Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2022

Διηγήματα Ζ΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού (1)


Α΄ Βραβείο: Δέσποινα Τσεχελίδου

Ο ΞΑΔΕΛΦΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΑΦΡΑΜΠΟΛΗ                 

Στη νέα πατρίδα
Λένε πως τα παιδιά τα φέρνει ο πελαργός. Πόσο θα ήθελα αυτό να ήταν αλήθεια! Να χτυπούσε κάποια μέρα η πόρτα και στο κατώφλι να έβρισκα το παιδί μου συστημένο και ετοιμοπαράδοτο.
Θεέ μου! Τι ξεστομίζω η αχμάκισσα (1) πρωτοχρονιάτικα. Με ευλόγησες να γίνω μάνα κι εγώ λιγοψυχώ μπροστά σε λίγες ανακατωσούρες και ζαλάδες.
«Βασιλική, νεκάτεψε τον τεντζερέ θα κολλήσουν οι γιουφκάδες (2)», μου φωνάζει από τον μποστάνι η μάνα, καθώς περισυλλέγει τα χειμωνιάτικα ζαρζαβάτια της. «Άντε γιαβρούμ (3) και σε λίγο έρχονται οι άντρες από τη δουλειά» μου λέει σαν μπαίνει στην κάμαρη.
Το ανακάτεμα των γιουφκάδων ανακατώνει τα σωθικά μου. Που να ήξερες Βασιλικούλα πως μετά από τις πείνες και τις κακουχίες της προσφυγιάς θα ερχόταν η μέρα που θα έβλεπες φαγητό και θα το περιφρονούσες. Κινώ να ετοιμάσω το τραπέζι , καθώς η μάνα με βοηθά στο σερβίρισμα.
«Άργησαν τζάνουμ (4) δεν νομίζεις;» με ρωτά, ενώ από μακριά αναγνωρίζω το σφύριγμα του άντρα μου. Είναι μια γνωστή παλιά μικρασιάτικη μελωδία που συχνά την σιγοτραγουδά καθώς του φέρνει αναμνήσεις από την πατρίδα.
«Νίκο, μόνος σου γύρισες; Που είναι ο κουνιάδος σου;», τον ρωτά με αγωνία η μάνα καθώς αυτός νίβει τα χέρια του.
«Θα έρθει κυρά Σουλτάνα, μη σεκλετίζεσαι για τον γιό σου. Θα έμπλεξε σε κανένα μερεμέτι (4α)» της απαντά.
«Ταμάμ (5)», μονολογεί η μάνα και μας προτρέπει να ξεκινήσουμε το φαγητό. Ο γιουφκάς θεριό να με κατασπαράξει με κοιτά μέσα από το πιάτο και με ζαλίζει με τις μυρουδιές του. Ο Νίκος και η μάνα σταυροκοπιούνται και σαν γουλιάριδες (6) ξεκινούν το δείπνο τους. Ο ήχος από τις κουταλιές σταματά απότομα από το χτύπημα της πόρτας.
«Σύρε Βασιλική να ανοίξεις, ο Λάζαρος θα είναι» μου λέει η κυρά Σουλτάνα που δεν φαίνεται να θέλει να διακόψει το φαγητό της. Με δυσκολία σηκώνομαι από την καρέκλα και κινώ να ανοίξω την πόρτα. Πριν προλάβω να κατσαδιάσω τον Λάζαρο για την αργοπορία του αντικρίζω δίπλα του έναν άντρα ψηλό, τιτίζη (7) με μιαν ανθοδέσμη στα χέρια. Στο κεφάλι φορά καπέλο και τα μάτια του τηρούν (8) το πάτωμα.
«Βασιλική μπουγιούρντισε (9) τον ξάδερφο από την Σαφράμπολη» μου λέει ο Λάζαρος με φωνή που λιμοκτονεί και που πριν σίγουρα έχει πνίξει κάποιο δάκρυ.
Ο άντρας ανασηκώνει το βλέμμα του αρχικά στη φουσκωμένη μου κοιλιά κι κατόπιν τα μάτια μου. Κοιταζόμαστε προς στιγμή κι έπειτα το μόνο που θυμάμαι είναι να ξυπνώ στον θάλαμο του νοσοκομείου μαζί με άλλες έγκυες να μετρούνε αντίστροφα για την αλλαγή του χρόνου. «Τρία, δύο , ένα …Ευτυχισμένο το 1927»

Τα χρόνια στην πατρίδα
Πάντα μου άρεσαν οι πρωτοχρονιές! Την παραμονή τα παιδιά λέγαμε τα κάλαντα σε όλο τον μαχαλά (10) με τα Χριστιανικά σπίτια της Σαφράμπολης και το βράδυ η μάνα στόλιζε το τραπέζι με τα καλύτερα τραπεζομάντηλα και σερβίτσια γεμάτα ξηρούς καρπούς και γλυκίσματα. Την επομένη, που ήταν και η γιορτή μου, όλη η οικογένεια μεταλάμβανε στην θεία λειτουργία και στον γυρισμό ο πατέρας ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού έσπαγε για γούρι ένα ρόδι. « Έτη πολλά», φώναζε, μα καθώς φαίνεται ο Θεούλης είτε δεν τον άκουγε, είτε τον είδε άγιο άνθρωπο και τον πήρε κοντά του κάποια μουντή μέρα του Φθινοπώρου του 1911. Ήμουν μόλις πέντε ετών. Έκτοτε η κυρά Σουλτάνα έγινε και μάνα και πατέρας, προσπαθώντας να αναθρέψει τρία ορφανά μικρά παιδιά: την Ελισάβετ που τότε ήταν δώδεκα ετών, τον Λάζαρο δέκα κι εμένα το στερνοπούλι.
Μετά τον θάνατο του πατέρα πουλήσαμε τα μαγαζιά με τα μπακίρια που είχε στη Σαφράμπολη και σε διπλανές πόλεις και προσπαθούσαμε να βιοποριστούμε ως έχει.
«Λάζαρε, έλα γιαβρούμ να με βοηθήσεις να ανεβάσουμε τα μπαούλα από το χαγιάτι (11). Κουρσούμι (12) είναι τζάνουμ!» έλεγε η μάνα και ο κακομοίρης ο Λάζαρος έτρεχε κάθε τόσο να την βοηθάει στις βαριές δουλειές παρ΄ όλο που ήταν μια σταλιά παιδάκι. Ήταν πλέον το μόνο αρσενικό του σπιτιού. Κάθε φορά που εγώ και η Ελισάβετ προθυμοποιούμασταν να βοηθήσουμε, η μάνα μας τόνιζε πως δεν πρέπει να σηκώνουμε βάρη, καθώς θα γινόμασταν μάνες.
Είδαν κι απόειδαν τότε οι συγγενείς και προκειμένου να μπει άντρας μέσα στο σπίτι πρότειναν στη κυρά Σουλτάνα να παντρέψει την Ελισάβετ άρον, άρον. Εξάλλου τότε ξεκινούσε πόλεμος μεταξύ Βαλκανικών κρατών και της Τουρκίας, ενώ μέσα στους επίστρατους ήταν και οι Ρωμιοί ως Οθωμανοί υπήκοοι. Από την επιστράτευση εξαιρούνταν οι νέοι που θα παντρεύονταν ορφανά κορίτσια. Μπούχτισε και η μάνα από τα παρακαλετά και έδωσε τον λόγο της σε μια εύπορη οικογένεια της πόλης, ντεμέκ (13) επειδή λυπόταν τον μοναχογιό τους και θέλησε με τον τρόπο αυτό να τον βοηθήσει..
Ο Θόδωρος, κοτζάμ (14) αρχιτέκτονας, μορφωμένος άνθρωπος έφερε άλλον αέρα μέσα στο σπίτι μας. Η μάνα ήταν πιο ξεκούραη, το ίδιο και ο Λάζαρος. Η μόνη της σκοτούρα ήμουν εγώ, που όπως έλεγε σε όλους της βγήκα τζαναμπέτισσα (15).
«Τι πιτσίμ (16) φόρεμα είναι αυτό Βασιλικούλα! Ξετύλιξε το φουρό γιαβρί μου και πιάσε να διαβάσεις κανένα κιτάπι (17)», μου έλεγε κάθε που έβλεπε το φόρεμα πάνω από τον αστράγαλο. «Τι χούι (18) είναι αυτό ρε μάνα. Αφού σου έχω πει το σχολείο δεν το χτίσανε για την αφεντιά μου. Μόνο φέρε κανέναν τσιλέ (19) να μου μάθεις να κάνω μπιμπίλες (20) που μου αρέσουν. Θέλω να ετοιμάσω τα προικιά μου» της έλεγα κάθε τόσο κι αυτή μπαΐλντιζε (21) από ντροπή.
Τις Κυριακές όλα τα ελεύθερα κορίτσια σεργιανούσαμε στο μεϊντάνι (22) δίπλα από την εκκλησιά του Αγίου Στεφάνου. Τα πρωινά σαν να λέμε μεταλαβαίναμε και μετά γαμπρίζαμε σαν οσίες παρθένες. Το καλοκαίρι του 1919 ήταν η χρονιά που τα Ελληνικά στρατεύματα έρχονταν στα Τούρκικα εδάφη. Το χαμπέρι προκάλεσε χαρά και αισιοδοξία στους Έλληνες. Τώρα που το σκέφτομαι βλέπω πόσο λάθος είχαμε κάνει! Εκείνες τις θερμές μέρες του Αυγούστου που οι ακτίνες του ηλίου χάιδευαν τις στέγες των σπιτιών και τις έκαμαν καμίνια, έπαιρνα την ξαδέλφη μου την Αννιώ και πηγαίναμε στο ποτάμι να δροσίσουμε τα πόδια μας μέσα στο νερό.
«Μπούζι (23) είναι το νερό Βασιλική αν τολμάς έλα» , μου λεγε η Αννιώ που ήξερε πως ήμουν τζαναμπέτισσα. Για να της αποδείξω πως δεν σκιάζομαι από το κρύο έβγαζα τα φουστάνια μου και βουτούσα με το μεσοφόρι στα παγωμένα νερά του ποταμού.
Κάποια από εκείνες τις θερμές ημέρες του Αυγούστου στην όχθη του ποταμού έμελε να γνωρίσω εκείνον. Αγέρωχος πάνω στο άλογό του έγνεφε τον αέρα στο πέρασμά του. Το γαλανό των ματιών του λες και έδινε χρώμα στον ποταμό. Τα μπράτσα του δυο βράχοι που ευχόμουν να φυλακιστώ ανάμεσά τους. Για Τούρκος δεν έμοιαζε μα μήτε τον είχα δει ποτέ μου στον μαχαλά μας.
«Θα τον γνωρίσω ο κόσμος να χαλάσει» έλεγα στην Αννιώ και αυτή έβαζε τα κουλά της στα μάγουλα και αναστέναζε «Ίνσαλαχ (24), τι άτιμο μιλέτι (25) είσαι εσύ, θα την πεθάνεις την μάνα σου Βασιλική και να δω τι θα απογίνεις χωρίς δαύτη». Μα που να ακούσω εγώ. Αφτιά και μάτια είχα μόνο για κείνον. Της Παναγίας αφού εκκλησιαστήκαμε στον Άγιο Στέφανο έπιασε μια μπόρα που ξεσήκωσε όλα στο πέρασμά της. Τι δικαιολογία να πω στην μάνα προκειμένου να πάω στο ποτάμι δεν ήξερα. Είδα κι απόειδα, μαζεύω μάνι μάνι κανένα δυο φλοκάτες και τραβάω ντουγρού για το ποτάμι να τις πλύνω. Μάταια η κυρά Σουλτάνα μου φώναζε «που πας απτάλα (26). Σήμερα γιορτή έχουμε!» Το δικό μου το ντέρτι (27) που να το ξέρε. Φτάνω στο ποτάμι, αραδιάζω λοιπόν τις φλοκάτες και περιμένω να τον δω. Άξαφνα ακούω τον ήχο από τον καλπασμό του αλόγου του. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Γυρίζω και τον βλέπω εμπρός μου. Σκέφτομαι από μέσα μου «άτιμη Βασιλικούλα δεν σ΄ άρεσαν τα γράμματα. Τώρα θα ήξερες ποιος Θεός δραπέτευσε από τον Όλυμπο και βρέθηκε μπροστά σου».
«Το ήξερα ότι θα ερχόσουν και σήμερα», μου λέει και με κοιτά στα μάτια.
Έλληνας είναι σκέφτομαι. Τυχερή κυρά Σουλτάνα μεγάλος νταμπλάς (28) δεν θα σου έρθει. Σκύβω το κεφάλι και συνεχίζω να νεκατεύω τις φλοκάτες. «Δεν μιλάς» με ρωτά. Με το χέρι του μου πιάνει το πιγούνι και ανασηκώνει το πρόσωπό μου.
«Τι θα πει ήξερες» τον ρωτώ με ύφος και συνεχίζω «Τις φλοκάτες πλένω, δεν τηρείς». Μου χαμογελά και το γέλιο του απλώνεται και αγκαλιάζει την ψυχή μου. Το χέρι του χάδι απαλό. Εύχομαι να σταματήσουν τα ρολόγια κι ας μην ξαναδουλέψουν ποτέ πια. Όλος ο κόσμος δικός μου. Κι αυτός ήξερε, σάμπως τι ήξερε;
«Πως σε λένε τζιέρι (29) μου» με ρωτά. «Βασιλική του απαντώ μαγεμένη από την ομορφιά του». Κοιταζόμαστε για μια στάλα κι έπειτα τα χείλη του ενώνονται με τα δικά μου. Αναπάντεχα, μα όμορφα. Ντροπή σου ζεβζέκα (30) μονολογώ, μα δεν το μετανιώνω.
Από εκείνη την ημέρα με τον Αντώνη, έτσι μου συστήθηκε, μείναμε αχώριστοι. Καθημερινά παραδινόμασταν ο ένας στην αγκαλιά του αλλουνού και ταξιδεύαμε με το μυαλό σε χώρες μακρινές, σε μονοπάτια απάτητα. Γιος μεγαλογαιοκτήμονα πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου, έμενε στο διπλανό χωριό και βοηθούσε την οικογένειά του στις αγροτικές εργασίες.
Όταν μπήκε για τα καλά ο χειμώνας και δικαιολογία να σεργιανώ άλλη δεν είχα, αποφάσισα να μιλήσω στην οικογένειά μου. Το ίδιο θα έκανε κι εκείνος με τη δική του. Είχαμε αποφασίσει ότι οι δρόμοι μας έπρεπε να ενωθούνε και επίσημα πια. Ποιος την είδε την κυρία Σουλτάνα και δεν την φοβήθηκε. Ήταν ανήμερα της Αγιά Βαρβάρας και πίστευα πως η μεγαλομάρτυς θα με βοηθούσε να τα μαρτυρήσω. Θα είχαμε μεγάλο πατιρντί (31) αν δεν είχε επέμβει ο Θόδωρος που με τον πράο λόγο του έσωσε την κατάσταση. Σιγοντάρισε και ο Λάζαρος που έπρεπε να παντρέψει την αδελφή του για να παντρευτεί και ο ίδιος την Ευλαμπίτσα, γειτόνισσα από τον μαχαλά, είχε-δεν είχε, η Σουλτάνα έδωσε την ευχή της.
Στις αρχές του 1920, μια παγωμένη μέρα του Γενάρη μας αρραβώνιασαν και το μουχαμπέτι (32) μας ακούστηκε ίσαμε την Πόλη. Ευτυχισμένοι κάμαμε όνειρα για το σπιτικό μας, για τα παιδιά που θα φέρναμε στον κόσμο, για τη ζωή που θα ζούσαμε. Ήμουν μόλις δεκατεσσάρων ετών. Η μάνα έπεισε τα συμπεθέρια πως γάμος δεν πρέπει ακόμα να γίνει, καθώς έπρεπε να με ψήσει λέει στις δουλειές. Κι όχι άδικα. Η Ελισάβετ με την μάνα μαγείρευαν κι έφερναν βόλτα το σπιτικό μας. Ο Θόδωρος με τον Λάζαρο για τις βαριές δουλειές κι εγώ το κακομαθημένο δεν ήξερα μήτε να φουρνίζω. Βάλθηκαν λοιπόν να με εκπαιδεύσουν και να με νοικοκυρέψουν.
Την επόμενη χρονιά όμως, η Τουρκία καζάνι που έβραζε. Ήθελε να ξεβράσει από μέσα της το Χριστιανικό αίμα. Το θεωρούσε υπαίτιο για τα δεινά που πέρασε έπειτα από τους ολέθρους που υπέστη στις Βαλκανικές συρράξεις. Όλοι μας λίγο πολύ το γνωρίζαμε, κανείς όμως δεν ήθελε να το πιστέψει. Που να χωρέσει ο νους ότι τα χώματα που γεννηθήκαμε, που πονέσαμε να τα αναστήσουμε και που χρόνια τώρα αναπαύονταν οι νεκροί μας , θα πρεπε να τα αποχωριστούμε. Ποιος να μας το έλεγε ότι θα ερχόταν κάποια μέρα του Ιούλη όπου θα μας ξυπνούσαν τα λόγια του ντελάλη: «Όποιος δεν αλλαξοπιστήσει να μαζέψει τα μπογαλάκια του και να φύγει αμέσως». Μαχαιριές στην καρδιά να μας έμπηγαν δεν θα πονούσαν τόσο.
Μέσα σε μιαν ημέρα τα όνειρά μου, καταβαραθρώθηκαν. Εκείνο το πρωινό σαν τρελοί τρέχαμε να μαζέψουμε όσα περισσότερα μπορούσαμε. Ανοίγαμε τα σεντόνια κι έπειτα τα κάναμε μπόγους. Του Θόδωρου δεν του πήγαινε η καρδιά και πήγε να βοηθήσει τον παπά Γιάννη να μαζέψει ότι μπορούσε από την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Έπειτα γύρισε και άρχισε να στοιβάζει τα υπάρχοντά μας στα μουλάρια. Φιλήσαμε την πόρτα του σπιτιού μας και πήραμε τον δρόμο της προσφυγιάς. «Θα μείνω να περιμένω τον Αντώνη» είπα στην μάνα, μα ο Θόδωρος δε μ΄ άφησε. Φοβήθηκε στο χαμό που γενόταν πως ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι θα ήταν λεία στα χέρια λυσσασμένων Τούρκων στρατιωτών που βρήκαν την ευκαιρία να λεηλατούν και να κάνουν πλιάτσικο στις περιουσίες μας. «Πάμε Βασιλική και θα βρεθούμε στον δρόμο», μου είπε η μάνα και την πίστεψα.
Τα μάτια μου δεκατέσσερα για να τον βρω. Ο κόσμος μπουλούκια σχημάτιζε μιαν ανθρώπινη αλυσίδα. Όλοι με σκυμμένο το κεφάλι έκλαιγαν βουβά. Πρόσωπα δεν ξεχώριζες. Γυρίσαμε πίσω μας και είδαμε για τελευταία φορά την Σαφράμπολη που σιγά σιγά χανόταν από τα μάτια μας.
Δεν με φόβισε το ταξίδι της προσφυγιάς, μήτε οι αρρώστιες, μήτε η πείνα και η εξαθλίωση. Ούτε τη νέα πατρίδα φοβόμουν. Έψαχνα διαρκώς μέσα στο καραβάνια και τα σαπιοκάραβα που μας στοίβαζαν τον αρραβωνιαστικό μου τον Αντώνη. Τον Αντώνη που ποτέ δεν βρήκα. Φτάνοντας στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, έπειτα από τόσα βάσανα, κουρασμένοι και βρώμικοι μας ρώτησαν αν έχουμε χάσει κάποιον συγγενή. Ο Θόδωρος δήλωσε το όνομά του Αντώνη και οι πατριώτες υποσχέθηκαν πως θα τον βρούνε. Μα δεν τον βρήκαν ποτέ…
Η Παναγιά που κάποτε μου τον χάρισε ξέρει πόσο πολύ πόνεσα, πόσα βράδια έκλαψα τηρώντας το φεγγάρι στη σκέψη πως και ο ίδιος το ίδιο τερεί.
«Μάταια περιμένεις» μου έλεγε ο καημένος ο Λάζαρος που έβλεπε την Ευλαμπίτσα του να μαραζώνει καθώς περίμενε να παντρέψει εμένα για να πάρει κι αυτός σειρά. Τάματα έκανε η μάνα στον Άγιο Στέφανο να με συνεφέρει μα κι αυτά πήγαιναν στράφι. Μιαν ημέρα ο Θόδωρος έπεισε την μάνα να μου μιλήσει για παντρειά. «Τρία χρόνια πέρασαν κόρη μου. Πάψε να περιμένεις. Σκέψου και τον Λάζαρο», με τούμπαρε με αυτά και με εκείνα η κυρά Σουλτάνα. Σαν βρέθηκε στον δρόμο μας ο Νίκος, βάλθηκαν να με παντρέψουν μέσα σε ένα μήνα, μήπως και αλλάξω γνώμη. Πρόσφυγας κι εκείνος από το Αϊδίνη, δε λέω μου φέρεται όμορφα, μα τώρα πια ξέρω πως δεν τον αγάπησα ποτέ. Παρόλο που σήμερα περιμένω το πρώτο του παιδί.
«Βασιλικούλα…» ακούω ξαφνικά μια φωνή και αντικρίζω στην πόρτα του θαλάμου τη μάνα. «Μάνα…..ήρθε!» της λέω και ξεσπάμε σε κλάματα και οι δυο. «Σους, τζιέρι μου και είναι έξω ο Νίκος με τον Λάζαρο», μου λέει και πνίγοντας τα δάκρυά της συνεχίζει: «Ο άντρας σου δεν πρέπει να καταλάβει τίποτα. Τ΄ ακούς; Του είπαμε ότι είναι τερτίπια της εγκυμοσύνης και λιγοθύμησες. Το επιβεβαίωσε και ο γιατρός.»
Την ακούω και βάζω όση δύναμη μου περισσεύει για να βγάλω φωνή «Ο Αντώνης;» την ρωτώ. Κι αυτή μαζεύει όσα κομμάτια της είχαν απομείνει και μου ξεκινά κουβέντα «Σ΄έψαχνε κι αυτός χρόνια. Μου τα ‘πε όλα όταν ο Λάζαρος και ο Νίκος σε μετέφεραν στο νοσοκομείο και μείναμε μόνοι. Το δικό του πλοίο έφτασε στον Πειραιά, γι΄ αυτό δεν σμίξαμε. Από τότε εκεί μένει με τους γονείς του. Τυχαία έμαθε για το ότι βρισκόμαστε στην Μακεδονία και έτρεξε να σε βρει για να σε πάρει κοντά του ως όφειλε. Όταν του εξήγησε ο Λάζαρος πως έχουν τα πράγματα, έχασε την γη κάτω από τα πόδια του. Επέμενε να σε δει για τελευταία φορά. Ο Λάζαρος τον λυπήθηκε. Του υποσχέθηκε να τον φέρει σπίτι και να τον συστήσει για ξάδελφο. Δεν ήταν η τύχη σου Βασιλική μου, δεν ήταν».
Ανοίγει τον κόρφο της και μου δίνει ένα σημείωμα, τρεις λέξεις από εκείνον, όσες πρόλαβε να γράψει πριν οι δρόμοι μας χωρίσουν για πάντα «Να είσαι ευτυχισμένη με την οικογένειά σου. Μην κοιτάξεις πίσω. Σ΄ αγαπώ».
ΤΕΛΟΣ

Γλωσσάρι

(1) Αχμάκισσα: ανόητη (2) γιουφκάδες: χυλοπίτες (3) γιαβρουμ: μωρό μου (4) τζάνουμ: καρδιά μου (4α) μερεμέτι: επισκευή (5) ταμάμ: εντάξει (6) γουλιάριδες: λαίμαργοι (7) τιτίζης: τελειομανής, κομψός (8) τηρώ: βλέπω (9) μπουγιουρντίζω: καλωσορίζω (10) μαχαλάς: γειτονιά (11) χαγιάτι: χώρος του σπιτιού (12) κουρσούμι: βαρύ (13) ντεμέκ: δήθεν (14) κοτζάμ: ολόκληρος (15) τζαναμπέτισσα: ζωηρή (16) τι πιτσιμ: τι είδος; (17) κιτάπι: βιβλίο, (18) χούι: συνήθεια (19) τσιλέ: κλωστή (20) μπιμπίλες: δαντέλες (21) μπαΐλντιζε: αγανακτούσε (22) μειντάνι: πλατεία (23) μπούζι: κρύο (24) Ινσαλάχ: Ω! Θεέ μου (25) άτιμο μιλέτι: ανάποδος, αναξιόπιστος (26) απτάλα: ανόητη (27) ντέρτι: καημός (28) Νταμπλάς: σοκ, (29) τζιγέρι: ψυχή μου (30) ζεβζέκα: κατεργάρα (31) πατιρντί: φασαρία (32) μουχαμπέτι: γιορτή, αλλά και ψιλοκουβέντα

Δεν υπάρχουν σχόλια: