Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Βιβλιοπαρουσίαση

Πολύ ενδιαφέρον και εξ ίσου πρωτότυπο!


Εν τέλει ποιος θεολογεί; - Διάλογος 
Θεολογίας και Ένατης Τέχνης


Ο Γιώργος Σαγιάς είναι εκπαιδευτικός και Δημοτικός Σύμβουλος επικεφαλής της Δημοτικής Παράταξης Πορτοκαλί - Σύγχρονη Πόλη. Το κείμενο που ακολουθεί ήταν η ομιλία του στην ημερίδα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών.


Η παρούσα εισήγηση είναι συμπύκνωση των συμπερασμάτων της διπλωματικής εργασίας του ομιλούντος με θέμα «Διάλογος Θεολογίας και Ένατης Τέχνης – Η έννοια του Θεού στη σύγχρονη ελληνική “παραλογοτεχνία” (κόμικς - γελοιογραφία) (1975 - 2014) – Πρόταση εισαγωγής της 9ης Τέχνης στο μάθημα της Θρησκευτικής Αγωγής». Στην κατακλείδα της προστέθηκε ευσύνοπτη προσέγγιση του ερωτήματος “εν τέλει ποιος θεολογεί;”

Απαραίτητη κρίθηκε η αναφορά στην έννοια του Θεού στις επίγειες πραγματικότητες. Οι ενέργειες του ανθρώπου μπορούν να αποκτήσουν σωτηριολογικό νόημα, όμως αυτό προϋποθέτει να το επιλέξει αυτοβούλως και με συνεχή προσπάθεια να κατακτήσει την προσωπική του ύπαρξη με ελευθερία επιλογής. Αυτή η οδός είναι εντός των επίγειων, των κτιστών πραγματικοτήτων. Συνάγεται ότι οι επίγειες πραγματικότητες εν Χριστώ και χάριτι του Αγίου Πνεύματος, εντός της Εκκλησίας και διά της μυστηριακής ζωής, είναι δρόμος για τη σωτηρία. Ο ορισμένος από τη Θεία Πρόνοια σκοπός αυτών των πραγματικοτήτων είναι να προετοιμάσουν την καινή κτίση συμβάλλοντας στην αγιοπνευματική διαδικασία του εξαγιασμού τής κτιστής πραγματικότητας και στη μεταμόρφωσή της. Ο πιστός Χριστιανός, έχοντας ως γνώμονα τα Έσχατα, νοηματοδοτεί διαφορετικά τις επίγειες πραγματικότητες και κατευθύνει αναλόγως τις πράξεις του, χωρίς να αρνείται τον διάλογο με τον πολιτισμό, την ιστορία και τον κόσμο. Η Τέχνη ούτως ή άλλως υπάρχει, όπως υπάρχουν και τα κόμικς και οι γελοιογραφίες ως ψηφίδες της, είτε αυτά λογίζονται ως «παραλογοτεχνία» είτε ως «9η Τέχνη». Η ορθόδοξη οπτική και οι προϋποθέσεις τις οποίες είναι σε θέση να θέτει, μπορούν να οδηγήσουν σε προσεταιρισμό των κόμικς και των γελοιογραφιών στην πορεία του ανθρώπου προς τα Έσχατα και τη Βασιλεία των ουρανών.

Υπάρχει δυσκολία να δοθεί κοινώς αποδεκτός ορισμός περί του τι είναι «Τέχνη» και «Λογοτεχνία» άρα και «9η Τέχνη» και «Παραλογοτεχνία». Θα μπορούσε να ειπωθεί πως η «9η Τέχνη» είναι υβριδική μορφή τέχνης, όμως πολλές τέχνες επίσης δανείζονται στοιχεία από άλλες τέχνες, έχουν όμως δική τους σημειολογία, δικά τους χαρακτηριστικά, ιδιόλεκτο κ.ά. και μπορούν να θεωρηθούν τέχνη. Οι -όποιες- υποτιμητικές κρίσεις και αρνητικές απόψεις, καλό θα ήταν να εστιάζουν στην ποιότητα του περιεχομένου τού είδους και όχι σε αυτό καθ’ αυτό το είδος. Σημειώνεται ότι κόμικς και γελοιογραφίες δεν ταυτίζονται αλλά επίσης ότι έχουν κοινά σημεία και προτείνεται η ενιαία αντιμετώπισή τους ως συγγενών τύπων. Προϋπόθεση και όρος της θεολογικής προσέγγισης είναι ο άνθρωπος -είτε αναγνώστης είτε καλλιτέχνης δημιουργός- και δίνεται μία διαφορετική προοπτική στην έννοια της τέχνης και του δημιουργού ως μέσου για τη σωτηρία του ανθρώπου.


Κομβικό σημείο έμπνευσης και ανάπτυξης τής παρούσης εισηγήσεως αποτέλεσαν οι αναφορές στη θρησκεία και στο Θεό στο έργο Ελλήνων δημιουργών κόμικς και γελοιογραφιών από τη μεταπολίτευση έως σήμερα. Η σκέψη που ελλόχευε, επιβεβαιώνεται πανηγυρικά από τον όγκο των αναφορών, το εύρος τους και τον αριθμό των δημιουργών που αναφέρονται στο Θεό, στη θρησκεία, στην Εκκλησία και στους λειτουργούς της. Είτε αναφέρονται σκωπτικά και δηκτικά -το συνηθέστερο- είτε υπαινικτικά με αρνητική αλλά και με θετική διάθεση, εμπνέονται από τα της Θρησκείας. Τα σημεία αναφοράς διαχρονικά φαίνονται σταθερά: ο Σταυρός, οι σχέσεις Πατριαρχείου και Εκκλησίας της Ελλάδος, η εκκλησιαστική περιουσία, επίορκοι ιερείς, η μεταθανάτια ζωή και πλήθος άλλα, δίνουν το ερέθισμα, το έναυσμα, τον τόνο. Οι αφορμές για τους καλλιτέχνες πάμπολλες και το ταλέντο των περισσοτέρων αναμφισβήτητο. Εάν οι Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν ήταν ανεκτικοί και με κατανόηση, η συντριπτική πλειονοψηφία των Ελλήνων δημιουργών κόμικς και γελοιογραφιών θα ήταν από... καταζητούμενοι έως... μελλοθάνατοι! Εάν, για παράδειγμα, στη θέση του Θεού έβαζαν τον Αλλάχ ή στου Χριστού τον Μωάμεθ ή αντί για την Αγία Γραφή σχολίαζαν το Κοράνιο και αντί για ιερείς σχολίαζαν μο(υ)λάδες, η θέση και η ύπαρξή τους θα ήταν επισφαλής. Για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς όμως, είναι άλλα τα «σημεία» που δημιουργούν οι άνθρωποι και άλλη η πραγματικότητα του Θεού η οποία είναι ανώτερη από κάθε ανθρώπινο σημείο που τον αναφέρει. Επαφίεται σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε καλλιτέχνη ξεχωριστά το να έχει το έργο του θεολογική ιδιότητα κάτι το οποίο εξαρτάται από τη σχέση του με το Δημιουργό και εκφράζεται στις γραμμές, στις λεζάντες και γενικά στο έργο του. Επιπροσθέτως, και η σχέση τού αναγνώστη με τον Δημιουργό καθορίζει τη δική του οπτική, με την οποία μπορεί -ή δεν μπορεί- να εντοπίσει θεολογικές αποχρώσεις. Από την αναζήτηση του γράφοντος, δεν βρέθηκε ειδική κατηγορία ταξινόμησης υπό τον όρο «Θρησκεία». Θεμιτό θα ήταν να δημιουργηθεί. Άλλο πράγμα είναι η «Βασιλεία» αυτού του κόσμου που αφορά στην κοσμική εξουσία και άλλο πράγμα η Βασιλεία του Θεού, της οποίας η εμβέλεια είναι σωτηριολογική και αναφέρεται στον προορισμό του ανθρώπου. Η Τέχνη υπάρχει, όμως δεν είναι ιερή επειδή είναι κοσμικό κατασκεύασμα. Η Θεολογία λοιπόν πρέπει να μην απορρίπτει αλλά να αποδέχεται τα κόμικς και τη γελοιογραφία, την Ένατη Τέχνη, γνωρίζοντας πως δεν προσφέρουν σωτηρία και θεωρώντας χρέος της Εκκλησίας να εμφυσήσει σε αυτά εσχατολογική πνοή.

Τι προέκυψε όμως ως απάντηση στο αν υπάρχει «ανηθικότητα» και «βλασφημία» στην «Παραλογοτεχνία» και ιδιαίτερα στην Ένατη Τέχνη; Οι απαντήσεις ούτε εύκολες ούτε αυτονόητες είναι διότι πίσω από τα ερωτήματα κρύβονται άλλα γενικότερου ενδιαφέροντος ερωτήματα με διιστάμενες γνώμες και απόψεις επ' αυτών (π.χ. εάν μπορεί να θεωρηθεί βλάσφημη η Τέχνη), αλλά και γιατί τα ζητήματα έχουν εξηγηθεί και ερμηνευθεί από τη νομική επιστήμη (και μάλιστα όχι με ίδιες γνωμοδοτήσεις, προσεγγίσεις και αποφάσεις τόσο παγκοσμίως, όσο και πανευρωπαϊκώς και πανελληνίως). Αυτό που εξήχθη και τεκμηριώθηκε κατ' αρχάς είναι ότι υπάρχει αγοραστικό κοινό που αυξάνεται και που επιλέγει την Ένατη Τέχνη ως ανάγνωσμά του. Εν συνεχεία, παρατηρήθηκε (και παρατηρείται) η αλλαγή της θεματολογίας τους (π.χ. ένταση προβολής αρνητικών ρόλων, αύξηση βίας και βωμολοχιών, συχνή παρουσία αντιχριστιανικών μηνυμάτων, αλλά και εμφάνιση νέων θετικών προτύπων, δείγματος χάριν της ειρηνικής διαβίωσης, της ελευθερίας, προβολή της Βίβλου και Αγίων κ.ά.). Είναι εφικτό ο πολιτισμός να λειτουργεί θεολογικά και να είναι κομμάτι της ζωής της Εκκλησίας, όμως θεωρείται μέρος της πορείας και όχι τελικό όριο, δηλαδή χρησιμοποιείται υπό αυτής αλλά δεν την αντικαθιστά. Είναι ζητούμενο το ξεκαθάρισμα και η αποσαφήνιση του πλαισίου, των όρων και των προϋποθέσεων που θέτει στον διάλογο ο Χριστιανισμός -και δη η Ορθοδοξία- για να γίνει κατανοητή -κατ' αρχάς και κατ' αρχήν- η πρότασή της για έναν άλλο τρόπο ζωής, τον χριστιανικό, στον οποίο η σηματοδότηση του σύγχρονου πολιτισμού δεν σημαίνει επ' ουδενί δογματικές, λειτουργικές ή οποιουδήποτε άλλου είδους αλλαγές ή εκπτώσεις. Είναι γεγονός ότι αρκετά κόμικς και γελοιογραφίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν από μερίδα αναγνωστών ως βλάσφημα ή και προσβλητικά, διότι -συχνά- σκοπός του καλλιτέχνη είναι η στηλίτευση, το σκώμμα, η ειρωνεία αλλά και επιθετική λοιδωρία και διαπόμπευση κακώς κειμένων (της εκκλησιαστικής ζωής εν προκειμένω). Όμως, δεν πρέπει να γενικεύεται η κριτική προς το «μέσον» αλλά να κρίνεται κάθε περίπτωση ξεχωριστά και ως προς το περιεχόμενο. Διότι το «μέσον» κόμικς και γελοιογραφία μπορεί να χρησιμοποιηθεί επ' αγαθώ, μέσα σε ένα περιβάλλον με θετικούς χαρακτήρες οι οποίοι να προωθούν το δίκαιο, την ελευθερία, την αγάπη, δηλαδή έναν χριστιανικό τρόπο ζωής (χωρίς να λειτουργήσουν απονευρωτικά ή εκπτωτικά στο χιούμορ τους εξαφανίζοντας κατ' αυτό τον τρόπο κάτι από τα συστατικά του στοιχεία). Αυτό μπορεί να γίνει από θεολογημένους, ικανούς, ταλαντούχους καλλιτέχνες. Από την άλλη πλευρά, το ίδιο το «μέσον» μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διαφορετικούς σκοπούς (π.χ. διακωμώδηση των Δέκα Εντολών, ευτελισμός της σεξουαλικής πράξης, εξύβριση θρησκευτικών λειτουργών κ.ά.π.). Γι' αυτό και τονίστηκε η κατά περίπτωση εξέταση.

Η Τέχνη χαίρει αυξημένης προστασίας στο Σύνταγμα της Ελλάδος και τοποθετείται στην μεγίστη βαθμίδα της αξιακής κατάταξης έκφρασης. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι μπορεί να λειτουργεί χωρίς τον οποιοδήποτε περιορισμό. Περιορίζεται από τους γενικούς νόμους που προστατεύουν ένα έννομο αγαθό, χωρίς να στρέφονται κατά της καλλιτεχνικής δημιουργίας ή κατά ορισμένου προσώπου. Η προσβολή των συνταγματικών δικαιωμάτων των άλλων δεν μπορεί να υπερβληθεί. Είναι υπαρκτή όμως η δυσκολία ορισμού στο τι είναι Τέχνη, ποιο έργο θεωρείται έργο τέχνης άρα και πώς θα κριθεί κάποιο έργο τέχνης ή «έργο τέχνης» βλάσφημο. Υπεισέρχονται υποκειμενικές θεωρήσεις και προτιμήσεις. Όμως πίσω από αυτή τη διατύπωση προβάλλει ο υποκειμενισμός, ο οποίος λειτουργεί συχνά ως εφαλτήριο για την αναγόρευση οτιδήποτε σαν (και όχι ως) έργου τέχνης. Ως γνωστόν, η Τέχνη δε λείπει από την Εκκλησία και η Εκκλησία εμπνέει την Τέχνη. Για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, ο κόσμος είναι ένας και μοναδικός και συνεπώς η Τέχνη δεν μπορεί να δημιουργήσει δικό της ξεχωριστό κόσμο.

Έρχεται στην επιφάνεια το θέμα της θεολογικότητας της «παραλογοτεχνίας» και ειδικότερα της Ένατης Τέχνης, οι οποίες θεωρούνται μέσα από το μυστήριο της εν Χριστώ Οικονομίας. Με άλλες λέξεις, προσεγγίζεται η Ορθοδοξία και ως πολιτιστικό επίτευγμα, διαλεγόμενη με τον κόσμο εντός πλαισίου με όρους και προϋποθέσεις και επιδιώκοντας τη σωτηρία του ανθρώπου. Μέσα στην ιστορία συντελείται η σωτηρία, κομμάτι αναποχώριστο της οποίας είναι οι επίγειες πραγματικότητες. Μπορούν λοιπόν να λογίζονται θεολογικά και να αναζητείται παντού η ενεργός δράση του Αγίου Πνεύματος στη δημιουργία. Στην επέκτασή του αυτό σημαίνει ότι γίνεται κατανοητή η τάση της Εκκλησίας να υιοθετήσει μέσα τής εποχής της για να κατανοήσει περαιτέρω τις επίγειες πραγματικότητες και να εκφράσει στην πράξη τη θέλησή της για ευαγγελισμό και μεταμόρφωση του κόσμου. Μεθερμηνευόμενον: σε ένα «παραλογοτεχνικό» έργο μπορεί δυνητικά να εκφραστούν θεολογικές αλήθειες. Αλλά και: να μην εκφράζονται. Ή και να υπονομεύονται και να χλευάζονται. Αυτό σημαίνει ότι ενώ ένα έργο μπορεί να μην μιλάει ευθέως και σαφώς για το Θεό παρ' όλ' αυτά να έχει θεολογικές εκδοχές. Αντιθέτως ένα ανοίκειο έργο δεν εκφράζει θεολογικές αλήθειες. Το να θέτει όμως ένα έργο το Θεό απέναντί του, αυτό σημαίνει ότι την ίδια στιγμή αναγνωρίζει την ύπαρξή του, ασχέτως του τρόπου που την κατανοεί ή την προσεγγίζει. Η παρουσία μιας Θεολογίας της δημιουργίας μπορεί να συνεισφέρει πολλά και να προωθήσει το διάλογο Θεολογίας και «παραλογοτεχνίας» στη βάση ότι όλα τα έργα είναι εις δόξαν Θεού. Τα έργα λοιπόν αυτά μας οδηγούν στον Θεό; Εάν καταστεί δυνατό να υπερβούν την ιστορικοαισθητική αλήθεια του πολιτισμού και της τέχνης και μεταμορφωθούν ευχαριστιακά ως τέχνη για τη Βασιλεία, τότε: ναι. Αυτό πρέπει να είναι και το πλαίσιο της θεολογικής κριτικής και βάσει αυτού αναζητήθηκε απάντηση στο ερώτημα «αισθητική προσέγγιση της θεολογίας ή θεολογική προσέγγιση της αισθητικής;». Διότι στη χριστιανική θρησκεία αναγνωρίζεται ελευθερία προσώπου η οποία οδηγεί σε αποφυγή του αδιεξόδου του αναπόφευκτου, ακυρώνει το αναπόδραστο, δεν εγκλωβίζεται στο αναπότρεπτο. Αυτή η ελευθερία σε συνδυασμό με το λειτουργικοευχαριστιακό πλησίασμα της αλήθειας της τέχνης, συμβάλλουν καθοριστικά στην ευχαριστιακή μεταμόρφωση της τέχνης η οποία στρατεύεται στο σκοπό της σωτηρίας. Η αισθητική αλήθεια της τέχνης υπηρετεί την σωτηριολογική οντολογία ως μέρος του Θεϊκού Σχεδίου στο πλαίσιο τής Θείας Οικονομίας. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η αισθητική, η τέχνη (γενικότερα) και η Ένατη Τέχνη (ειδικότερα) μπορούν να αποκαλύψουν αλήθειες για τον άνθρωπο, τη ζωή, τον κόσμο και να γίνουν οχήματα θεολογικών και ηθικών μηνυμάτων.

Λαμβάνοντας υπ' όψιν όλα τα ανωτέρω, έγινε απόπειρα να τεκμηριωθεί και παρουσιαστεί μια νέα πρόταση: η εισαγωγή της Ένατης Τέχνης (κόμικς και γελοιογραφιών) στο μάθημα της Θρησκευτικής Αγωγής στην πρωτοβάθμια -και όχι μόνο- εκπαίδευση. Τεκμηριώθηκε ότι είναι παιδαγωγικά ορθή η χρήση τους και τέθηκε ο προβληματισμός, με θετική φορά, για την θεολογική ορθότητα της χρησιμοποίησής τους. Συγκεκριμενοποιήθηκε μάλιστα ο πιθανός τρόπος εισαγωγής τους. Οι προτεινόμενες εναλλακτικές προτάσεις εκτιμάται ότι θα διευκολύνουν τη διδασκαλία των εκπαιδευτικών. Τα κόμικς και η γελοιογραφία αλλά και η απλή εικονογράφηση δεν μπορούν να υποκαταστήσουν ούτε να αντικαταστήσουν την έννοια, τη σημασία και την παρουσία της χριστιανικής εικόνας και να την εκπαραθυρώσουν. Και πάντως, απρόσεχτη, ερασιτεχνική, ατάλαντη προσέγγιση θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε διακωμώδηση ή υπονόμευση του Θείου. Αποσαφηνίζεται πως μιλούμε για νέες δημιουργίες καλλιτεχνών (με πίστη στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, γνώση, ταλέντο, έμπνευση και ικανότητα), κατ' αντιστοιχία και άμεση συνάφεια με τα μαθήματα των ενοτήτων του θρησκευτικού μαθήματος κάθε βαθμίδας ώστε να προωθείται η στοχοθεσία και η σκοποθετική του αρμοδίου Υπουργείου. Μάλλον λοιπόν ομιλούμε για «στρατευμένη» τέχνη, όμως άραγε οι δημιουργοί -ομολογημένα ή ανομολόγητα, συνειδητοποιημένα ή ασυνειδητοποίητα- δεν λειτουργούν «στρατευμένα»; Δεν αμφισβητείται ότι έργα «κατά παραγγελίαν» στερούν μέρος της ελευθερίας του δημιουργού. Όμως, κατ' αναλογία, δεν θα έπρεπε να παραγγέλλει κανείς ποτέ οτιδήποτε που αφορά στην Τέχνη. Η συνειδητοποιημένη στράτευση αποφεύγει το εμπόδιο της χειραγώγησης ενός έργου. Προσωπική πεποίθηση είναι πως πιλοτική εφαρμογή της ένταξης της Ένατης Τέχνης στο μάθημα των Θρησκευτικών μπορεί να οδηγήσει σε αποτελεσματικότερη μάθηση, αλλαγή στάσεων και συμπεριφορών και υποστήριξη του εκκλησιαστικού βιώματος και άρα δεν αποτελεί εικονικό πλατειασμό ή ανούσια καινοτομία, τη στιγμή μάλιστα που είναι μη αμφισβητήσιμη στην επιστημονική κοινότητα τόσο η δύναμη γενικά της εικόνας όσο και η δύναμη της Ένατης Τέχνης. Δεν διαφεύγει της προσοχής ότι κάποια κόμικς και γελοιογραφίες και κάποιοι καλλιτέχνες ή «καλλιτέχνες» και παραγωγοί και διακινητές υπηρετούν αντιχριστιανικές λογικές και προβάλλουν χαμηλά ένστικτα και ανήθικες απόψεις ενώ δημιουργούν συγχύσεις και αρνητικές συμπεριφορές προβάλλοντας μοντέλα αρνητικών χαρακτήρων και ρόλων. Αυτό όμως δεν πρέπει να σημαίνει εγκατάλειψη της Ένατης Τέχνης στα χέρια τους όπως δεν παύουμε να ταξιδεύουμε με αυτοκίνητο επειδή κάποιοι οδηγούν επικίνδυνα ή και δημιουργούν θύματα εξαιτίας του τρόπου οδήγησής τους. Διαβάζοντας το Πρόγραμμα Σπουδών του αρμόδιου Υπουργείου, συμπεραίνεται πως επίκεντρο του θρησκευτικού μαθήματος είναι η ελληνορθόδοξη παράδοση του τόπου, η παράδοση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας. Εντός αυτού του πλαισίου θα μπορούσε να κινηθεί η υλοποίηση της νέας διδακτικής πρότασης. Εξάλλου, οι βάσεις της Ορθοδοξίας είναι αναλλοίωτες και σταθερές, τα Μυστήριά της υπερβαίνουν κάθε εγκόσμιο πολιτισμικό σχήμα και η δύναμη του Ευαγγελίου αναπλάσσει με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος καθετί πολιτισμικό δίνοντάς του νέο οντολογικό περιεχόμενο.

Εδώ και χρόνια εξελίσσεται συζήτηση για το αν τα κόμικς είναι ένα «βιομηχανικό» προϊόν με κρυφές στοχεύσεις και έμμεσες παραδοχές υπέρ της κατεστημένης παγκόσμιας τάξης, υπέρ του λεγομένου «συστήματος». Η σημειολογική ανάλυση και η εξέταση της δομής τους μπορεί να αποκωδικοποιήσει με επιστημονικό τρόπο τα μηνύματα που κρύβονται πίσω από την επιφάνεια ενώ η γνώση των κωδίκων δημιουργίας κόμικς και γελοιογραφιών μπορεί να εξασφαλίσει την ευοίωνη προοπτική τους. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα παρατηρείται κινητικότητα γύρω από την έκδοση «θρησκευτικών» κόμικς από εκκλησιαστικούς κύκλους. Συμπεραίνεται ότι η στάση αυτών των κύκλων είναι θετική και ερμηνεύεται ως διάθεση να δοκιμαστούν ως μέσα προώθησης της ορθοδόξου πίστεως. Η συμμετοχή θρησκευτικού επιμελητή κρίνεται ως αναγκαία σε κάποιες περιπτώσεις και ως καλή ιδέα γενικώς. Επειδή ομιλούμε για εισαγωγή νέου υλικού στα βιβλία Θρησκευτικών του επισήμου κράτους, σκόπιμο θα ήταν τα νέα έργα που ενδεχομένως να δημιουργηθούν βάσει των όσων αναφέρθηκαν να τύχουν ελέγχου και εγκρίσεως πέραν των εντεταλμένων μηχανισμών του Υπουργείου και από αρμόδια Επιτροπή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ώστε να υπάρξει μεγαλύτερη διασφάλιση της παιδαγωγικής και θεολογικής εγκυρότητας και επάρκειάς τους. Η συνεργασία ομάδας δημιουργών-συντελεστών πρέπει να θεωρηθεί πιθανή και πάντως δεν αποκλείεται. Είναι εφικτό να αλληλεπιδράσουν ώστε να παραχθεί ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα που δεν θα μπορεί να χαρακτηρισθεί ούτε προπαγάνδα αλλά ούτε και αφελές. Με ήρωες οι οποίοι θα αντιμετωπίζουν υπαρκτά καθημερινά προβλήματα και πνευματικά ζητήματα δίνοντας λύσεις θεολογημένες που θα πηγάζουν από τον πολιτισμικό θησαυρό της Ορθοδοξίας (της Αγίας Γραφής, της Ιεράς Παράδοσης, των Πατέρων). Τα κόμικς και οι γελοιογραφίες, τα εικονογραφηγήματα, η Ένατη Τέχνη, θα μπορούσαν να εμπνεύσουν προς την κατεύθυνση της Σωτηρίας, προϋποτίθενται όμως ορθόδοξη πίστη και ορθόδοξη ζωή.

“Εν τέλει ποιος θεολογεί;” Διότι, το Άγιον Πνεύμα, έπνεε, πνει και θα πνέει. Οπότε, τόσο η ακαδημαϊκή θεολογία όσο και άλλοι άνθρωποι που δημιουργούν, δεν μπορούν θεωρητικώς να αποκλειστούν από την δυνατότητα να θεολογήσουν. Όμως, χρειάζεται συνδυασμός με την ζώσα πίστη καθενός εξ αυτών. Η γνώση και η δημιουργία πρέπει να βασίζονται στην πίστη, στην συμμετοχή στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, στο βίωμα, στην Ορθόδοξη Παράδοση, στη σταθερότητα στην ορολογία και στην βιβλιοπατερική γλώσσα, στις Οικουμενικές Συνόδους, ώστε να μην αποβούν αφηρημένες θεωρίες και υπονομευτικές πράξεις στις παρακαταθήκες των Αποστόλων, των Προφητών, των Πατέρων ημών, των Οικουμενικών Συνόδων, δηλαδή της αμέσου ενεργείας του Θεού εν ημίν. Διαμένοντες εν τω Θείω χώρω, ο νους δύναται ξαφνικά να αποκτήσει γνώση την οποία μπορεί να εκφράζει με ανθρώπινους όρους. Η συσσώρευση στιγμών ελλάμψεως της συνειδήσεως τινών στο γίγνεσθαι της Εκκλησίας, βάσει των ανωτέρω προϋποθέσεων – και όχι μόνο -, θα μπορούσε να προσεγγισθεί και ως ζώσα θεολογία. Όμως, η ημιμάθεια του γράφοντος, ο ανθρώπινος εγωισμός και η ενδεχόμενη φιλοδοξία, οδηγούν σε συναίσθηση υστέρησης και ανεπαρκείας για να απαντηθεί υφ’ ημών το ερώτημα “εν τέλει ποιος θεολογεί;”.


Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Βιβλιοπαρουσίαση


Συναρπαστικός ο Τάκης Θεοδωρόπουλος "μάγεψε" το ακροατήριο στην εκδήλωση παρουσίασης του "Βερονάλ" στους "Βιβλιόφιλους Έδεσσας"! 

Σάββατο 14 Μαΐου 2016

Τάκη Θεοδωρόπουλου: Βερονάλ



Βερονάλ 
Θεοδωρόπουλος, Τάκης

Αθήνα : Μεταίχμιο, 2015. - 176 σ. · 21x14 εκ.
ISBN 978-618-03-0351-3 



ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης

Ισχυρίζομαι εδώ και χρόνια, πολύ πριν από την κρίση, κινδυνεύοντας να χαρακτηριστώ γραφικός (αν δεν έχω ήδη χαρακτηριστεί), ότι το πρόβλημα αυτής της χώρας δεν είναι οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό ή οτιδήποτε άλλο, παρά μόνον και αποκλειστικά πολιτισμικό. Πιστεύω λοιπόν ότι εάν δεν αναληφθεί μια συντονισμένη και εμπνευσμένη προσπάθεια, από τους πάντες, για την συλλογική αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου των νεοελλήνων με την πλήρη ανασυγκρότηση του «εκπαιδευτικού συστήματος», το οποίο ελπίζω να συμφωνήσετε ότι ούτε «εκπαιδευτικό» είναι, αλλά ούτε και «σύστημα», τότε ουδεμία ελπίδα διαφαίνεται για την ανάκαμψη αυτού του τόπου. Θα συνεχίσουμε την πορεία προς την σήψη, την αποσύνθεση, την διάλυση, μέχρι την τελική εξαφάνισή μας ως λαού και χώρας. Δεν θα είμαστε οι πρώτοι, ούτε και οι τελευταίοι εξ άλλου, από τους λαούς που εξαφανίσθηκαν από προσώπου γης.
Μα, θα μου πείτε, τόσες προσπάθειες εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων έγιναν κατά καιρούς από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Θα συμφωνήσω ότι πράγματι έγιναν προσπάθειες, οι οποίες όμως κατέληξαν δυστυχώς να χειροτερεύσουν ακόμα περισσότερο τα εκπαιδευτικά πράγματα με αποτέλεσμα να παρατηρούμε μια συνεχή πτώση του μορφωτικού επιπέδου του μέσου πολίτη και να κινδυνεύουμε να κατακλυσθούμε από έναν ωκεανό αγραμματοσύνης.
Παρ’ όλο που είμαι άσπονδος εχθρός των διαφόρων θεωριών συνωμοσίας, εν τούτοις αρχίζω να πιστεύω ότι αυτή η διαρκής μορφωτική υποβάθμιση αποκλείεται  να είναι μόνον αποτέλεσμα ανικανότητας, ιδεοληψιών, ασχετοσύνης ή πολιτικαντισμού εκ μέρους των κυβερνώντων. Μήπως είναι μεθοδευμένη; Cui bono? (ποιος επωφελείται;) θα ρωτούσε τότε ένα Νομικός. Θα του απαντούσα ότι όσο πιο αμόρφωτος και αγράμματος είναι ένας λαός, τόσο πιο εύκολα χειραγωγείται και ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του.
Οι παραπάνω σκέψεις ερχόντουσαν συνεχώς στο μυαλό μου καθώς διάβαζα το  πραγματικά (επιτρέψτε μου τον χαρακτηρισμό) συγκλονιστικό αφήγημα του Τάκη Θεοδωρόπουλου «Βερονάλ», ένα μείγμα ιστορίας και μυθοπλασίας, μια μυθιστορηματική βιογραφία του Ιωάννη Συκουτρή, του «σημαντικότερου ίσως μελετητή της αρχαιότητας που γέννησε ο ελληνικός εικοστός αιώνας», όπως τον αξιολογεί ο συγγραφέας (σελ. 11).
Διάβασα το βιβλίο «μονορούφι» μέσα σε 3,5 περίπου μεταμεσονύκτιες ώρες. Το μελέτησα στην συνέχεια 5-6 φορές και σε ορισμένα σημεία επανήλθα περισσότερες. Όπως προανέφερα, με συγκλόνισε, συχνά μου άφηνε μια πικρή γεύση απογοήτευσης και ακόμη συχνότερα κατάθλιψης, αναλογιζόμενος τα γεγονότα εκείνης της εποχής, τότε που υπήρχαν ακόμη υγιείς δυνάμεις σ’ αυτόν τον τόπο, παρά τις αδιάκοπες συγκρούσεις, τα αντιτιθέμενα συμφέροντα, τα χαμερπή ανθρωπάρια, τους πάντα επικίνδυνους ημιμαθείς και συμπλεγματικούς παραγοντίσκους, το αιωνίως υφέρπον πνεύμα του διχασμού που μας κατατρέχει και κατατρύχει από την αυγή της ιστορίας μας.
Συγκρίνοντας όμως το τότε με το σήμερα, σε καταλαμβάνει ένα αίσθημα πανικού, συνειδητοποιώντας ότι έχουν πλέον καταρρεύσει τα όποια αναχώματα υπήρχαν, θεσμικά, πολιτικά, κοινωνικά, ηθικά και απέμειναν πια ελάχιστοι που δεν έχουν καταληφθεί ακόμη από την ομαδική παράκρουση αυτοκαταστροφής, η οποία αρχίζει να καλύπτει μέρα με την ημέρα, ώρα με την ώρα αυτήν την κοινωνία, αυτόν τον τόπο.

Ποιος όμως ήταν ο Ιωάννης Συκουτρής, ο τραγικός πρωταγωνιστής αυτού του βιβλίου, που αργά αλλά σταθερά, σχεδόν νομοτελειακά, οδηγήθηκε στην αυτοκτονία;
Ένα φτωχό χωριατόπαιδο της πάλαι ποτέ ελληνικής Ιωνίας, γεννημένο το 1901 στο Μουραντιέ της Σμύρνης, χιώτικης καταγωγής, του οποίου τα οικονομικά μέσα της οικογενείας του ήταν περιορισμένα, αλλά οι εξαιρετικές σχολικές επιδόσεις του, τού εξασφάλισαν την οικονομική υποστήριξη της αρχιεπισκοπής Σμύρνης ώστε να κατορθώσει να ολοκληρώσει την φοίτησή του στο σχολείο. Οι φιλολογικές του επιδόσεις φάνηκαν ήδη από τα κείμενα που έγραφε σε σχολικό περιοδικό και από την ικανότητα χειρισμού της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Το 1918 αποφοίτησε από την Ευαγγελική Σχολή και διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό Γκιαούρκιοϊ της Μαγνησίας.
Το 1919 γράφτηκε αναδρομικά ως δευτεροετής στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1922. Τα χρόνια των σπουδών του τα οικονομικά προβλήματα συνεχίζονταν, αλλά κάλυπτε τις ανάγκες του με την εργασία του ως βοηθός στο Σπουδαστήριο της Φιλοσοφικής Σχολής και με τα έσοδα από τις υποτροφίες του Σεβαστοπούλειου Διαγωνισμού, στον οποίον συμμετείχε δύο φορές. Τα επόμενα δύο χρόνια μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως καθηγητής στο Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο της Λάρνακας και παράλληλα ασχολήθηκε με την μελέτη ποικίλων εκφάνσεων του κυπριακού  πολιτισμού και προσπάθησε να οργανώσει την πνευματική και επιστημονική ζωή του τόπου ιδρύοντας συλλόγους και εκδίδοντας το περιοδικό Κυπριακά Χρονικά.
Το 1924 επέστρεψε στην Αθήνα, ενώ το 1925 αναγορεύτηκε διδάκτορας και αναχώρησε για σπουδές Κλασικής Φιλολογίας στην Γερμανία, όπου παρέμεινε μέχρι το 1929. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Λειψίας κοντά σε μεγάλους φιλολόγους όπως ο Ούλριχ Βιλαμόβιτς και ο Βέρνερ Γιέγκερ. Εκείνα τα χρόνια ήταν τα πιο παραγωγικά σε φιλολογικές μελέτες, τις οποίες δημοσίευε σε πολλά φιλολογικά περιοδικά. Η διδακτορική του διατριβή είχε θέμα τον Επιτάφιο του Δημοσθένη για τους πεσόντες Αθηναίους οπλίτες της Χαιρώνειας, οποίος εθεωρείτο νόθο έργο και ο Συκουτρής απέδειξε ότι ήταν γνήσιο. Ενδεικτικό της φήμης που απέκτησε είναι το γεγονός ότι ο Βιλαμόβιτς τον είχε εντάξει στον φιλολογικό σύλλογο Graeca Wilamowitziana, τον οποίον αποτελούσαν φιλόλογοι, οι οποίοι στις συναντήσεις του ερμήνευαν κλασικούς Έλληνες συγγραφείς. Ο Συκουτρής ήταν το μόνο μη γερμανικής καταγωγής μέλος που συμμετείχε στον σύλλογο.

Εκτός από τις ποικίλες δημοσιεύσεις σε φιλολογικά περιοδικά ο Συκουτρής ανέλαβε και την έκδοση των λόγων του Δημοσθένους για τον εκδοτικό οίκο Teubner.
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα άρχισε να διδάσκει στο Αρσάκειο και το 1930 εξελέγη υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το εναρκτήριο μάθημά του είχε το θέμα «Φιλολογία και ζωή». Παράλληλα με τις παραδόσεις μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο και τις δημοφιλείς διαλέξεις και τα σεμινάρια σε ποικίλα θέματα, όχι μόνο κλασικής, αλλά και νεοελληνικής και σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, συνέχισε το επιστημονικό του έργο. Ανέλαβε την πρωτοβουλία για την οργάνωση της σειράς «Ελληνική Βιβλιοθήκη» της Ακαδημίας Αθηνών, η οποία θα περιελάμβανε σχολιασμένες και μεταφρασμένες εκδόσεις κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Το 1934 εξέδωσε τον πρώτο τόμο της σειράς, το Συμπόσιο του Πλάτωνα, και άρχισε να προετοιμάζει την έκδοση της Ποιητικής του Αριστοτέλη, η οποία εκδόθηκε το 1937 μετά τον θάνατό του.
Το 1933 του προτάθηκε η έδρα της κλασικής φιλολογία του Πανεπιστημίου της Πράγας, αλλά δεν αποδέχτηκε την θέση. Το 1936 υπέβαλε υποψηφιότητα για την έδρα καθηγητή της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή. Από εκείνη την χρονιά, και με αφορμή το κεφάλαιο της εισαγωγής του Συμποσίου που αναφερόταν στις γενετήσιες σχέσεις στην αρχαία Ελλάδα και ειδικότερα στην παιδεραστία, άρχισε να δέχεται πολλές επιθέσεις από ακαδημαϊκούς και εξω-ακαδημαϊκούς κύκλους, αρχικά από μια πατρινή εφημερίδα με τον βαρύγδουπο τίτλο «Επιστημονική Ηχώ» και στην συνέχεια από διάφορους συλλόγους και από την Ιερά Σύνοδο. Για το ίδιο θέμα κατατέθηκαν εναντίον του δύο μηνύσεις. Ο Συκουτρής ανέτρεψε όλα τα επιχειρήματα των αντιπάλων με δημοσίευμά του «Η εκστρατεία κατά του Συμποσίου. Τα κείμενα και οι κολουροπώλαι, 1937». Απογοητευμενος από τον κοινωνικό του περίγυρο και την πολεμική που δέχτηκε, κλείστηκε στον εαυτό του και τελικά οδηγήθηκε στην αυτοκτονία.
Αυτοκτόνησε στην Κόρινθο στις 21 Σεπτεμβρίου του 1937. Τον εντόπισε νεκρό το επόμενο πρωί ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου «Κεντρικόν» όπου διέμενε. Λίγες ώρες πριν από τον θάνατό του είχε περπατήσει στην Ακροκόρινθο. Η κηδεία του έγινε από το Πρώτο Νεκροταφείο στις 22 Σεπτεμβρίου, παρουσία της συζύγου του, λίγων καθηγητών του Πανεπιστημίου και μαθητών του. Αρχικά είχε ανακοινωθεί ότι πέθανε από συγκοπή, αλλά αργότερα έγινε γνωστό ότι είχε πάρει ισχυρή δόση υπνωτικού (βερονάλ).
Ο Συκουτρής είχε παντρευτεί την Χαρά Πετυχάκη με την οποία δεν είχαν παιδιά.
Διαβάστε το βιβλίο! Είμαι βέβαιος ότι θα σας συναρπάσει!

ΔΕΕ

Έδεσσα, 14 Μαΐου 2016

Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

Βιβλιοπαρουσίαση


Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος 
στην Έδεσσα

Ο γνωστός αρθρογράφος της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος, αλλά και ένας από τους σημαντικούς σύγχρονους Έλληνες διανοητές, θα βρεθεί στην Έδεσσα, καλεσμένος από τον πολιτιστικό Σύλλογο «Βιβλιόφιλοι Έδεσσας» το Σάββατο 14 Μαΐου 2016.
Στην εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί στις 7.30 μμ στην αίθουσα του παλιού Παρθεναγωγείου στο Βαρόσι θα γίνει παρουσίαση του πρόσφατου βιβλίου του «Βερονάλ», ένα μείγμα ιστορίας και μυθοπλασίας, μια μυθιστορηματική βιογραφία του αδικοχαμένου Ιωάννη Συκουτρή, του «σημαντικότερου ίσως μελετητή της αρχαιότητας που γέννησε ο ελληνικός εικοστός αιώνας», όπως τον αξιολογεί ο συγγραφέας.
Υπενθυμίζουμε ότι ο Ι. Συκουτρής αυτοκτόνησε στην Κόρινθο στις 21 Σεπτεμβρίου του 1937.  Αρχικά είχε ανακοινωθεί ότι πέθανε από συγκοπή, αλλά αργότερα έγινε γνωστό ότι είχε λάβει  ισχυρή δόση υπνωτικού (βερονάλ).

Στο βιογραφικό του Τάκη Θεοδωρόπουλου θα αναφερθεί ο Δημήτρης Προβάδος, Αντιπρόεδρος του Συλλόγου, ενώ το βιβλίο θα παρουσιάσει ο Δημήτρης Ευαγγελίδης, Πρόεδρος των «Βιβλιόφιλων Έδεσσας».

Θα ακολουθήσει συζήτηση. 





Κυριακή 1 Μαΐου 2016

Χρόνια Πολλά!


Το ΔΣ του Πολιτιστικού Συλλόγου "Βιβλιόφιλοι Έδεσσας" εύχεται στα μέλη, στις φίλες και τους φίλους ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!