Γεώργιος Σουρής (1853-1919)
Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ
σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό,
ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ
καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;
Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς,
νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς,
ταμεῖο δίχως χρήματα
καὶ δόξης τόσα μνήματα;
Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ
καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,
κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε
τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;
Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες καὶ ἄτια,
κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια,
ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ
ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή.
Ὅλα σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν
ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί,
οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινῆκαν
δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Ὁ Ἕλληνας δυὸ δίκαια ἀσκεῖ πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Γι᾿ αὐτὸ τὸ κράτος, ποὺ τιμᾶ τὰ ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτὶρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σικτὶρ καὶ στὰ καινούργια!
Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα,
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη...
αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα,
δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο,
ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει.
Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ
συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ.
Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ καφὲ
τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ».
Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς
σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς.
Θέλει ἀκόμα -κι αὐτὸ εἶναι ὡραῖο-
νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο.
Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει
στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι.
Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς.
Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου