Β΄ έπαινος
Τα
γενέθλια
Δημήτρης Κολιδάκης
Ακούστηκε το θυροτηλέφωνο βραχνιασμένο. Κάτι σαν μούγκρισμα. Τον σκούντησε.
- Από τις εκδηλώσεις θα ‘ναι, σίγουρα… Για το παιδί. Σήκω, βρε Διονύση μου, ν’ ανοίξεις… Έλα.
Ο ήχος ξανακούστηκε δεύτερη φορά και πιο επίμονα. Όπως πάντα σκουριασμένος και θρασύς. Βιασύνη ανυπόφορη. Σηκώθηκε. Στη διαδρομή πέταξε κι ένα «Αμάν! Έρχομαι ντε!»
- Έκτος. Τελευταίο… Ανεβείτε!
Άνοιξε με μάτια ακόμα μισόκλειστα και με τη μια παντόφλα στο ένα πόδι. Το άλλο ξυπόλητο. Γυμνό. Όντως, φερμένοι από τις εκδηλώσεις και το catering. Δύο σ’ ένα. Τους πήγε στη βεράντα.
- Ωραία θέα! Εδώ θα στήσουμε τον πάγκο με τα ποτά και παραδίπλα τα ζεστά και τα υπόλοιπα. Έχουμε μαζί μας και το πρόγραμμα που φτιάξαμε όταν είχατε έρθει για τα κανονίσματα.
- Ναι! Εξ άλλου εσείς ξέρετε καλύτερα, απάντησε ο Διονύσης αργά και κάπως κοφτά.
- Ξέρουμε, σας ήρθαμε πρωί αλλά να, μας πέσανε μαζεμένα σήμερα και μας βγήκε λίγο βαρύ το πρόγραμμα. Οπότε καταλαβαίνετε… Δεν θα αργήσουμε και δε θα κάνουμε φασαρία. Το βραδάκι στις 7.00 δεν είναι τα…;
- …Τα γενέθλια της κοριτσαρίνας μας, της ομορφιάς μας! Ακούστηκε ξοπίσω η φωνή της Μόρφως, άρτι αφιχθείσα. Της γυναίκας που βοηθάει. Τα πέντε κλείνει σήμερα. Θα σας πω εγώ το που και τα πως. Αφήστε τα όλα σε μένα, κύριε Διονύση. Πηγαίνετε εσείς να ετοιμαστείτε για τη δουλειά σας. Θα είμαι εγώ εδώ. Μην αγχώνεστε!
Ντύθηκε, ήπιε βιαστικά το κρύο μαυροζούμι που είχε ξεμείνει από βραδίς, πήρε τον χαρτοφύλακα και κίνησε κατά την εξώπορτα. Και ο ζεστός καφές πολυτέλεια έχει καταντήσει τη σήμερον ημέρα του τρεξίματος και του άγχους. Της κούρασης και της αναζήτησης ελεύθερου ή αποδεσμευμένου χρόνου.
- Και μην αργήσεις! Σήμερα είναι τα γενέθλια τής μικρής, ακούστηκε από το υπνοδωμάτιο η φωνή της Αλίκης.
«Το ξέρουμε…», μονολόγησε ο Διονύσης, «…το Τριμελές να δούμε τι γνώμη έχει». Δικηγόρος πολλά υποσχόμενος, με πολλές ώρες αγόρευσης και με ακόμη περισσότερα ξενύχτια πάνω από νόμους και δικογραφίες, όπως το ψεσινό που τον βρήκε σχεδόν ξημέρωμα να μελετάει κάποιες λεπτομέρειες της σημερινής δίκης.
Άφησε την ξώπορτα να κλείσει σχεδόν μόνη της, αβίαστα και κάπως σπρωχτή με τον αέρα του φευγιού. Κάτι σαν από χάδι και με συγκατάβαση στο καθημερινό κυνηγητό της δουλειάς.
Ευτυχώς όλα πήγανε κατ’ ευχήν. Λίγο προχωρημένο το νούμερο της δίκης και κάπως αργοπορημένη η απόφαση αλλά κάποιες απουσίες στην αρχή και κάτι εξεπίτηδες αναβολές, λόγω σύνθεσης δικαστηρίου στη συνέχεια, φέρανε τη δίκη στην ώρα της. Μάλλον στην ώρα του Διονύση. Μάλιστα, κάπου κάπου, κατά τη διάρκεια εντός της αίθουσας, το μυαλό του ξέφευγε από το εκεί και πήγαινε στο αλλού. Στα γενέθλια που τόσο περίμενε εδώ και καιρό. Έφυγε βιαστικά υπολογίζοντας και την κίνηση που θα ‘βρισκε. Τέτοια ώρα πήξιμο παντού. Έφτασε ανυπόμονα και αργοπορημένα αφού πέρασε και από το γραφείο να αφήσει κάποια χαρτιά για δακτυλογράφηση, για να τα στείλει στην Εισαγγελία το συντομότερο. Τον έπιασε κοντά απόγευμα. Αγχώθηκε κάπως. Τι «κάπως»… αρκετά! Πλησιάζοντας στο σπίτι, σταμάτησε και μπήκε για την απαραίτητη αγορά. Γενέθλια, βλέπεις!
Διάλεξε ένα μεγαλούτσικο με χαρούμενο χρώμα.
- Ξέρετε… Είναι για δώρο για γενέθλια. Έκανε ντροπαλά ο Διονύσης.
- Ναι, ασφαλώς! Δεν είσαστε δα και ο μοναδικός που ζητάει αμπαλάζ. Εξ άλλου ξέρω. Θυμάμαι, θέλω να πω. Ψιλά μόνο, αν έχετε. Μου χρειάζονται. Πάντα χρειαζόμαστε ψιλά. Ό,τι να ‘ναι.
Η ίδια και τότε που του την έδωσε, όταν της εξήγησε την κατάσταση, η ίδια και τώρα. Πώς να μην θυμότανε, η κοπέλα! Ψάχτηκε ο Διονύσης. Τα βόλεψε. Ευχαρίστησε, ζώστηκε το πακέτο παραμάσχαλα και βγήκε.
Χτύπησε απαλά και παραδόξως ήρεμα, προσπαθώντας να κρύψει την ανυπομονησία του. Ετοιμάστηκε να ξαναχτυπήσει, σκέφτηκε τους πρωινούς που κάνανε λες και τους κυνηγάγανε και κάπου κοντοστάθηκε. Ε, είπαμε. Όχι «ίσα κι όμοια»! Τρίξιμο της ενδιάμεσης πόρτας και σε δευτερόλεπτα διπλοξεκλείδωμα τής καλής. Διπλοκλείδωμα για ποιους; Για τους μέσα ή για τους απ’ έξω; Για όλους. Αν ήτανε δυνατόν και για τους περαστικούς του δρόμου που σταματημό στη φούρια τους δεν είχαν. Μισή ζωή στο φόβο και η άλλη μισή στην προφύλαξη και στο κλείδωμα. Ανάθεμα την ώρα που μαθαίνει κανείς την κατάντια του κόσμου. Αν δεν ξέρεις δε φοβάσαι κι αν δε φοβάσαι δε ζεις. Αχταρμάς και μαράζωμα. Κλειστές πόρτες, κλειστές καρδιές. Αλλά και ισόγειο, ένας λόγος… μάλλον ένας φόβος παραπάνω!
Ακούστηκε φωνή γυναικεία, γέρικη, κουρασμένη.
- Ποιος;
- Εγώ, κυρά Ρήνη. Ο Διονύσης από τον έκτο… Ο δικηγόρος.
Ξεκλείδωμα μιας ακόμη κλειδαριάς. Βγήκε ο σύρτης και η αλυσίδα. Κι η πόρτα, καταδικασμένη σε κάθειρξη σαν κακούργα. Με αλυσίδα μπας και φύγει!
- Εσύ είσαι παιδί μου; Πέρασε! του έκανε καλοσυνάτα.
Το σκοτάδι αντάμα με την ησυχία και η κλεισούρα μπερδεμένη με μυρωδιά από κάτι σαν σε χαμομήλι, φασκόμηλο, ίσως και τσάι του βουνού. Ένα πορτατίφ αναμμένο για τον επισκέπτη και αποκάτω καδραρισμένη, καλοχτενισμένη και χαμογελαστή… Η Ζωή. Η κόρη της. Την είχε ξαναδεί ο Διονύσης πέρσι τέτοια μέρα εκεί, στο ίδιο σημείο, με το ίδιο χτένισμα και το ίδιο γλυκό χαμόγελο. Οι «ταξιδεμένοι» δεν αλλάζουνε από μόνοι τους μεριά και συνεχίζουνε από την ίδια θέση να σε κοιτάνε όπου και να πηγαίνεις και να σου χαμογελάνε απέραντα γλυκά, ζεστά, σε ότι και να κάνεις.
- Λοιπόν, παιδί μου; Τι συμβαίνει; έκανε ανήσυχα η γριούλα.
- Δεν ήρθα για ‘σας, κυρα Ρήνη.
Πλησίασε τη γάτα που κουλουριασμένη πάνω στο ριχτάρι κοιμότανε και ξύπναγε ανάλογα με τους τόνους της κάθε φωνής π’ ακουγότανε και φέρνοντας την παλάμη του από μπροστά για να το δει το ζωντανό και μην τρομάξει, τη χάιδεψε απαλά και με απέραντη αγάπη. Ακούμπησε το δώρο που του είχε αμπαλάρει λίγο πριν η κοπέλα στο γωνιακό… Pet Shop.
- Για το «κορίτσι μας» είμαι εδώ. Να τα ‘κατοστήσει! Ένα μαξιλαράκι ύπνου για τη χαδιάρα μας. Δε μπορούσα να μη θυμηθώ ότι σαν πέρσι την φέραμε εδώ και μάλιστα μου ‘χανε πει ότι σαν σήμερα γεννήθηκε. Δε θυμόσαστε; Σας το είχα…
Δεν ολοκλήρωσε, βλέποντας το λαμπύρισμα στα μάτια της μεσόκοπης!
- …δεν μπορούσες να μη θυμηθείς ότι πέρσι τέτοια μέρα περάσανε τα δάκρυά μου από τη χαραμάδα της πόρτας και ήρθανε να σε βρούνε. Και ‘συ κατάλαβες, περαστικός άκουσες, αισθάνθηκες και σαν μου χτύπησες την πόρτα με ‘ρώτησες για τον λυγμό που μου ξέφυγε…
Σίμωσε, η γερόντισσα, στη γωνιά με το φωτιστικό πήρε στα χέρια της την κόρη της και ύστερα γονάτισε με βόγγο, δίπλα στη γάτα. Αποτραβήχτηκε και της έκανε τόπο ο Διονύσης ήρεμα και διακριτικά.
- … που ‘ξώκαρδε ο πόνος και ακούστηκε ίσαμε… Αλήθεια, ίσαμε που; Στον Θεόσταλτον. Που τόσο καιρό, τόσα χρόνια, μόνη, παρέα με τις θύμησες και τα δάκρυα και τους αναστεναγμούς της ψυχής περίμενα και περιμένω και ‘γω την ώρα του «φευγιού» μου. Θυμάσαι, Διονύση; Πες μου, θυμάσαι; Δεν ξέρω τι είχα πάθει και στα ‘πα τότε όλα. Για τη μοναξιά μου σαν ορφάνεψα από άντρα και κόρη. Και καλά ο πρώτος. Ίσως και καλύτερα για να μην υπόφερνε, αλλά η άλλη μου; Μέσα στα νιάτα της! Σαν σήμερα. Μάθε το κι αυτό. Ναι, σαν σήμερα! Στα ‘πα και ‘συ σαν γιος μου με παρηγόρησες με το να με ακούσεις, αλλά το πιο σπουδαίο, -αλήθεια, πως το σκέφτηκες; Που να ‘χεις όλα τα καλά του κόσμου μέσα στο σπίτι σου, γιε μου!- έτρεξες και μου ‘φερες μια ψυχή για να με προσέχει. Ναι! Για να με προσέχει, να με νοιάζεται, να με ακούει, να με νιώθει, να μου μιλάει στη δική της γλώσσα. Στη γλώσσα της συντροφιάς, της αλήθειας, της αγάπης. Να με προσέχει με τα μάτια που δεν ξέρουνε το καχύποπτο και το πονηρό. Να κλείνουνε σαν τη χαϊδεύω δείχνοντας μια ‘μπιστοσύνη που μόνο αυτή μου ‘δειχνε και μου δείχνει. Αφού να σκεφτείς ότι ώρες ώρες λέω και μονολογώ μήπως είναι αυτή, η Ζωή μου και με ακούει, Διονύση μου! Ναι, ας είναι γάτα, με ακούει! Να δεις πως τεντώνουνε τ’ αυτιά της σαν με ακούει να μονολέω, να ‘ξομολογούμαι, να καλώ, να κλαίω. Γιατί και ‘κει, στη θλίψη μας, κάπου θέλουμε να φτάσουνε τα δάκρυά μας. Και να ‘ναι κάποιος που να μη μπερδέψει τα δικά του με τα δικά μας. Να μην πάρει χέρι και καπακώσει τη καρδιά μας με λόγια φούμαρα και αέρα. Ναι! Αυτή η ψυχή που μου ‘φερες τότε για συντροφιά, τούτη όλα αυτά τα καλά και τα ‘βλογημένα τα ‘χει. Να ‘ξερες, αλήθεια, το καμωμένο σου καλό! Χίλιες ευχές να ‘χεις! Κανείς δε μου στάθηκε όπως τούτη η μικρή μου. Ακούς; Κανείς! Και ξέρεις πως τη λέω; Ξέρεις; Ζωούλα! Όχι το όνομα της δικιάς μου που τράβηξε τα ‘πάνω, αλλά της ίδιας της ζωής. Έτσι πρέπει να λένε όλα τα ζωντανά του κόσμου. Όχι ζώα αλλά ζωές! Ακούς, «ζωές»!
Και ‘κει απόσωσε την κουβέντα η κυρα Ρήνη. Κουράστηκε; Θυμήθηκε; Λιγοψύχησε; Η μήπως δεν ήθελε να στεναχωρήσει άλλο το ζωντανό της… Τη ζωή της, τη Ζωή της; Γιατί δε μπορεί, θα ‘χε κλάψει βράδια ατελείωτα κι αυτή μαζί της! Γιατί και τα ζωντανά κλαίνε. Όλα! Ίσως κάτι από τα πιο πάνω και ίσως όλα μαζί να την έκαναν να μισοκλείσει τα μάτια και να αναζητήσει με το νου γνώριμα μονοπάτια συνάντησης.
Ο Διονύσης σαν την είδε να λιγάει φωνή και κορμί σιμά στη μικρή της «ζωή», δεν θέλησε να την επαναφέρει στον γήινο τούτο κόσμο. Δεν θέλησε να τη βγάλει από το πέταγμα που ‘χε κάνει κοντά στους αγαπημένους της. Αυτούς που μόνο στους ύπνους της ερχόντουσαν και πάντα μα πάντα με χαμόγελο στα χείλη τους και της το ακουμπούσανε, φεύγοντας, στα δικά της χείλη, για να το βρει στο ξύπνημα και να της μείνει εκεί συντροφιά ίσαμε στο επόμενο συναπάντημα. Το ‘νιωσε το παλληκάρι και δεν της χάλασε τίποτα, όχι από την ψευδαίσθηση, όχι, αλλά από τη δική της πραγματικότητα. Την άφησε να ταξιδεύει και αθόρυβα άνοιξε την ξώπορτα με την αλυσίδα, που δεν πρόδωσε το φευγιό του και τράβηξε καταπάνω που τον περιμένανε να ξεκινήσουνε.
Γονατισμένη από ώρα πίσω ανασηκώθηκε η πονεμένη και κατάλαβε ότι είχε απομείνει μονάχη πάνω από την «ανάσα του Θεού». Την ξύπνησε το τελείωμα από κάποιο τραγούδι γενεθλίων που ‘μπαζε το μισάνοιχτο παραθύρι προς τον ακάλυπτο και που κάπου κοντά, δίπλα ή… πάνω γιόρταζαν και εκείνοι τα δικά τους γενέθλια με τον δικό τους όμως τρόπο. Κράτησε την ανάσα της για να ακούσει… «…και όλοι να λένε να μία σοφός», φίλησε τη μικρή στη ράχη και τράβηξε στο κρεβάτι της για τη συνέχιση του ονείρου. Ενός ονείρου που γι’ αυτήν ήταν, είναι και θα είναι για όσο… η πραγματική της ζωή!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου