Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

Διηγήματα Ζ΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού (2)


Β΄ βραβείο: Κυριακίδης Ιορδάνης



Όσα μύθια, τόση αλήθεια

(ο δάσκαλος)


Από το κεφαλοχώρι, την Αραβησσό, ήταν ο Πολύδωρας και η Ελεωνόρα, να κάμουν έναν γιο, να τον ονομάσουν Αρτέμιο. Κύλησαν οι χρόνοι, μεγάλωσε ο Αρτέμιος και έγινε Αρτέμης, να λογαριάζει ο Πολύδωρας, εκείνο που δεν κατάφερε να καταχτήσει ο ίδιος στον καιρό του, να το κάμει τώρα ο γιος του. Δάσκαλο γύρευε να τον κάμει, κι ας εχτρεύονταν ο νιος τα γράμματα, κι ας κρατούσε σε απόσταση τα βιβλία. Μύριες οι προσπάθειες να συμφιλιωθεί τούτος με σπουδές, με τις πιέσεις όμως, τα "μέσα" να έχουν τον πρώτο λόγο, ο Αρτέμης φανερώθηκε "άνθρωπος".
Πώς έγινε δάσκαλος ο Αρτέμης; Με πολύ "σπρώξιμο" του κύρη του τέλειωσε το Γυμνάσιο, έκαμαν και τις πονηριές τους, βουλευτάδες και νομαρχαίοι, να καταφέρει να γραφτεί στην Ακαδημία. Και εκεί, με χατίρια και πλήθος δώρα στους καθηγητές, κατάφερε να πάρει το Πτυχίο του "Δημοδιδασκάλου", κι ας μην είχε αυτός καμιά σχέση με κείνο που έγραφε το δίπλωμά του.
Στάλα δε σκιαζόταν ο Αρτέμης μη δε βρει δουλειά, να έχει, "δυνατά μέσα", τους ανθρώπους του κύρη του, να κάμουν ζαβολιές, να αποδειχτεί στον τόπο του δάσκαλος. Έρχονταν όμως στιγμές, να χάνεται με τη σκέψη, μην είχαν κάποιοι από τους συνυποψήφιους παρόμοιο "μέσον", ίσως μεγαλύτερο ακόμα. Ήταν και οι εξετάσεις που έδιναν, νέος θεσμός αυτός, να διαπιστωθεί η ικανότητα του καθενός για τη δουλειά που τον καλούσαν να κάμει.
Για να πάρει τη θέση του δασκάλου, έπρεπε να εξεταστεί, μαζί με άλλους συνυποψήφιους, από Επιτροπή μπρος στους χωρικούς, αν τον έκρινε εκείνη ικανό, θα κέρδιζε τη θέση. Την Επιτροπή την αποτελούσε ο πρόεδρος, ο παπάς και ο παλιός ο δάσκαλος, εκείνος που αποχωρούσε από την υπηρεσία. Ρωτούσε η Επιτροπή με τη σειρά τον κάθε υποψήφιο, όποιος απαντούσε σωστά στα περισσότερα ρωτήματα, εκείνον διάλεγαν ως δάσκαλο. Κάτεχε ο Αρτέμης πόσο "ζύγιαζε", αν και τα πράματα ήταν κάπως εύκολα, αφού ο πρόεδρος ήταν "δικός" του, με τον παπά τα είχε καλά, χρόνια να κάμει δωρεάν τον ψάλτη. Συγγενής του ο Ιγνάτιος, ο δάσκαλος που συνταξιοδοτείτο, τι άλλο να γύρευε! Βολικότερα δε γινόταν, να ησυχάζει, να "πηγαίνει η καρδιά στον τόπο της".
Ένα μονάχα φοβόταν ο Αρτέμης, να πηγαίνει να χαλιέται. Τι φοβόταν; Οι χωρικοί, ίσως από ζήλια, που ανέβαινε αυτός ένα σκαλί παραπάνω, που τα παιδιά τους έμεναν ένα σκαλί παραπίσω, δε θα τον ήθελαν στο χωριό, να επιβεβαιωθεί έτσι η βιβλική ρήση: «ουδείς προφήτης δεκτός εν τη εαυτού πατρίδι». Μα επειδή υπάρχει και μια άλλη ρήση, λαϊκή τούτη, «οι τεμπέληδες και οι χαζούτσικοι έχουν τύχη», ή «το κουτσό το πουλί το φυλάγει ο Θεός», φαίνεται πως αυτές, στην περίπτωση του Αρτέμη, φάνηκαν δυνατότερες από την πρώτη και κατάφερε να κερδίσει.
Τι έγινε; Ο Αρτέμης, όχι μονάχα θα "έπαιζε στο γήπεδό του", αλλά και δίχως αντίπαλο, όπως πήγαιναν να τα σχεδιάσουν οι κεφαλές του τόπου.
Μάθαινε ο Πολύδωρας, πως ο μοναδικός συνυποψήφιος, ανταγωνιστής του γιου του, ήταν ο Φιλοσοφίδης Κλεόπας από το παραπέρα χωριό. Τον ήξερε, ήταν πολύ ανώτερος στις γνώσεις από τον γιο του, η διαφορά στην εξέταση να φανεί αμέσως, να μην μπορούν να κάμουν τίποτε τα "μέσα". Σε τούτη τη δυσκολία πολύ υπολόγιζε ο Πολύδωρας στον παλιό δάσκαλο, που δεν ήταν μονάχα συγγενείς, μα και φίλοι. Μπήκαν στη μέση ο πρόεδρος και ο παπάς να κάμουν "κατηχητικό" στον Ιγνάτιο, να πειστεί να βάλει όλη την τέχνη του να πετύχουν τον σκοπό τους. Ήξερε η μεριά του Αρτέμη πως μονάχα με πονηριές θα κέρδιζαν τη θέση, αφού η εξέταση των υποψηφίων γινόταν στην πλατεία, μπρος στο πλήθος, να μη χωρούν χατίρια και ψευτιές.
Την προηγούμενη της εξέτασης, σαν καλονύχτωσε, μη φανερωθούν οι "μηχανορραφίες" τους, έπεψε μήνυμα ο πρόεδρος τον Ιγνάτιο και τον Αρτέμη πως τους θέλει. Έπρεπε να κουβεντιάσουν τις ερωτήσεις που θα έκαμε ο δάσκαλος, τις απαντήσεις που θα έδινε εκείνος, να είναι σίγουροι για το "έργο" τους. Έκαμαν κάμποσες πρόβες, να χαλιέται ο Ιγνάτιος που έδειχνε "ξύλο απελέκητο" ο Αρτέμης, μα τι να έκαμε; Γιομάτος υποχρεώσεις στον πρόεδρο, δεμένα είχε τα χέρια του, να νιώθει τώρα πως πηγαίνει "αμνός άμωμος" στη σφαγή.
Όμως ο παιδεμός του Ιγνάτιου, δεν είχε να κάμει μονάχα με την απαιδευσιά του Αρτέμη, πώς να τον φέρει στα "νερά" του, να απαντήσει κατά τις οδηγίες του, να πετύχουν τον σκοπό τους. Είχε και άλλη έγνοια ο Ιγνάτιος, αφού κάτεχε πως ο άλλος υποψήφιος ήταν "αναμμένο σπίρτο", εύκολα θα απαντούσε σε όλα τα ρωτήματά του, να "χαλάσει η δουλειά", να χάσει τη θέση ο Αρτέμης. Μπρος στο πλήθος γινόταν η εξέταση, δεν μπορούσαν να στηθούν παρατυπίες, όλο το πλήθος να νιώσει το "έλλειμμα" του Αρτέμη, την "πληρότητα" του αντιπάλου. Ώρες έψαχνε ο Ιγνάτιος να στήσει "μηχανές", να μείνει ο Αρτέμης στον "αφρό", ο αντίπαλος στον "πάτο".
Πάνω στον πυρετό του, στις αγωνίες που γίνονταν θηλιά να τον πνίξουν, πάνω στη σαστιμάρα του, πήγαινε να καλοκαθίσει στην κεφαλή του μια ιδέα, να τη βρίσκει πως μπορεί να "περπατήσει". Θα έκαμε τέτοια ρωτήματα στον άλλον υποψήφιο, οι ενδεχόμενες σωστές απαντήσεις να δείχνουν λαθεμένες. Έμπαινε τώρα ο Ιγνάτιος στον δρόμο που γύρευε να πορευτεί, να γυρεύει ρωτήματα, να αισιοδοξεί πως θα φτάσει στη λύση, να νιώθει λεύτερος από στενωσιές.
Ξημέρωσε η μέρα, μαζώχτηκε το πλήθος στην πλατεία, κάμποσοι να κάμουν χάζι με τούτο που λογάριαζαν πανηγύρι. Στήθηκαν μπρος στην Επιτροπή οι υποψήφιοι δάσκαλοι, όλα να είναι έτοιμα να αρχίσει η διαδικασία της επιλογής. Κάλεσε η Επιτροπή τους δυο υποψήφιους, Δικέλλα Αρτέμιο του Πολύδωρα και Φιλοσοφίδη Κλεόπα του Αγάπιου, και άρχισε η εξέταση.
Πρώτος πήρε το λόγο ο πρόεδρος, που μονάχα το Δημοτικό κατάφερε να τελειώσει και ρώτησε τον Αρτέμη πράματα της καθημερινότητας και ο παπάς ζητήματα από τα θρησκευτικά. Πήρε το λόγο και ο Ιγνάτιος, να κάμει ερωτήσεις, εκείνες που κουβέντιασαν την προηγουμένη μέρα κρυφά. Απάντησε σε όλες με άνεση, με σιγουριά, να δείχνει πως κατέχει τη δουλειά του που πήγαινε να κάμει. Ακολούθησαν φωνές και χειροκροτήματα από το ακροατήριο, κι ας μην κάτεχε εκείνο αν οι απαντήσεις ήταν σωστές. Η Επιτροπή συμφώνησε πως ο Δικέλλας Αρτέμιος απάντησε σωστά, πουθενά δεν έσφαλε, να ετοιμάζεται να συνεχίσει με τον δεύτερο υποψήφιο.
Σαν ησύχασε το πλήθος, πήρε τη θέση μπρος στην Επιτροπή ο Φιλοσοφίδης Κλεόπας. Έκαμαν και σε αυτόν τις απλές ερωτήσεις τους ο πρόεδρος και ο παπάς, σαν ήρθε η σειρά του τρίτου της Επιτροπής, του Ιγνάτιου, ρώτησε τον εξεταζόμενο.
--- Πείτε μου, κύριε Φιλοσοφίδη, τι σημαίνει η φράση: «ουκ επίσταμαι;»
--- Δεν ξέρω, απάντησε, σίγουρος για εκείνο που έλεγε.
--- Κύριε Φιλοσοφίδη, συνέχισε ο Ιγνάτιος, τι σημαίνει η φράση: «ουκ οίδα»;
--- Δεν ξέρω, κύριε, είπε με την ίδια βεβαιότητα, να δείχνει να πατά γερά στα πόδια του.
--- Ακόμα μια ερώτηση, άλλη δεν έχω. Τι σημαίνει η φράση: «ου γινόσκω;»
--- Δεν ξέρω, απάντησε ο Φιλοσοφίδης γιομάτος περφάνια, που δε σκόνταψε πουθενά.
Σαν τέλειωσε η εξέταση του Φιλοσοφίδη Κλεόπα και από τη μεριά του Ιγνάτιου, γύρισε στα άλλα μέλη της Επιτροπής, μα και στο πλήθος, και είπε.
--- Ακούσατε, κύριοι της Επιτροπής και εσείς συγχωριανοί, ο κύριος Φιλοσοφίδης Κλεόπας, ο υποψήφιος δάσκαλος, απάντησε και στις τρεις ερωτήσεις μου, «δεν ξέρω!» Μπορούμε να τον πάρουμε ως δάσκαλο στα παιδιά μας;
Τόσο η Επιτροπή, όσο και το πλήθος, που δεν καταλάβαιναν πως ο Φιλοσοφίδης απάντησε σωστά και στις τρεις τελευταίες ερωτήσεις, φώναξαν όλοι με μια φωνή: «... όχι, όχι, αυτός δε μας κάμει, θέλουμε τον Δικέλλα. Εκείνος θα μάθει σωστά γράμματα στα παιδιά μας! Άξιος ο Δικέλλας!»
Έκαμε σύντομη συνεδρίαση η Επιτροπή, η θέση του δασκάλου να δοθεί στον Αρτέμιο.
--- Λυπούμεθα όλοι μας, κύριε Φιλοσοφίδη, συνέχισε εξ ονόματος της Επιτροπής και του πλήθους ο Ιγνάτιος, μα χάσατε, δεν προσλαμβάνεστε. Τούτη είναι η απόφαση όλων. Ακούσατε και την κριτική Επιτροπή, μα και το πλήθος που παρακολουθεί τη διαδικασία.
--- Μα… πού έκαμα λάθος; Ρώτησε ο Φιλοσοφίδης γεμάτος απορία και ταραχή μαζί.
--- Λυπούμεθα, επανέλαβε με ένα στόμα η Επιτροπή. "Φωνή λαού, φωνή Θεού", συνέχισε με στόμφο ο Ιγνάτιος, να μείνει με ανοιχτό στόμα ο Φιλοσοφίδης, να χάνεται σε πλήθος εφιάλτες.
Έτσι, με τα "μέσα" και τις πονηριές, έγινε δάσκαλος ο Αρτέμης, να βασιλεύει στις γιορτές και στα πανηγύρια, με τον πρόεδρο και τον παπά να βρίσκεται στην πρώτη σειρά.
Από την πρώτη μέρα πήρε στα χέρια του ο Αρτέμης όλα τα καθήκοντα και τις τιμές του δασκάλου, στη στιγμή να ανέβει κάμποσα μπόγια ψηλότερα, να μην κατέχει ο Πολύδωρας πώς να βολέψει τόσες βολές. Αφού παρέδωσε χαρτιά και σφραγίδες ο Ιγνάτιος στον Αρτέμη, του ευχήθηκε καλή σταδιοδρομία, αν και πίστευε πως με την αγραμματοσύνη του θα περνούσε σε μεγάλες περιπέτειες.
Δάσκαλος πια ο Αρτέμης, πέρα από τα καθήκοντα του δασκάλου έπαιρνε και την υποχρέωση να εκφωνεί τους επικήδειους στους αποθαμένους. Τούτη ήταν άλλωστε μέσα στις υποχρεώσεις του νέου δασκάλου, κατά τη συνήθεια του τόπου. Πιο πολύ στους «επικήδειους λόγους» λογάριαζαν οι χωρικοί, λιγότερο στα γράμματα που θα μάθαιναν τα παιδιά τους, και αν ήταν καλός ομιλητής, ήταν καλός δάσκαλος.
Τούτη η δουλειά, οι «επικήδειοι λόγοι», κατά τους νόμους της Πολιτείας δεν ήταν μέσα στις υποχρεώσεις. Για τον Επιθεωρητή, που θα ερχόταν για έλεγχο του δασκάλου, στάλα δε θα μετρούσαν οι «επικήδειοι λόγοι», μονάχα η εκπαιδευτική του πληρότητα. Η γνώση του αντικειμένου, η παιδαγωγική κατάρτιση, η μεταδοτικότητα και άλλα, αυτά θα μετρούσαν, τούτα θα τον στερέωναν στη θέση του. Λιγοστές οι απαιτήσεις των χωρικών, λιγοστά τα ενδιαφέροντα των μαθητών, οι Αρχές του τόπου όλοι δικοί του, μονάχα ο Επιθεωρητής έμενε "αντίπαλός" του.
Σε τούτη τη δυσκολία ήρθε ξανά η τύχη να παρασταθεί στον Αρτέμη, να λες πως οι καλομοίρες τον είχαν πάρει από γεννησιμιού του με πολλές συμπάθειες. Θυμήθηκε, λοιπόν, η Παρθένα, η μάνα του Πολύδωρα, γιαγιά του Αρτέμη, τις εξυπηρετήσεις που έκαμε στον Επιθεωρητή σαν εκείνος ήταν νέος δάσκαλος. Η καλή της καρδιά, σαν τον θωρούσε νιο παλικάρι, άπραγο με τις δουλειές του σπιτιού, του μαγείρευε, του καθάριζε το σπίτι, του έπλενε κιόλας τα ρούχα, να τον λευτερώσει από τούτες τις έγνοιες. Τίποτε δε γύρευε η Παρθένα από τον "δασκαλάκο", όπως τον έλεγε χαϊδευτικά, μονάχα να λογαριάζει, αν τύχαινε ο γιος της να βρεθεί στις ξενιτιές μονάχος, να έχει κάποια να του παρασταθεί. Μπορούσε σήμερα ο Επιθεωρητής να ξεχάσει τη βοήθεια που του προσφέρθηκε τότε δίχως υπολογισμούς! Άλλωστε, της είχε ορκιστεί πως ποτέ δε θα ξεχάσει τούτες τις εξυπηρετήσεις, πως θα νιώθει αιώνια υποχρεωμένος, να γυρεύει πάντα τρόπο να ξεπληρώσει τις καλοσύνες της. «… μάνα μου σε λογαριάζω, κυρά Παρθένα», έλεγε και έδειχνε να το πιστεύει, «πέρα από σένα, σιμά της δε βάζω άλλη, να σε βλέπει από πάνω από τους ουρανούς, να χαίρεται που δεν περνώ από στενωσιές», επέμενε, να δείχνει να το εννοεί. Ποτέ δε λογάριαζε η γιαγιά Παρθένα πως θα χρειαζόταν τη βοήθειά του, μα να, τώρα που ο εγγονός της έγινε δάσκαλος, ήταν καιρός να ξοφλήσει εκείνος, κατά τα παλιά μολογημένα, το χρέος του. Σιμά στους άλλους, κάτεχε η γιαγιά Παρθένα του εγγονού της το έλλειμμα στο μυαλό, να περάσουν σαν αστραπές πάνω της οι καλοσύνες που έκαμε στον δάσκαλο τότε, τώρα Επιθεωρητή, κύριο Οικονομίδη. Βιάστηκε να ανταμώσει μαζί του, να λογαριάζει πως είναι ώρα να πλερωθεί η παλιγκαιρινή της καλοσύνη.
Όλα έγιναν κατά τις βουλές της γιαγιάς Παρθένας, τις βολές του Αρτέμη, του εγγονού της.
Σαν την είδε στην υπηρεσία ο κ. Οικονομίδης, σηκώθηκε από το γραφείο του να την υποδεχτεί, να πηγαίνει τάχα να παραπονεθεί πως τον είχε εκείνη ξεχασμένο. Έκαμαν κουβέντες για τους παλιγκαιρινούς χρόνους, δάκρυσε στα αλήθεια μια φορά ο κ. Επιθεωρητής με τούτες τις αναμνήσεις. Έκαμαν και άλλες κουβέντες συναμεταξύ τους, όλες μακριά από τις καθημερινές χρείες, να προσέχει η γιαγιά Παρθένα να μένει έξω από εκείνο που τη βίαζε, που της έκαιγε τα σωθικά. Έκαμε, τέλος, εκείνη να τον αφήσει και να φύγει, μα σαν πήγαινε να ανοίξει την πόρτα του γραφείου, στην τύχη τάχα, ανέφερε το όνομα του εγγονού της, δασκάλου πια της Αραβησσού.
Δίχως να το ζητήσει ο κ. επιθεωρητής, ξανακάθισε στην καρέκλα της η γιαγιά Παρθένα, να δείχνει πως γυρεύει να μείνουν μια στάλα στον δάσκαλο της Αραβησσού. Παμπόνηρη η γιαγιά Παρθένα, δε θα του γύρευε χάρες, μονάχα να φανερώσει στον νεαρό δάσκαλο τα μυστικά της τέχνης, να τον συμβουλέψει να πετύχει στο έργο του. Οι κουβέντες της δεν είχαν τελειωμό, όλες να πηγαίνουν να "στηρίξουν" τον νέο δάσκαλο, να πάει μπροστά ο τόπος.
Βέβαια κάτεχε ο επιθεωρητής του Δικέλλα Αρτέμη τις προκοπές, τις ανημποριές στα γράμματα, μα εκεί θα έμενε; Μονάχα τούτος ήταν αγράμματος, σε τούτον θα στηριζόταν η δόξα της Χώρας! «… κομμάτια να γίνει», μονολόγησε σαν έμεινε μονάχος, «μήτε εγώ μήτε εκείνος θα γίνουμε εμπόδιο στη σωτηρία του έθνους! Αν έχει χρείες η πατρίς, ας τη σώσει κάποιος άλλος. Μπόλικοι φαντάζουν σωτήρες, ας πάρουν εκείνοι τους επαίνους, να μείνω εγώ στις χαμηλές βολές».
Με τούτη την απρόσμενη τύχη πορευόταν ο Αρτέμης, να νιώθει πια πως έχει «καλά δεμένο τον γάιδαρό του», αφού ένιωθε να έχει "μπαλωμένο" και τούτον τον χώρο.
Και με τούτη την ανάπαψη που περνούσε πάνω του ένιωθε πως μπορούσε να ασχοληθεί περισσότερο με το έργο των επικήδειων, έγνοια πρώτη στους χωρικούς, δεύτερη η μόρφωση των παιδιών. Ο Αρτέμης πορευόταν με τη συνήθεια της μάνας του, να βιάζεται να τον κάμει άντρα, τα έχει της καρδιάς όλα αντρικά να δείχνουν. Στάλα δεν τον άγγιζε ο τρόμος που πλάκωνε σε μεγάλους και μικρούς με τη θέα του αποθαμένου, αφού, από παιδί και έφηβο, τον είχε μυήσει σε τούτη την ιδέα. Μήτε τους νεκρούς μήτε τον χάρο φοβόταν, να κάμουν χάζι, μάνα και γιος, που χαλιόνταν οι άλλοι σαν ιστορούσαν τις τελευταίες στιγμές εκείνων που έπαιρναν τον "ανήφορο".
Με τον καιρό, ο Αρτέμης, με όλα τούτα που έβλεπε και φανταζόταν, έγινε μεγάλος παραμυθάς, να λέει ιστορίες με τις βολές και τις χρείες εκείνων που τους άφησαν χρόνους. Έλεγε πως παρουσιάζονταν τάχα στα όνειρά του οι αποθαμένοι, πως κουβέντιαζε μαζί τους, να φέρνει ακόμα τις παραγγελιές εκείνων στους δικούς τους. Μάθαινε κάποια μυστικά της φαμελιάς, τα μπόλιαζε κατά πως βόλευαν στην περίσταση, να στήνει ιστορίες από το τίποτε, να πηγαίνει να ανταμώσει με τους συγγενείς. Έτσι, δίχως να το καταλαβαίνει στην αρχή, πήγαινε να σιάξει τον κόσμο, να μη γίνονται αδικίες και προσβολές. Λιγόστευαν θαρρείς οι αδικίες στο χωριό, αφού ο αποθαμένος, για να ησυχάσει εκεί πάνω, έπρεπε να κάμει πέρα στα άδικα και στα άπρεπά του όταν ζούσε. Τούτη τη δουλειά, τώρα που ήταν "φευγάτος", έμενε στους ζωντανούς, αυτοί να μπουν μπροστά, να διορθώσουν τις ασχήμιες, να αναπαυτεί η ψυχή του. Δε γινόταν να μη νοιάζονται οι ζωντανοί για τους αποθαμένους τους, θα πέθαιναν και αυτοί, θα είχαν τις χρείες εκείνων που έμεναν πίσω.
Δάσκαλος της Αραβησσού πια ο Αρτέμης, για τα γράμματα που μάθαιναν οι μαθητές του δεν πολυσκοτιζόταν, γιατί και οι γονέοι τους στάλα δε νοιάζονταν για τούτο. Μονάχα πώς να πάρουν αυτά το Απολυτήριο του Δημοτικού Σχολείου, να το βάλουν σε ακριβή κορνίζα, να έχουν να το δείχνουν, να περφανεύονται πως το παιδί τους είναι μορφωμένο. Δεν είχαν άλλες φιλοδοξίες, μα και να είχαν, ποιος θα έμπαινε σε τέτοια έξοδα, να πάει το παιδί στην πόλη να σπουδάσει; Έπειτα, χρειάζονταν εργατικά χέρια, να παρασταθούν στις χρείες των γονέων, να ανασάνουν από τα πολλά βάρητα εκείνοι. Ήταν και κάτι άλλο, αυτό να μετρά πολύ στην απόφασή τους, να έχουν σιμά τα παιδιά τους, να τα προσέχουν με τους κινδύνους που περίσσευαν τάχα στις πολιτείες. Και μια άλλη ιδέα, βεβαιότητα μάλλον, είχε καλοκαθίσει στις καρδιές των χωρικών, κανείς να μην μπορεί να την κάμει πέρα, μήτε ο πρόεδρος μήτε ο παπάς. Πίστευαν, πως στου μορφωμένου την κεφαλή έχει φωλιάσει για τα καλά ο βελζεβούλης, άλλη έγνοια να μην έχουν αυτοί, μονάχα τη βολή τους να λογαριάζουν, να μη χαλιόνται τάχα με τον χαλασμό του άλλου. Μόνοι τους θα έβγαζαν τα μάτια τους; Τι είχε το χωριό, τι είχε η δουλειά τους; Καλά δεν περνούσαν με τη φτώχια και τη μιζέρια τους, γιατί να ζητούν τα παραπάνω; Κάποιοι όμως, που το μυαλό τους ίσως έκοφτε λίγο παραπάνω, που δεν υπολήπτονταν τη δουλειά του δασκάλου, έλεγαν περιπαιχτικά: «… τούτα τα παιδιά παγαίνουν στο σκολειό μοσχάρια και γυρίζουν βόδια». Άλλοι, περισσότερο δηκτικοί, τόνιζαν με παρρησία ειδικού: «… αν ήτανε να τα στέλνουν μοσχάρια, να γυρίζουν βόδια, τούτο σημαίνει πρόοδο, κάτι ωφελούνται οι κύρηδές τους, μα λαθεύουν, γιατί τούβλα τα στέλνουν, πλεθιά να γυρίζουν, παρακατιανό πράμα πάει να πει!»
Πέθανε κάποιος στο χωριό και τα μάτια όλων στράφηκαν στον Αρτέμη. «… τώρα θα δείξει τι αξίζει, πόσο καλός δάσκαλος είναι», έλεγαν και το μυαλό τους πήγαινε στον επικήδειο. Το μυαλό τους πήγαινε και στον Ιγνάτιο, τον παλιό δάσκαλο, που τα έλεγε όμορφα, που ξεκούραζε αποθαμένους και ζωντανούς με κείνα που φανέρωνε. Θα συνέχιζαν άραγε οι μοίρες να κανακεύουν τον τόπο τους, να έχουν καλό δάσκαλο, να κάμει δηλαδή καλούς επικήδειους; Ξεχνούσαν πως στο διαγωνισμό τα πήγε καλά, σήμερα θα έδειχνε πόσα δράμια έχει η οκά, τούτη θα ήταν η πραγματική εξέταση. «… αν ο δάσκαλος δεν κατέχει πώς να σταυρώσει μια-δυο καθώς πρέπει κουβέντες για τον αποθαμένο μας, τι να τον κάμουμε; Τούτος δεν αξίζει έναν παρά, να φύγει, μας πρέπει καλύτερη τύχη», συνέχιζαν, να εύχονται μη λάθεψαν που τον έκαμαν δάσκαλό τους.
Τέλειωσε ο παπάς με κείνα που είχε να διαβάσει, ποιος νοιαζόταν άλλωστε για εκείνα που έγραφαν τα κιτάπια του! Ανέβηκε στο βήμα ο Αρτέμης με παρρησία, πουθενά να μη σκοντάφτουν οι σκέψεις του, να δείχνει να έχει τα κουμάντα στην καινούρια του δουλειά. Αυτή μετρούσε μπρος στο πλήθος, σε τούτη ήταν όλες οι έγνοιες του Αρτέμη μαζωμένες. Έδειχνε να έχει πάρει τον αγέρα, ανέβαινε στον άμβωνα με περισσά θάρρητα, θαρρείς και είχε πάρει τον αγέρα από παλιά.
Ούτε μια φορά δεν κόμπιασε, ούτε μια φορά δε λάθεψε, ούτε στα ονόματα, ούτε στα παινέματα, όπως γινόταν κάποιες φορές με τον Ιγνάτιο. Κάμποση ώρα φανέρωνε τα χαρίσματα του αποθαμένου, να βεβαιώνει όλους πως την τύχη του γέρο Τράφηκα λίγοι την έχουν, αφού οι καλοσύνες του, η απλοχεριά του, έμπαιναν μπρος από όλους. Και στην εκκλησιά πόσα τάματα δεν έκαμε, οι αγιογραφίες όλες από αυτόν πλερωμένες, να μην το κατέχει μέχρι σήμερα κανείς! Οι φτωχοί και οι αδύναμοι, πόσα και πόσα έχουν να μολογήσουν, να ανασαίνουν από τους σταυρούς που έπεσαν πάνω τους! Πού έβλεπε αδυναμία, ο αποθαμένος γέρος, και ανέχεια και αρρώστιες, να μην τους συντρέχει; Όλοι τούτοι που είδαν καλό από την καρδιά του, όλοι τούτοι είναι απαρηγόρητοι, μα μέσα στη δυστυχία τους προσεύχονται για την ψυχή του, να τον στέλνουν ίσα στον παράδεισο. Και για την πατρίδα λίγα έχει καμωμένα; Γι αυτόν θα γράψει με χρυσά γράμματα η ιστορία, να μείνει το όνομά του ζωντανό στους αιώνες, να δοξάζεται και το χωριό μας. Να, λοιπόν, ποιος ήταν ο αποθαμένος, να το κρύβει, ταπεινός καθώς ήτανε.
Και στους άλλους νεκρούς παρόμοια λόγια έλεγε, τα παινέματά του να μην έχουν τέλος, να αλαφρώνει το πένθος, να χαίρεται η φαμελιά του αποθαμένου, να ανασάνει τούτη τη δύσκολη την ώρα. Με τούτες τις ομιλίες, θαρρείς και έπαιρνε λευτερωτική ανάσα ο τόπος, αλαφρύτερη να φανερώνεται η σκιά του χάρου πάνω στο πλήθος, η ζήση να έχει τον πρώτο λόγο.
Χαίρονταν οι χωρικοί που είχαν τέτοιον δάσκαλο, γιατί σαν θα ερχόταν και η δικιά τους σειρά θα είχαν ποιος να τους λιβανίσει, κι ας ήξεραν πως πολλές ψευτιές φανερώνονταν τούτη την ώρα.
Όλο το χωριό, και εκείνοι ακόμα που δεν είχαν σε υπόληψη τον Αρτέμη και εκείνοι που δεν πολυσκοτίζονταν για τον αποθαμένο, όλοι ήταν ενθουσιασμένοι με κείνα που αράδιαζε μπρος τους και γιόμιζαν την εκκλησιά. Τα λόγια του Αρτέμη ξεπερνούσαν σε ομορφιά και δύναμη εκείνα του Ιγνάτιου, να λογαριάζουν πως τούτος στέκει σε ψηλότερο από εκείνον σκαλί. Και το έλλειμμα, που έλεγαν καμπόσοι πως τάχα είχε μέσα στην τάξη, το συμπλήρωνε και το ξεπερνούσε με κείνα που έλεγε στην εκκλησιά, να φανερώνεται πρώτος τεχνίτης.
Είχε "ξεχασμένο" το σχολείο ο Αρτέμης, έτρεχε σε μεγάλες βιβλιοθήκες να διαβάσει γνώμες ειδικών πάνω στους επικήδειους, να ανοίξει περισσότερο τα φτερά του, να ανέβει ακόμα ψηλότερα. Γύρευε να σιγουρέψει τη θέση του ως δασκάλου, γιατί δε σταμάτησαν οι ψιθυριστές να κυκλοφορούν φήμες πως με πονηριές πήρε τη θέση του δασκάλου. Οι δημοτικές εκλογές δεν αργούσαν και ο αντίπαλος του δικού του προέδρου έλεγε: «... θα εξετάσωμεν την υπόθεσιν εις βάθος, εις όλα τα μήκη θα ερευνήσωμεν την υπόθεσιν. Ευαγγελιζόμεθα την αλλαγήν εις την πολιτικήν και εις την κοινωνικήν ζωήν. Εάν αι κατηγορίαι αποδειχτούν αληθείς, θα αποκαταστήσωμεν την νομιμότηταν. Ισοτιμίαν ζητώμεν, ουδείς εκπαραθυρωμένος. Εις την πρώτην γραμμήν αι αξίαι, αύται αι προτεραιότηται ημών. Με τούτην την κρίση, ζητώμεν με παρρησίαν την ψήφον σας, με τούτην την βουλήν οραματιζόμεθα το μέλος. Σύνθημά μας: ανόρθωσης των ηθών».
Βέβαια, ο αντιπολιτευόμενος υποψήφιος, δεν κάτεχε τα νοήματα των λεγομένων του, μα τι σημασία είχε; Αφού ο "διανοούμενος" από την πόλη, εκείνος που του έγραψε στο χαρτί τι να πει, κάτεχε το νόημα, αυτόν τι τον έκοφτε; Του είχε εμπιστοσύνη, για τις φανφάρες πληρωνόταν εκείνος, για να κάμει εντύπωση ο πολιτικός γινότανε όλο το "καλαμπαλίκι", λίγο ήταν αυτό!
Μπρος σε τούτη την απειλή έβαζε τα δυνατά του ο Αρτέμης, να μένουν ευχαριστημένοι οι χωρικοί με τους βαθμούς που έβαζε στα Απολυτήρια των παιδιών τους, να ησυχάζει.
Όταν κάποτε βρέθηκε την Αραβησσό ο υπουργός Γεωργίας να επιθεωρήσει ένα αρδευτικό έργο, ο πρόεδρος τον παρουσίασε όλο περφάνια, να γελούν και τα μπατζάκια του ακόμα.
--- Υπουργέ μου, ο Αρτέμιος Δικέλλας, ο δάσκαλος του χωριού, είναι τέκνο του τόπου μας, με τα έργα που φανερώνει λογαριάζεται τρανός. Μας έκαμε όλους περήφανους, να καμαρώνουμε που είναι ο δάσκαλός μας. Το όνομά του είναι γνωστό σε όλα τα γύρω χωριά, μα και στην πόλη. Και για την κυβέρνηση εργάζεται, κι ας μη φαίνεται τούτο στους πολλούς, ταπεινός καθώς είναι.
Έγειρε το κορμί του ελαφρά μπρος ο Αρτέμης και άπλωσε το χέρι να χαιρετήσει τον υπουργό.
--- Εσύ δεν είσαι που γράφεις επικήδειους; Ανέγνωσα ομιλίες σου που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα "Νέοι Ορίζοντες". Μου άρεσαν! Ορθώς πορεύεσαι, συνέχισε το όμορφο έργο σου, χρήσιμος να αποδειχτείς διά την κοινωνία μας!
--- Δημοσιεύτηκαν και στον τύπο; σιγοψιθύρισε ο Αρτέμης, ταπεινά τάχα, έτοιμος να πέσει κάτω, πρώτα από περφάνια, ύστερα από συγκίνηση.
--- Μπράβο, νεαρέ μου, συνέχισε ο υπουργός, ο πολιτισμός να πηγαίνει και εις το τελευταίον χωρίον.
--- Κύριε υπουργέ… τόλμησε να πει ο Αρτέμης και έψαχνε στήριγμα να κρατηθεί, μην πέσει.
--- Τι λέει η Εθνική μας Κυβέρνησις! τον έκοψε ο υπουργός. "... κάθε πόλις και Στάδιον, κάθε χωριό και Γυμναστήριον"! Πολιτισμός τα Στάδια, πολιτισμός τα Γυμναστήρια, μα πολιτισμός και οι επικήδειοι. Συγχαρητήρια, νεαρέ μου. Θα ομιλήσω εις τον κ. Επιθεωρητήν Εκπαίδευσης διά σε. Είσαι χρήσιμος διά την Εθνικήν μας κυβέρνηση, μείνε, νεαρέ, εις τας επάλξεις.
--- Τι θάρρεψες, υπουργέ μου, μπήκε στη μέση ο πρόεδρος, εμείς θα μείνουμε πίσω; Μήτε Στάδιο μήτε Γυμναστήριο έχουμε, μα έχουμε άνθρωπο να ανοίγει ξεκούραγο δρόμο για τον αποθαμένο μας. Έτσι, ορφανό και άστεγο, ξεβράκωτο θα τον στείλουμε στον απάνω κόσμο!
--- Μπράβο, μπράβο, επανέλαβε ο υπουργός και συνέχισε το δρόμο του. Καμιά κουβέντα για το Σχολείο, για τις ανάγκες του, για την πρόοδο των μαθητών, τις φιλοδοξίες των χωρικών.
Τι ήταν τούτη η κουβέντα που έκαμε ο Αρτέμης με τον υπουργό; Ούτε στα πιο προχωρημένα του όνειρα δε φανταζόταν, όχι μονάχα να αγγίξει υπουργό, μα και να στήσει μαζί του κουβέντες. Και εκείνο που είπε, "... διάβασα στην εφημερίδα δυο επικήδειους λόγους σου"», μονολόγησε, «πού το βάζεις; Να διαβάσει υπουργός τους επικήδειους λόγους μου, να μιλήσει γι’ αυτούς, τούτο σημαίνει πως του άρεσαν πολύ!» «... δε θα έκαμε κουβέντα ο υπουργός», συνέχισε και έλιωνε από περφάνια, «αν δεν τον ενθουσίαζαν τα λεγόμενά μου! Μην αξίζει η δουλειά μου περισσότερο από εκείνο που λογαριάζω; Άλλωστε, εκείνα που φανερώνω μπρος στον αποθαμένο, δεν είναι μονάχα για τους χωριάτες, μα και για εκείνους που στέκουν σε ψηλότερα σκαλιά. Μήπως χαραμίζομαι σε τούτο το παλιοχώρι, μήπως πρέπει να ανοίξω τα φτερά μου για την πόλη, μην πάγει χαμένη η αξία μου;» «… και εγώ που έδειχνα μόνιμα υποχρεωμένος στον πρόεδρο, οι μετάνοιες μου να μην έχουν τελειωμό, να μου πονά η μέση με τόσες υποκλίσεις!», μουρμούρισε και έλεγε να αλλάξει τροπάρι.
Με τούτες τις κρίσεις περνούσε στις φλέβες του καινούριος αγέρας, ανέβαινε ψηλότερα και από τον έβδομο ουρανό, εκεί να λογαριάζει να κάμει το γιατάκι του. Από εκεί πάνω πια να θωρεί χωριά και πόλεις, χωριάτες και αστούς, να τυραγνιέται με τη σκέψη με ποιους να πάει να στήσει μουχαμπέτια. Να μείνει στον τόπο του, να προσκυνά τον πρόεδρο, να νταντεύει μέρα και νύχτα τους χωριάτες; Να πάει στην πόλη, να φανερώσει όλες τις δυνάμεις του, τον πλούτο που περίσσευε στην κεφαλή του, να έχει πιο ανοιχτούς ορίζοντες; Τι να κάμει; Λίγο ήθελε να φύγουν τα μυαλά από τη θέση τους, να χάσει πόλεις και χωριά, να μην μπορεί να ματαβρεί το χωριό του.
Πέρασαν τούτες οι μέρες με φουρτούνες πρωτόγνωρες για τον Αρτέμη, γιατί δεν έλεγε η ζυγαριά της καρδιάς του να σταθεί κάπου, να δει τι πρέπει να κάμει. Να παρατήσει το χωριό; Να μείνει στον τόπο του, να ανακατώνεται με τους χωριάτες, με τούτους τους αγροίκους να έχει αλισβερίσια;
Μέρες και νύχτες περνούσε με τούτα τα ρωτήματα, να μη λέγει η καρδιά του να πάει να αναπαυτεί, μήτε σε τούτη μήτε σε κείνη τη μεριά.
Πάνω σε τούτον τον παιδεμό, πέθανε κάποιος φίλος του προέδρου, να ρίξει όλο το βάρος στην οικογένεια του αποθαμένου, μα και στον πρόεδρο, που του είχε μεγάλη υποχρέωση. Με τούτο πήγαινε να μισοξεχάσει το δικό του πρόβλημα, όλη η έγνοια στον αποθαμένο να στέκει. Πέρασε ακόμα λίγος καιρός και έκαμε συμφωνία με τον εαυτό του να μείνει στη σιγουριά του τόπου του, μην περάσει σε περιπέτειες. Για να στηρίξει περισσότερο την απόφασή του, πήγαινε να κάμει φανερές πια κουβέντες με τον εαυτό του: «… θα αφήσω τον τόπο μου ορφανό, θα πάγω να γιατρέψω άλλους, άγνωστο κόσμο να αναπαύω; Πού είναι το φιλότιμο που πρέπει να δείξω στον τόπο που με ανέστησε! Κιοτής είμαι, "ρίσπαψις" θα φανερωθώ, να μη σκιάζομαι για τις χρείες του τόπου, τη βολή μου μονάχα να γυρεύω!»
Με τούτες τις κουβέντες, πήγαινε να φέρει τα "πράματα" στις ισάδες, να ησυχάζει, να βρίσκει τα ζύγια του, να αναπαύονται τα μέσα του. Με τούτες τις κουβέντες, πήγαινε να σιγουρέψει τη θέση του, μην περάσει σε στενωσιές, να χαλιέται με πλήθος τυράγνιες, να χάνει "... τα αυγά και τα καλάθια". Άρχοντας θα συνέχιζε να λογαριάζεται στον τόπο του, να τον υπολήπτονται ακόμα και κείνοι που κάτεχαν τα ελλείμματά του. Μπορεί παλιότερα να τον κακόπαιρναν κάμποσοι, μα σήμερα, σήμερα που κάτεχαν την ικανότητά του στους επικήδειους, τον έστηναν στα ψηλώματα, "πράμα πρώτο" να μετριέται, σιμά του να μη φτουρά άλλος.-

Ι.Κ.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: