι δεν γινόταν εκεί! Τα τραπέζια, όπως ήταν αραδιασμένα μπροστά στο χαμηλό κατάστημα και οι παρέες που κάθονταν ανακατεμένα εδώ και εκεί πάνω στις ψάθινες καρέκλες του, τη μια «τσούγκριζαν» τα ποτήρια και έπιναν, την  άλλη τα γέμιζαν με ούζο ή κρασί και κάθε τόσο φώναζαν «άντε στην υγειά μας». Φυσικά κάθε που κατέβαινε όλο και περισσότερο το ποτό δεν έλλειπαν τα αστεία και τα πειράγματα, οι παραγγελίες  για τους μεζέδες με τον καφετζή και την γυναίκα του τη Κυπαρισσένια, να «σκοτώνονται» να «τρέχουν» να προλάβουν και να εξυπηρετήσουν στο σερβίρισμα για να μην υπάρχουν παράπονα.
Στα χαμένα όμως! Σε ένα τέτοιο «πατιρντί» και σε μια τόσο μεγάλη γιορτή, όλο και κάποιοι θα παραπονεθούν για καθυστέρηση στην εξυπηρέτηση. Οπότε, πολλοί από τους πελάτες, ανυπόμονοι από τη φύση τους, αναγκάζονταν να πάνε μόνοι τους μέσα στο μαγαζί και να πάρουν από αυτό τα απαιτούμενα για το τραπέζι τους. Με την άδεια βέβαια του μαγαζάτορα.
Η μπέσα και το «τεμπεσίρι» να ήταν καλά!
Αλλά και γύρω από το μαγαζί πολύς ο κόσμος. Πολλοί χωριανοί και επισκέπτες από τα διπλανά χωριά. Οι περισσότεροι από αυτούς όρθιοι, γιατί δεν είναι δυνατόν όλοι να βρούνε τραπέζια για να κάτσουν, με εξαίρεση κάποιες γιαγιάδες που κάθονταν σε στυλ «πηγαδάκι» λίγο μακρύτερα από το μουσικό κέντρο πάνω σε σκαμνάκια, όλα φερμένα από τα σπίτια τους, άλλες από αυτές με χρωματιστές μαντήλες στα κεφάλια και άλλες με μαύρες.
Ωστόσο όμως όλοι έπαιρναν μέρος στο γλέντι. Χόρευαν και ξαναχόρευαν  με τους θαμώνες του μαγαζιού, ντόπιους και παραδοσιακούς χορούς, καλαματιανούς και συρτούς, πάντοτε με τους υπέροχους ήχους που έβγαζαν το κλαρίνο του κυρ Τάσου, η τρομπέτα του κυρ Θανάση και το νταούλι του κυρ Πέτρου. Όλοι χωριανοί!
Μέσα στην πίστα, δυο και τρείς ήταν οι δίπλες με τους χορούς που χόρευαν οι γυναίκες και τα κορίτσια, όλες με παραδοσιακές φορεσιές, άσπρη μαντήλα στο κεφάλι, παπούτσια και χρωματιστές κάλτσες. Και αυτός ο θηλυκός πληθυσμός, πόσο συναγωνισμό έκρυβε μέσα στην καρδούλα του, για το ποια θα χορέψει καλύτερα και ποια θα χορέψει μπροστά για να κάνει μεγαλύτερη εντύπωση!
Ανάμεσά τους φυσικά και πολλές φορές και πρώτοι, οι άντρες. Ακόμα και αυτοί που είχαν κάπως μεγαλύτερη ηλικία! Και αυτοί σήμερα φόραγαν τα καινούργια μάλλινα παντελόνια τους, εκείνα τύπου κιλότα, τα καινούργια πουκάμισα και γιλέκα τους αλλά και εκείνα τα «λάστιχα» τα παπούτσια τους που τα είχαν για «καλά» και τα έβαζαν μονάχα στις γιορτές και για να πάνε στην Εκκλησία.
Δεν γίνεται λόγος για την τραγιάσκα στο κεφάλι! Αυτή ήτανε πάντοτε στην «ημερήσια διάταξη»! Ίσως και η «μαγκιά» του άνδρα. Ήταν πεντακάθαρη και πάντοτε λίγο στραβά φορεμένη, για να τονίζεται η αφεντιά και η προσωπικότητα. Ο καθένας που χόρευε και τραβούσε πρώτος το χορό, πολλές φορές την έβγαζε από το κεφάλι του, τη σήκωνε ψηλά και την κούναγε περήφανος στον αέρα, ανάλογα με το πώς πήγαιναν τα σκέρτσα του.
Συνεχίζοντας ο γέρος να βλέπει χωρίς σταματημό έξω από το παράθυρο, όλα τα παραπάνω που συνέβαιναν τη μέρα αυτή, πέρασαν από τη μνήμη του σαν να ήταν σε  κινηματογραφική ταινία. Και επιπλέον, έφερε στο μυαλό του, τότε που και αυτός ήταν νέος και τέτοια μέρα στο πανηγύρι που γιόρταζε το χωριό, χόρευε και ο ίδιος εδώ στην πλατεία και πως μαζί με το σώμα του χόρευε και η ψυχή. Ένιωθε το χορό μέσα του σαν να ήταν μια συνεχής και ατέλειωτη εσωτερική ανάγκη για να μπορεί να ολοκληρώνεται σαν άνθρωπος και πίστευε ότι η μάνα του μαζί με τα άλλα τον γέννησε και για να χορεύει. Δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτόν!
Ύστερα έβλεπε και το θαυμασμό που είχαν οι χωριανοί του για τον ίδιο, όταν τον κοίταγαν πρώτος να τραβάει το χορό και σε κάθε «τσαλίμι» ή σκέρτσο του να τον χειροκροτούν και γι αυτό να θέλουν όλοι να πιαστούν από το μαντήλι του, μήπως και πάρουν λίγο από αυτή τη μεγάλη του τέχνη.
Μεταξύ των άλλων, μεγάλοι θαυμαστές του ήταν βέβαια και οι οργανοπαίχτες. Και αυτοί όταν τον έβλεπαν λεβεντόκορμο να σηκώνεται να πιαστεί στο χορό, αυτόματα και οι ίδιοι άφηναν τη καρέκλα τους και πήγαιναν στη μέση της πίστας για να του παίξουν από κοντά. Εκεί μέσα στο αυτί του!
Και αληθινά. Κάθε που έπαιζαν για πάρτη του αυτοί οι άνθρωποι, συγχρόνως τον απολάμβαναν και για το προτέρημά του αυτό! Από την άλλη μεριά και αυτός χαιρότανε και υπερηφανευότανε που τους έβλεπε να παίζουν για τον ίδιο αλλά και το μεράκι που τους έπιανε γι αυτόν, όταν τον έβλεπαν να χορεύει.
Και…  να τα δίφραγκα και τα τάλιρα να πέφτουν από όλους, χορευτές και θαμώνες στην πίστα, και να τα πενηντάδραχμα να «στολίζουν» το κλαρίνο και στο μέτωπο τον κλαριντζή, ακόμα και το νταούλι, με τον νταουλτζή  να μην ξέρει που να  κρεμάσει τα λεφτά και στο τέλος να τα βάζει… λίγο ντροπαλά στην τσέπη του.
Εξ άλλου τη μέρα αυτή, το ξαπλωμένο στο κρεβάτι του πόνου γεροντάκι, είχε και έναν άλλο λόγο για να τη θυμάται. Ήταν η μέρα που του άλλαξε τη ζωή. Τον έκανε να αισθανθεί, πως ήταν ένας πραγματικός άνδρας.
Ήταν λοιπόν τότε που ερωτεύτηκε τη γυναίκα του! Έτσι, πάνω στο χορό! Πως; Μια φορά σε ένα τέτοιο, ίδιο πανηγύρι, όταν αυτός ήταν πρώτος, χορεύοντας σαν να πετούσε στον αέρα, ένα γρήγορο μακεδονίτικο σκοπό και με τους άλλους καθώς τον έβλεπαν, να μένουν με το στόμα ανοιχτό!
 Αυτός λοιπόν εκείνη την εποχή, ούτε είκοσι χρονών και εκείνη θαυμάστριά του πολύ πιο νέα, θαμπωμένη από το χορό του, άφησε τα κορίτσια της παρέα της και πήγε κοντά του. Του έπιασε το χέρι και του έδωσε το μαντήλι της για να χορέψουνε μαζί.
Και χόρεψαν μαζί. Χάρηκαν και ευχαριστήθηκαν που πιάστηκαν χέρι με χέρι. Αλλά όμως ύστερα και αρραβωνιάστηκαν και παντρεύτηκαν. Και έκαναν και οικογένεια. Δεν έχει σημασία που από εκείνο το χορό πέρασαν τόσα πολλά χρόνια. Αυτή τη μέρα τώρα ο γέρος, τη νιώθει πάλι σαν να ήταν χτες!
Αναπολώντας όλα αυτά τα όμορφα γεγονότα του παρελθόντος, δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια του ηλικιωμένου. Κύλισαν «ζεματιστά» και χοντρά από τα μάγουλά και έπεσαν πάνω στις κουβέρτες που τον σκέπαζαν. Δεν άντεξε τη συγκίνηση. Έτσι μουσκεμένες, γεμάτος αγανάκτηση τις τράβηξε από πάνω του μόνο και μόνο για να απαλλαγεί από το καθημερινό τους βάρος. Ύστερα μέσα από τα βάθη της καρδιάς του, το ρυτιδωμένο από το χρόνο γεροντάκι, έβγαλε έναν αναστεναγμό, που αν ήταν φωτιά με τον καπνό της θα σκέπαζε όλο το χωριό!
 Αυτό ήταν το «αχ» της λαχτάρας για τα νιάτα! Για τα νιάτα, τα όμορφα τα νιάτα τα «μπερμπάντικα», που έζησε, που χάρηκε και γλέντησε αλλά και για τα νιάτα που έφυγαν τόσο γρήγορα σε ένα από τα δειλινά της ζωής!
-Και τώρα σκέφτηκε! Τι κάνω τώρα; Από το παράθυρο θα κάθομαι να ακούω μονάχα τα όργανα που παίζουνε; Όλοι στο χωριό θα είναι εκεί στο πανηγύρι και εγώ θα είμαι εδώ σκεπασμένος; Περιμένοντας να… πεθάνω;
Με όση δύναμη απέμεινε του γέρου, πέταξε τώρα για τα καλά από πάνω του τα σκεπάσματα και τα έριξε κάτω στο πάτωμα. Μετά έκανε κουράγιο και σηκώθηκε μισός πάνω στο κρεβάτι. Και μετά με πολύ κόπο, κατέβασε από αυτό και τα πόδια του. Μια κίνηση αν έκανε ακόμα, θα ήταν όρθιος. Έβαλε πάλι τα δυνατά του και την έκανε.
Και σηκώθηκε. Ήταν πλέον όρθιος και κρατιόταν στα πόδια του!
Βιαστικά κούμπωσε όπως να είναι το πουκάμισό του, ταίριαξε και το παντελόνι του, άρπαξε και το μπαστούνι που κρεμότανε σκονισμένο τόσον καιρό σε ένα καρφί πίσω από την πόρτα και με πολύ αργά βήματα, ξυπόλητος, μόνο με τα τσουράπια του, βγήκε από το σπίτι του έξω στην αυλή.
Ω! του θαύματος περπατούσε. Ποιος να το περίμενε! Κλείνοντας την πόρτα πίσω του, έριξε πολύ ικανοποιημένος και μια τελευταία, άκρως «περιφρονητική» ματιά στο κρεβάτι του. Κάτι του σιγομουρμούρισε, το άφησε και βρέθηκε στο δρόμο.
Είχε ήδη πάρει την απόφασή του. Κόντρα στην αρρώστια του. Θα πήγαινε στην πλατεία και στο πανηγύρι. Να δει τον κόσμο που ήταν μαζεμένος εκεί και…  να χορέψει μαζί του!
Το ζεστό ανοιξιάτικο εκείνο απόγευμα του Μάη στο χωριό, θα μπορούσε να το πει κανένας και καλοκαιρινό. Αν και από το πρωί τα σύννεφα προμήνυαν βροχή, τώρα πήραν να διαλύονται, αφήνοντας μονάχα κάποια υπολείμματα εδώ και εκεί στον ορίζοντα. Ο ήλιος, που όλη τη μέρα έτρεχε και αυτός ασταμάτητα με τα ατίθασα άλογα του πάνω στον ουρανό, τώρα έπαιρνε τον κατήφορο για να εξαφανιστεί πίσω από τα βουνά και να ησυχάσει. Μαζί με το απόγευμα, έφτανε και ένα χαρούμενο, γιορταστικό δειλινό. Άλλωστε ήταν μια μέρα γιορτής και πανηγυριού!
Τούτες τις ώρες, πού όλα γύρω μοίραζαν την ευχαρίστηση, ο γέρος τραβούσε το δρόμο για τα καλά. Δεν βάδιζε, αλλά αργά και σταθερά έσερνε τα βήματά του πάνω στο δρόμο. Όσο πήγαινε, τόσο περισσότερο ακουόταν η μουσική στα αυτιά του. Και αυτό, όλο και του έδινε κουράγιο. Δεν τον ενδιέφερε που πατούσε πάνω στις κοφτερές πέτρες και τα χαλίκια χωρίς παπούτσια. Κοιτούσε μονάχα μπροστά. Εκεί που ήθελε να τον πάει η ψυχή του!
Πολλές φορές κουράζεται και η ανάσα του βγαίνει βαριά. Γι αυτό και κάθε τόσο αναγκάζεται να σταματάει για να ξεκουραστεί πάνω στο μπαστούνι του με τα χέρια να το σφίγγουν γερά. Έπειτα να συνεχίζει για κάμποσα μέτρα, μέχρι πάλι να κουραστεί και να σταματήσει. Σε καμιά περίπτωση δεν θέλει να κάτσει. Φοβάται μήπως ύστερα δεν θα μπορέσει να ξανασηκωθεί. Επιπλέον βιάζεται να προφτάσει τη γιορτή!
Τόσο μεγάλη επιθυμία σήμερα να χορέψει στο πανηγύρι δεν είχε ποτέ στη ζωή του!
Και όλο πήγαινε ο άνθρωπος και όλο πιο πολύ κόντευε στην πλατεία με τα πόδια του να τρέμουν και τα χέρια του να κρατάνε με δυσκολία το μπαστούνι. Βαστούσε όμως όρθιο το κορμί του και σιδερένια τη θέλησή του να μην «υποκύψουν» και πέσουν στο χώμα και τη γη που την πατούσε.
Πραγματικά. Στη διαδρομή του, ένα γεφυράκι είχε απομείνει ακόμα για να το περάσει και ύστερα να ανεβεί έναν μικρό ανήφορο με λίγες πέτρες και ξερά φύλλα πάνω του, που έπεσαν από τα δέντρα. Αυτά μονάχα και επιτέλους θα έφτανε στον προορισμό του. Αλλά είναι σίγουρο πως θα τα καταφέρει να ξεπεράσει και αυτά τα εμπόδια! Και τούτο γιατί, τώρα πια ακούγεται στα αυτιά του όλο πιο έντονη η μουσική από το κλαρίνο. Και αυτό του δίνει ακόμα περισσότερο κουράγιο για να μην τα παρατήσει. Επιπλέον αυτή την ώρα δεν θέλει να θυμάται, πως δεν μπορεί, πως γέρασε και πως δεν τον κρατάνε τα πόδια του…
Θέλει μονάχα να σκέφτεται πως είναι νέος και παλικάρι του καιρού του!
Έφτασε ο γέρος στην πλατεία και μπήκε μέσα στο πλήθος. Με δυσκολία από την κούραση, σήκωσε το γείσο από το καπέλο του για να βλέπει καλύτερα. Ο κόσμος που τον είδε και αυτός αιφνιδιάστηκε και τραβήχτηκε πίσω για να του κάνει δρόμο και να περάσει. Όλοι ήξεραν ποιος ήταν και όλοι ήξεραν για την αρρώστια του που τον είχε καθηλωμένο στο κρεβάτι.
Και τώρα ξαφνικά τον βλέπουν όρθιο μπροστά τους, να πηγαίνει έτοιμος να καταρρεύσει, μα το βλέμμα του να είναι αγέρωχο και αποφασιστικό, ενώ το πρόσωπό του μέσα από την αραιά- άσπρη γενειάδα του και το παχύ μουστάκι να χαμογελάει, λες και δεν συνέβαινε τίποτα.
Κατευθύνεται προς τα μουσικά όργανα, που και αυτά μόλις τον βλέπουν σταματάνε. Για λίγο επικρατεί «νεκρική» σιγή. Και τα ίδια δεν περίμεναν αυτή την ώρα εκεί τον γέρο. Ήξεραν όμως τη μεγάλη του αδυναμία στη μουσική και στο χορό. Ωστόσο πολλά χρόνια τώρα είχανε να τον δούνε να έρχεται στο πανηγύρι και να χορεύει.
Σήμερα τον βλέπουν μπροστά τους!
Βιαστικά μερικοί με πρώτο τον καφετζή, τρέχουν να του φέρουν καρέκλα για να καθίσει και να μην σωριαστεί. Αλλά ο γέρος με μια κίνηση του μπαστουνιού του, δείχνει πως δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο. Βάζει το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του και από μέσα βγάζει ένα χάρτινο νόμισμα. Το σηκώνει όσο μπορεί ψηλότερα, λες και κάτι ήθελε να πανηγυρίσει και κάνει νόημα στον κλαριντζή να τον πλησιάσει. Εκείνος με το όργανο στο χέρι πηγαίνει κοντά του. Και τότε ο ηλικιωμένος βάζει τα λεφτά πάνω στο κλαρίνο. Ήτανε σαν να του έλεγε να παίξει για να χορέψει!
Ο οργανοπαίχτης και οι άλλοι μουσικάντηδες το καταλαβαίνουν και αμέσως αρχίζουν να παίζουν έναν αργό ελληνικό μακεδονίτικο σκοπό.
Στο άκουσμα της μουσικής ο γέρος που δεν ξέχασε το ταλέντο του στο χορό, έκανε πάλι το θαύμα του. Κάτι που θα τον ζήλευε ο καλύτερος χορευτής. Σήκωσε ψηλά το δεξί του χέρι, έστριψε «θριαμβευτικά» πάνω-κάτω την παλάμη του και ύστερα την έφερε πίσω από το κεφάλι, έτσι όπως κάνουν όλοι όσοι χορεύουν πρώτοι τέτοιους χορούς. Μπαίνοντας στον ρυθμό του τραγουδιού, έβαλε πάλι πίσω από το αριστερό του πόδι το δεξί, και το σήκωσε ελαφρά, ενώ συγχρόνως λύγισε το γόνατο προς τα κάτω και έριξε το σώμα του μπροστά. Παράλληλα, γύρισε και κοίταξε αριστερά του, στον πρώτο που έσπευσε να του πιάσει τον ώμο και να του κρατήσει το μπαστούνι. Βέβαια την ίδια στιγμή πιάστηκαν και άλλοι στο χορό με το βλέμμα όμως όλων να είναι στραμμένο στον πρώτο, που χάριζε ρίγη συγκίνησης!
Αλλά και από τα μάτια του ηλικιωμένου, που τώρα πια έβγαλε και την τραγιάσκα του και τη ανέμιζε σαν σημαία στον αέρα ανάλογα με τον ρυθμό, έτρεχαν πλημμύρα τα δάκρυα. Δάκρυα και από αυτόν τον άνθρωπο, συγκίνησης, χαράς, θύμησης, κανένας ποτέ δεν μπόρεσε να τον ρωτήσει και να μάθει…
Γιατί το γεροντάκι εκεί που ήταν όρθιο και έκανε με μεγάλη προσπάθεια και σχεδόν τρέμοντας όλες τις κινήσεις που απαιτούσε ο χορός, ξαφνικά όλοι το βλέπουν να χάνει τις αισθήσεις του και να πέφτει στη χωματένια πίστα. Τρομαγμένοι οι περισσότεροι, το σηκώνουν και το πάνε σε μια άκρη, στον τοίχο του μαγαζιού, κάτω από την αστρέχα του. Κάποιοι άλλοι τρέχουν να του φέρουν νερό για να το συνεφέρουν.
Άδικος όμως ο κόπος. Ένας από την οικογένειά του, που πήγε κοντά και έπιασε το σφυγμό του, δηλώνοντας μάλιστα πως ξέρει από ιατρικά, είπε πως δεν ζει και πως πέθανε.
Εκείνο το απόγευμα στο χωριό, η χαρά του πανηγυριού την ημέρα που αυτό γιόρταζε την Ανάληψη του Χριστού, έγινε λύπη και στεναγμός. Το νέο μαθεύτηκε παντού. Ακόμα και στη γύρω περιοχή. Έτσι την επόμενη που χτύπαγε πένθιμα η καμπάνα, όλοι έτρεξαν στην Εκκλησία να αποχαιρετήσουν έναν άνθρωπο που έφυγε από αυτή την «παράξενη»  ζωή με έναν εντελώς «διαφορετικό» τρόπο. Χορεύοντας!
Όλων των ηλικιών, μικροί και μεγάλοι. Συγγενείς του, γνωστοί και φίλοι! Όλοι ήταν εκεί. Στο στερνό του το ταξίδι!
Ο γέρο- Μουστάκας όμως για τη Δωροθέα δεν πέθανε ποτέ. Ο τελευταίος του χορός στην πλατεία, έγινε θρύλος και πηγαίνει από γενιά σε γενιά για να θυμίζει, ότι κάποιες «ρομαντικές» εποχές δεν πέρασαν και δεν ξεχάστηκαν ποτέ στην ιστορία του χωριού.
Ούτε κάποιους από τους ανθρώπους του, που γεννήθηκαν και έζησαν σε αυτό «μποέμικα», θα μπορέσει κάποτε το «αέναο» ποτάμι του χρόνου να τους παρασύρει και να τους πνίξει σε βαθιές θάλασσες της λησμονιάς!  
Οι άνθρωποι αυτοί, ήταν και θα είναι πάντοτε ολοζώντανοι στις μνήμες!
                                                                                                        26-2-2020
                                                                                                  ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ