Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

"Οι Επίγονοι" Βιβλιοκριτική


Ανδρέας Ανδριανόπουλος
"Επίγονοι: Ο ματωμένος μανδύας του Ελληνισμού "
εκδόσεις Λιβάνη
σελ. 366
Τιμή: 17,16 €

Όταν κάποιοι πολιτικοί (και όχι μόνον), που κατά κανόνα φημίζονται για την ημιμάθειά τους, επιχειρούν να μεταλλαχθούν σε συγγραφείς ιστορικών μυθιστορημάτων, τότε τα αποτελέσματα είναι μάλλον τραγικά! Αυτό συνέβη και με τον γνωστό νεοφιλελεύθερο πολιτικό και τέως υπουργό Α. Ανδριανόπουλο, ο οποίος συνέγραψε ένα "ιστορικό μυθιστόρημα", που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επικώς απαράδεκτο, από κάθε πλευρά.
Στην σημερινή Βιβλιοθήκη της "Ελευθεροτυπίας" δημοσιεύεται ένα εξαιρετικό κείμενο βιβλιοκριτικής από τον γνωστό φιλόλογο και λογοτέχνη Στάντη Αποστολίδη, από το οποίο σας μεταφέρουμε ορισμένα αποσπάσματα..
ΔΕΕ

Μακεδόνες πνιγμένοι στο κέτσαπ!
Σάββατο, ι8 Ιουνίου 2011

Η υπερπαραγωγή ιστορικών μυθιστορημάτων τις τελευταίες δεκαετίες, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως, έχει καταντήσει μάστιγα. Όλοι κατεβαίνουν στην καυτή άμμο του καλοκαιριού μ’ ένα «βιβλίο που σε ταξιδεύει» και «αναψύχονται» διαβάζοντας για τη φλεγόμενη Σμύρνη, την εξωτική Ινδοκίνα ή τους σκόρους των μοναστηριακών βιβλιοθηκών, «με ολίγη» από μυστήριο, μασονία, πάθη, χαμένες πατρίδες, μυστικά τάγματα και συνωμοσίες...
Προτιμάται η «εθνική» θεματολογία, αλλά όταν ξεμένουν, ρίχνονται ασύστολα στη ρωμαϊκή ή την ελληνική αρχαιότητα (όρα και Πρέσφιλντ), διεισδύουν στον σκοτεινό Μεσαίωνα, χωρίς τον κόπο ν’ αφομοιώσουν τα συστατικά κάθε εποχής (ήθη, έθιμα, πραγματολογικά — που ποιος θα τα προσέξει άλλωστε;), κι εντοπίζοντας το κατάλληλο «target group», κουνάνε μερικές μαριονέτες (τι λεγεωνάριοι, τι σταυροφόροι — ένα και τo αυτό!) για να γεμίσουν σελίδες...
Πόσους μυριάδες ατάλαντους δεν έχουν πάρει έτσι στον λαιμό τους ο Ρόμπερτ Γκρέιβς ή ο Εκο;...
Και πώς θα υπολείπονταν η ελληνική αγορά σε τέτοια τυποποιημένα «αναγνωστικά προϊόντα», που αξιώνουν, με την υπάρχουσα έλλειψη κριτηρίων, πως συνιστούν και «είδος λογοτεχνικό», «γραφή», «αυτόνομη δημιουργία»! Ωστόσο, ποιο το νόημα της αγανάκτησης; Μη δε θα ξεχωρίσει, σε βάθος χρόνου, ο Τολστόι από τον Μάνο Ελευθερίου, την Κακούρη, την Καρυστιάνη, τον Θέμελη ή τη Μεϊμαρίδου; Αθέμιτες οι συγκρίσεις ή περισσός ο σαρκασμός, θα πείτε...
Το νέο μυθιστόρημα του Α. Ανδριανόπουλου με τράβηξε από την πρώτη στιγμή, λόγω επαγγελματικής διαστροφής, έπειτα από 25 χρόνια ενασχόλησης με την Ιστορία της εποχής. Και πρέπει όντως να του αναγνωριστεί ότι σαν παλιός πολιτικός και νέος μάνατζερ άριστα διέβλεψε πως πράγματι και πάθη μέγιστα και συγκρούσεις εμπεριέχονται στη συγκεκριμένη περίοδο, που απεικονίζει ακριβέστατα τον χαρακτήρα της φυλής με τ’ ατέρμονα αλληλοφαγώματα και την ακόρεστη φιλαρχία μας και, το κυριότερο, αποτελεί πεδίο τελείως ανεκμετάλλευτο, αφού κανείς μεγάλος μυθιστοριογράφος δεν είχε πιάσει το θέμα!
Μα τα λάθη αρχίζουν απ’ τον τίτλο κιόλας, αφού η εποχή αυτή είναι των Δ ι α δ ό χ ω ν του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κι όχι «Επιγόνων», καθώς τους βαφτίζει αυθαίρετα, χρησιμοποιώντας όρο καθιερωμένον ήδη από την Αρχαιότητα μόνο για τις επόμενες γενιές, κι όχι για τους άμεσους συνεργάτες και συνομηλίκους του Μακεδόνα κατακτητή!

[...]

Το σκηνικό στήνεται με τον τραγικό θάνατο του στρατηλάτη στη Βαβυλώνα και αγκαλιάζει μόλις μία δεκαετία, ίσαμε το τέλος του Ευμένη στα 316 π.Χ. Τα πρόσωπα, καλοδιαλεγμένα και παρακολουθούν τόσο στενά τα ιστορικά δεδομένα, ώστε θυμίζει ρομαντικά εμπλουτισμένη αφήγηση, Παρά καθαυτό μυθιστόρημα, μα και οι χώροι της δράσης, τα τοπωνύμια, τα γεγονότα ελάχιστα αφίστανται των πραγματικών — το που δείχνει πως το ‘μαθε μεν καλά το ιστορικό του μάθημα, αποκαλύπτει όμως παράλληλο την έλλειψη δημιουργικής έμπνευσης και του απαραίτητου πλαστικού ταλέντου.
Μα και πόσο καλά, τάχα, το ‘μαθε, όταν σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η ελληνικότητα των Μακεδόνων, περιπίπτει σε χονδροειδείς παρανοήσεις;
Έτσι, στη σελ. ι8 διαβάζουμε τα εξοργιστικά: «Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, οι βασιλιάδες της Μακεδονίας ήταν Έλληνες. (!)
Ο Αντίπατρος δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία σε τέτοιες ιοτορίες. (!!!)
Ο λαός ήταν δεδομένο πως θαύμαζε τους Έλληνες και τον πολιτισμό τους...
Οι δάσκαλοι των παιδιών των καλύτερων οικογενειών ήταν και πάλι Έλληνες. Ακόμα και η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινότητά τους είχε περίπου ταυτιστεί με τα Ελληνικά» (!!!)
Μα, είμαστε με τα καλά μας; Μόνον ο γραφικός εκείνος Γκλιγκόρωφ ή ο Γκρούεφσκυ θα προσυπέγραφαν ανενδοίαστα τα λεγόμενα...
Δηλαδή, «σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή» ήταν οι Μακεδόνες βασιλιάδες Έλληνες, ενώ με την ανεπίσημη τι ήταν; Μήπως άλλη φυλή; Και ο Αντίπατρος, να πούμε, που δεν μάσαγε «τέτοιες ιστορίες» (γράφε: «μπούρδες»), τι πίστευε; Ότι ήταν Γέτες, Τριβαλλοί ή Ιλλυριοί; Και σι Μακεδόνες αυτοί, κατά Ανδριανόπουλο, μιλούσαν «γλώσσα που περίπου είχε ταυτιστεί με τα Ελληνικά», αλλά δεν ήταν Ελληνικά λοιπόν; Συνειδητοποιεί τι γράφει; Έχει αντιληφθεί τη διαφορά μεταξύ διαλέκτου και γλώσσας; Έχει πληροφορηθεί ότι η Μακεδονική είναι αποδεδειγμένο, από τον καιρό του Γ. Χατζιδάκι, ότι ήταν δ ι ά λ ε κ τ ο ς της Ελληνικής, όπως τα τσακώνικα ή τα κυπριακά, και είναι αδιανόητο να λέγεται για έναν βρακοφόρο της Κρήτης, π.χ., πως η γλώσσα του «ταυτίζεται περίπου με τα... Ελληνικά»; Και πως αν τόλμαγε να το ψελλίσει ενώπιόν του, θα ‘τρωγε μάλλον κουμπουριά; Τόσο ανυποψίαστος λόγος πάνω σε τόσο κρίσιμα θέματα;
Μα να ‘ταν μόνον αυτό;
Στη σελ. 107 γράφεται ότι ο Δημάδης «ήταν εξίσου προικισμένος ρήτορας με τον αντίπαλό του Δημοσθένη»! Είναι δυνατόν άνθρωπος που ‘χει διαβάσει έναν έστω δημοσθενικό λόγο, να ισχυρίζεται κάτι τέτοιο; Σε ποιους αποτείνεται, σε Κογκολέζους ή σε Μαλαισιανούς;
Ύστερα, και στις λεπτομέρειες απρόσεκτος: ξεφεύγουν τοπωνύμια ανύπαρκτα την εποχή εκείνη, όπως η «Υπεροξιανή», η «Ανατολία» ή ο «Γαβήνος» ποταμός (αντί της Γαβιηνής), μεταφερμένα δίχως ίχνος διανοητικής εξεργασίας από τη νεότερη αγγλόφωνη βιβλιογραφία, όπου κατά κόρον χρησιμοποιούνται. Μα και ο Λεωσθένης, στη σελ. 78: «είχε αρχίσει να αφαιρεί την ...εσθήτα του», και ούτε υποψιάζεται ο συγγραφέας το αυτονόητο και σημειούμενο πάντως ακόμα και στο Λεξικό Μπαμπινιώτη, πως η «εσθήτα» είναι γ υ ν α ι κ ε ί ο κατ’ εξοχήν ένδυμα — πόσω μάλλον άμα την ...αφαιρείς»! Εκτός κι αν τεχνηέντως διατυπώνονται υπόνοιες για τον ανδρισμό του Αθηναίου στρατηγού. Όχι, όμως! Γιατί και ο Ευμένης, παραπέρα, κι αυτός με ...εσθήτα «σκεπάζεται»! Τι να πω; Μπας και το ‘χαν εκείνες οι «παρακμιακές» εποχές...
Όμως, θ’ αντιτείνουν, ένας συγγραφέας δεν κρίνεται από τα ιστορικά του ατοπήματα. Μάλλον —υποθέτω— από τη δύναμη της πένας, τη μυθοπλασία, τη δεινότητα στην απεικόνιση παθών και καταστάσεων, τη ζωντάνια των περιγραφών, τον χειριομό της γλώσσας, κ.ά. Αλλά κι εδώ, τ’ αποτελέσματα πενιχρά: η σύνθεση απαρέγκλιτα γραμμική, παιδαριώδης. Ο λόγος, αδούλευτος, με συνεχείς αστοχίες: «και πράγματι, τα πράγματα εξελίχηκαν» (σελ.103), ο Σέλευκος «απέφευγε τα επικριτικά σχόλια, αλλά είχε αποτραβηχτεί στη σκηνή του αποφεύγοντας τους υπόλοιπους» (173), και αμέσως παρακάτω: ο Αντίπατρος φρόντιζε να «εξασφαλίσει την αοφάλίια των διαδόχων», γιατί «διέβλεπε τον κίνδυνο που είχε αρχίσει να διαφαίνεται». Τώρα τι να εξηγούμε; Ότι πέραν των κατά συρροήν ενοχλητικών επαναλήψεων, «διαβλέπουμε» κάτι που δεν είναι ορατό, ενώ αν «διαφαίνεται», τότε το βλέπουμε δεν το «διαβλέπουμε»! (Στο έσχατο «Εργαστήρι δημιουργικής γραφής» αυτά τα επισημαίνουν στους επίδοξους συγγραφείς. Να επαναλαμβάνουμε πως δίχως γλώσσα συγκροτημένη, Λογοτεχνία δεν!...)

[...]

Ύστερα απ’ όλα αυτά κανείς δεν θα παραξενευτεί αν οι «διάλογοι» είναι παντού στημένοι, άπνοοι, γεμάτοι βαρετές κοινοτοπίες, αταίριαστοι στο στόμα των προσώπων, σαν εκείνον του Ευμένη με την ανήσυχη Βαρσίνη: «Το πιο σημαντικό, σ’ το ξαναλέω είναι να μη χάνεις την ελπίδα σου και την εμπιστοσύνη στον εαυτό σον. Τα πάντα αλλάζουν και διορθώνονται. Φτάνει βέβαια να προετοιμάζεσαι για τη στιγμή που θα ’ρθει. Δεν μπορείς να κερδίσεις πολέμους αν δεν έχεις φροντίσει προηγουμένως να γίνεις στρατηγός. Ή να κυβερνήσεις καράβια αν πριν δεν έχεις πριν ψηθεί σε ταξίδια στη θάλασσα. Κι ον κάποια στιγμή αποτύχεις, σε ικανοποιεί τελικά ότι είχες την ευκαιρία να προσπαθήσεις». Κάθε σχόλιο για το μνημείο αυτό ευρηματικότητας και πρωτοτυπίας περιττεύει...

Μόνο σημείο που δικαιώνει τον τίτλο (ακριβέστερα: ο υπότιτλος), η ιδιαίτερη επίδοση στις ανατριχιαστικές σκηνές. Με κάθε ευκαιρία, οι σελίδες στάζουν αίμα: «κρανία και κόκαλο συνθλίβονται, σάρκες ξεσκίζονται», «κομμάτια από τις πανοπλίες χώνονται βαθιά στα κορμιά» (σελ. 66), «σκελετοί θρυμματίζονται» (67), «πηχτά υγρά πλημμυρίζουν στόμα και πνευμόνια» (69), στρατηγοί μετατρέπονται σε «κατακρεουργημένες μάζες από ματωμένες σάρκες και σπασμένα κόκαλα» (σελ. 94), «ξίφη γεμίζουν αίματα και σάρκες σκίζονται» (104), «το ερυθρό υγρό που εγκατέλειπε με ορμή το σώμα του σφαγμένου στρατηγού» μουσκεύει τον εκτελεστή του (160), κεφάλια «κρέμονται αφύσικα στο πλάι του μισοκομμένου λαιμού» (161), κροκόδειλοι πάλι «ξεσκίζουν τις σάρκες των πτωμάτων» (176), το δέρμα της Ολυμπιάδας «καταξεσκισμένο άφηνε ρυάκια αίμα να τρέχουν» — όμως ας μην τρομάζει ο αναγνώστης! Οι ποταμοί αυτοί είναι από χολιγουντιανό κέτσαπ! Ψεύτικοι, όπως όλα τα υπόλοιπα...
Εν κατακλείδι: η αρχική ιδέα μπορεί να ‘ταν καλή, η εκτέλεση όμως έγινε . . .από τη Φιλαρμονική του Καΐρου. Δύσκολα κανείς υπομένει ώς το τέλος. 

Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις είναι δικές μου και δεν υπήρχαν στο αρχικό κείμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: