Τον κυρ Παναγιώτη με τη γυναίκα του την κυρά-Παναγιώτα-απόλυτο ταίριασμα- ακόμα και στο όνομα, κανένας δεν μπορούσε να τους παραβγεί στην τσιγγουνιά. Ούτε χωριανός ούτε άλλος Έλληνας εδώ στη χώρα μας ούτε ακόμα και Σκωτσέζος εκεί στο χάρτη πάνω από την Αγγλία, θα έβαζε στοίχημα γι’ αυτό τους το ταλέντο. Γιατί, απλούστατα: Θα το έχανε.
Οι αφιλότιμοι! Ακόμα και εκείνο το χέρι τους για χρόνια πολλά και καλωσόρισμα, που λέει ο λόγος, πολλές φορές δίσταζαν να στο δώσουνε. Ποιος ξέρει, ίσως φοβόνταν μήπως τους πάρεις κανένα δάχτυλο!
Μ’ αυτή και μ’ αυτή λοιπόν την ιδιοτροπία τους, αλλά και το μεγάλο τους νταλκά να μαζεύουν χρήματα, χωρίς όμως να τα ξοδεύουν, ένα συννεφιασμένο πρωινό του Γενάρη, πήραν των ομματιών τους και ξενιτεύτηκαν. Αν και διέθεταν τα προς το ζην, απατηλοί φόβοι πως θα πεινάσουν τους έκαναν να τραβήξουνε κατά την Αμερική.
Στο «Αμέρικα» τους είπαν, έχει πολλές δουλειές. Ιδιαίτερα ότι εκεί τα λεφτά, από τη μια μεριά τα βγάζουνε πολύ εύκολα, από την άλλη πως αυτά τρέχουνε σαν ποτάμι στους δρόμους. Προπάντων όμως τους είπαν, πως τα λεφτά στη χώρα αυτή, δεν ξοδεύονται τόσο εύκολα. Και αυτό γιατί εκεί στα εργοστάσια, παρέχουν στους εργάτες δωρεάν τροφή και κατοικία. Ακόμα και ρούχα τους είπαν ότι δίνουν άμα τύχει. Με λίγα λόγια, όλα είναι χωρίς έξοδα και γι αυτό οι τσέπες είναι πάντα γεμάτες!
Και πήγαν στην πλούσια ήπειρο, όπου ρέει το μέλι και το γάλα. Και δούλεψαν σε ένα σωρό δουλειές για να μαζέψουν χρήματα. Είπαμε. Όχι πως τα είχαν άμεση ανάγκη. Και στο όμορφο χωριουδάκι τους, μια χαρά τα περνούσαν. Αλλά έτσι για να ικανοποιήσουν την απληστία τους.
Κάποτε όμως, όταν γύρισαν στο χωριό, ήταν πλέον γεροντάκια. Τρόμαξαν να τους γνωρίσουν οι πιο πολλοί από τους παλιούς τους φίλους. Ακόμα, από τα τόσα χρόνια ξενιτειάς, φαίνονταν να είναι σπασμένοι και κουρασμένοι. Αν δε έβαζες και το ντύσιμό τους, εξ αιτίας της μεγάλης τους καρμιριάς, θα έλεγες πως ήταν επιπλέον και δυο φτωχοί-πάμφτωχοι άνθρωποι που τους έκλαιγε η μοίρα και βγήκαν οι δυστυχείς να ζητιανέψουν λίγο ψωμί για να περάσουν τη βραδιά τους.
Τόσο κακόμοιροι ήταν στη ζωή τους!
Ωστόσο όμως ο κυρ Παναγιώτης, σαν αρχηγός της οικογένειας πήρε το όνομα. Ο «Ωνάσης!» Ναι. Με ό,τι σημαίνει αυτή η λέξη. Πλούτη, σπίτια, μέγαρα και τέτοια, που θεωρητικά κάνουν όλοι, όσοι πάνε στη ξενιτειά για μια καλύτερη ζωή και περισσότερο χρήμα. Πού να ήξερε όμως ο πολύς ο κόσμος, ότι αυτός με τη γυναίκα του και με το πάθος που τους έδερνε ήταν οι πιο φτωχοί στο χωριό!
Παραμονή των Χριστουγέννων στο χωριό και ο καιρός έξω είναι παγωμένος. Νυσταγμένα τα φώτα, εκεί πάνω στις κολώνες των δρόμων όπου κρέμονται, μαζεύουν από κάτω τους τα παιδιά που βγήκαν μεσάνυχτα για να πουν τα κάλαντα. Στην ατμόσφαιρα η βαριά ομίχλη, σαν να είναι ένας λευκός καπνός, περιπλανιέται εδώ και εκεί, κρουσταλλιασμένη και ψυχρή, ώσπου στο τέλος, κάθεται όπου βρίσκει πάνω στη γη, κάνοντας το χώμα, τις πέτρες και τα ξύλα, να λαμπυρίζουν στο λίγο φως του ουρανού. Και τα παιδιά, ντυμένα κι αυτά μέσα στα βαριά παλτά και τις σκούφιες στα κεφάλια τους φωνάζουν δυνατά και συζητάνε από πια γειτονιά θα πρέπει να αρχίσουν για να μαζέψουν περισσότερα χρήματα.
Όλα κρατούν στα χέρια τους και ένα φακό για να βλέπουν στα σκοτάδια κι ένα μισοσκουριασμένο τενεκεδένιο κουτάκι, όπου μέσα τους οι νοικοκυραίοι θα ρίχνουν τον οβολό τους, καθώς θα τους λένε τα Χριστούγεννα Πρωτούγεννα. Χωρίζονται σε παρέες και κατά το έθιμο, όταν ο ύπνος κλείνει τα μάτια των χωριανών, πιάνουν δουλειά να τους ξυπνήσουν.
Δυο φίλοι και συμμαθητές στο σχολείο, ο Λάζος και ο Σταύρος, είπαν να κάνουν αρχή από το σπίτι του παπα-Γρηγόρη. Στην πόρτα, όλο χαμόγελα τους υποδέχτηκαν ο παπάς με την παπαδιά και τους έδωσαν ένα καλό μπαχτσίσι. Στο κατώφλι την ώρα που έφευγαν τους έδωσαν και μήλα. Δεν είχαν όμως τα παιδιά που να τα βάλλουν και τα έφαγαν μέσα στην αυλή. Ήταν δυο νόστιμα και γλυκά μήλα, από εκείνα που μάζεψαν από τον μπαξέ τους λίγο προτού έρθουν τα πρωτοβρόχια.
Ύστερα, είπαν να πάνε στο σπίτι του Πρόεδρου που ήτανε εκεί κοντά. Άνοιξαν τη μεγάλη αυλόπορτα και παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των δυο σκύλων του, επειδή τα παιδιά χάλασαν το νυχτερινό ραχάτι τους, έψαλλαν και εκεί τα κάλαντα, περιμένοντας να πάρουν και από την αφεντιά του έναν καλό παρά. Άλλωστε τι τσορμπατζής θα ήταν αν δεν ήταν γενναιόδωρος!
Και δεν έπεσαν έξω. Ανοιχτοχέρης ο άρχοντας, πλήρωσε και με το παραπάνω τα παιδιά για τη μεγάλη τιμή που του έκαναν να έρθουν τέτοια μέρα στο σπιτικό του και να του πούνε για το μεγάλο γεγονός της γέννησης του Χριστού.
Γωνιά γωνιά, ενώ έλεγαν τα κάλαντα οι δυο φίλοι, έφτασαν και στο ποτάμι. Δίπλα του ήταν χτισμένο το καλύτερο σπίτι μέσα στο χωριό. Το ομορφότερο και το πιο πλούσιο. Μπαλκόνια, παράθυρα και κήποι, έδειχναν τη μεγαλοπρέπεια και τα κάλλη του. Σωστή ζωγραφιά, σαν εκείνες που βλέπουμε στα παραμύθια.
Ήταν το σπίτι του κυρ Παναγιώτη, του «πλούσιου» χωριανού τους με το προσωνύμιο Ωνάσης! Με αναμμένους τους φακούς πλησίασαν στην αυλόπορτα και την έσπρωξαν για να μπουν στη μεγάλη αυλή του. Εκείνη την ώρα έβγαιναν από μέσα δυο άλλοι από τους φίλους τους. Είχαν σκυμμένο το κεφάλι και έτρεμαν από το κρύο. Παγωμένοι και αυτοί με τα χνώτα τους να ξεχωρίζουν στο αμυδρό φως, ρώτησαν αν τους άνοιξαν και αν τους έδωσαν πολλά λεφτά.
-Ναι, είπαν οι φίλοι τους. Μας άνοιξαν αλλά τα λεφτά χάθηκαν.
-Χάθηκαν, τους απάντησαν. Πώς χάθηκαν;
-Να μωρέ, είπαν πάλι αυτοί. Τα έριξαν από το παράθυρο πάνω στις πέτρες και όσο κι αν ψάξαμε δεν τα βρήκαμε…
Με τα περίεργα που άκουγαν τα δυο παιδιά αλλά και με την αμφιβολία να τρώει την ψυχή τους για ό,τι τους έλεγαν οι συνομήλικοι συγχωριανοί, σκέφτηκαν να δοκιμάσουν και τα ίδια και να τραγουδήσουν τα κάλαντα στο σπίτι που ήρθαν.
«Δεν μπορεί», είπαν από μέσα τους. «Ωνάσης είναι αυτός. Έχει πολλά λεφτά».
Μπήκανε περισσότερο μέσα στα μάλλινα παλτά τους, τράβηξαν τα σκουφιά μέχρι τη μύτη τους, πήρανε και μια βαθιά ανάσα και κάτω από το παράθυρο που περίμεναν να τους δώσουνε τα χρήματα, άρχισαν το τραγούδι.
Και πραγματικά. Στην τελευταία λέξη του τραγουδιού, το παράθυρο άνοιξε και φάνηκε από μέσα η γυναίκα το κυρ Παναγιώτη, να ρωτάει γελαστή τα παιδιά ποια είναι. Όταν άκουσε το όνομά τους, πάλι γελαστή και καλοσυνάτη, τα ευχήθηκε χρόνια πολλά. Ύστερα από εκεί ψηλά, πέταξε δίπλα τους πάνω σε μια στοίβα από πέτρες τα λεφτά.
«Για τον κόπο σας», όπως τα είπε. «Να έρθετε στο σπιτικό μας και να μας πείτε τα κάλαντα».
Χαρούμενα τα παιδιά, αφού εδώ που τα λέμε στο σπίτι αυτό, περίμεναν παχυλή την αμοιβή τους, έστρεψαν τα φώτα από τους φακούς τους, εκεί όπου ακούστηκαν οι θόρυβοι. Πάνω στις πέτρες. Αν και τα ίδια βέβαια, περίμεναν να δούνε τα λεφτά μπροστά τους, κάτω στα πόδια τους και έτσι εύκολα να τα μαζέψουν από τη γη.
Όσο κι αν έψαξαν όμως, δε στάθηκε τυχερό να τα βρουν! Τα πήρε αρκετή ώρα στην αναζήτηση, μέχρι που και το φως από τους φακούς τους, άρχισε να πέφτει. Στην προσπάθειά τους εκεί, μετακίνησαν ακόμα και πέτρες, μήπως τυχόν τα βρούνε από κάτω τους. Τι τα θες όμως! Άδικος ο κόπος. Τα λεφτά έκαναν φτερά. Και το παράθυρο πάνω από τα κεφάλια τους, έκλεισε και εκείνο αμέσως. Δεν περίμενε λίγο η γυναίκα να τα βρούνε. Ούτε ακόμα να ακούσει το ευχαριστώ τους.
-Πάμε να φύγουμε, είπε ο Σταύρος σχεδόν αγανακτισμένος από το πολύ ψάξιμο.
-Όχι, απάντησε ο Λάζος. Κάτσε να ψάξουμε λίγο ακόμα μήπως και τα βρούμε. Εγώ κάπου εδώ τα άκουσα να πέφτουν.
Τα καημένα, με μεγάλη πλέον την απογοήτευση στην ψυχούλα τους, έπιασαν πάλι από την αρχή το ψάξιμο, μετακινώντας αυτή τη φορά σχεδόν όλες τις πέτρες. Θησαυρός όμως δεν υπήρχε. Αποκαμωμένα, έσβησαν στο τέλος τους φακούς τους και βγήκαν έξω από την αυλή για να φύγουν.
Πήραν το δρόμο και με αργά βήματα, τράβηξαν προς εκείνη τη μεριά του χωριού και τα σπίτια, όπου άκουγαν φωνές και άλλων παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα. Προτού φτάσουν όμως, τυχαία σε μια κοντινή διασταύρωση, συναντήθηκαν και με τρείς άλλους φίλους τους, πολύ μικρότερους απ’ αυτούς στην ηλικία. Χαρούμενοι αυτοί, είπανε πως πάνε να τραγουδήσουν στο σπίτι του Ωνάση. Βιάζονταν μάλιστα να πάνε εκεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. «Για να τσεπώσουνε», όπως είπανε «το παραδάκι». Άλλωστε ήταν σίγουροι, ότι ο Ωνάσης δίνει πολλά λεφτά!
-Βρε μπορεί να δίνει, είπαν προβληματισμένα τα δυο παιδιά. Έτσι είπαν κάποιοι και σε μας. Αλλά εμείς που πήγαμε, λεφτά δεν είδαμε!
-Τι θα πει δεν είδατε, ρώτησαν με απορία οι φίλοι τους. Δε ματσωθήκατε; Ή μήπως δε θέλετε να μας το πείτε, για να μην πάμε και εμείς να τα κονομήσουμε; Για κοίτα ρε κάτι χωριανούς που ζηλεύουν και θέλουν μόνο αυτοί να έχουνε χρήματα…
Ο Λάζος και ο Σταύρος, μπροστά στων εκνευρισμό των άλλων, πραγματικά δεν ήξεραν τι να απαντήσουν. Δεν ήθελαν όμως να συνεχίσουν την κουβέντα μαζί τους. Έτσι τους άφησαν να μιλάνε μόνοι τους και όταν αυτοί αποφάσισαν να ξεκινήσουν για να πάνε στο σπίτι του Ωνάση στα κρυφά τους πήραν από πίσω, για να δουν ποια θα ήταν η κατάληξη μόλις θα τέλειωναν το τραγούδι.
Έτσι και έγινε. Οι φίλοι τους μπήκαν στην αυλή του σπιτιού και άρχισαν να ψάλλουν. Οι ίδιοι κρύφτηκαν πίσω από μια συκιά, φυτεμένη έξω στο δρόμο, που όμως κράταγε ακόμα επάνω της μερικά από τα φύλλα, παρά το κρύο του χειμώνα. Κρύφτηκαν και περίμεναν με αγωνία τα αποτελέσματα.
Με προσοχή παρατήρησαν, ότι σαν τέλειωσε το τραγούδι, το παράθυρο φωτίστηκε και άνοιξε. Πίσω από τον μπερντέ του, ξεπρόβαλλε πάλι χαμογελαστή η γυναίκα του κυρ Παναγιώτη. Ακούστηκε κάτι να λέει στα παιδιά και ύστερα να φαίνεται πως και κάτι ρίχνει από πάνω, όχι όμως μπροστά τους, αλλά πάλι πάνω στις πέτρες. Αμέσως μετά, είδαν πολύ γρήγορα το παράθυρο να κλείνει και να σκοτεινιάζει.
Ίδιο ακριβώς το σκηνικό με εμάς σκέφτηκαν. Δεν ήταν παράξενο; Πώς όμως να το εξηγήσουν!
Εν τω μεταξύ κάτω από το παράθυρο και πάνω στις πέτρες, οι φίλοι τους έψαχναν τα χρήματα που άκουσαν να πέφτουν. Όσες πέτρες όμως και αν σήκωσαν, δε φάνηκε να τα βρίσκουν. Έτσι και αυτοί απογοητευμένοι, έκλεισαν τους φακούς τους και απομακρύνθηκαν από το σπίτι με την απορία αληθινά να τρώει και τη δική τους την ψυχή.
Εντελώς αυθόρμητα ο Λάζος και ο Σταύρος που τώρα φανερώθηκαν και βγήκαν από την κρυψώνα τους ακολούθησαν. Περπάτησαν αρκετά μέτρα μαζί χωρίς να βγάλουν ούτε μια λέξη από το στόμα τους και στο τέλος όλοι, πήγαν και έκατσαν στο πεζούλι της Κοινότητας και κάτω από το φως μιας λάμπας της που έφεγγε στην είσοδο και δεν έσβηνε ακόμα και τη μέρα. Εκεί, βλέποντας το ένα το άλλο τα παιδιά, πιάσανε την κουβέντα. Είπαν πολλά για απόψε ώσπου κάποια ώρα, έβγαλαν και τα κουτάκια από τις τσέπες τους. Τα γύρισαν ανάποδα και μέσα στη χούφτα τους άρχισαν να μετράνε τα χρήματα. Δεν τα έβρισκαν και πολλά. Θα μπορούσαν να ήταν και περισσότερα αν είχαν και εκείνα από τον πλούσιο Ωνάση !
Για λίγο έπεσε πάλι σιωπή. Μόνο από μακριά ακούγονταν τα τραγούδια και οι φωνές των άλλων παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα. Τη βουβαμάρα έσπασε ο Τάσος. Ένα κοντό και ισχνό στην εμφάνιση παιδί αλλά τολμηρό και πανέξυπνο. Σωστός διαβολάκος από εκείνους που ξεγελάνε το μάτι σου.
-Ξέρετε τι λέω, είπε στους άλλους με την ψιλή φωνούλα του. Να ξαναπάμε στο σπίτι του Ωνάση. Και όπως είμαστε έτσι όλοι μαζί να πούμε για άλλη μια φορά τα κάλαντα. Να δούμε τέλος πάντων, πού πάνε τα χρήματα που ρίχνει η γυναίκα του!
-Και αν μας καταλάβει; Ρώτησαν οι υπόλοιποι.
-Όχι ρε, αποκλείεται, είπε ο Τάσος. Θα κρύψουμε τα πρόσωπά μας.
-Άντε πάμε, συμφώνησαν όλοι. Πάμε για να βγούμε από την περιέργεια.
Μέσα στο κρύο που έσφιγγε όλο και περισσότερο και στη νύχτα που πήγαινε να δώσει τη θέση της στο χάραμα, τα καλαντόπαιδα ξεκίνησαν πάλι να πάνε στο σπίτι που τους γέμισε μυστήριο. Μπήκαν στην αυλή του και στάθηκαν κάτω από το παράθυρο. Αυτή τη φορά το βρήκαν φωτισμένο και την κουρτίνα από μέσα του να μην είναι τραβηγμένη.
Άρχισαν να λένε τα κάλαντα. Κάλαντα βέβαια να τα πει ο Θεός! Γιατί ούτε συντονισμό είχαν και ούτε η φωνή τους έβγαινε γλυκιά, όπως τις άλλες φορές. Το μυαλό τους απασχολούσε μονάχα αυτό. Τι θα δουν μόλις ανοίξει το παράθυρο και η γυναίκα τους πετάξει τα χρήματα.
Στ’ αλήθεια. Όταν τέλειωσε το τραγούδι, το παράθυρο άνοιξε και μπροστά του βγήκε ξανά η γυναίκα. Σαν να ήταν ρομπότ, εντελώς αμήχανα έριξε το γνωστό της χαμόγελο και αμέσως μετά ευχήθηκε χρόνια πολλά στα παιδιά. Ευτυχώς όμως που δεν κατάλαβε ότι αυτά ερχόντουσαν για δεύτερη φορά στο σπίτι της.
Μετά έκανε τη χαρακτηριστική της κίνηση. Πέταξε τα λεφτά εκεί που ήταν οι πέτρες. Μόνο που όμως τώρα εκεί ήταν τα δυο παιδιά. Ο Λάζος με τον Σταύρο. Έτσι οι δεκάρες που έριξε, έπεσαν σαν μικρές μπαλίτσες από χαλάζι πάνω στα κεφάλια τους και αυτά στα γρήγορα τις έπιασαν. Ωστόσο τις αισθάνονταν ότι θέλουν να φύγουν από τα χέρια τους, σαν κάποιος να τις τραβάει για να τις πάρει.
Αν και στην αρχή ξαφνιάστηκαν με το παράξενο αυτό γεγονός, τελικά έσφιξαν τις παλάμες τους και τις κράτησαν. Παράλληλα μέσα στο ξάφνιασμα, άκουσαν και το σπάσιμο μιας αόρατης κλωστής που τις κράταγε δεμένες από την τρύπα τους και τις τράβαγε προς τα πάνω στο παράθυρο και στα χέρια της γυναίκας που τις πέταξε.
-Κοροϊδία, φώναξε ο Σταύρος. Κοροϊδία. Μας πετάει τα λεφτά πάνω στις πέτρες και ύστερα με κόλπο μας τα παίρνει πίσω. Γι αυτό δεν τα βρίσκουμε!
-Να, εδώ εγώ έχω μερικές δεκάρες, συμπλήρωσε τις φωνές και ο Λάζος.
Οι δυο φίλοι άνοιξαν τις παλάμες τους και στο φως των φακών, έδειξαν στα άλλα παιδιά, τις τρύπιες δεκάρες και τις κομμένες κλωστές που απέμειναν περασμένες σε αυτές. Όλοι τους δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ένας καλοστημένος μηχανισμός για να μην ξοδεύεις λεφτά σήμερα που τα αθώα παιδάκια έρχονται στο σπίτι σου και τραγουδάνε τα κάλαντα.
Και μη χειρότερα. Τι θα μπορούσαν να δουν ακόμα τα ματάκια τους!
Ασυναίσθητα τα παιδιά, σήκωσαν τα κεφάλια τους και προς τα πάνω στο παράθυρο. Το είδαν να κλείνει και να τραβιέται από μέσα ο μπερντές. Μαζί έσβησε και το φως και έτσι το σπίτι μια τέτοια μέρα έγινε σκοτεινό, ένα παρακατιανό σπίτι παρά τις φήμες του, που το ήθελαν αρχοντόσπιτο και η εξωτερική του εμφάνιση θύμιζε παλάτι.
Επιτέλους έφτασε και το χάραμα. Τα χαρούμενα πρόσωπα των παιδιών στους δρόμους, αρχίζουν πλέον να διακρίνονται και τα τραγούδια τους στις γειτονιές να γίνονται εντονότερα. Η μέρα στην όμορφη Δωροθέα ξημερώνει γιορτινή και η καμπάνα που χτυπάει χαρμόσυνα, ακούγεται από τη μια μέχρι την άλλη άκρη του χωριού, καλώντας τους πιστούς χωριανούς να πάνε στην εκκλησία. Αγουροξυπνημένη η κάθε οικογένεια, ανάβει το τζάκι και τη σόμπα της για να ζεσταθεί, αφήνοντας μέρα που είναι ορθάνοιχτες και όλες τις πόρτες του σπιτιού της για να ακουστεί ξανά και ξανά το «καλήν ημέρα άρχοντες».
Και στην πλατεία του χωριού η κίνηση μεγαλώνει. Παραμονή της Μεγάλης Γιορτής και πολλοί από τους χωριανούς που ο δρόμος τους φέρνει εκεί, ανεβασμένοι επάνω στα κάρα και στα ζώα, τρέχουν να τακτοποιήσουν τις τελευταίες τους εργασίες στα χωράφια και στα σπίτια. Στα καφενεία οι καφετζήδες, μόνοι τους σήμερα χωρίς πελάτες, απολαμβάνουν τον καφέ και το τσιγάρο και ασχολούνται με το καθάρισμα του μαγαζιού τους και με την τακτοποίηση των τραπεζιών και των καρεκλών τους. Καμιά φορά βαριεστημένα, σηκώνουν και το χέρι τους σε όσους περνάνε απ’ έξω και τους χαιρετάνε.
Οι γιαγιάδες με τα μακριά, μαύρα φουστάνια τους και τις μαντήλες, περνάνε κι αυτές για να πάνε στην εκκλησία. Στο ένα το χέρι τους κρατάνε τη λειτουργιά και στο άλλο τα μπαστούνι για να βαδίζουν καλύτερα. Με αργά βήματα πίσω, τις ακολουθούν και οι παππούδες. Κι αυτοί με την τραγιάσκα τους στραβά στο κεφάλι και την καινούργια τους φορεσιά.
Ακόμα η «κοσμική» πλατεία γεμίζει και με παιδιά. Φτάνουν εκεί όλα όσα τελείωσαν τα τραγούδια τους στις γύρω γειτονιές. Στη ζέστα του χειμωνιάτικου ήλιου, βγάζουν τα σκουφιά και ανοίγουν τα κουμπιά από τα παλτά τους Συγκεντρώνονται γύρω από τα πλατάνια και κάθονται στις ρίζες τους για να κάνουν τον απολογισμό τους από τα κάλαντα. Χαίρονται, φωνάζουν, ξεκαρδίζονται στα γέλια. Λένε όσα είδαν και όσα άκουσαν τη νύχτα. Μιλάνε για σπίτια που τους έδωσαν πολλά χρήματα και για σπίτια που οι νοικοκυραίοι τους ήταν τσιγκούνηδες, κάνουν κριτική, επαινούν ή κατηγορούν!
Δυο κορίτσια με μπλε γαντάκια στα χέρια, κάνουν λόγο για ένα σπίτι που τα έδωσε πολλά λεφτά. Λένε μάλιστα και το όνομά του ιδιοκτήτη. Ωνάσης! Τα βγάζουν από το κουτάκι τους και περήφανα τα δείχνουν και στα άλλα παιδιά. Όμως αυτά δεν τα πιστεύουν.
-Λέτε ψέματα, τα λένε. Εμείς πήγαμε και δε βρήκαμε τα λεφτά που μας πέταξαν.
-Όχι, επιμένουν τα κορίτσια. Να τα λεφτά φωνάζουν. Και δείχνουν από την αρχή τα δυο καινούργια τάλιρα που πήραν και λάμπαν στο φως.
Την κουβέντα τους άκουσαν και ο Λάζος με τον Σταύρο που κάθονταν σε μια μεριά. Με όσα είδαν τα μάτια τους σ’ αυτό το σπίτι, δεν μπορούσαν να πιστέψουν όλα όσα άκουγαν τώρα από τα κορίτσια. Στο τέλος, όταν συνήλθαν από την καινούργια τους έκπληξη, σκέφτηκαν να ξαναπάνε στο σπίτι του περιβόητου για απόψε Ωνάση.
Ναι να ξαναπάνε και ο Θεός βοηθός! Μαζί ξεκινάνε και οι άλλες παρέες που πήγαν τα μεσάνυχτα στο σπίτι του αλλά δεν πήραν λεφτά.
Έτσι, ένα ολόκληρο «σχολείο» βρέθηκε στο σπίτι που έκρυβε το μυστήριο. Με τη σειρά, ένα, ένα ή και περισσότερα τα παιδιά, πήγαιναν μπροστά στην πόρτα του και έλεγαν τα κάλαντα, περιμένοντας αυτή τη φορά, επιτέλους, μια καλή αμοιβή. Στο κάτω κάτω σαν αποζημίωση μια και την πρώτη φορά δεν πήραν καθόλου χρήματα όταν τραγούδησαν.
Και φυσικά, επειδή τώρα ο νοικοκύρης του δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, έδινε πλούσια τα ελέη του!
«Βάλτε τώρα που γυρίζει», έλεγαν και τα παιδιά από μέσα τους!
Σάστισε ο καημένος Ωνάσης! Τόσο λαό δεν τον περίμενε να έρθει πρωϊνιάτικα στο σπίτι του. «Αμάν», φώναζε κάθε τόσο που άνοιγε την κασέλα του και έβγαζε από μέσα της χρήματα για να τα δώσει. Αναστέναζε, χτυπιόταν, ίδρωνε από το ζόρι του και μοιρολογούσε:
«Αλίμονο πάνε τα λεφτά μου!»
Κάποτε ήρθε και η σειρά να ψάλλουν τα κάλαντα ο Λάζος με τον Σταύρο. Δεν μπορούν να πουν. Στην παραζάλη του ο Ωνάσης τους εξηγήθηκε καλά. Τους μέτρησε στη χούφτα ένα καλό «πουγκί». Τόσο καλό που ξέχασαν το βραδινό καψόνι. Όμως, αφού έτσι έχει το πράγμα, σκέφτηκαν να φύγουν και ύστερα να έρθουν να του τα ξαναπούνε. Με άλλα λόγια να εισπράξουν και τα χρωστούμενα!
-Ρε σεις, τους είπε τη δεύτερη φορά φουρτουνιασμένος αυτός. Πρωτύτερα δεν ήρθατε και μας τα είπατε;
-Εμείς; Έκαναν οι πονηροί σηκώνοντας τους ώμους. Όχι, δεν ήρθαμε…
-Ρε με κοροϊδεύετε, έσκουξε πάλι αυτός. Δεν είστε του τάδε και του τάδε.
-Όχι μπάρμπα, επανέλαβαν τα τσακάλια. Λάθος κάνεις. Άλλοι, άλλοι είμαστε εμείς…
Μέχρι το μεσημέρι της παραμονής ήταν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του ο «Ωνάσης για κλάματα» και μοίραζε λεφτά. Καταστροφή βέβαια για την περιουσία του αλλά και αυτός δεν κατάλαβε τι τον έπιασε και έτσι ξαφνικά σήμερα ήθελε να σπαταλάει τα χρήματα του.
Μόλις τέλειωσε και το τελευταίο τραγούδι των παιδιών, ο ίδιος κατάκοπος και νομίζοντας ότι εξουθενώθηκε οικονομικά κατά την τρέλα του, γύρισε στην κάμαρα του. Έκπληκτος είδε τη γυναίκα του να κάθεται στο σαλόνι και να περνάει δεκάρες σε μια κλωστή.
-Τι κάνεις εκεί, τη ρώτησε με σιγανή και τρεμάμενη φωνή.
-Τι κάνω, απάντησε εκείνη ωμά. Μην ξεχνάς ότι έχουμε και την Πρωτοχρονιά. Πάλι θα έρθουνε να μας ψάλλουν τα κάλαντα.
-Όχι, όχι, ούρλιαξε τώρα. Δε θα αντέξω ο φτωχός άλλη καταστροφή!
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
1-12- 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου