Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022
Απονομή Διακρίσεων Ζ' Λογοτεχν. Διαγωνισμού Διηγήματος
Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2022
Διηγήματα Ζ΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού (6)
Προφητηλιώτη Ευαγγελία
Η νύχτα μύριζε γιασεμί. Με τις μπαλκονόπορτες ανοιχτές και τις σίτες για ασπίδα από τα κουνούπια, ήταν άλλο ένα όμορφο βράδυ του Σεπτεμβρίου. Είχε ζέστη αρκετή και ένα απαλό αεράκι που σου χάιδευε τα μαλλιά, ενώ από μακριά έρχονταν χαρούμενες φωνές από παρέες που πήγαιναν στο λιμάνι για διασκέδαση. Πέρασε από μπροστά μου, ρίχνοντας μου μια γλυκιά ματιά και κάθισε στο μπαλκόνι να ξεκουραστεί μετά από μια κουραστική και δύσκολη βάρδια στην δουλειά. Ήταν απογευματινή και την άλλη μέρα πρωινή. Πόσο πολύ θα ήθελε και αυτή να βγει έξω για ένα ποτάκι να χαλαρώσει, αλλά που τέτοια τύχη. Αρχικά δεν πήγαινε το σώμα της, είχε κάτσει στην καρέκλα και δεν έλεγε να κουνηθεί από την κούραση και έπειτα με ποιον να βγει αφού ο αρραβωνιαστικός της είχε φύγει για τριήμερο στην πρωτεύουσα, για να παρακολουθήσει έναν αγώνα από την αγαπημένη του ομάδα. Πώς να του το αρνηθεί να μην πάει, ένα χόμπι είχε και αυτός. Πάντα έδειχνε κατανόηση η Αληθινή, πάντα καταλάβαινε. Άλλωστε έπρεπε να ξυπνήσει την άλλη μέρα στης έξη το πρωί για να πάει ξανά στην δουλειά. Μια χαρά ήταν και στο σπιτάκι της. Είχαν νοικιάσει ένα όμορφο καινούργιο διαμέρισμα με τον Παντελή, κέντρο απόκεντρο κοντά στην αγορά και στο λιμάνι αυτού του υπέροχου νησιού.
Αγόρασαν και έπιπλα σε μοντέρνα γραμμή που αρμόζουν στα νέα ζευγάρια, σε αποχρώσεις άσπρο και γκρι. Λίγες πινελιές σε κόκκινο χρώμα υπήρχαν στο σαλόνι τόσο μικρές αλλά εξίσου όμορφες. Ένα αυτοκινητάκι αντίκα στα ράφια πάνω από την τηλεόραση, δυο μαξιλάρια στον γωνιακό καναπέ, ένα πήλινο ρόδι για γούρι, το αγαπημένο της, πάνω στην τραπεζαρία και ένας μεγάλος πίνακας με δυο ανθισμένα κλαδιά κερασιάς ζωγραφισμένα στην μέση, έργο της Αληθινής, που λάτρευε την ζωγραφική, την ηρεμούσε. Μόλις έπιανε τα πινέλα και τις μπογιές της ταξίδευε σε έναν άλλον κόσμο, τον δικό της, σε άγνωστους προορισμούς με όμορφα τοπία με θέα, σαν την θέα που είχε μπροστά της.
Το μπαλκόνι της από την μια πλευρά έβλεπε το βουνό, που το χειμώνα γινόταν άσπρο από τα χιόνια και από την άλλη πλευρά έβλεπε την θάλασσα, όχι πολύ, αλλά της έφτανε για να καταλάβει αν φυσάει στην παραλία, αν έχει κύματα η θάλασσα για να αποφασίσει να πάει για βουτιά ή όχι. Άλλωστε πέντε λεπτά με τα πόδια ήθελε για να φτάσει, δίπλα ήταν. Ευθεία μπροστά της απλωνόταν η μια πλευρά της χώρας, έτσι λένε στα νησιά την πρωτεύουσα, που στο τελείωμα της φαίνονταν μακριά κάποια παραθαλάσσια χωριά και παραλίες. Αν και έμενε στο κέντρο, αυτό το διαμερισματάκι ήταν λαχείο για αυτούς γιατί ήταν ψηλά, στον πέμπτο όροφο και δεν είχε από πουθενά τριγύρω εμπόδια από σπίτια, όλα ήταν ποιο χαμηλά, για αυτό και είχε τόσο ωραία θέα. Το λάτρευαν και οι δυο.
Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2022
Διηγήματα Ζ΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού (5)
Β΄ έπαινος
Τα
γενέθλια
Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022
Διηγήματα Ζ΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού (4)
Η στράτα του απείρου
Κοντοστέκεται στην πόρτα κι ανάβει ηδυπαθώς ένα τσιγάρο σέρτικο. Το θαμπό
της βλέμμα ακολουθεί υπνωτισμένο την ελικοειδή διαδρομή του καπνού μέχρι να
γαντζωθεί στην κόχη του μισοφέγγαρου. Η σκέψη της χάνεται για λίγο στις
αιθέριες ατραπούς της ξάστερης νύχτας κι ύστερα επανέρχεται στα τάρταρα του
νου. Θα προτιμούσε να μη σκεπτόταν, να μη θυμόταν, μονάχα να αισθανόταν. Όταν
δεν καταλαβαίνεις τον πόνο, είναι σα να μην υπάρχει. Κι εκείνη πόνεσε πολύ στη
ζωή της.
Στην τρυφερή ηλικία των δέκα ετών έχασε και τους δύο γονείς της σε
αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η ψυχή της μουντζουρώθηκε μεμιάς πριν προλάβει να
ζωγραφίσει εκεί το πρώτο της χαμόγελο. Στερήθηκε πρόωρα την ανιδιοτέλεια της
αγάπης, προτού απασφαλίσει την περόνη της καρδιάς. Δεν έμαθε ποτέ τι σχήμα έχει
η αγκαλιά, γιατί τα χέρια της πάντα έμπλεκαν στου μίσους τα αιχμηρά αγκάθια.
Μεγάλωσε σ’ ένα ορφανοτροφείο θηλέων μέχρι την ενηλικίωσή της. Δυστυχώς, όμως, ούτε
κι από κει είχε πολύ ευχάριστες αναμνήσεις. Το ίδρυμα έμοιαζε περισσότερο μ’ ένα
αχανές κολαστήριο ασύμμετρων ανθρώπων, ένα κεκαλυμμένο χρηματιστήριο ξοφλημένων
σκιών. Εκείνη την εποχή τα παιδιά στις γειτονιές διασκέδαζαν με αμπάριζα,
μπερλίνα, κρυφτό, κυνηγητό, τυφλόμυγα. Στα χέρια τους κρατούσαν ευλαβικά πολύχρωμους
βόλους ή ξύλινες σβούρες κι αισθάνονταν σαν τα ρηγόπουλα των παραμυθιών. Μα τα
κορίτσια του ορφανοτροφείου γιόμιζαν τις χούφτες τους με χαρακιές και το μόνο
παιχνίδι που ήξεραν ήταν το «παιχνίδι των λυγμών». Το κλάμα τους ήταν τόσο γοερό
που μούσκευαν ακόμη κι οι μολυβένιοι τοίχοι του κολαστηρίου.
Το τσιγάρο σχεδόν σώθηκε κι οι στάχτες σαν ανυπόταχτα πουλιά είχαν
σκορπίσει στον αγέρα. Η γόπα γλίστρησε νωχελικά από τα κατακερματισμένα χείλη
της και προσγειώθηκε στην παγερή
μαρμάρινη επιφάνεια. Έχωσε το χέρι της στην τσέπη κι έβγαλε διστακτικά μερικά
χαρτονομίσματα. Αυτά τα παραλληλόγραμμα χαρτάκια που διαφεντεύουν τη ζωή μας.
Το χρήμα ουδέποτε το λογάριασε, μα έπρεπε τώρα να πάρει μια μεγάλη απόφαση· να
σώσει τον γιο της ή να του χαρίσει την εφήμερη ευτυχία. Δεν ήταν ακόμη σίγουρη,
γι’ αυτό ξανάκρυψε τα χρήματα και χτύπησε με αποφασιστικότητα το κουδούνι.
Έπρεπε πρώτα να συζητήσουν, να του αναλύσει κάποια πράγματα, μήπως επιτέλους
καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν ληθαργικά σαν παροπλισμένα πλοία, αλλά κανείς δεν
άνοιγε την πόρτα. Ένα σφοδρό αντάριασμα ξέσπασε στο στήθος της, μια ξαφνική
τρικυμία, κι η ταχυπαλμία παρέλυσε τα άκρα της. Οι φλέβες της τρεμόπαιζαν στον
άρρυθμο σκοπό της ανάσας της κι ένα ερεθισμένο ηφαίστειο απειλούσε τα σωθικά
της. Ξαναχτύπησε το κουδούνι, ελπίζοντας αυτήν τη φορά κάποιος ν’ ανοίξει την
πόρτα. Μάταια. Ο γιος της μάλλον έφυγε από το σπίτι αναζητώντας πάλι τη δόση
του, μερικά γραμμάρια ευδαιμονίας, σαν ένας ξεπεσμένος Δον Κιχώτης, που πρόδωσε
τη Δουλτσινέα του για την αβάσταχτη γοητεία του προσωρινού.
Ξαφνικά, μια στριγκή κραυγή ακούστηκε από μέσα. Ένα λεπίδι κοφτερό που
τεμάχισε τη σιγαλιά. Η μάνα δεν έχασε διόλου καιρό. Έβγαλε το κλειδί από τη
δερμάτινη τσάντα της κι επιχείρησε να ξεκλειδώσει την πόρτα. Τα χέρια της
πάλλονταν από την αγωνία, όμως, τελικά κατάφερε να μπει. Διέσχισε το σαλόνι σαν
αλαφιασμένο αγρίμι και κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα. Τότε τα μάτια της
αντίκρισαν το σπλάχνο της να σπαρταράει στο πάτωμα. Ένα πληγωμένο ζαρκάδι έτοιμο
να υποκύψει στα τραύματά του. Τον πήρε αμέσως αγκαλιά κι ας μη γνώριζε πώς πρέπει
ν’ αγκαλιάζουν. Άνοιξε απλώς διάπλατα τις τσακισμένες φτερούγες της και τον
έκλεισε μέσα στο τόξο της στοργής. Εκείνος της χαμογέλασε φευγαλέα και λίγο
μετά εξέπνευσε σαν το τελικό σίγμα της ζωής. Αβαρής πια κι ανένταχτος θα διάβαινε
τη στράτα του απείρου χωρίς σανδάλια. Η μάνα κράτησε το διάτρητο κορμί του σαν
την Πιετά του Μιχαήλ Αγγέλου. Ήθελε τόσο πολύ να ξεσπάσει σε αναφιλητά, αλλά τα
δάκρυά της στέγνωσαν με τα χρόνια, έγιναν πέτρες και πλέον σα διάφανα βαρίδια
ζυγιάζουν τη θλίψη της.
Άρχισε να βαριανασαίνει και τα χνότα της δημιούργησαν μαύρα σύννεφα γύρω
από το πρόσωπό της. Ένιωθε γυμνή, ακρωτηριασμένη, νηπενθής· ένα άοσμο γεράνι
που φύτρωσε μέσα στην υψικάμινο του νεφεληγερέτη χρόνου. Δεν μπορούσε να
διανοηθεί ότι το παιδί της είχε γίνει άγγελος με τις δικές της φτερούγες. Άρπαξε
κάτι ξεραμένα άνθη από ένα γυάλινο βάζο πάνω στο κομοδίνο, τα έπλεξε στεφάνι
και τα φόρεσε στα ανακατωμένα της μαλλιά. Με αυτό το φτηνό διάδημα έστεψε την απελπισία
της. Μετά σήκωσε σαν τον Άτλαντα στους ασθενικούς ώμους της το κουφάρι του
παιδιού της κι έφυγε από το σπίτι. Έπαψε να είναι μάνα κι έγινε εσταυρωμένη,
που φέρει κατάσαρκα τον σταυρό του μαρτυρίου. Αντί για ήλους, έχει τα
συρίγγια της ουτοπίας καρφωμένα στις
παλάμες της.
Τα βήματά της την έφεραν σε μια πιάτσα λευκού θανάτου. Εκεί όπου η ηρωίνη χρίζει ψεύτικους ήρωες και το χασίσι καλουπώνει τα όνειρα των τελευταίων ρομαντικών. Πασχίζει να βρει τους δήμιους του γιου της, να τους ρωτήσει γιατί τον παρέσυραν στη δίνη της κόλασης και ποιο είναι άραγε το τίμημα μιας ψευδαίσθησης. Θέλει ν’ ανέβει τον δικό της Γολγοθά μέχρι να ματώσουν τα γόνατά της και να σβήσουν όλα τα κεριά της μοναξιάς της. Ένας ναρκομανής την σταματάει και της ζητάει λίγα χρήματα. Η εσταυρωμένη αφήνει χάμω το σώμα του παιδιού της, βγάζει τα χαρτονομίσματα από την τσέπη της, με τον αναπτήρα τους βάζει φωτιά κι εν συνεχεία ανάβει ένα τσιγάρο. Αυτό το τσιγάρο δεν πρόκειται να σβήσει, θα το καπνίζει εσαεί μέχρι να έρθει κάποτε μια ανέσπερη ανάσταση, η μεταχρονολογημένη ευτυχία που εγκλωβίστηκε στο περιθώριο της ελπίδας.
Αντ. Ευθ.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022
Διηγήματα Ζ΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού (3)
Επιστροφή στην Ομορφοπλαγιά
Κεφάλαιο 1
Η νεκροκεφαλή στη ντουλάπα
5 Απριλίου 1973, 9:00
Μόναχο, Marienplatz, Καφέ Glockenspiel
Στρατηγός Φερντινάντ Σέρνερ:
«Σκέφτεσαι ποτέ τι κάναμε;»
Με ενοχλεί αφάνταστα ο λοχαγός. Κάθε πρωϊ που βρισκόμαστε στο καφέ της πλατείας, αυτό είναι το πρώτο πράγμα που μου λέει μόλις με συναντήσει. Με τρομαγμένη έκφραση και ένα κλαψιάρικο ύφος που με προκαλούν να τον χαστουκίσω. Από την άλλη, σκέφτομαι: ποιός είμαι σήμερα εγώ που θα χαστουκίσω τον, έτσι κι' αλλιώς πιό δυνατό από μένα, πολύ νεότερο μου λοχαγό; Εάν το κάνω είμαι καταδικασμένος να πίνω όλη την εβδομάδα μόνος τον καφέ μου σε αυτό το στέκι των αξιωματικών ανάμεσα σε παιδαρέλια, που δεν γνωρίζουν από ιεραρχία, σεβασμό, ηρωϊσμό, που δεν γνωρίζουν τίποτα, τίποτα. Δεν τον χαστουκίζω. Του απαντώ όμως:
«Το σκέφτομαι Κλάους. Δεν περνάει μέρα χωρίς να το σκεφτώ και χάρη σε σένα ούτε αυτές τις λίγες ώρες που περνάω ανάμεσα σε κόσμο μέσα στην εβδομάδα. Το σκέφτομαι και το μετανιώνω πάντα. Αυτό δεν θέλεις να ακούσεις; Κλαίω, αν θέλεις να μάθεις, τα βράδια. Όχι όμως από τύψεις όπως ελπίζεις. Κλαίω για το κατάντημα του στρατού μας. Κλαίω γιατί καταλήξαμε να είμαστε η ορντινάντσα των γιάνκηδων».
«Από τύψεις θα έπρεπε να κλαις, αλλά είσαι αδιόρθωτος και αγύριστο κεφάλι. Αλλά σύντομα θα τον συναντήσουμε και θα λογαριαστούμε όλοι μας μπροστά στο Θεό».
«Προτεσταντικές ηθικολογίες και καλβινισμός του κερατά. Αυτά ζέχνουν στο γέρικο κεφάλι σου. Ας πιούμε τώρα τον καφέ μας και ας μιλήσουμε για το ταξίδι. Τα άλλα θα τα λύσουν οι ιστορικοί».
Ο λοχαγός δεν ξαναγύρισε στο θέμα. Ευτυχώς, ίσως τον χαστουκίσω τελικά για την αυθάδεια του αλλά η θύμηση των ατέλειωτων παγωμένων βραδιών στο Στάλινγκραντ εκείνον τον κολασμένο Δεκέμβρη του '42, όταν αναρωτιόμουν αν η φωνή που έρχονταν από τα πτώματα που στοιβάζονταν γύρω μου, άνηκε όντως σε ζωντανό και που ένας μισοπεθαμένος αξιωματικός δεν δίστασε να χάσει τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού από κρυοπαγήματα για να μου δώσει τα γάντια του, δεν με αφήνουν. Ένας ανθυπολοχαγός, που μου έτριβε τα χέρια σε εκείνον τον παγωμένο κρατήρα όπου περάσαμε τρία ολόκληρα εφιαλτικά μερόνυχτα. Όταν το θυμάμαι, πλημμυρίζουν δάκρυα τα μάτια μου. Αναθεματισμένη ευαισθησία! Δεν είναι έτσι οι σωστοί στρατηγοί. Δέχτηκα και πάλι να με κεράσει. Χωρίσαμε το μεσημέρι και τον παρακάλεσα να φύγω πρώτος προφασιζόμενος κάποια κοινωνική υποχρέωση. Δεν τον έπεισα αλλά φυσικά δέχθηκε. Ήθελα να σκεφτώ.
Τα οικονομικά μου είναι φρικτά. Δεν είναι λίγες οι φορές που μετανιώνω για την ξεροκεφαλιά μου να αρνηθώ να φορέσω και πάλι τα διακριτικά του βαθμού μου και να σταθώ μπροστά σε ένα στράτευμα. Μόνο που θα έπρεπε να ράψω στις επωμίδες μου και το μισητό σφυροδρέπανο. Θα αναγκαζόμουν να γλύψω τους πουλημένους συμπατριώτες μου που αντί να αυτοκτονήσουν όταν ο «Τοίχος» τους έφραξε το δρόμο και τους μάντρωσε στην Ανατολική Γερμανία, δέχτηκαν να λάβουν μισθό εκπορνευόμενοι στο μπουρδέλο που λέγεται «Κόκκινος Στρατός».
Αυτόν που πολέμησαν.
Αυτόν που βίασε τις Βερολινέζες μητέρες.
Αυτόν που σκότωσε τα παιδιά μας.
Μπροστά στον καθρέφτη μου, μπροστά στις φωτογραφίες μας από το μέτωπο, από όλα τα μέτωπα, τους φτύνω και τους δικάζω, ξανά και ξανά:
«Αυτούς δεν πολεμήσαμε συμπολεμιστές; Τα κόκκινα σκυλιά δεν έστειλαν στη Βαλχάλα τους συντρόφους μας; Τα κορμιά των συμμαθητών μας στις σχολές αξιωματικών του Ράϊχ δεν ήταν αυτά που φορτωθήκαμε στην πλάτη για να μην τα σκυλέψουν οι βρωμορώσοι; Το δικό μας τευτονικό αίμα δεν ήπιαν οι κόκκινοι βρυκόλακες στις στέπες τους; Με αυτό δεν λούστηκε ο “πατερούλης” Στάλιν, για να ζήσει, σαν μια άλλη Λαίδη Μπάθορυ, μέχρι τα γεράματα; Πώς μπορέσατε να επανδρώσετε τις σκοπιές στο σιχαμένο τείχος που διαπερνά σαν ξίφος το Βερολίνο μας; Πώς διατάζετε πυρ, συνάδελφοι, στις πλάτες των συμπολιτών μας που σκαρφαλώνουν τον φράκτη; Για μερικά ψωρορούβλια, για μερικά κόκκινα αστέρια στο αμπέχωνό σας, για μερικές τρομαγμένες χαιρετούρες, για λίγα λαθραία τσιγάρα, για λίγη βότκα. Σιχάματα. Βγδελύματα. Προδότες».
Στρέφομαι τα βράδια στη ντουλάπα μου και βγάζω τη στολή μου. Δεν μου κάνει πια. Έχω παχύνει, αν και δεν τρώω καλά. Πιθανόν από το ποτό. Χαϊδεύω το σακάκι μου με τα διακριτικά των Ες Ες. Η νεκροκεφαλή στο πέτο, μου χαμογελάει και με ευχαριστεί που δεν την ξεχνάω τόσα χρόνια. Που δεν την πρόδωσα για το κόκκινο άστρο. Είμαι ένας στρατηγός των Ες Ες και όσα χρόνια και να περάσουν θα είμαι περήφανος για τα κατορθώματά μου.
Δεν έχω ανάγκη μόνο εγώ τα χρήματα, τα έχει σίγουρα και ο Κλάους. Αρνήθηκε και ο ίδιος την πρόταση των Ανατολικογερμανών να ενταχθούμε στον Κόκκινο Στρατό. Ίσως το έκανε από ιδεολογικούς λόγους, ίσως πάλι το έκανε για μένα. Δεν ξέρω εάν καταλαβαίνει πόσο με τιμάει αυτό. Δεν το συζητήσαμε ποτέ. Το Γερμανικό Κράτος δεν μας έδωσε ποτέ σύνταξη ή κάποιο επίδομα. Τελευταία αναγκαζόμαστε να πουλήσουμε προσωπικά μας αντικείμενα σε συλλέκτες και δεχόμαστε με ντροπή κάποια μικρή βοήθεια από τον σύλλογο των βετεράνων. Εμείς οι αξιωματικοί είμαστε ψυχαναγκαστικοί. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε την οικονομική βοήθεια ακόμη και στον καταδικασμένο ως «εγκληματία πολέμου» συνάδελφο, όπως εγώ και ο Κλάους. Μπορούν όμως να μας αρνηθούν έστω και μια μικρή κίνηση αβροφροσύνης, έναν χαιρετισμό, ένα νεύμα. Δεν μας μιλάει κανείς εδώ και χρόνια. Μας δίνουν όμως κάποιο επίδομα.
Κανονίσαμε με τον Κλάους να κατεβούμε στην Ελλάδα τον Απρίλιο. Θα έδινα μια σειρά διαλέξεις και ομιλίες καλεσμένος ενός μικρού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος που θα μας κάλυπτε τα έξοδα και θα μας εξασφάλιζε και μια ικανοποιητική αμοιβή. Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του ο ηγέτης μας, μαγνήτιζε από τον τάφο του ανθρώπους από όλο τον κόσμο που τον πίστεψαν και ακολούθησαν το όραμά του. Ήμουν περήφανος που που θα μιλούσα μπροστά στους νέους Έλληνες συναγωνιστές για τη δική μου συμβολή στην εκπλήρωσή του. Πολέμησα και εγώ στην Ελλάδα και μπήκα όρθιος πάνω στο στρατιωτικό τζιπ στη Θεσσαλονίκη. Τη θυμάμαι εκείνη τη μέρα. Και ναι, θυμάμαι ολοκάθαρα και αυτό που επιμένει να μου θυμίζει ο Κλάους. Δεν ήταν μια εύκολη περιπέτεια η Ελλάδα. “Σκοτώθηκα” και εγώ στα βουνά της. Αύριο θα πετάξουμε για τη Θεσσαλονίκη. Θα κάνω το χατήρι του Κλάους και θα επισκεφθούμε την Ομορφοπλαγιά στις Σέρρες. Αν αυτό τον βοηθήσει να κοιμάται τα βράδια και να πάψει να μου το χτυπάει θα περάσω και από το Πολυβολείο Νούμερο Οκτώ. Εκεί που γνώρισα τον Λοχία Ίτσιο.
5 Απριλίου 1973, 9:00
Μόναχο, Marienplatz, Καφέ Glockenspiel
Λοχαγός Κλάους Χέρλε:
Με χαστούκισε.
Πάλι.
Καθόμασταν στη θέση μας, στο μαρμάρινο τραπεζάκι δίπλα στη βιβλιοθήκη, στο καφέ Glockenspiel στη Marienplatz του Μονάχου, όπως κάθε πρωϊ, στις 9:00 ακριβώς. Διάβαζα τη Local και είχα παραγγείλει, όταν έφθασε. Τον ρώτησα, όπως πάντα:
«Μπόρεσες να κοιμηθείς καλά χθες; Τον ονειρεύτηκες;»
Στάθηκε από πάνω μου, ψηλός, Με τα καλογυαλισμένα πάντοτε παπούτσια του όπου μπορούσες να καθρεφτιστείς. Ήταν το ένα από τα δύο ζευγάρια που είχε και το φορούσε μόνο στην πρωϊνή μας έξοδο στο καφέ. Όπως πάντα. Τα ρούχα του δεν ήταν καινούργια, πώς θα μπορούσαν άλλωστε στην κατάσταση μας, αλλά φρόντιζε με επιμέλεια να τα διατηρεί καθαρά και σιδερωμένα. Το σακάκι του ατσαλάκωτο και τα τελευταία ασημένια μανικετόκουμπα που απέφευγαν το ενεχυροδανειστήριο εδώ και δέκα χρόνια, άστραφταν κάτω από τους πολυέλαιους του καφέ. Ήμουν δέκα χρόνια νεότερος, αλλά αυτό δεν έχει σημασία όταν είσαι εβδομήντα, έτσι δεν είναι; Έβγαλε το δερμάτινο γάντι του αριστερού του χεριού και με κοίταξε βλοσυρά. Τα πυκνά φρύδια του έσμιξαν και καταδύθηκαν κάτω από την γραμμή των γυαλιών του σαν υποβρύχια που ετοιμάζονταν να τορπιλίσουν τον εχθρό. Με χτύπησε με το γάντι στο μάγουλο.
«Πώς τολμάς να με ρωτάς κάτι τέτοιο, Λοχαγέ Herle; Είσαι αναιδής και αδιόρθωτος».
Τα παραμορφωμένα δάχτυλα του δεν είχαν δύναμη και η επαφή τους με το μάγουλο μου μάλλον τους προκάλεσε περισσότερο πόνο από ό,τι σε μένα. Ο διάλογος μας και το χαστούκι ήταν μέρος της χορογραφίας. Ένα “Battement”, μέρος αυτού του μπαλέτου «για δυο γέροντες» που ανεβάζαμε κάθε πρωϊ, στις εννέα ακριβώς, στη σκηνή του Glockenspiel.
Πόσο μεγάλο όμως είναι το δράμα στο οποίο παίζουμε τόσα χρόνια και ας μην το παραδέχεται ο Στρατηγός!
Ένα ταξίδι, δύο προορισμοί
5 Απριλίου 1973
Μόναχο, Πανσιόν της Φράου Rosa Bernile Nienau, 21:00
Στρατηγός Φερντινάντ Σόρνερ:
Αύριο θα ταξιδεύαμε για την Ελλάδα. Έδωσα εντολή στον Κλάους να σχεδιάσει, όπως κάνει άλλωστε πάντα, και αυτή την αποστολή μας. Πόσο ανόητο ακούγεται αυτό το “έδωσα εντολή”! Ο πόλεμος τελείωσε το '45 και από εκεί και πέρα μπορεί κανείς να πει πως για πολλά χρόνια μόνο λάμβανα εντολές. Στη δίκη που ακολούθησε τη σύλληψή μας, στα χρόνια της φυλακής και αργότερα, που αν και ήμασταν ελεύθεροι πολίτες πλέον, δεν απολαμβάναμε κανέναν σεβασμό. Τον ενημέρωσα ότι θα κάνω μια βόλτα μέχρι την ώρα του δείπνου και πως όταν τελειώσουμε, θέλω να μου περιγράψει όλες τις λεπτομέρειες του ταξιδιού μας. Μια ιεροτελεστία που κρατούσε τόσα χρόνια όσα γνωριζόμασταν. Μια τελετή που μου πρόσφερε μεγάλη ικανοποίηση. Ο Λοχαγός περίμενε να αποσυρθούν οι λιγοστοί πελάτες της ετοιμόρροπης πανσιόν όπου μέναμε λόγω του χαμηλού ενοικίου και τότε άπλωνε στο τραπέζι μας έναν πολυχρησιμοποιημένο ευρωπαϊκό χάρτη που είχα κρατήσει από τον Πόλεμο. Η Φράου Rosa Bernile Nienau ξέστρωνε πάντα με υποδειγματική σχολαστικότητα το τραπέζι και αποσύρονταν αθόρυβα στην κουζίνα της. Εξάλλου, γνώριζε πως αυτές οι εξορμήσεις που σχεδιάζαμε θα πλήρωναν και το νοίκι μας.
Ο καημένος ο Κλάους. Προσποιούνταν πως σημείωνε με ευλάβεια τις παρατηρήσεις μου πάνω στα σκόπιμα κενά και τις ασάφειες που άφηνε στο πρόγραμμα μας ακριβώς για να έχω τη χαρά να προσθέτω, να κρίνω, να διορθώνω, να διοικώ. Όμως είμαι σίγουρος πως είχε υπολογίσει και ρυθμίσει ήδη τα πάντα. Είχε επικοινωνήσει με τους διοργανωτές, είχε βγάλει (και χρεώσει σε αυτούς φυσικά), τα εισιτήρια μας, είχε φροντίσει τα καταλύματα μας, είχε επιμεληθεί με γλυκύτητα το μενού που απαιτούσε το ζάχαρο μου, είχε ετοιμάσει τις βαλίτσες μας, αφού έπλυνε και σιδέρωσε τη στολή μου και γυάλισε τις μπότες μου. Ο εργένης Κλάους, είχε παντρευτεί εμένα και είχε τάξει σκοπό της ζωής του να με υπηρετεί αγόγγυστα μέχρι να φύγω, πιθανόν πρώτος, από τη ζωή.
Πέρασα τη γέφυρα του Eisbach και πήρα το δρόμο για την πανσιόν. Ένοιωθα πως αγαπούσα αυτόν τον άνθρωπο που κάθισε μαζί μου πίσω από το γυάλινο χώρισμα στη δίκη των αξιωματικών. Και όταν ήρθε η ώρα να απολογηθεί δεν είχε ούτε μία κουβέντα να πει εναντίον μου για να μειώσει την ποινή του. Δεν ισχυρίστηκε ότι φοβήθηκε ποτέ την οργή μου, δεν δικαιολόγησε τις ενέργειες του, όπως έκαναν πολλοί άλλοι τρομοκρατημένοι συμπολεμιστές μας, με την αδήριτη ανάγκη να υπακούσουν τις διαταγές του Διοικητή τους. Τιμωρήθηκε και αυτός με την ίδια ποινή. Όταν σηκωθήκαμε από το εδώλιο, γνωρίζαμε πως θα πεθαίναμε στη φυλακή. Ευτυχώς δεν έγινε αυτό. Και όταν οι Ανατολικογερμανοί μας προσέγγισαν, αυτόν χρησιμοποίησαν για να έρθουν σε επαφή μαζί μου. Όμως, ο ίδιος ήταν που τους απάντησε, σκληρότερα και από μένα, πως δεν μπορεί να φορέσει τη στολή του Κόκκινου Στρατού. Αυτού που βίασε τις γερμανίδες του Βερολίνου και σκλάβωσε τα παιδιά μας. Ήμουν περήφανος για τον φίλο και συμπολεμιστή μου Κλάους. Δεν με κατηγόρησε ούτε όταν έδωσα εκείνη τη φρικτή διαταγή να εκτελεστούν είκοσι στρατιώτες του τάγματος μου. Η αλήθεια είναι πως η τύχη που τους επιφύλαξα ήταν καλύτερη από αυτή που θα είχαν εάν παραδίδονταν στους Σοβιετικούς. Γνωρίζω όμως πως δεν θα μου συγχωρέσει ποτέ μία μου διαταγή. Αυτή που έδωσα στον ίδιο σε εκείνη την κολασμένη βουνοπλαγιά στην Ελλάδα. Να εκτελέσει έναν Λοχία. Δεν θα παραδεχθώ ποτέ μπροστά του ότι έσφαλλα. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν το πιστεύω. Έφθασα στην πόρτα της πανσιόν λίγο πριν η Φράου Nienau σερβίρει το δείπνο. Ο Κλάους με περίμενε όρθιος. Θα του άλλαζα λίγο τα αυριανά σχέδια. Αναρωτιόμουν αν και αυτό το είχε προβλέψει.
Κεφάλαιο 3
Στο πεδίο της Μάχης
6 Απριλίου 1973, 8:00
Μόναχο-Θεσσαλονίκη, αεροδρόμιο
Λοχαγός Κλάους Χέρλε:
Το πρωί της 6ης Απριλίου 1973, αναχωρήσαμε από το αεροδρόμιο του Μονάχου για την Ελλάδα. Θα φθάναμε στη Θεσσαλονίκη δυόμιση ώρες αργότερα και θα μας υποδέχονταν οι διοργανωτές του συνεδρίου του μικρού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος της χώρας. Επέμενε να μας συνοδεύσει ο επικεφαλής της τοπικής οργάνωσης και να μας παρέχει προστασία στην εξόρμηση που πρόσθεσε ο Στρατηγός στο πρόγραμμά μας πριν την ομιλία του. Με αιφνιδίασε το προηγούμενο βράδυ στο δείπνο, όταν μου είπε:
«Λοχαγέ, μερίμνησες πως θα πάμε και θα γυρίσουμε φυσικά, στα Οχυρά αύριο; Έχουμε άφθονο χρόνο στη διάθεσή μας και θα ήθελα να θυμηθώ τις μέρες εκείνες».
Κόντεψα να πνιγώ με τη μπύρα μου. Προσπάθησα να μείνω ψύχραιμος.
«Βεβαίως σκέφθηκα και εγώ πως θα το θέλατε και έχω κάνει όλες τις απαραίτητες συνεννοήσεις. Θα επισκεφθούμε τα Οχυρά και θα έχετε αρκετό χρόνο να αναπαυτείτε πριν μιλήσετε στο συνέδριο».
Το υπόλοιπο βράδυ ξόδεψα το φτωχό μου κομπόδεμα σε κέρματα στο τηλέφωνο της πανσιόν. Όταν ο Στρατηγός πήγε για ύπνο, τηλεφώνησα στον διοργανωτή και του είπα για την επιθυμία του Σόρνερ. Με ξάφνιασε η προθυμία του να μας εξυπηρετήσει. Θα μας έπαιρνε ο ίδιος με αυτοκίνητο, και με συνοδεία μάλιστα, και θα μας πήγαινε στις Σέρρες και όπου αλλού θέλαμε. Μας ζήτησε την άδεια να βγάλει φωτογραφίες και φυσικά δεν μπορούσα να του την αρνηθώ. Το βράδυ δεν έκλεισα μάτι. Η αποφασιστικότητα του Στρατηγού με θορύβησε και με ανησύχησε. Πριν κοιμηθώ τα χαράματα έβαλα στη βαλίτσα τις δύο φωτογραφίες που είχα τραβήξει τότε στην πλαγιά. Ο Στρατηγός ήταν σαφής στη διαταγή του.
Σε όλο το ταξίδι ο Στρατηγός ήταν αμίλητος, όχι πως μιλούσε δα και πολύ ποτέ αλλά ήταν πάντα απορροφημένος σε κάποιο βιβλίο ή εφημερίδα ή χτένιζε τον λόγο του. Αυτοί οι λόγοι και τα άρθρα που έγραφε σε διάφορα έντυπα εθνικοσοσιαλιστικών και αποκρυφιστικών κομμάτων και ομάδων σε όλο τον κόσμο ήταν που μας εξασφάλιζαν τον φτωχό αλλά αξιοπρεπή τρόπο ζωής μας από τότε που αποφυλακιστήκαμε το 1955. Κατεβήκαμε από το αεροπλάνο και συναντήσαμε στην αίθουσα υποδοχής τον σύνδεσμό μας. Έκανα τις συστάσεις με τη δέουσα επισημότητα. Ήταν το τελετουργικό της εργασίας μας και απαιτούσε μια κάποια θεατρικότητα.
6 Απριλίου 1973, 13:00
Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Ομορφοπλαγιά Οχυρά Ρούπελ
Στρατηγός Φερντινάντ Σόρνερ:
Ο άνδρας που μας περίμενε ήταν όπως τον περίμενα. Είχα συναντήσει πολλούς σε όλο τον κόσμο ολόϊδιους με αυτόν. Ψηλός, ευρύστερνος, μυστακοφόρος και με εντυπωσιακούς μυς στα χέρια. Κάποιοι έρχονταν να με συναντήσουν με κοντομάνικα μπλουζάκια με κάποιο σύμβολο, ένα κέλτικο σταυρό, μια περικεφαλαία, έναν κεραυνό. Σε αυτούς έδειχνα τη δυσαρέσκεια μου με κάποιο μορφασμό που πιστεύω πως δεν καταλάβαιναν. Άλλοι όπως ο Έλληνας, φορούσαν χακί πουκάμισο με ζώνη περασμένη χιαστί και ομοιόχρωμο πουκάμισο. Αυτοί μου θύμιζαν τον στρατό και η εμφάνιση τους με ικανοποιούσε και τους το έδειχνα. Ο Αρχηγός τους και οι δύο συνοδοί του ήταν ομοιόμορφα ντυμένοι ενώ ο πρώτος είχε και κάποιο διακριτικό στο αριστερό μπράτσο. Με χαιρέτησαν στρατιωτικά αν και δεν φορούσαν καπέλα ή εθνόσημα. Έχω δει τόσα όμως αλλοπρόσαλλα πράγματα όλα αυτά τα χρόνια που δεν έχει καμιά σημασία. Άλλο έχει σημασία τώρα. Να με πάνε στην Ομορφοπλαγιά.
Το ταξίδι με το αυτοκίνητο μέχρι τις Σέρρες δεν ήταν μακρύ. Το είχα κάνει ανάποδα με το τζιπ όταν υποτάξαμε το ατίθασο Ρούπελ το 1945 και μπήκαμε θριαμβευτές στη Θεσσαλονίκη. Διακόσιοι πενήντα όμως στρατιώτες και αξιωματικοί μου είχαν μείνει εκεί στην Ομορφοπλαγιά. Μα γιατί την έλεγαν έτσι οι Έλληνες; Αφού, καθόλου, μα καθόλου δεν ήταν «όμορφη» για τον στρατό μας εκείνο το πρωϊ. Όλη την ώρα οι νεαροί συνοδοί μας φλυαρούσαν ακατάπαυστα και βασάνιζαν τον Κλάους με ερωτήσεις σε άθλια αγγλικά για το ναζιστικό κόμμα της Γερμανίας, τους Εβραίους του Μονάχου, τους νέγρους και τόσα άλλα. Ο καημένος ο Κλάους δεν έπαιζε με την μοναδική πηγή εσόδων μας και δεν μπορούσε να είναι αγενής με τους οικοδεσπότες μας. Απαντούσε με ευγένεια, δίνοντας τους τις απαντήσεις που ήθελαν να ακούσουν: Παντού ο κόσμος γυρίζει στα λόγια του Μεγάλου Αρχηγού και μια νέα εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση είναι έτοιμη να κατακτήσει τη γη. Ερχόμαστε και θα τρέμει η γη κάτω από τη μπότα μας. Καημένε Κλάους. Φθάσαμε στο Πολυβολείο αριθμός 8. Ζήτησα από τον Λοχαγό τις φωτογραφίες και άρχισα να ανεβαίνω την πλαγιά με αργά βήματα.
6 Απριλίου 1973, 13:00
Θεσσαλονίκη, Σέρρες Ομορφοπλαγιά, Οχυρά Ρούπελ
Λοχαγός Κλάους Χέρλε:
Φθάσαμε στο Πολυβολείο αριθμός 8 στην Ομορφοπλαγιά Σερρών. Σε αυτόν τον τόπο είχα πολεμήσει το 1941. Όταν σταμάτησε ο ορυμαγδός από τις σφαίρες και τις οβίδες η καρδιά μου ήταν θρυμματισμένη σε 251 κομμάτια και διασκορπισμένη σε όλη την πλαγιά. Διακόσιοι πενήντα ένας συμπολεμιστές μου, νεαρά, αμούστακα παιδαρέλια, πότισαν με το αίμα τους τη ζοφερή πανίδα αυτού του λόφου. Ω, δεν μπορώ να περιγράψω το πόσο μίσησα τότε τους ανθρώπους που βρίσκονταν πίσω από εκείνη τη σχισμή της κόλασης που ξερνούσε φωτιά και μέταλλο στο μέλλον μας. Οι συμπολεμιστές μου είχαν ονόματα, πατεράδες και μητέρες, είχαν κορίτσια που τους αποχαιρέτησαν στον σιδηροδρομικό σταθμό, είχαν όνειρα και συναντήθηκαν με εφιάλτες. Από την παράκρουση που έπαθα όταν τα μολυσμένα χόρτα της πλαγιάς άγγιξαν τις αρβύλες μου, με έβγαλε ο Στρατηγός.
«Λογαγέ Χέρλε, δώσε μου τις φωτογραφίες και .... πες τους ότι θα ήθελα να επιθεωρήσω το πεδίο της μάχης μόνος μου. Ας μείνουν στους πρόποδες κοντά στο αμάξι. Εσύ εάν θέλεις, έλα μαζί μου να με βοηθήσεις».
«Ναι, Στρατηγέ, τις έχω εδώ, ορίστε». Του έδωσα τις φωτογραφίες και έσπευσα να ενημερώσω τους νεαρούς για την επιθυμία του Στρατηγού. Δεν ήταν δύσκολο να την ικανοποιήσουν. Τριγυρνούσαν με θόρυβο, ενθουσιασμένοι και έπαιρναν φωτογραφίες. Όχι σαν αυτές όμως που πάρει εγώ τότε.
Εκείνη τη μέρα μετά από ώρες τρομερών εκρήξεων και πυροβολισμών καταλάβαμε πως δεν έρχονταν καμία απάντηση από το πολυβολείο. Ρίχναμε μόνοι μας. Δεν έπεφταν άλλα κορμιά στο έδαφος και η μαύρη σχισμή έχασκε σιωπηλή για ώρα πολλή, λες και η κόλαση κουράστηκε να διεκδικεί ψυχές και απόκαμε. Δεν είχα ποτέ δει τον Στρατηγό αναποφάσιστο. Αναμετρηθήκαμε με το βλέμμα με τη σχισμή, όμως δεν κουνήθηκε για πολλή ώρα. Ώσπου αντί για τις ορδές δαιμόνων που περιμέναμε να βγουν από αυτή βγήκαν τρεις στρατιώτες με τα χέρια ψηλά και κατευθύνθηκαν προς το μέρος μας.
Περπατήσαμε μέχρι την είσοδο του Πολυβολείου. Ο Στρατηγός με δυσκολία που δεν μπορούσε να κρύψει έσυρε τα βήματα του μέχρι ένα σημείο. Το σημείο που έδειχνε η φωτογραφία που είχα βγάλει εγώ. Το σημείο που το αίμα του Έλληνα Λοχία πότισε τον λόφο. Το αίμα που χύσαμε εμείς. Ο Στρατηγός γονάτισε πάνω από τα βράχια που έδειχναν οι φωτογραφίες, λίγο πιο μπροστά, λίγο πιο πίσω, τι σημασία είχε; Χάϊδεψε το χορτάρι τρέμοντας. Ήμουν σίγουρος πως έκλαιγε. Πλησίασα για να τον βοηθήσω να σηκωθεί.
«Συγχώρησε με, Λοχία», ψιθύρισε πολλές φορές. Μου φάνηκε πως είδα όρθιο τον Ίτσιο από πάνω του να ατενίζει πέρα στην πεδιάδα, περήφανος που μόνο αυτός και οι σύντροφοι του καθήλωσαν ολόκληρο Ραϊχ, που τόσο τρόμαξε από την ανδρεία του, που στοίχειωσε τη συνείδηση ενός λαού όταν αυτός θέλησε να υποτάξει ένα ελεύθερο έθνος. Τον είδα να μιλάει με όλους τους ήρωες της ιστορίας του. Μάλλον τίποτα από αυτά δεν είδα, γιατί τα μάτια μου πλημμύρισαν δάκρυα και έπεσα και εγώ στα γόνατα. Εξάλλου εγώ είχα τραβήξει τη σκανδάλη και ζητούσα εξιλέωση. Αν ήταν δυνατόν! Βοηθώντας ο ένας το άλλο σηκωθήκαμε και κατηφορίσαμε την πλαγιά πλησιάζοντας τους νέους μας συντρόφους που σίγουροι πως αναπολούσαμε τα περασμένα μεγαλεία μας χαιρέτησαν ξανά στρατιωτικά με ένα γελοίο τρόπο. Όπως μας άρμοζε.
Κεφάλαιο 4
«Μίλησε μας για το Έπος, Στρατηγέ»
6 Απριλίου 1973, 23:00
Θεσσαλονίκη, άγνωστη τοποθεσία συνεδρίου
Λοχαγός Κλάους Χέρλε:
Σταμάτησε απότομα να μιλάει. Η άσπρη θάλασσα από ξυρισμένα κεφάλια
σήκωσε κύμα και εκατοντάδες μυώδη μπράτσα με τατουάζ υψώθηκαν σαν λόγχες
καρφωμένες σε χαράκωμα ενώ ένα κοπάδι αλυκτίσματα υποδέχθηκαν τη σιωπή του:
«Sieg Heil, Seig Heil, Seig Heil». Όταν κόπασε, οι νεαροί περίμεναν τον γηραιό
στρατηγό να μιλήσει και πάλι. Μάταια. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στις σημαίες, μια ελληνική και μια ναζιστική. Τον κοίταζαν χλευαστικά από τον απέναντι τοίχο. Δεν θα έπρεπε να ακουμπάνε καν μεταξύ τους, σκέφτηκε. Οι νεαροί δεν πτοήθηκαν. Άρπαξαν το σύνθημα μόλις ελευθερώθηκε από το στόμα του πυρηνάρχη τους και πρόγκηξαν τα φαντάσματα που μπήκαν στην αυλή τους:
«Αναρχικοί και Μπολσεβίκοι, αυτή η γη δεν σας ανήκει». Το έφτυσαν τρεις φορές, σαν παραμορφωμένη χριστιανική ευχή. Και πάλι όμως ο γέροντας δεν μίλησε. Έβλεπε και κάποια άλλη μορφή στο βάθος της αίθουσας. Η μορφή του ένευσε πως ήταν η ώρα να μιλήσει πραγματικά. Ο πυρηνάρχης τον πλησίασε και τον ακούμπησε απαλά στο μπράτσο.
«Στρατηγέ, πες μας για εκείνη τη μέρα στην Ομορφοπλαγιά. Πες μας για το
έπος που έγραψε η Βέρμαχτ στο Ρούπελ».
Τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ρεύμα. Γύρισε με ένα πλατύ χαμόγελο και του
απάντησε:
«Ναι, παλαιέ συναγωνιστή μου. Θα σας μιλήσω για ήρωες, για σημαίες, για
Καθήκον και για μια μεγάλη πατρίδα που κανένας δεν μπόρεσε να υποτάξει».
Τον κοίταξα με τρόμο, όπως τότε που έδωσε διαταγή να εκτελέσουν τους είκοσι συντρόφους μας μόνο και μόνο γιατί “περιφέρονταν ασκόπως”. Τότε, στην υποχώρηση. Ήμουν σίγουρος πως μια τέτοια διαταγή θα έδινε και τώρα. Είχα δίκιο.Τους μίλησε για τον Ήρωα που εκτέλεσε ο ίδιος εκεί στην κατηφοριά της Ομορφοπλαγιάς. Τον Λοχία Δημήτρη Ίτσιο.
Για να μην τον σκοτώσουν ποτέ ξανά, οι συμπατριώτες του αυτή τη φορά.
Μία ώρα μετά, όταν τελείωσε την ομιλία του, τα ξυρισμένα κεφάλια δεν
μιλούσαν. Κοιτάζονταν μόνο αμήχανα. Ήταν αυτός τώρα πίσω από τη θυρίδα του
πολυβολείου. Είχε αδειάσει όλες τις σφαίρες του και οι μουδιασμένοι εχθροί του, τον
περίμεναν να βγει στην πλαγιά. Έπρεπε να φύγουμε αμέσως.
6 Απριλίου 2019, 23:00
Θεσσαλονίκη, άγνωστη τοποθεσία συνεδρίου
Έμεινα για λίγο σιωπηλός μπροστά στο βήμα που είχαν στολίσει με τη σβάστικα και κοίταζα στο βάθος της αίθουσας. Ήταν και αυτός εκεί και περίμενε να με ακούσει. Του ένευσα. Σήκωσα το χέρι μου και έγινε ησυχία. Τώρα ήμουν εγώ πίσω από τη θυρίδα και θα άδειαζα όλους τους τελαμώνες με τις λέξεις που ζώστηκα, πάνω στους επιτιθέμενους. Ξεκίνησα όπως πάντα υψώνοντας τη φωνή μου και με το ύφος που απευθυνόμουν στους στρατιώτες μου. Αυστηρό και αποφασιστικό:
«Συναγωνιστές, βλέπω πολλές ελληνικές σημαίες. Βλέπω και πολλές γερμανικές, βλέπω ακόμη και κάποιες σβάστικες και κέλτικους σταυρούς. Όλες μαζί κουνιούνται ξέφρενα και όλες τις κρατάνε χέρια ελληνικά. Τα δικά σας χέρια. Όμως αυτές οι σημαίες δεν φτιάχτηκαν για να ανεμίζουνε μαζί. Μάλλον η σβάστικα δεν φτιάχτηκε για να ανεμίζει με καμιά άλλη. Ένα σωρό προκαταλήψεις και μυθεύματα φτιάχτηκαν για να δικαιολογήσουν μέσα σας πράγματα τόσο ξεκάθαρα που θα μου κάνει πάντα εντύπωση πως δεν μπορείτε να τα δείτε».
Ήταν σίγουρο πως κέρδισα την προσοχή τους. Όλοι είχαν στρέψει το βλέμμα τους στο βήμα και η ησυχία ήταν απόλυτη. Όπως ήθελα. Συνέχισα:
«Μάθατε να λέτε πως εάν ο ανόητος Μουσολίνι δεν εισέβαλε στην Ελλάδα δεν θα αναγκαζόταν ο σύμμαχος του, ο Χίτλερ να σας επιτεθεί. Ο Χίτλερ άψογος στις απαιτήσεις της συμμαχίας, φίλος με λόγο και τιμή, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και ήρθε να σας κατακτήσει. Δεν ντρέπεστε ακόμη και να αναμασάτε τα λόγια του δικτάτορα στο Ραϊχσταγκ, πως ο στρατός σας, μας αντιστάθηκε ηρωϊκά και πως δήθεν σας τίμησε ως στρατιώτες για την πολεμική σας αρετή»; Τότε έριξα την πρώτη ριπή από τo πολυβολείο: «Πόσο ανόητοι είστε! Οι Ναζί κήρυξαν τον πόλεμο στη χώρα σας, την κατέκτησαν και εσείς καμαρώνετε που σας ανακήρυξαν ως γενναιότερους όλων όσων μας αντιστάθηκαν! Καμαρώνετε να σας λένε φασίστες ενώ παραδέχεστε πως ο Μουσολίνι σας επιτέθηκε»;
Γύρισα να κοιτάξω τον Κλάους. Σίγουρα αιφνιδιάστηκε και αυτός. Όμως δεν θα έπρεπε. Επί χρόνια ολόκληρα κάθε μέρα μου θύμιζε το έγκλημα που διαπράξαμε και για το οποίο κανένας δεν μας δίκασε. Είχε έρθει η ώρα για την απολογία μας και θα μιλούσα εγώ και για τους δύο. Ο πυρηνάρχης, μου έφερε ένα ποτήρι νερό και με κοίταξε γεμάτος έκπληξη όταν του χαμογέλασα για να τον διαβεβαιώσω ότι όλα πήγαιναν καλά. Μάλλον δεν το πίστεψε. Στα ακαλλιέργητα κεφάλια που έβλεπα μπροστά μου έπρεπε να μπήξω το υνί της ομολογίας μου πιο βαθιά:
«Σε αυτόν τον πόλεμο, εγώ πολέμησα τους παππούδες σας. Σκότωσα πολλούς από αυτούς, εκτέλεσα άλλους ακόμη και άοπλους. Ο γερμανικός στρατός έκαψε πάνω από εκατό χωριά, πέταξε σε ομαδικούς τάφους γυναίκες και παιδιά. Μερικούς ζωντανούς. Κάποιοι από αυτούς ήταν πρόγονοι σας. Όχι δικοί μου, δικοί σας. Οι δικοί μου ήταν οι δήμιοι. Με κάποιους από αυτούς κοιμηθήκαμε στους ίδιους κοιτώνες ως δόκιμοι αξιωματικοί, μεθύσαμε και παρελάσαμε μπροστά στη σβάστικα μαζί. Ο Φύρερ μας παρασημοφόρησε, μας έσφιξε το χέρι γιατί εκτελέσαμε αντιστασιακούς, εξαρθρώσαμε δίκτυα αντίστασης στην Ελλάδα, γιατί κάψαμε χωριά για αντίποινα και δείξαμε ότι κανείς δεν πρέπει να αψηφά το Ράϊχ. Πως μπορείτε να είστε περήφανοι για τους δολοφόνους των γονιών σας; Σας κοροϊδέψαν πως το Ράιχ θα ήταν ελληνικό, πως αφού στείλατε τη φλόγα στο Βερολίνο, έγιναν οι Γερμανοί, Έλληνες. Πιστέψατε πως αφού στολίστηκε με αγάλματα το Ράϊσταγκ, το ελληνικό κάλλος κέρδισε τους νέους Ρωμαίους. Όμως εμείς, όπως και εκείνοι, σας αγαπήσαμε μόνο αφού σας υποτάξαμε. Ναι ξέραμε αρχαία ελληνικά, όμως αυτό δεν μας εμπόδισε, μάλλον μας διευκόλυνε να κλέψουμε τις αρχαιότητες, και να επικοινωνήσουμε καλύτερα με τους χαφιέδες που τόσο πρόθυμα κάθε λαός έσερνε πίσω μας».
Δεν είμαι πια ο τριαντάχρονος ταγματάρχης με τη βροντερή φωνή και το σκληραγωγημένο σώμα. Η ένταση και η συγκίνηση μου προκάλεσαν τρέμουλο και κρατήθηκα δυνατά από τις άκρες του βήματος. Ο Κλάους ήταν δίπλα μου. Ήξερα πως θα με έπιανε όταν θα…. βουτούσα. Και η θάλασσα από τα γυμνά κεφάλια άρχιζε να ανταριάζει. Πήρα βαθιά ανάσα και συνέχισα:
«Πολέμησα εναντίον των προγόνων σας. Εκείνοι όμως δεν μέριασαν για να περάσω όταν έπεσα με τιτάνια δύναμη πάνω τους. Εκείνοι, νέα παιδιά, αγρότες και εργάτες ή νεαροί αξιωματικοί που θα μπορούσαν να περιμένουν τιμές από την παράδοσή τους, ακόμη και αν δεν ήξεραν το παράδειγμα των Θερμοπυλών και της Σαλαμίνας ή των τόσων άλλων ορόσημων της δικιάς σας ιστορίας, έκαναν ακριβώς το ίδιο: Μας είπαν ελάτε να τα πάρετε. Μας προειδοποίησε η ιστορία σας πως δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση αυτό. Πως θα μας κοστίσει ανυπολόγιστα και όμως εμείς ήρθαμε. Κάποιοι λένε πως όταν τα όπλα ήταν σπαθιά και δόρατα ασπίδες και τόξα η ικανότητα μετρούσε και σήμερα με τις σφαίρες και τις βόμβες ο ηρωϊσμός χάθηκε. Τότε πως έγινε και τόσοι νέοι γερμανοί στρατιώτες σκέπασαν τις πλαγιές του Ρούπελ; Έγινε γιατί υπάρχουν ήρωες και δεν ήμασταν εμείς. Εμείς που εισβάλλαμε με έναν γιγάντιο μεταλλικό στρατό για να νοιώσουμε πως λιώνουν τα μέταλλα. Έναν τέτοιο ήρωα που δεν κατάφερα να καταβάλλω, τον σκότωσα όταν το όπλο του έπεσε από το χέρι του, όχι γιατί δεν μπορούσε να το κρατήσει, όχι γιατί κουράστηκε, εξαντλήθηκε, νύσταξε, πληγώθηκε, απογοητεύτηκε αλλά γιατί δεν είχε άλλες σφαίρες. Ο Λοχίας Ίτσιος δεν νικήθηκε, μα νίκησε. Δεν παραδόθηκε, μα αιχμαλώτισε. Δεν τον εκτέλεσα, με σκότωσε. Ο Λοχίας Ίτσιος είναι ο δικός σας πατέρας όχι ο δικός μου, είναι ο δικός σας ήρωας, όχι εγώ, ο Λοχίας Ίτσιος ζει, εγώ όχι. Όχι από τότε που τον σκότωσα».
Δεν μπόρεσα να κρατηθώ άλλο. Τα δάκρυα μου ξεχύθηκαν αλλά μόνο εγώ και ο πιστός μου Κλάους το ξέραμε. Είδα πως έκλαιγε και αυτός. Έπρεπε όμως να πω δυο τελευταία λόγια πριν παραδοθώ: «Αν αφήσετε αυτή την ιδεολογία που όπλισε το χέρι μου, να δώσει και άλλες τέτοιες μάχες, θα δημιουργήσετε και άλλους τέτοιους ήρωες, μόνο που δεν θα είναι δικοί σας, αλλά εσείς θα είστε στη δική μου θέση του φονιά. Γιατί τον σκότωσε η σβάστικα που σαν μαχαίρι δολοφόνου κάνει στροφές στο υπογάστριο σας. Η σβάστικα δεν έχει καμία θέση στη γη των ηρώων. Στη γη σας».
Γνωρίζω πολύ καλά ελληνικά και δεν θα πρέπει να άφησα καμιά αμφιβολία σε κανέναν. Τα σαστισμένα τους πρόσωπα και το σιγανό μουρμουρητό που απλώθηκε στην αίθουσα μάλλον αυτό έλεγαν. Το μάτι μου πήρε και κάποιους που μάζευαν τις σημαίες με τη σβάστικα. Σταμάτησα να μιλάω και σήκωσα ξανά το βλέμμα μου στο βάθος της αίθουσας. Ήταν εκεί και μου χαμογελούσε. Ναι, τώρα σήκωσα το βλέμμα μου . Ήμουν για λίγο έστω περήφανος.
Ο Χέρλε μου πιάνει συνωμοτικά το μπράτσο και με τραβάει μαλακά πίσω από το βήμα. Το βλέμμα του είναι έντρομο αλλά και με κοιτάει με βουρκωμένα μάτια γεμάτος περηφάνια. Έτσι νομίζω τουλάχιστον. Βγαίνουμε από την πίσω πόρτα και κατευθυνόμαστε προς τα ταξί. Ο καλός μου Χέρλε, τα έχει φροντίσει όλα. Το ίδιο βράδυ γυρίσαμε στο Μόναχο. Σε αυτή τη μάχη δεν σκότωσα τον Ίτσιο. Δεν προλαβαίνω όμως να δώσω και άλλες. Δίνω οδηγίες στον Χέλερ να δημοσιεύσει την ομιλία μου ως πολιτική διαθήκη. Με κοιτάει παραξενεμένος. Ούτε ο ίδιος μπορεί να αντέξει τόσες εκπλήξεις.
Επίλογος
«Η παρουσία σας δεν είναι επιθυμητή στην κηδεία»
2 Ιουλίου 1973, Μόναχο, Πανσιόν Φράου Rosa Bernile Nienau
Λοχαγός Χέρλε:
Σήμερα 2 Ιουλίου 1973, ο Στρατηγός Φερντινάντ Σόρνερ αποστρατεύτηκε από τον επίγειο βίο. Ήταν ντυμένος με την επίσημη στολή του βαθμού του και κρατούσε σφιχτά στα χέρια του τη φωτογραφία με τον Λοχία Ίτσιο. Αυτήν που τράβηξα εγώ. Ντυμένος και εγώ με τη στολή μου, μπήκα στο δωμάτιο του και τον χαιρέτησα με τον δέοντα στρατιωτικό τρόπο. Είμαι σίγουρος πως χαμογελούσε. Η Φράου Nienau κανόνισε τις λεπτομέρειες της κηδείας με τα χρήματα της αμοιβής μας. Εγώ βγήκα μια βόλτα στο ποτάμι μέχρι την κηδεία. Θα πηγαίναμε μόνο οι δυο μας το απόγευμα για να τον αποχαιρετίσουμε. Θα αλλάξω ρούχα. Απαγορεύονται οι ένστολοι στην κηδεία του. Το Υπουργείο Άμυνας μας ενημέρωσε πως η παρουσία όποιου ήθελε να έρθει στην τελετή δεν «είναι επιθυμητή». Αυτό φυσικά δεν είχε καμιά σημασία για τον νεαρό Έλληνα που ανταπέδωσε την πρόσφατη επίσκεψη μας και μοιράστηκε τον καφέ μαζί μου στο αγαπημένο μας Glockenspiel.
Ι.Μ.
Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022
Διηγήματα Ζ΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού (2)
Β΄ βραβείο: Κυριακίδης Ιορδάνης
Όσα μύθια, τόση αλήθεια
(ο δάσκαλος)