ΤΟ ΔΕΡΜΑΤΙΝΟ ΣΑΚΑΚΙ
Μαρία Παύλου Χιόνιζε απ’ το πρωί. Άνοιξε την κουρτίνα κι έμεινε για λίγο ακίνητη να κοιτά τις νιφάδες που ’πεφταν ανάλαφρα. Έπειτα ντύθηκε, έβαλε το ζεστό μάλλινο σκουφάκι και το κασκόλ της και βγήκε έξω. Ένοιωθε τον αέρα να βιτσίζει το πρόσωπο της και να παγώνει τα ρουθούνια της. Ευτυχώς στη στάση δεν είχε πολύ κόσμο. Πήρε το 14 για Πλατεία Αριστοτέλους. Κόντευαν Χριστούγεννα και το κέντρο ήταν κατάμεστο απ’ τον κόσμο που είχε έρθει για τα τελευταία γιορτινά ψώνια. Οι βιτρίνες, όπως πάντα τέτοια περίοδο, ήταν διακοσμημένες με φάτνες, αγγελάκια και κάθε λογής στολίδια και πολύχρωμα λαμπιόνια, ενώ μια χορωδία ενηλίκων έψελνε τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Τα πιτσιρίκια, συνεπαρμένα απ’ τη γιορτινή ατμόσφαιρα, τσίριζαν ενθουσιασμένα κι άπλωναν τα χέρια ν’ αρπάξουν τις νιφάδες που είχαν τώρα αρχίσει να πυκνώνουν. Οι σαλεπάδες μόλις που προλάβαιναν να δίνουν το ζεστό σαλέπι και μύριζε όλη η Αριστοτέλους φρεσκοψημένα κάστανα. Τέσσερεις-πέντε Άγιοι Βασίληδες είχαν στριμωχτεί απ’ το πρωί κάτω από τη στοά περιμένοντας τους νεαρούς λιλιπούτιους πελάτες τους. Η πιο προνομιακή θέση ήταν δίπλα στην είσοδο του πολυκαταστήματος παιχνιδιών. Αυτή την είχε καταλάβει ένας χοντρός Άης Βασίλης με κόκκινα μάγουλα, έξυπνα μάτια και μπάσα φωνή. Καμιά εικοσαριά παιδιά είχαν κάνει κύκλο γύρω του και περίμεναν ανυπόμονα τη σειρά τους για να καθήσουν στα γόνατα του μυστήριου αυτού παππού και να του εκμυστηρευτούν τους κρυφούς πόθους και τις επιθυμίες τους. Αυτός τα έπαιρνε στην αγκαλιά του, άφηνε ένα μπάσο «χο, χο, χο» και πόζαρε καμαρωτός- καμαρωτός για τη φωτογραφία. Λίγο πιο κάτω στη γωνία Αριστοτέλους με Τσιμισκή, άλλος ένας Άης Βασίλης είχε στήσει το λημέρι του. Αυτός βέβαια δεν είχε μήτε την κοιλιά, μήτε τη ζωηράδα του πρώτου. Ήτανε ψηλός, κοκαλιάρης και κακομοίρης. Η στολή του ’πεφτε μεγάλη και με κόπο προσπαθούσε να κρατήσει το παντελόνι κάθε φορά που κουνούσε το βραχνό κουδούνι που κρατούσε στο δεξί του χέρι. Στο ένα μάγουλο είχε μια βαθειά ουλή κι η φωνή του ήταν σπασμένη. Ίσως από το αλκοόλ, ίσως πάλι να είχε το κουσούρι αυτό απ’ τα γεννοσφάσκια του. Ποιος ξέρει; Ένα πάντως ήταν σίγουρο, ότι τούτος ο Άη-Βασίλης δεν είχε μήτε τάρανδους, μήτε ξωτικά στο σπιτικό του. Αν είχε βέβαια σπιτικό.
Η Ράνια αγόρασε ένα ζεστό κουλούρι και προχώρησε προς την Τσιμισκή. Πήρε το διδακτορικό της στην Ιστορία ένα χρόνο πριν και τώρα ήταν στο ψάξιμο για δουλειά. Έδώσε εξετάσεις στον ΑΣΕΠ το περασμένο καλοκαίρι, αλλά δυστυχώς το όνομα της δεν «φιγούραρε» στις επιφυλλίδες με τα ονόματα των εκλεκτών, κι ας ήταν σίγουρη ότι τα είχε πάει περίφημα. Κι έπειτα σου μιλάνε για αξιοκρατία και το αδιάβλητο των εξετάσεων! Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα μετα το πέρας των σπουδών της πίστευε ότι τα πράγματα δε θα ’τανε και τόσο ζόρικα. «Με διδακτορικό από αναγνωρισμένο γερμανικό πανεπιστήμιο, ένα βιβλίο υπό έκδοση και δύο χρόνια διδακτικής πείρας, ε δεν μπορεί, κάτι θα βρεθεί» έλεγε και ξανάλεγε. Δεν της πήρε πολύ να καταλάβει ότι τελικά άλλα είναι αυτά που μετράνε για τις περίοπτες θέσεις και πρωτοκαθεδρίες. Όσο μεγαλύτερος και πιο επιβλητικός ο τάφος, τόση περισσότερη βρόμα και δυσωδία κρύβει μέσα του. Αναγκαστικά λοιπόν βρήκε κι αυτή, όπως και τόσοι άλλοι «ομοιοπαθούντες», δουλειά σε κάποιο φροντιστήριο.
Είχε να πληρώσει νοίκι, λογαριασμούς, τη δόση του φοιτητικού δανείου που είχε κάνει για να μπορέσει να σπουδάσει, κι ένα σωρό άλλες υποχρεώσεις. Οι γονείς της, φτωχοί άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες, δεν μπορούσαν πλέον να τη συντηρούν. Δεν το ’θελε ούτε και η ίδια άλλωστε. Η αλήθεια είναι ότι δεν έπαιρνε πολλά και μόλις που τα ’βγαζε πέρα. Είχε όμως μια δουλειά ενόσω περίμενε στωικά μια εκ των κεκλεισμένων θυρών ν’ανοίξει. Ναι, είχε μια σίγουρη δουλειά τουλάχιστον μέχρι την προηγούμενη Δευτέρα, όταν το αφεντικό της χωρίς καμιά προειδοποίηση την απέλυσε γιατί αποφάσισε λέει να μετακομίσει στη Νέα Ζηλανδία και να κάνει εκεί ένα νέο ξεκίνημα με μία νεαρά δίμετρη Ρουμάνα καλλονή αφήνοντας στο έλεος του θεού τρία παιδιά και μια άρρωστη γυναίκα. Τώρα λοιπόν ήταν απένταρη και πάλι στο ψάξιμο.
Έβλεπε τις γιορτινές βιτρίνες με μάτια βουρκωμένα κι ένοιωθε ένα κόμπο να φράζει το στήθος της. Θυμόταν όταν ήταν ακόμη φοιτήτρια στο δεύτερο έτος στη Φιλοσοφική Αθηνών και τα Χριστούγεννα πήγε με τους γονείς της στα μαγαζιά για ψώνια. Είδε τότε ο πατέρας της στην Πατησίων ένα δερμάτινο σακάκι που τ’ άρεσε πολύ. Δεν ήταν πολύ ακριβό, αλλά μεροκαματιάρης άνθρωπος πώς να τ’ αγοράσει; Τότε ήταν που υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι, όταν θα τέλειωνε με το καλό της σπουδές της και θα ’βρισκε δουλειά, θα έκανε απ’ ένα ακριβό δώρο στους γονείς της. Ένα συνολάκι για τη μαμά της κι ένα ωραίο δερμάτινο σακάκι για το μπαμπά της, να σαν αυτό που έμεινε τώρα να κοιτάζει στη βιτρίνα. Ένοιωθε τόσο πικραμένη, λες και τους είχε προδώσει κι αυτούς και τον εαυτό της. «Τόσα χρόνια σπουδές, ξενύκτι, κόπος, έξοδα για ένα μεροκάματο, κι αυτό αβέβαιο», σκέφτηκε και σκοτείνιασε το πρόσωπο της. Εκείνη τη στιγμή βγήκαν απ’ το διπλανό κατάστημα, γνωστό οίκο μόδας, δύο νεαρές κοπέλες γεμάτες έξαρση και ενθουσιασμό:
«Αχ χρυσή μου, εκείνο το μοντελάκι το Versace σου πάει μούρλια. Και μόνο 1500 ευρώ. Τζάμπα!»
«Το ξέρω, το ξέρω. Θα ξετρελάθεί ο Μανούλης μου όταν το δεί. Τώρα πάμε για παπούτσια. Είδα ένα ζευγάρι χτες όνειρο. Ήτανε βέβαια λιγάκι ακριβούτσικα...»
«Μη σκέφτεσαι την τιμή καλή μου. Χριστούγεννα είναι! Ούτως ή αλλιώς τ’ αξίζεις και με το παραπάνω.»
«Ναι, καλά λες.»
Έκαναν να προχωρήσουν μα τις πήρε από κοντά ένα τσιγκανάκι, έτσι που τις είδε όλο φρου φρού κι αρώματα.
«Δώσε καλέ κυρία ένα ευρώ ν’αγοράσω ένα κουλούρι», είπε ναζιάρικα κι άπλωσε τα βρόμικα χέρια.
«Δεν έχω ψιλά» είπε η μια εκ των δύο.
Το τσιγκανάκι παίρνοντας ένα ύφος ακόμη πιο κακόμοιρο και περίλυπο άπλωσε τα χέρια στην άλλη.
«Άντε καλέ όμορφη κυρία, ένα ευρώ.»
«Δεν έχουμε σου είπε. Άντε, φύγε τώρα.»
«Βρομούσε από την κορφή ως τα νύχια!» είπε η πρώτη καθώς απομακρύνονταν.
«Ναι, για μια στιγμη κόντεψα να λιποθυμήσω απ’ τη βρόμα. Τι κατάντια θεέ μου! Λοιπόν πάμε για τα παπούτσια!»
Η Ράνια π’ άκουσε τη συνομιλία άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό. «Κι έπειτα σου λένε σπούδασε για να ’χεις ένα καλύτερο μέλλον και μια άνετη ζωή. Μεγάλα λόγια και κουραφέξαλα!» Κοίταξε ξανά το δερμάτινο σακάκι της βιτρίνας.
«Ίσως, ίσως κάποια μέρα μπορέσω να τ’ αγοράσω» είπε χαμηλόφωνα και έκανε να φύγει. Δεν πρόσεξε την κοπέλα που στεκόταν δίπλα της και την πάτησε χωρίς να το θέλει.
«Ω! με συγχωρείτε, δε σας πρόσεξα» είπε, λες και τώρα μόλις είχε ξυπνήσει από βαθύ λήθαργο.
«Μην ανησυχείτε, δεν είναι τίποτα» απάντησε η κοπέλα νηφάλια κοιτάζοντας την με τα μεγάλα καταπράσινα της μάτια, «είναι όντως πολύ ωραίο σακάκι» είπε θλιμμένα.
Η Ράνια ένιωσε λίγο αμήχανα μιας και συνειδητοποίησε ότι μάλλον θα την είχε ακούσει που μονολογούσε.
«Ναι, ναι, είναι ωραίο» είπε μονολεκτικά κι απομακρύνθηκε.
Η Ηλέκτρα, έτσι την έλεγαν, είχε σκούρα μαύρα μακριά μαλλιά που είχε πιασμένα σε κοτσίδα με μια μαύρη σατέν κορδέλα. Ήτανε 28 χρονών και δούλευε στην επιχείρηση του πατέρα της. Πέρασε απ’ το κατάστημα αυτό καμιά εικοσαριά μέρες πριν. Τότε ήταν που πρωτοείδε το δερμάτινο σακάκι της βιτρίνας. Ήτανε όντως ακριβό, αλλά το λάτρεψε με την πρώτη ματιά. Τόσο, που αποφάσισε να το κάνει δώρο στον πατέρα της για τα Χριστούγεννα. Δεν έχασε στιγμή, μπήκε στο κατάστημα και το ζήτησε. Δυστυχώς δεν είχαν το νούμερο που έψαχνε.
«Το σακάκι αυτό έχει μεγάλη ζήτηση», της είχε ’πει ο υπάλληλος. «Δεν είναι μια βδομάδα που το φέραμε κι έχουμε ξεπουλήσει. Περιμένουμε νέα παραγγελία σε καμιά δυο βδομάδες. Αν θέλετε, δίνετε τώρα τα μισά χρήματα και σας κρατάμε το νούμερο που θέλετε όταν θα τα παραλάβουμε.»
Άφησε 200 ευρώ ως προκαταβολή. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι ο πατέρας της θα το λάτρευε!
Έμεινε για λίγα λεπτά ακίνητη να κοιτά το σακάκι κι ένοιωθε τα μάτια της να καίνε και να βουρκώνουν. Ο πατέρας της, Ηλία τον έλεγαν, είχε πεθάνει πριν δεκαπέντε μέρες από καρδιά. Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά, τόσο αναπάντεχα που κάποιες φορές νόμιζε ότι ήταν απλά ένα κακό όνειρο, ένα όνειρο που κάποια στιγμή θα τελειώσει. Η μητέρα της κατέρρευσε και το είχε ρίξει στο ποτό, ενώ η μικρή της αδελφή αρνιόταν πεισματικά να αποδεκτεί το γεγονός, φώναζε με υστερία κι έμενε κλεισμένη για ώρες στο δωμάτιο της. Ένας θεός ξέρει πόσο αγαπούσε τον πατέρα της! Πόση αδυναμία του είχε! Κυρίως από τότε που πήγε να δουλέψει στην οικογενειακή επιχείρηση μετά το πέρας των σπουδών της ένοιωθε ότι η σχέση τους έγινε ακόμη πιο δυνατή. Τούτα θα ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που θα περνούσανε χωρίς εκείνον. Τούτα και όλα τα επόμενα. Δεν πρόλαβε καν να του πει πόσο πολύ τον αγαπούσε, πόσο υπέροχος πατέρας υπήρξε για κείνην και την αδελφή της. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος κι ανελέητος.
Μπήκε μουδιασμένη στο κατάστημα για να πάρει πίσω τα χρήματα της προκαταβολής.
«Λυπάμαι, αλλά τελικά δε θα πάρω το σακάκι. Μήπως είναι δυνατόν να μου επιστρέψετε την προκαταβολή;» ρώτησε τον υπάλληλο που τη θυμήθηκε μόλις την είδε.
«Συνήθως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό» είπε εκείνος με σοβαρό ύφος. «Είσαστε όμως πολύ τυχερή μιας και η δεσποινίδα με τα ξανθά μαλλιά που βλέπετε στο βάθος μόλις τώρα με ρωτούσε αν έχουμε το σακάκι αυτό στο νούμερο και χρώμα που κρατήσατε. Καταστεναχωρέθηκε όταν της είπα ότι έχει εξαντληθεί. Τα σακάκια αυτά έχουν γίνει ανάρπαστα. Μεγάλη επιτυχία! Το καλύτερο δώρο για τα Χριστούγεννα. Κρίμα π’ αλλάξατε γνώμη. Ελπίζω να μην το μετανοιώσετε.» Έγνεψε στην κοπέλα στο βάθος με μια κίνηση θριαμβευτική, «Δεσποινίς Ελπίδα, ελάτε, ελάτε. Βρήκαμε το σακάκι!»
Η κοπέλα άφησε στην άκρη κάτι γραβάτες που κοίταζε και πλησίασε στο ταμείο.
«Η δεσποινίς Ηλέκτρα» είπε ο υπάλληλος «κράτησε το σακάκι στο νούμερο και χρώμα που θέλετε προ πολλού, αλλά τώρα έχει αλλάξει γνώμη. Οπότε μπορείτε να το πάρετε εσείς.»
«Τι καλά!» είπε η κοπέλα και γυρίζοντας στην Ηλέκτρα, «σας ευχαριστώ πολύ. Ξέρετε, θέλω να το κάνω δώρο στον πατέρα μου για τα Χριστούγεννα.»
Η Ηλέκτρα με κόπο συγκράτησε τα δάκρυα της. «Ελπίζω να του αρέσει» είπε με τρεμάμενη φωνή.
Αυτό ήταν το μόνο που κατάφερε να ξεστομίσει. Όταν βγήκε απ’ το κατάστημα τα δάκρυα έτρεχαν ήδη καυτά στα μάγουλα της. Εκείνο που ’θελε αυτή τη στιγμή ήταν να επιστρέψει στο σπίτι της, να κλειστεί στο δωμάτιο της και να χαθεί στην άυλη πια αγκαλιά του πατέρα της.
«Λοιπόν, δεσποινίς Ελπίδα, ορίστε το σακάκι. Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι ο πατέρας σας θα το λατρέψει! Καλά Χριστούγεννα και εύχομαι να σας ξαναδούμε» είπε ο υπάλληλος με ένα βλέμμα όλο υπονοούμενα.
Η Ελπίδα άφησε ένα αμυδρό χαμόγελο και βγήκε αργά από το κατάστημα. Ήταν χλομή και η ξανθιά περούκα που φορούσε τη χλόμιαινε ακόμη περισσότερο. Τα μεγάλα της όμως γαλανά μάτια και τα σαρκώδη χείλη της έδιναν μια σπάνια, αλλιώτικη ομορφιά. Τελείωσε το Μετσόβειο Πολυτεχνείο και τα τελευταία δύο χρόνια δούλευε σ’ενα αρχιτεκτονικό γραφείο στο κέντρο. Δεν ήταν παντρεμένη και ζούσε με τους γονείς της. Περίπου ένα χρόνο πριν άρχισε να μην νοιώθει καλά: ζαλάδες κι αφάνταστη αδυναμία. Πήγε στο νοσοκομείο για εξετάσεις. Είχε καρκίνο στο στήθος και ήταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο. Έκανε αμέσως εγχείρηση και έπειτα άρχισε χημιοθεραπεία. Οι γιατροί της έδωσαν ελπίδες και η ίδια ήταν αισιόδοξη. Δυστυχώς όμως, τέσσερεις μήνες μετά ο καρκίνος έκανε μετάσταση στο παχύ έντερο. Άλλη εγχείρηση και ξανά χημιοθεραπεία. Την τελευταία φορά που είδε το γιατρό της της φάνηκε αρκετά ανήσυχος.
«Ελπίδα, λυπάμαι, αλλά τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά» της είπε.
Εκείνη τη στιγμή ένοιωσε όλο τον κόσμο να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια της. Δεν είπε λέξη, απλά σηκώθηκε μηχανικά απ’ την καρέκλα, άνοιξε την πόρτα του ιατρείου, βγήκε έξω κι άρχισε να περπατά χωρίς να ξέρει που πηγαίνει...
Τώρα πια τι σημασία είχε άλλωστε; Βαθιά μέσα της ήξερε ότι πια δεν της απέμενε πολύς χρόνος για να ζήσει. Τούτα τα Χριστούγεννα, αν βέβαια κατάφερνε να ζήσει μέχρι τότε, το ’ξερε πώς θα ’ταν και τα τελευταία της. Οι γονείς της έγιναν ράκος όταν το έμαθαν, κατέβαλαν όμως υπεράνθρωπες προσπάθειες να σταθούν δυνατοί και να της δώσουν κουράγιο και δύναμη. Την είχαν στηρίξει αφάνταστα καθόλη τη δύσκολη τούτη φάση της ζωής της. Πραγματικά δεν ήξερε τι θα ’κανε χωρίς την αγάπη και τη στήριξη τους. Ένοιωθε λοιπόν την ανάγκη αυτά τα Χριστούγεννα να τους κάνει ένα ξεχωριστό, ίσως τελευταίο, δώρο. Το δερμάτινο σακάκι της βιτρίνας ήταν το δώρο που θα έκανε στον πατέρα της.
Ήρθαν τα Χριστούγεννα, και τα επόμενα, και τα επόμενα, και τα επόμενα. Η Ράνια βρήκε δουλειά ως λέκτορας στη Φιλοσοφική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η Ηλέκτρα γνώρισε ένα καλό παιδί, παντρεύτηκε και γέννησε ένα αγοράκι, τον Ηλία. Και η Ελπίδα...
Ποιος ξέρει τάχα τι ν’ απόγινε η Ελπίδα;
Μ.Π.
Σύντομο Βιογραφικό
H Μαρία Παύλου γεννήθηκε στην Πάφο της Κύπρου το 1979.
Σπούδασε ελληνική φιλολογία (κλασική κατεύθυνση) στη Φιλοσοφική
Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κι ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στις κλασικές σπουδές στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου και εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ. Η πρώτη της ποιητική συλλογή «Ακρωτηριασμένα Αγάλματα στο Σεληνόφως» θα κυκλοφορήσει το Μάϊο του 2009 από τις εκδόσεις Ιωλκός.
Σπούδασε ελληνική φιλολογία (κλασική κατεύθυνση) στη Φιλοσοφική
Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κι ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στις κλασικές σπουδές στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου και εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ. Η πρώτη της ποιητική συλλογή «Ακρωτηριασμένα Αγάλματα στο Σεληνόφως» θα κυκλοφορήσει το Μάϊο του 2009 από τις εκδόσεις Ιωλκός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου