Η στράτα του απείρου
Κοντοστέκεται στην πόρτα κι ανάβει ηδυπαθώς ένα τσιγάρο σέρτικο. Το θαμπό
της βλέμμα ακολουθεί υπνωτισμένο την ελικοειδή διαδρομή του καπνού μέχρι να
γαντζωθεί στην κόχη του μισοφέγγαρου. Η σκέψη της χάνεται για λίγο στις
αιθέριες ατραπούς της ξάστερης νύχτας κι ύστερα επανέρχεται στα τάρταρα του
νου. Θα προτιμούσε να μη σκεπτόταν, να μη θυμόταν, μονάχα να αισθανόταν. Όταν
δεν καταλαβαίνεις τον πόνο, είναι σα να μην υπάρχει. Κι εκείνη πόνεσε πολύ στη
ζωή της.
Στην τρυφερή ηλικία των δέκα ετών έχασε και τους δύο γονείς της σε
αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η ψυχή της μουντζουρώθηκε μεμιάς πριν προλάβει να
ζωγραφίσει εκεί το πρώτο της χαμόγελο. Στερήθηκε πρόωρα την ανιδιοτέλεια της
αγάπης, προτού απασφαλίσει την περόνη της καρδιάς. Δεν έμαθε ποτέ τι σχήμα έχει
η αγκαλιά, γιατί τα χέρια της πάντα έμπλεκαν στου μίσους τα αιχμηρά αγκάθια.
Μεγάλωσε σ’ ένα ορφανοτροφείο θηλέων μέχρι την ενηλικίωσή της. Δυστυχώς, όμως, ούτε
κι από κει είχε πολύ ευχάριστες αναμνήσεις. Το ίδρυμα έμοιαζε περισσότερο μ’ ένα
αχανές κολαστήριο ασύμμετρων ανθρώπων, ένα κεκαλυμμένο χρηματιστήριο ξοφλημένων
σκιών. Εκείνη την εποχή τα παιδιά στις γειτονιές διασκέδαζαν με αμπάριζα,
μπερλίνα, κρυφτό, κυνηγητό, τυφλόμυγα. Στα χέρια τους κρατούσαν ευλαβικά πολύχρωμους
βόλους ή ξύλινες σβούρες κι αισθάνονταν σαν τα ρηγόπουλα των παραμυθιών. Μα τα
κορίτσια του ορφανοτροφείου γιόμιζαν τις χούφτες τους με χαρακιές και το μόνο
παιχνίδι που ήξεραν ήταν το «παιχνίδι των λυγμών». Το κλάμα τους ήταν τόσο γοερό
που μούσκευαν ακόμη κι οι μολυβένιοι τοίχοι του κολαστηρίου.
Το τσιγάρο σχεδόν σώθηκε κι οι στάχτες σαν ανυπόταχτα πουλιά είχαν
σκορπίσει στον αγέρα. Η γόπα γλίστρησε νωχελικά από τα κατακερματισμένα χείλη
της και προσγειώθηκε στην παγερή
μαρμάρινη επιφάνεια. Έχωσε το χέρι της στην τσέπη κι έβγαλε διστακτικά μερικά
χαρτονομίσματα. Αυτά τα παραλληλόγραμμα χαρτάκια που διαφεντεύουν τη ζωή μας.
Το χρήμα ουδέποτε το λογάριασε, μα έπρεπε τώρα να πάρει μια μεγάλη απόφαση· να
σώσει τον γιο της ή να του χαρίσει την εφήμερη ευτυχία. Δεν ήταν ακόμη σίγουρη,
γι’ αυτό ξανάκρυψε τα χρήματα και χτύπησε με αποφασιστικότητα το κουδούνι.
Έπρεπε πρώτα να συζητήσουν, να του αναλύσει κάποια πράγματα, μήπως επιτέλους
καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν ληθαργικά σαν παροπλισμένα πλοία, αλλά κανείς δεν
άνοιγε την πόρτα. Ένα σφοδρό αντάριασμα ξέσπασε στο στήθος της, μια ξαφνική
τρικυμία, κι η ταχυπαλμία παρέλυσε τα άκρα της. Οι φλέβες της τρεμόπαιζαν στον
άρρυθμο σκοπό της ανάσας της κι ένα ερεθισμένο ηφαίστειο απειλούσε τα σωθικά
της. Ξαναχτύπησε το κουδούνι, ελπίζοντας αυτήν τη φορά κάποιος ν’ ανοίξει την
πόρτα. Μάταια. Ο γιος της μάλλον έφυγε από το σπίτι αναζητώντας πάλι τη δόση
του, μερικά γραμμάρια ευδαιμονίας, σαν ένας ξεπεσμένος Δον Κιχώτης, που πρόδωσε
τη Δουλτσινέα του για την αβάσταχτη γοητεία του προσωρινού.
Ξαφνικά, μια στριγκή κραυγή ακούστηκε από μέσα. Ένα λεπίδι κοφτερό που
τεμάχισε τη σιγαλιά. Η μάνα δεν έχασε διόλου καιρό. Έβγαλε το κλειδί από τη
δερμάτινη τσάντα της κι επιχείρησε να ξεκλειδώσει την πόρτα. Τα χέρια της
πάλλονταν από την αγωνία, όμως, τελικά κατάφερε να μπει. Διέσχισε το σαλόνι σαν
αλαφιασμένο αγρίμι και κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα. Τότε τα μάτια της
αντίκρισαν το σπλάχνο της να σπαρταράει στο πάτωμα. Ένα πληγωμένο ζαρκάδι έτοιμο
να υποκύψει στα τραύματά του. Τον πήρε αμέσως αγκαλιά κι ας μη γνώριζε πώς πρέπει
ν’ αγκαλιάζουν. Άνοιξε απλώς διάπλατα τις τσακισμένες φτερούγες της και τον
έκλεισε μέσα στο τόξο της στοργής. Εκείνος της χαμογέλασε φευγαλέα και λίγο
μετά εξέπνευσε σαν το τελικό σίγμα της ζωής. Αβαρής πια κι ανένταχτος θα διάβαινε
τη στράτα του απείρου χωρίς σανδάλια. Η μάνα κράτησε το διάτρητο κορμί του σαν
την Πιετά του Μιχαήλ Αγγέλου. Ήθελε τόσο πολύ να ξεσπάσει σε αναφιλητά, αλλά τα
δάκρυά της στέγνωσαν με τα χρόνια, έγιναν πέτρες και πλέον σα διάφανα βαρίδια
ζυγιάζουν τη θλίψη της.
Άρχισε να βαριανασαίνει και τα χνότα της δημιούργησαν μαύρα σύννεφα γύρω
από το πρόσωπό της. Ένιωθε γυμνή, ακρωτηριασμένη, νηπενθής· ένα άοσμο γεράνι
που φύτρωσε μέσα στην υψικάμινο του νεφεληγερέτη χρόνου. Δεν μπορούσε να
διανοηθεί ότι το παιδί της είχε γίνει άγγελος με τις δικές της φτερούγες. Άρπαξε
κάτι ξεραμένα άνθη από ένα γυάλινο βάζο πάνω στο κομοδίνο, τα έπλεξε στεφάνι
και τα φόρεσε στα ανακατωμένα της μαλλιά. Με αυτό το φτηνό διάδημα έστεψε την απελπισία
της. Μετά σήκωσε σαν τον Άτλαντα στους ασθενικούς ώμους της το κουφάρι του
παιδιού της κι έφυγε από το σπίτι. Έπαψε να είναι μάνα κι έγινε εσταυρωμένη,
που φέρει κατάσαρκα τον σταυρό του μαρτυρίου. Αντί για ήλους, έχει τα
συρίγγια της ουτοπίας καρφωμένα στις
παλάμες της.
Τα βήματά της την έφεραν σε μια πιάτσα λευκού θανάτου. Εκεί όπου η ηρωίνη χρίζει ψεύτικους ήρωες και το χασίσι καλουπώνει τα όνειρα των τελευταίων ρομαντικών. Πασχίζει να βρει τους δήμιους του γιου της, να τους ρωτήσει γιατί τον παρέσυραν στη δίνη της κόλασης και ποιο είναι άραγε το τίμημα μιας ψευδαίσθησης. Θέλει ν’ ανέβει τον δικό της Γολγοθά μέχρι να ματώσουν τα γόνατά της και να σβήσουν όλα τα κεριά της μοναξιάς της. Ένας ναρκομανής την σταματάει και της ζητάει λίγα χρήματα. Η εσταυρωμένη αφήνει χάμω το σώμα του παιδιού της, βγάζει τα χαρτονομίσματα από την τσέπη της, με τον αναπτήρα τους βάζει φωτιά κι εν συνεχεία ανάβει ένα τσιγάρο. Αυτό το τσιγάρο δεν πρόκειται να σβήσει, θα το καπνίζει εσαεί μέχρι να έρθει κάποτε μια ανέσπερη ανάσταση, η μεταχρονολογημένη ευτυχία που εγκλωβίστηκε στο περιθώριο της ελπίδας.
Αντ. Ευθ.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου