Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2022

Διηγήματα Ζ΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού (6)


 Γ΄ έπαινος

Κόκκινο ρόδι  

Προφητηλιώτη Ευαγγελία 

Η νύχτα μύριζε γιασεμί. Με τις μπαλκονόπορτες ανοιχτές και τις σίτες για ασπίδα από τα κουνούπια, ήταν άλλο ένα όμορφο βράδυ του Σεπτεμβρίου. Είχε ζέστη αρκετή και ένα απαλό αεράκι που σου χάιδευε τα μαλλιά, ενώ από μακριά έρχονταν χαρούμενες φωνές από παρέες που πήγαιναν στο λιμάνι για διασκέδαση. Πέρασε από μπροστά μου, ρίχνοντας μου μια γλυκιά ματιά και κάθισε στο μπαλκόνι να ξεκουραστεί μετά από μια κουραστική και δύσκολη βάρδια στην δουλειά. Ήταν απογευματινή και την άλλη μέρα πρωινή. Πόσο πολύ θα ήθελε και αυτή να βγει έξω για ένα ποτάκι να χαλαρώσει, αλλά που τέτοια τύχη. Αρχικά δεν πήγαινε το σώμα της, είχε κάτσει στην καρέκλα και δεν έλεγε να κουνηθεί από την κούραση και έπειτα με ποιον να βγει αφού ο αρραβωνιαστικός της είχε φύγει για τριήμερο στην πρωτεύουσα, για να παρακολουθήσει έναν αγώνα από την αγαπημένη του ομάδα. Πώς να του το αρνηθεί να μην πάει, ένα χόμπι είχε και αυτός. Πάντα έδειχνε κατανόηση η Αληθινή, πάντα καταλάβαινε. Άλλωστε έπρεπε να ξυπνήσει την άλλη μέρα στης έξη το πρωί για να πάει ξανά στην δουλειά. Μια χαρά ήταν και στο σπιτάκι της. Είχαν νοικιάσει ένα όμορφο καινούργιο διαμέρισμα με τον Παντελή, κέντρο απόκεντρο κοντά στην αγορά και στο λιμάνι αυτού του υπέροχου νησιού. 

        Αγόρασαν και έπιπλα σε μοντέρνα γραμμή που αρμόζουν στα νέα ζευγάρια, σε αποχρώσεις άσπρο και γκρι. Λίγες πινελιές σε κόκκινο χρώμα υπήρχαν στο σαλόνι τόσο μικρές αλλά εξίσου όμορφες. Ένα αυτοκινητάκι αντίκα στα ράφια πάνω από την τηλεόραση, δυο μαξιλάρια στον γωνιακό καναπέ, ένα πήλινο ρόδι για γούρι, το αγαπημένο της, πάνω στην τραπεζαρία και ένας μεγάλος πίνακας με δυο ανθισμένα κλαδιά κερασιάς ζωγραφισμένα στην μέση, έργο της Αληθινής, που λάτρευε την ζωγραφική, την ηρεμούσε. Μόλις έπιανε τα πινέλα και τις μπογιές της ταξίδευε σε έναν άλλον κόσμο, τον δικό της, σε άγνωστους προορισμούς με όμορφα τοπία με θέα, σαν την θέα που είχε μπροστά της. 

        Το μπαλκόνι της από την μια πλευρά έβλεπε το βουνό, που το χειμώνα γινόταν άσπρο από τα χιόνια και από την άλλη πλευρά έβλεπε την θάλασσα, όχι πολύ, αλλά της έφτανε για να καταλάβει αν φυσάει στην παραλία, αν έχει κύματα η θάλασσα για να αποφασίσει να πάει για βουτιά ή όχι. Άλλωστε πέντε λεπτά με τα πόδια ήθελε για να φτάσει, δίπλα ήταν. Ευθεία μπροστά της απλωνόταν η μια πλευρά της χώρας, έτσι λένε στα νησιά την πρωτεύουσα, που στο τελείωμα της φαίνονταν μακριά κάποια παραθαλάσσια χωριά και παραλίες. Αν και έμενε στο κέντρο, αυτό το διαμερισματάκι ήταν λαχείο για αυτούς γιατί ήταν ψηλά, στον πέμπτο όροφο και δεν είχε από πουθενά τριγύρω εμπόδια από σπίτια, όλα ήταν ποιο χαμηλά, για αυτό και είχε τόσο ωραία θέα. Το λάτρευαν και οι δυο.

        Το στομάχι της παραπονέθηκε που το άφησε νηστικό τόσες ώρες και με ότι δύναμη της είχε απομείνει πήγε στην κουζίνα να φτιάξει ένα κολατσιό. Περνώντας μου έκλεισε το μάτι και έκατσε στο γραφείο για να φάει παρακολουθώντας στον υπολογιστή την αγαπημένη της σειρά μέσω δικτύου που την έχασε λόγω δουλειάς όταν έπαιζε στην τηλεόραση. Συνήθως όταν έβλεπε σε επανάληψη τις σειρές χρησιμοποιούσε το κινητό της. Σήμερα όμως το έβαλε να φορτίσει και έτσι άνοιξε τον σταθερό υπολογιστή του Παντελή. Είχε και αυτή υπολογιστή, ένα laptop, αλλά είχε μικρότερη οθόνη και έτσι προτίμησε τον σταθερό, κάτι χρόνια είχε να τον χρησιμοποιήσει.

        Με τον Παντελή ήταν έξι χρόνια μαζί, τα τέσσερα συζούσαν σε αυτό το όμορφο σπίτι. Εκεί είχαν κλείσει την ευτυχία τους, την αγάπη τους, τα όνειρα τους, τα ταξίδια τους. Αγαπούσαν τα ταξίδια, έκαναν αρκετά και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Περνούσαν όμορφα μαζί, βρίσκονταν με φίλους για καφέ, φαγητό, καμιά βόλτα στο λιμάνι, περπατάδα την έλεγαν οι ντόπιοι. Η Αληθινή δεν ήταν από το νησί, εκεί βρέθηκε λόγω δουλειάς, γνώρισε αργότερα και τον Παντελή μέσω μιας συναδέλφισσάς της. Ήταν καρμικό, ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον, ακόμα και στις παραξενιές. Από το πόσες φορές θα έλεγχαν αν κλείδωσαν την πόρτα, αν έκλεισαν τα φώτα, αν έσβησαν τον θερμοσίφωνα, αν κλείδωσαν το αμάξι, όλα ίδια. Η παρέα του Παντελή σαν ντόπιος γέννημα θρέμμα, ήταν μεγάλη και κρατούσε από την παιδική ηλικία ακόμα. Όλοι του οι φίλοι είχαν κοπέλες, άλλοι αρραβωνιάστηκαν, άλλοι παντρεύτηκαν και είχαν και παιδιά. Σαν έλεγαν ότι κάνουν κάποια συνάντηση για καφέ στο σπίτι, μαζεύονταν πάνω από δεκαπέντε άτομα την φορά, κανονικό πάρτυ. Γέλια, χαρές, νέα, κουτσομπολιά και περνούσαν οι ώρες ευχάριστα, οι μήνες, τα χρόνια. Οι δικοί της φίλοι ήταν στην πόλη της, τα κολλητάρια όπως τα αποκαλούσε, με αρχηγό τον Θοδωρή που τον είχε σαν αδερφό της και το ίδιο ένιωθε και αυτός για αυτήν. Στο νησί όμως δεν είχε κανέναν δικό της, ούτε καν γνωστό όταν ήρθε. Έφυγε από τον τόπο της για ένα καλύτερο αύριο λόγω δουλειάς και τώρα χάρη στον Παντελή είχε αποχτήσει, εκτός από τα πεθερικά της που ήταν υπέροχοι άνθρωποι και είχαν άριστες σχέσεις, εκτός από τους συγγενείς του και μια ολόκληρη στρατιά από φίλους. Ένιωθε τόσο γεμάτη από ευτυχία, τύχη, πετούσε στα ουράνια.

        Τα μάτια της άρχισαν να κλείνουν, ανυπομονούσε να τελειώσει το επεισόδιο για να πάει να κοιμηθεί. Σκέφτηκε ότι δεν μίλησε πολύ σήμερα με τον Παντελή, θα του τηλεφωνούσε μετά για να του πει καληνύχτα, όταν θα ξάπλωνε. Η ώρα είχε πάει μιάμιση το βράδυ και μόλις τελείωσε η αγαπημένη της σειρά. Την είδα που νύσταζε. Ήταν ώρα για ύπνο, δεν έβλεπε μπροστά της από την κούραση. Στην προσπάθεια της να κλείσει το παράθυρο του υπολογιστή κατά λάθος πατάει μια άλλη επιλογή και της εμφανίζονται διάφορες φωτογραφίες από έναν φάκελο που δεν είχε ξαναδεί. Η μοίρα χόρευε μπροστά στα μάτια της, ταράχτηκε η ψυχή της με αυτό που είδε, η γη χάθηκε κάτω από τα πόδια της. Η μια φωτογραφία διαχέονταν την άλλη και όλο και ποιο πολύ έπεφτε στο κενό. Οι εικόνες ήταν από συνομιλίες που είχε ο Παντελής με μια άλλη γυναίκα με σεξουαλικό περιεχόμενο λες και ήταν διάλογος από ταινία πορνό, με ναζάκια, με λέξεις αγάπης που την χτύπησαν σαν κανονιά στην καρδιά. Διάφορες φωτογραφίες που τους έδειχναν μαζί αγκαλίτσα, σε άλλες να δίνουν φιλάκια, μια ζωγραφιστή καρδούλα σε ένα παγκάκι, σε ένα θολωμένο τζάμι αυτοκινήτου που ήταν έξω νύχτα, το δικό του αυτοκίνητο. Δεν είχαν τελειωμό. Ποια Θεϊκή δύναμη την έσπρωξε να ανοίξει τον δικό του υπολογιστή;

        Τρελαμένη από τον πόνο όπως ήταν άρπαξε το κινητό της και άρχισε να βγάζει φωτογραφίες τις εικόνες που έβλεπε στην οθόνη. Κάπου στα μισά το τηλέφωνο της κουδούνισε, ήταν ο Παντελής. 
"Αληθινή μου τι κάνεις, σε πήρα για να σε καληνυχτίσω, ήταν ωραίος ο αγώνας σήμερα". 
"Α ναι; Μπράβο, άνοιξε την συνομιλία στο κινητό σου, να σου στείλω μια εικόνα και πάρε με τηλέφωνο".
Του το έκλεισε στα μούτρα, δεν άντεχε ούτε να τον ακούει. Του έστειλε την φωτογραφία που είναι αγκαλίτσα με την άλλη και να τα μέλια να τρέχουνε. Ο κόσμος γύρω της θολός χωρίς αρχή και τέλος, μια μουτζούρα όλα σε έναν καμβά, είχε πληγωθεί βαριά. Πάγωσε ο χρόνος, πάγωσε η στιγμή, πάγωσε και η καρδιά της έσπασε σε κομμάτια, τρέχει να κρυφτεί, να κλάψει, να φωνάξει γιατί, τι λάθος έκανε. Το μυαλό τρέχει να σκεφτεί, να βρει απαντήσεις, να βρει λύσεις, να βρει την μικρή καρδούλα και να την αγκαλιάσει, να την παρηγορήσει ότι έμεινε από αυτήν. Και δουλεύει, δουλεύει πυρετωδώς να συνεχίσει να ζει, να αναπνέει. Αλλά δεν τα καταφέρνει, το σώμα αντιδρά, η πίεση στο κόκκινο, οι σφύξεις στο κόκκινο, τα κλάματα, τα νεύρα, η απογοήτευση στο κόκκινο και αυτά. Μόνο το αίμα που τρέχει σαν καταρράκτης από την μύτη της λόγω υψηλής πίεσης θυμίζει ότι η ζωή συνεχίζεται.

Το κινητό της κουδούνισε ξανά. 
"Σε ακούω" του λέει, τι άλλο να του πει δηλαδή. 
"Αληθινή μου" ακούγεται από την άλλη γραμμή ο Παντελής. 
"Αληθινή μου δεν είναι αυτό που φαίνεται, δεν ισχύει, μια πλάκα ήταν. Άσε με να σου εξηγήσω, μπορεί παλιά να έγινε ότι έγινε αλλά δεν ισχύει πια". 
"Αλήθεια; Συνεχίζεις και μου λες ψέματα, οι φωτογραφίες δεν έχουν τελειωμό. Οι ημερομηνίες τους είναι πρόσφατες. Πως μου το έκανες αυτό, τόσο θέατρο πια έπαιζες; Πώς με αγκάλιαζες, πως με φιλούσες, πως κοιμόσουν δίπλα μου; Δεν είχες τύψεις; Ένιωθες όμορφα για τα ψέματα που μου έλεγες; Πού είναι η αγάπη σου; Μου έλεγες ότι με έβλεπες σαν γυναίκα σου, σαν μάνα των παιδιών σου. Με τι θεμέλια θα ξεκινούσες μια οικογένεια; Μου έλεγες κοίτα τι έχουμε φτιάξει εδώ και μου έδειχνες το σπίτι μας. Αν σου τελείωσε η αγάπη σου για μένα γιατί δεν μου το είπες, έκανα πολλές θυσίες για σένα και το ξέρεις. Δεν είσαι άντρας εσύ". 
Από την άλλη γραμμή δεν ακούγονταν παρά μόνο κάτι ψίθυροι που έλεγαν περίμενε να γυρίσω, να τα πούμε από κοντά και κάτι κλαψουρίσματα. Έκλαιγε και μάλιστα αληθινά, αλλά δεν την ενδιέφερε, δεν την ένοιαζε πια, για αυτήν είχαν όλα τελειώσει. 
"Όταν θα έρθεις θα πάρεις τα πράγματα σου, θα μου δώσεις τα κλειδιά του σπιτιού και να μην σε ξαναδώ στα μάτια μου". 
Έπιασε το τηλέφωνο της, έστειλε ένα βιαστικό μήνυμα στον φίλο της τον Θοδωρή:
"Δεν είμαι καλά, Παντελής τέλος", και το απενεργοποίησε.

Έψαξε να βρει από τον υπολογιστή πληροφορίες για αυτήν την γυναίκα, κάτι της θύμιζε. Άνοιξε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που είχε και άρχισε να ψάχνει, δεν άργησε να την βρει. Μα βέβαια ήταν συνάδελφοι με τον Παντελή, δούλευαν στον ίδιο χώρο, τώρα θυμήθηκε που την είχε δει. Διαπίστωσε από την προσωπική της σελίδα ότι ήταν γύρω στα δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη του, παντρεμένη με παιδί, η κόρη της μόλις είχε πάρει πτυχίο και ο άντρας της συνεργάτης της, συνεργάτης της Αληθινής, δεν πίστευε στα μάτια της. Πώς μπόρεσε και μπήκε μέσα σε μια οικογένεια ο Παντελής, μα δεν είχε καθόλου καρδιά τελικά αυτός ο άνθρωπος; Αποφάσισε βέβαια στον εαυτό της να μην πει τίποτα στον άντρα αυτής της γυναίκας που τον ήξερε χρόνια, που συνεργάζονταν και ας τον έβλεπε με μισή καρδιά στην δουλειά της από εδώ και πέρα πλέον, δεν θα του έλεγε τίποτα και το τήρησε. Η ώρα ήταν τέσσερις και δέκα το πρωί και δεν είχε καμία όρεξη για ύπνο, διαλυμένη ψυχολογικά όπως ήταν περνώντας μπροστά από την τραπεζαρία έριξε κατά λάθος κάτω στο πάτωμα το αγαπημένο της γούρι, το κόκκινο ρόδι, δεν έδωσε καμία σημασία και μπήκε στο μπάνιο να κάνει ένα ντουζ για να χαλαρώσει, να ηρεμίσει, να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της και να κλάψει, να κλάψει με λυγμούς.

Στην δουλειά της την άλλη μέρα το πρωί, δεν την κατάλαβε κανείς, ότι ήταν άυπνη όλο το βράδυ, ότι ήταν πληγωμένη. Ήξερε από μικρό παιδί να κρύβει καλά τα συναισθήματα της. Μόνο σε μια συναδέλφισσά της το είπε, την Κυριακή, που την εμπιστευόταν και αυτή στάθηκε δίπλα της σαν βράχος για να στηριχτεί και να αναρρώσει. Όλοι οι φίλοι και οι φίλες που είχε αποχτήσει από την παρέα του Παντελή εξαφανίστηκαν. Οι βόλτες, οι καφέδες, τα γεύματα στα ταβερνάκια, οι συναντήσεις στα διάφορα σπίτια, σαν να μην έγιναν ποτέ. Έξη χρόνια φιλίας χάθηκαν μέσα σε ένα βράδυ. Ούτε ένα άτομο από την παρέα δεν νοιάστηκε να την ρωτήσει πως είναι, πως περνάει, να πάνε καμιά βόλτα, αφού όλοι γνώριζαν ότι δεν ήταν από το νησί. Στο τέλος φάνηκε τι φιλία είχαν τελικά και ας έτρεχε η Αληθινή να συνδυάσει την δουλειά με μαγειρέματα και ετοιμασίες στο σπίτι που θα έρχονταν τα παιδιά το βράδυ και ας ήταν κουρασμένη. Όλες και όλοι χάθηκαν.

Ο τρόπος που αντιμετωπίζει κάποιος έναν χωρισμό, πόσο μάλλον έναν αιφνίδιο, είναι ίσος με έναν θάνατο. Δείχνει τον χαρακτήρα του, την ανατροφή του, τα θεμέλια που έχει χτίσει η οικογένεια του για να επιβιώσει στη ζωή. Όταν ήρθε ο Παντελής να πάρει τα πράγματα του, η Αληθινή ήταν ήρεμη, φιλική και πέρα ως πέρα συνεργάσιμη. Είχε αποδεχτεί την κατάσταση και την αντιμετώπισε με τον καλύτερο τρόπο. Περνούσαν οι μέρες, οι μήνες και ο Θοδωρής από το τηλέφωνο και η Κυριακή από κοντά την βοήθησαν να κολλήσει ένα ένα τα σπασμένα κομμάτια της καρδιάς της. Η Κυριακή επέμενε να της γνωρίσει και έναν φίλο του αδερφού της .
"Άσε με να στον γνωρίσω, είναι καλό παιδί, θα δεις", της έλεγε ξανά και ξανά. 
"Δεν είμαι σίγουρη", της απαντούσε. 
"Και αν πληγωθώ ξανά;". 
"Αν δεν τον γνωρίσεις δεν θα ξέρεις". Και λέγε λέγε την έπεισε να του δώσει το νούμερο του τηλεφώνου της. Έτσι ένα όμορφο απόγευμα της ήρθε ένα μήνυμα στο κινητό της από έναν άγνωστο αριθμό, χαμογέλασε, το σκέφτηκε λιγάκι και μετά απάντησε. Ήταν έτοιμη να συνεχίσει την ζωή της. Εκείνη την βραδιά της αποκάλυψης όμως, εκείνη την στιγμή που είχε χάσει την γη κάτω από τα πόδια της, η καρδιά της Αληθινής είχε γίνει όπως ακριβώς και εγώ, όταν με παρέσυρε άθελα της και έπεσα στο πάτωμα, χίλια κομμάτια.

Ε. Π.

Δεν υπάρχουν σχόλια: