Μία από τις κορυφαίες νουβέλες επιστημονικής φαντασίας γραμμένη από τον σπουδαίο Αμερικανό συγγραφέα Harlan Jay Ellison [A Boy and His Dog (1969)]. Έχει βραβευτεί με τις δύο κορυφαίες διακρίσεις του χώρου (1976 Hugo Award και 1969 Nebula Award). Είναι ακατάλληλο για ανηλίκους και ευαίσθητες ψυχές. Πιστεύω όμως ότι το απροσδόκητο τέλος του θα σας συγκλονίσει. Την μετάφραση έκανε ένας από τους καλύτερους, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, μεταφραστές, ο Δημήτρης Αρβανίτης.
ΔΕΕ
Ένα παιδί και ο σκύλος του
Ι.
Είχα βγει με τον Μπλαντ, το σκύλο μου. Αυτή την εβδομάδα είχε αποφασίσει να με τσαντίζει' με φώναζε Αλμπερτ. Πίστευε πως ήταν πολύ αστείο: Πέησον Τέραν, χα χα: Του είχα πιάσει κάνα-δυο νεροπόντικες, από τους μεγάλους πράσινους και καφετιούς, κι ένα περιποιημένο κανίς που το είχε σκάσει από κάποιο αποκάτω' είχε φαει αρκετά καλά; αλλά ήταν ιδιότροπος: «'Ελα τώρα, σκύλε», του ζήτησα, «βρες μου κάνα μουνί». Ο Μπλαντ κρυφογέλασε, βαθιά στο σκυλίσιο λαιμό του. «Είσαι αστείος όταν σου σηκώνεται», είπε.
Αρκετά αστείος ίσως για να του χώσω, μια κλωτσιά στον κώλο, του δραπέτη ντίνγκο.
«Βρες! Δεν αστειεύομαι!»
'Ηξερε πως είχα φτάσει στα όρια της υπομονής μου. Κακόκεφα, άρχισε να ψάχνει. Κάθισε στα διαλυμένα απομεινάρια του πεζοδρομίου, τα βλέφαρά του τρεμόπαιξαν και έκλεισαν και το τριχωτό του σώμα σφίχτηκε. Μετά από λίγο έγειρε στα μπροστινά του πόδια και τα έσπρωξε μπροστά ώσπου ξάπλωσε τελείως, με το μαλλιαρό του κεφάλι στα απλωμένα του πόδια. Η ένταση τον άφησε και άρχισε να τρέμει, σχεδόν όπως έτρεμε λίγο πριν ξύσει έναν ψύλλο. Συνέχισε έτσι για ένα τέταρτο σχεδόν, και τελικά γύρισε και ξάπλωσε στην πλάτη του, με τη γυμνή του κοιλιά στον ουρανό, τα μπροστινά του πόδια διπλωμένα σαν αλογάκι της παναγίας, τα πίσω πόδια απλωμένα και ανοιχτά. «Λυπάμαι», είπε. «Δεν υπάρχει τίποτα».
Θα μπορούσέ να μου τη δώσει και να τον κλωτσήσω, αλλά ήξερα πως είχε προσπαθήσει. Δεν ήμουν ευχαριστημένος, ήθελα να πηδήξω, αλλά τι να κάνω; «Οκέυ», είπα, καρτερικά, «ξέχασέ το».
Γύρισε στο πλάι και σηκώθηκε γρήγορα. «Τι θέλεις να κάνουμε;» ρώτησε.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα, έτσι δεν είναι;» 'Ημουν πολύ σαρκαστικός. Ξανάκατσε κάτω, στα πόδια μου, με προσβλητική ταπεινότητα.
Ακούμπησα στο λιωμένο υπόλειμμα μιας κολώνας και σκέφτηκα κορίτσια. 'Ηταν οδυνηρό. «Μπορούμε πάντα να πάμε σ' ένα σώου», είπα. O Μπλαντ κοίταξε γύρω στο δρόμο, στις σκιές των γεμάτων αγριόχορτα κρατήρων, και δεν είπε τίποτα. Το κουτάβι περίμενε εμένα να πω οκέυ, πάμε. Γούσταρε τις ταινίες όσο κι εγώ.
«Οκέυ, πάμε».
Σηκώθηκε και μ' ακολούθησε, με τη γλώσσα να κρέμεται, λαχανιάζοντας από ευτυχία. Γέλα, μαλάκα. Δεν έχει πόπκορν για σένα!
Η Συμμορία Μας ήταν μια αγέλη που δεν μπόρεσε να τα καταφέρει με τις λεηλασίες, κι έτσι διάλεξε ν' αναλάβει τα θεάματα και μάλιστα με έξυπνο τρόπο. 'Ηταν παιδιά που τους άρεσε ο κινηματογράφος, και είχαν καταλάβει την περιοχή που βρισκόταν το Μετροπόλ. Κανένας δεν προσπαθούσε να παραβιάσει την περιοχή τους, γιατί όλοι χρειαζόμασταν τις ταινίες, και όσο η Συμμορία Μας έβρισκε ταινίες και κατάφερνε να τις διατηρεί και να τις παίζει, ήταν χρήσιμοι, ακόμα και για σόλο σαν και μένα και τον Μπλαντ. Ιδίως για σόλο σαν και μας.
Μ' έβαλαν ν' αφήσω το 45άρι μου και το μακρύκαννο Μπράουνινγκ 0,22 στην είσοδο. Εiχαν ένα μικρό περίπτερο δίπλα στο ταμείο. Πρώτα αγόρασα τα εισιτήρια· μου κόστισαν μια κονσέρβα 'Όσκαρ Μέγιερ Φιλαδέλφια Σκραπλ για μένα και μια κονσέρβα σαρδέλες για τον Μπλαντ. Μετά, οι φρουροί της Συμμορίας Μας με τα πολυβόλα Μπρεν μου έδειξαν το περίπτερο, όπου άφησα τα όπλα μου. Είδα μια σπασμένη σωλήνα στο ταβάνι που έσταζε νερό και είπα στον υπάλληλο, ένα παιδί γεμάτο μεγάλες κρεατοελιές στο πρόσωπο και στα χείλια του, να βάλει τα όπλα μου σε στεγνό μέρος. Με αγνόησε. «'Ει! Γαμιόλη βάτραχε, βάλε το πράμα μου απ' την άλλη.., σκουριάζει γρήγορα.., κι αν δω σημάδια, φίλε, θα σου σπάσω τη μούρη!».
Πήγε να με βρίσει, κοίταξε τους φρουρούς με τα Μπρεν, ήξερα πως αν με πέταγαν έξω θα έχανα το εισιτήριο είτε έμπαινε είτε όχι, αλλά δεν γούσταραν φασαρίες, μάλλον βαριόντουσαν, και του έκαναν νόημα να τα παρατήσει, να κάνει αυτό που του εiπα. 'Ετσι ο βάτραχος έβαλε το Μπράουνινγκ στην άλλη άκρη του ραφιού και κρέμασε το 45άρι από κάτω.
Ο Μπλαντ κι εγώ μπήκαμε στο σινεμά.
«Θέλω πόπκορν».
«Ξέχασέ το».
«'Ελα τώρα, Αλμπερτ: Πάρε μου πόπκορν».
«Μη μου κολλάς». Σήκωσα τους ώμους μου: κάνε μου μήνυση.
Μπήκαμε μέσα. 'Ηταν φίσκα. Χαιρόμουν που οι φρουροί είχαν ψάξει μόνο για όπλα. Το καρφί μου και το μαχαίρι μου με καθησύχαζαν, στις καλολαδωμένες θήκες τους στο σβέρκο μου: Ο Μπλαντ βρήκε δυο θέσεις μαζί και χωθήκαμε στη σειρά πατώντας πόδια. Κάποιος έβρισε και τον αγνόησα.
'Ενα Ντόμπερμαν γρύλλισε. Η τρίχα του Μπλαντ σηκώθηκε, αλλά δεν έδωσε συνέχεια. Πάντα γινόντουσαν μικροφασαρίες, ακόμα και σε ουδέτερο έδαφος, όπως το Μετροπόλ,
(Ακουσα μια φορά για έναν τσαμπουκά που έγινε στη Γρανάδα του Λιου, στα Νότια. Τέλειωσε με δέκα-δώδεκα τύπους και τους κοπρίτες τους νεκρούς, το θέατρο να καίγεται και κάνα-δυο καλά φιλμς του Κάγκνεϋ στις φλόγες. Μετά απ' αυτό ήταν που οι αγέλες συμφώνησαν να γίνουν ουδέτεροι χώροι οι κινηματογράφοι. 'Ηταν καλύτερα τώρα, αλλά πάντα υπήρχε κάποιος σαλεμένος που έψαχνε φασαρίες).
'Επαιζαν τρία έργα. Το «Raw Deal» με τους Ντέννις Ο'Κήφυ, Κλαιρ Τρέβορ, Ρέημοντ Μπαρ και Μάρα Χαντ ήταν το πιο παλιό. Είχε γυριστεί το 1948, πριν από εβδομήντα έξι χρόνια, κι ένας θεός ξέρει πώς κρατιότανε όλα αυτά τα χρόνια' έφευγε από τους τροχούς συνέχεια και έπρεπε να σταματάνε την προβολή για να το ξαναβάλουν στη θέση του. 'Ηταν όμως καλή ταινία. 'Ηταν με κείνον το σόλο που του την έπαιξε η αγέλη του και αποφάσισε να τους εκδικηθεί. Γκάγκστερς, συμμορίες, πολύ ξύλο. Ωραία ταινία.
Η δεύτερη ταινία είχε γυριστεί στον Τρίτο Πόλεμο, το '07, δυο χρόνια πριν γεννηθώ, και λεγόταν «Μυρωδιά Κινέζου». 'Ηταν όλο χυμένα άντερα και μερικά ωραία «σώμα με σώμα». Μια ωραία σκηνή με λαγωνικά-ακροβολιστές με εκτοξευτές ναπάλμ που καίνε μια κινέζικη πόλη. Του Μπλαντ του άρεσε, αν και την είχε ξαναδεi. Του άρεσε να λέει πως ήταν απόγονός τους, αν και ήξερε πως ήξερα πως ήταν ψέμματα.
«Θα κάψεις κανένα μωρό, ήρωα;» του ψιθύρισα. 'Επιασε την μπηχτή και στριφογύρισε στη θέση του, δεν εiπε λέξη, και συνέχισε να δείχνει ευχαριστημένος βλέποντας τους σκύλους να μπαίνουν στην πόλη. Βαριόμουν. Περίμενα την τελευταία ταινία.
Τελικά άρχισε. 'Ηταν ψώνιο, ένα ματάδικο της δεκαετίας του '70. Λεγόταν «Big Black Leather Splits». 'Ηταν καλό απ' την αρχή. 'Ηταν αυτές οι δυο ξανθιές με τους μαύρους δερμάτινους κορσέδες και τις μπότες με τα κορδόνια ως τον καβάλο, με μαστίγια και μάσκες, που έβαλαν πάνω αυτόν τον αδύνατο τύπο και η μια γκόμενα έκατσε στην μούρη του κι η άλλη άρχισε να τον γλύφει. Από 'κει και πέρα έγινε της πουτάνας.
Παντού γύρω οι σόλο την έπαιζαν. 'Ημουν έτοιμος να την παίξω κι εγώ λιγάκι όταν ο Μπλαντ έσκυψε δίπλα μου και είπε, πολύ μαλακά, όπως κάνει όταν μυρίζεται κάποια βρωμοδουλειά, «Είναι μια γκόμενα 'δω μέσα»
«Είσαι τρελός», είπα.
«Τη μύρισα, σου λέω. Είναι εδώ μέσα».
Προσεκτικά, έριξα μια ματιά γύρω. Σχεδόν όλες οι θέσεις στο σινεμά ήταν πιασμένες από σόλο ή τους σκύλους τους. Αν είχε μπει μια γκόμενα εδώ μέσα, θα είχε γίνει διαδήλωση. Θα είχε γίνει κομματάκια προτού τη φτάσει κανείς. «Πού» ρώτησα σιγά. Γύρω μου, οι τύποι μαλακίζονταν και μούγκριζαν, καθώς οι ξανθιές έβγαλαν τις μάσκες τους και η μια την έπεσε στον κοκκαλιάρη μ' ένα ξύλινο έμβολο που ήταν δεμένο στη μέση της.
«'Ενα λεπτό», είπε ο Μπλαντ. Συγκεντρωνόταν στ' αλήθεια. Το σώμα του ήταν τεντωμένο σαν σύρμα. Τα μάτια του ήταν κλειστά, η μουσούδα του έτρεμε. Τον άφησα να κάνει τη δουλειά του.
'Ηταν πιθανό. 'Ισως ήταν πιθανό. Ήξερα πως έδειχναν ηλίθια φιλμς στα αποκάτω, σαν τις αηδίες που έκαναν το 1930 και το '40, καθαρά πράγματα όπου ακόμα κι οι παντρεμένοι κοιμόντουσαν σε χωριστά κρεβάτια. Σαν κι αυτά με τη Μύρνα Λόυ και τον Τζωρτζ Μπρεντ. Και ήξερα πως κάθε τόσο κάποια γκόμενα από τα αυστηρά, μεσοαστικά αποκάτω θα ερχόταν επάνω για να δει πώς ήταν μια σέξυ ταινία. Το είχα ακούσει, αλλά δεν είχε τύχει σε κανένα σινεμά που να είμαι κι εγώ.
Κι αν ήταν εδώ, γιατi δεν μπορούσε να τη μυριστεί κανένα άλλο σκυλί...;
«Στην τρίτη σειρά από μας, μπροστά», εiπε o Μπλαντ. «Δίπλα στον διάδρομο. Ντυμένη σαν σόλο».
«Πώς γίνεται κι εσύ τη μυρίζεις, κι όχι κανείς άλλος σκύλος;»
«Ξεχνάς ποιός είμαι, Αλμπερτ».
«Δεν ξεχνάω, απλώς δεν το πιστεύω».
Πριν από 50 χρόνια, στο Λος Αντζελες, πριν αρχίσει για τα καλά ο Τρίτος Πόλεμος, ήταν κάποιος που τον έλεγαν Μπιούζινγκ κι έμενε στο Τσερίτος. Εκπαίδευε σκυλιά για φύλακες και σκοπούς και για επιθέσεις. Ντόμπερμαν, Ντανουά, Σνάουζερ και Ιαπωνέζικα ακiτας. Εiχε ένα θηλυκό Γερμανικό τσοπανόσκυλο τεσσάρων ετών που το έλεγαν Τζίντζερ. Δούλευε στην Αστυνομία του Λος Αντζελες, στη Δίωξη Ναρκωτικών. Μύριζε τη μαριχουάνα. 'Οσο καλά κι αν ήταν κρυμμένη. Της έκαναν ένα τεστ: σε μια αποθήκη ανταλλακτικών αυτοκινήτων υπήρχαν 25.000 κιβώτια. Στα πέντε είχαν βάλει μαριχουάνα, σφραγισμένη σε σελοφάν, τυλιγμένη σε αλουμινόχαρτο και χοντρό χασαπόχαρτο, και τελικά έκρυψαν τα πακέτα σε διαφορετικά, σφραγισμένα κιβώτια. Μέσα σε επτά λεπτά η Τζίντζερ βρήκε και τα πέντε. Την ίδια εποχή, 92 μίλια βορειότερα, στη Σάντα Μπάρμπαρα, μερικοί κητολόγοι είχαν πάρει εγκεφαλονωτιαίο υγρό δελφινιών και το έβαλαν σε μπαμπουίνους Τσάκμα και σκύλους. Αυτό συνδυασμένο με πλαστική χειρουργική. Το πρώτο επιτυχημένο προϊόν αυτού του κητολογικού πειράματος ήταν ένα αρσενικό Πούλι δύο ετών που το έλεγαν Αμπού και κατάφερε να μεταδώσει τηλεπαθητικές εντυπώσεις. Με διασταυρώσεις και συνεχή πειράματα έφτιαξαν τα πρώτα σκυλιά-ακροβολιστές, πάνω στην ώρα για τον Τρίτο Πόλεμο. Ήταν τηλεπαθητικά σε μικρές αποστάσεις, εκπαιδεύονταν εύκολα, μπορούσαν ν' ακολουθήσουν τα ίχνη βενζiνης ή στρατιωτών, ν' ανακαλύψουν δηλητηριώδη αέρια ή ραδιενέργεια και, συνδεδεμένα με τους ανθρώπους που τα καθοδηγούσαν, είχαν γίνει οι κομμάντος κρούσεως ενός νέου είδους πολέμου. Τα εκλεκτικά χαρακτηριστικά είχαν γίνει κληρονομικά. Ντόμπερμαν, λαγωνικά, ακίτας, πούλις και σνάουζερ γiνονταν όλο και πιο τηλεπαθητικά.
Μου το είχε πει χίλιες φορές. Μου είχε πει την ιστορία έτσι ακριβώς, μ' αυτά τα λόγια, χίλιες φορές, όπως του την είχαν πει. Ποτέ δεν τον πίστεψα ως τώρα.
'Ισως ο μπάσταρδος να ήταν ιδιαίτερος.
Κοίταξα το σόλο που ήταν χωμένος στην ακριανή θέση τρεις σειρές μπροστά μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα. Ο τύπος είχε το καπέλο του (της;) χαμηλωμένο, το γιακά του μάλλινου τζάκετ σηκωμένο.
«Είσαι σίγουρος;»
«Εντελώς. Εiναι κορίτσι».
«Και να 'ναι, την παίζει σαν αγόρι».
Ο Μπλαντ γέλασε. «'Εκπληξη», είπε σαρκαστικά.
Ο μυστηριώδης σόλο έκατσε ξανά στο «Raw Deal». 'Ηταν λογικό, αν ήταν κορίτσι. Οι περισσότεροι σόλο και οι τύποι από τις αγέλες έφυγαν μετά από το ματάδικο. Το σινεμά δεν γέμισε πολύ, άφησε χρόνο για ν' αδειάσουν οι δρόμοι, και θα μπορούσε να πάρει το δρόμο του/της για 'κει απ' όπου είχε έρθει. 'Εκατσα κι εγώ. Ο Μπλαντ κοιμήθηκε.
'Οταν ο μυστηριώδης σόλο σηκώθηκε, του/της έδωσα χρόνο για να πάρει τα όπλα του/της, αν είχε κανένα και να ξεκινήσει. Μετά τράβηξα το μεγάλο μαλλιαρό αυτί του Μπλαντ και του είπα «Την κάνουμε». Σύρθηκε από πίσω μου στο διάδρομο.
Πήρα τα όπλα μου και κοίταξα το δρόμο. Αδειος.
«Οκέυ, μύτη», είπα, «που πήγε;»
«Δεξιά».
Ξεκίνησα, γεμίζοντας το Μπράουνινγκ από τη φυσιγγιοθήκη. Δεν έβλεπα κανέναν να κινείται ανάμεσα στα βομβαρδισμένα κτίρια. Αυτό το τμήμα της πόλης είχε τα χάλια του, ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Από την άλλη μεριά, η Συμμορία Μας δούλευε το Μετροπόλ, και δεν χρειαζόταν να επισκευάσει τίποτα άλλο για να συντηρηθεί. Ήταν ειρωνικό' οι Δράκοι έπρεπε να δουλεύουν ολόκληρο ηλεκτρικό σταθμό για να παίρνουν φόρο από τις άλλες αγέλες' η Συμμορία του Τεντ έπρεπε να συντηρεί τη δεξαμενή, οι Μπαστινάντος δούλευαν σαν σκαφτιάδες στους κήπους μαριχουάνας, 'οι Μαύροι Μπαρμπάντος έχαναν μια-δυό ντουζίνες μέλη κάθε χρόνο καθαρίζοντας τα ραδιενεργά φρέατα σ' όλη την πόλη' και η Συμμορία Μας δούλευε μόνο αυτό το σινεμά.
'Οποιος κι αν ήταν ο αρχηγός τους, πριν από τόσα χρόνια, τότε που άρχισαν να σχηματίζονται οι αγέλες από περιπλανώμενους σόλο, έπρεπε να τον παραδεχτώ: ήταν ξυράφι. 'Ηξερε τι υπηρεσίες να αναλάβει.
«'Εστριψε εδώ», είπε ο Μπλαντ.
Τον ακολούθησα καθώς προχωρούσε διστακτικά προς την άκρη της πόλης και τη γαλαζοπράσινη ακτινοβολία που έβγαινε ακόμα από τους λόφους. Τότε κατάλαβα πως είχε δίκιο. Το μόνο που υπήρχε εκεί έξω ήταν η είσοδος του αποκάτω. Ήταν κορίτσι, τελικά.
Τα μάγουλα του κώλου μου σφίχτηκαν καθώς το σκέφτηκα. Θα πήδαγα. Είχε περάσει ένας μήνας σχεδόν από τότε που ο Μπλαντ είχε μυρίσει εκείνη τη σόλο γκόμενα στο υπόγειο του Μάρκετ Μπάσκετ. 'Ηταν πανβρώμικη και με κόλλησε μουνόψειρες, αλλά ήταν γυναίκα, κι αφού την έδεσα και της βάρεσα κα 'να-δυο έγινε καλή. Της άρεσε κιόλας, αν και με έφτυσε και είπε πως θα με σκότωνε αν ελευθερωνόταν: Την άφησα δεμένη, για να 'μαι σίγουρος. 'Οταν πήγα να δω, την προτελευταία βδομάδα, δεν ήταν εκεί.
«Πρόσεχε», είπε ο Μπλαντ αποφεύγοντας έναν κρατήρα σχεδόν αόρατο μέσα στις σκιές. Κάτι κουνιόταν μέσα στον κρατήρα.
Προχωρώντας στην ουδέτερη ζώνη, κατάλαβα γιατί οι περισσότεροι σόλο ή μέλη συμμοριών ήταν αγόρια. Ο Πόλεμος είχε σκοτώσει τα περισσότερα κορίτσια, κι αυτό γινόταν πάντα στους πολέμους... έτσι τουλάχιστον μου είχε πει ο Μπλαντ. Τα πράγματα που γεννιόντουσαν σπάνια ήταν αρσενικά ή θηλυκά, κι έπρεπε να τα κοπανήσουν στον τοίχο μόλις τα έβγαζαν από τη μητέρα.
Οι λίγες γκόμενες που δεν είχαν πάει στα αποκάτω με τους μεσοαστούς ήταν σκληρές, μοναχικές σκύλες σαν κι αυτή στο Μάρκετ Μπάσκετ' σκληρές και νευρώδεις κι έτοιμες να σου το κόψουν αν το 'βαζες μέσα. 'Οσο γερνούσα, τόσο πιο δύσκολο γινόταν να καμακώσω κανένα μουνί.
Αλλά κάθε τόσο, όλο και κάποια γκόμενα θα βαριόταν να είναι ιδιοκτησία μιας αγέλης, ή θα γινόταν κάποια επιδρομή από πέντε ή έξι συμμορίες και θα καταλάμβαναν κάποιο ανύποπτο αποκάτω, ή - όπως τώρα, βέβαια - κάποια μεσοαστή γκόμενα από ένα αποκάτω θα ήθελε να μάθει πώς έμοιαζε ένα ματάδικο έργο και θα ερχόταν πάνω.
Θα πήδαγα. Φίλε μου, δεν έβλεπα την ώρα!
ΙΙ.
Εδώ έξω δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά μόνο τα άδεια κουφάρια βομβαρδισμένων κτιρίων. 'Ενα ολόκληρο τετράγωνο είχε ισοπεδωθεί, σαν να είχε κατέβει μια ατσάλινη πρέσα από τον Ουρανό και μ' ένα γουάμ! να τα 'κανε όλα σκόνη από κάτω. Η γκόμενα, ήταν φοβισμένη και νευρική, αυτό φαινόταν. Προχωρούσε ακανόνιστα, κοιτάζοντας πίσω της και δεξιά κι αριστερά. 'Ηξερε πως βρισκόταν σε επικίνδυνο έδαφος. Φίλε μου, αν ήξερε πόσο επικίνδυνο.
'Ενα κτίριο, μόνο του, στεκόταν στην άκρη του ισοπεδωμένου τετραγώνου, σαν να είχαν αστοχήσει κατά τύχη και γι' αυτό έμεινε. Χώθηκε μέσα, κι ένα λεπτό αργότερα είδα ένα φως να κουνιέται. Φακός; 'Ισως.
Ο Μπλαντ κι εγώ διασχίσαμε το δρόμο και φτάσαμε στο σκοτάδι που περικύκλωνε το κτίριο. 'Ηταν ό,τι είχε απομείνει από τη ΧΑΝ.
Δεν ήθελα να βγει· μέσα ήταν καλό μέρος για πήδημα, κι έτσι έβαλα τον Μπλαντ να φυλάει σκοπός στα σκαλοπάτια που ανέβαιναν στο ερειπωμένο κτίριο κι εγώ πήγα από πίσω. 'Ολες οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν σπασμένα, φυσικά. Δεν ήταν σπουδαία υπόθεση να μπω μέσα. Πιάστηκα από ένα παράθυρο, σκαρφάλωσα, και πήδησα μέσα. Σκοτάδι. Κανένας θόρυβος, εκτός από κείνην που προχωρούσε στην άλλη άκρη του κτιρίου. Δεν ήξερα αν ήταν οπλισμένη ή όχι, και δεν θα το ρισκάριζα: Κρέμασα το Μπράουνιγνκ κι έβγαλα το αυτόματο 45άρι. Δεν χρειαζόταν να τραβήξω το μηχανισμό υπήρχε πάντα μια σφαίρα στη θαλάμη.
Αρχισα να προχωρώ προσεχτικά στο δωμάτιο. 'Ηταν κάποια αποθήκη. Το πάτωμα ήταν γεμάτο γυαλιά και συντρίμμια, και μια ολόκληρη σειρά μεταλλικά συρτάρια είχαν ξεφλουδισμένη μπογιά' το θερμικό κύμα τα είχε βρει από το παράθυρο, εδώ και καιρό. Τα πάνινα παπούτσια μου δεν έκαναν καθόλου θόρυβο.
Η πόρτα κρεμόταν από τον ένα μεντεσέ, και πέρασα μέσα από το ανάπόδο τρίγωνο. Βρέθηκα κοντά στην πισίνα. Η μεγάλη δεξαμενή ήταν άδεια και στη ρηχή μεριά είχαν πέσει πολλά πλακάκια. Βρωμούσε' πολύ φυσικό, υπήρχαν νεκροί, ή ό,τι είχε απομείνει απ' αυτούς, σ' έναν τοίχο. Κάποιος ηλίθιος καθαριστής τους είχε μαζέψει, αλλά δεν τους έθαψε. Τράβηξα το φουλάρι μου πάνω από τη μύτη και το στόμα μου και συνέχισα.
Βγήκα από την άλλη μεριά και πέρασα από έναν μικρό διάδρομο με ηλεκτρικές λάμπες χωμένες στο ταβάνι. Δεν δυσκολευόμουν να δω. Από τα σπασμένα παράθυρα έμπαινε το φως του φεγγαριού και από το ταβάνι έλειπε ένα κομμάτι. Την άκουγα πολύ καθαρά τώρα, από την άλλη μεριά της πόρτας που βρισκόταν στο τέλος του διαδρόμου. Κόλλησα στον τοίχο και πλησίασα την πόρτα. Ήταν λίγο ανοιχτή αλλά μπλοκαρισμένη από σανίδες και σοβάδες από τον τοίχο. Θα έκανε θόρυβο όταν θα την άνοιγα, αυτό ήταν σίγουρο. 'Επρεπε να περιμένω την κατάλληλη στιγμή.
Κολλημένος στον τοίχο, κοίταξα τι έκανε εκεί μέσα. Ήταν ένα γυμναστήριο, μεγάλο, με σκοινιά που κρέμονταν από το ταβάνι. Είχε ένα μεγάλο τετράγωνο οκτάστηλο φακό που τον είχε ακουμπήσει σ' ένα εφαλτήριο. Υπήρχε ένα δίζυγο κι ένα μονόζυγο κάπου οκτώ πόδια ψηλό, με το βαμμένο ατσάλι σκουριασμένο. Υπήρχαν κρίκοι και ένα τραμπολίνο και μια μεγάλη ξύλινη δοκός: Στον ένα τοίχο υπήρχαν μπάρες και πάγκοι, οριζόντιες και πλάγιες σκάλες και μερικά στρώματα. Σκέφτηκα πως αυτό το μέρος έπρεπε να το θυμάμαι. Ήταν καλύτερο για εξάσκηση από το φτηνιάρικο γυμναστήριο που είχα στήσει σ' ένα παλιό νεκροταφείο αυτοκινήτων. Πρέπει να διατηρείσαι σε φόρμα αν θέλεις να είσαι σόλο.
Είχε βγάλει την μεταμφίεσή της. Στεκόταν εκεί γυμνή, τρέμοντας. Ναι, έκανε κρύο, και την είδα ν' ανατριχιάζει. Ήταν γύρω στο ένα κι εξήντα πέντε, με ωραία βυζιά και κάπως κοκκαλιάρικα πόδια. Βούρτσιζε τα μαλλιά της. 'Εφταναν χαμηλά στην πλάτη της. Με το φως του φακού δεν ξεχώριζα αν είχε κόκκινα μαλλιά ή καστανά, αλλά δεν ήταν ξανθιά, κι αυτό ήταν καλό γιατί γουστάρω τις κοκκινομάλες. Είχε ωραία βυζιά, όμως. Δεν έβλεπα το πρόσωπό της, τα μαλλιά της κρέμονταν μαλακά και κυματιστά και έκρυβαν το προφίλ της.
Οι αηδίες που φορούσέ ήταν πεταμένες στο πάτωμα, κι αυτά που θα φορούσε βρίσκονταν στο εφαλτήριο. Στα πόδια της είχε κάτι παπουτσάκια με αστεία τακούνια.
Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ξαφνικά κατάλαβα πως δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ήταν όμορφη, πολύ όμορφη. Την έβρισκα που στεκόμουν εκεί και κοίταζα πώς η μέση της έμπαινε προς τα μέσα και πώς οι γοφοί της έβγαιναν προς τα έξω, πώς τραβιόντουσαν οι μυς στo πλάι του στήθους της όταν σήκωνε τα χέρια της για να βουρτσίσει όλα αυτά τα μαλλιά. Ήταν περίεργο, το πώς την έβρισκα έτσι που στεκόμουν και κοίταζα μια γκόμενα να κάνει όλα αυτά. Αυτά τα πολύ, ας πούμε, γυναικεία πράγματα. Μου άρεσε πολύ.
Ποτέ δεν έκατσα να κοιτάζω μια γκόμενα έτσι. 'Οσες είχα δει ήταν διάφορα αποβράσματα που μου είχε βρει ο Μπλαντ, και τις βούταγα κατ' ευθείαν. 'Η ήταν οι μεγάλες γκόμενες που είχα δει στα ματάδικα φιλμς. Δεν ήταν σαν αυτή, κάπως θηλυκιά και απαλή, ακόμα και ανατριχιασμένη. Θα μπορούσα να την κοιτάζω όλη νύχτα.
Αφησε τη βούρτσα, πήρε μια κυλότα από το σωρό των ρούχων και γλίστρησε μέσα της. Μετά πήρε το σουτιέν της και το φόρεσε. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς το κάνουν αuτό οι γκόμενες. Το φόρεσε ανάποδα, στη μέση της, και το κούμπωσε.
Μετά το γύρισε ώσπου ήρθε πίσω το κούμπωμα, και κάπως το ανέβασε και μάζεψε τα στήθη της μέσα, πρώτα το ένα, και μετά το άλλο' μετά τράβηξε τις τιράντες στους ώμους της. Πήρε το φόρεμά της, κι εγώ έκανα στην άκρη λίγους σοβάδες, έπιασα την πόρτα κι ετοιμάστηκα να την ανοίξω.
Είχε το φόρεμα πάνω από το κεφάλι της και τα χέρια της μέσα, κι όταν έβαλε και το κεφάλι της και βρέθηκε μπερδεμένη εκεί μέσα για μια στιγμή, έδωσα μια σπρωξιά στην πόρτα και κομμάτια σοβά και ξύλο έπεσαν με πάταγο και σούρσιμο, και πήδηξα μέσα και την έφτασα προτού βγει από το φόρεμα.
Πήγε να φωνάξει, και της τράβηξα το φόρεμα που ακούστηκε να σκίζεται, και όλα έγιναν προτού καταλάβει τι ήταν όλος αυτός ο θόρυβος.
Το πρόσωπό της ήταν τρελό. Εντελώς τρελό. Μεγάλα μάτια: δεν ξέρω τι χρώμα, γιατί ήταν στην σκιά. Πολύ ωραία χαρακτηριστικά, μεγάλο στόμα, μικρή μύτη, ζυγωματικά σαν τα δικά μου, ψηλά και πεταχτά, και ένα λακάκι στο δεξί μάγουλο. Με κοίταξε φοβερά τρομαγμένη.
Και μετά... κι αυτό είναι το τρελό... ένιωσα σαν να 'πρεπε να της πω κάτι. Δεν ξέρω τι. Ήμουν αμήχανος, έτσι που την έβλεπα τρομαγμένη, αλλά τι θα μπορούσα να κάνω γι' αυτό. Θέλω να πω, θα την βίαζα τελικά, και δεν μπορούσα να της πως να μην φοβάται και τόσο γι' αυτό. Εκείνη ήταν που είχε έρθει πάνω, στο κάτω-κάτω. Παρ' όλα αυτά όμως ήθελα να πω έι, μη φοβάσαι, απλώς θέλω να σε πηδήξω. (Αυτό δεν είχε ξαναγίνει ποτέ. Ποτέ δεν ήθελα να πω κάτι σε μια γκόμενα, απλώς να της τον βάλω και τέρμα).
Αλλά μου πέρασε, και έβαλα το πόδι μου πίσω από τα δικά της και την έριξα πίσω και κείνη σωριάστηκε κάτω. Τη σημάδεψα με το 45άρι, και το στόμα της άνοιξε σ' ένα μικρό ο. «Τώρα θα πάω να φέρω ένα από 'κείνα τα στρώματα για να είναι καλύτερα, πιο άνετα, έτσι; Σήκω από το πάτωμα και θα τη φας στο πόδι, και θα σε πηδήξω ούτως ή άλλως, μόνο που θα έχεις ένα πόδι λιγότερο». Περίμενα να μου δείξει πως κατάλαβε τι είπα, και τελικά κούνησε το κεφάλι της πολύ αργά, έτσι συνέχισα να τη σημαδεύω με το αυτόματο και πήγα στο σωρό με τα σκονισμένα στρώματα και τράβηξα ένα.
Το έσυρα ως το μέρος της, το γύρισα έτσι που να είναι από πάνω η πιο καθαρή μεριά και με το 45άρι την οδήγησα πάνω του. Κάθισε εκεί πάνω, με τα χέρια πiσω της και τα γόνατα λυγισμένα, και με κοίταζε.
΄Ανοιξα το φερμουάρ μου και άρχισα να κατεβάζω το ένα μπατζάκι, όταν την είδα να με κοιτάζει περίεργα. Αφησα το τζιν. «Τι κοιτάς;»
'Ημουν έξαλλος. Δεν ήξερα γιατί, αλλά ήμουν έξαλλος.
«Πώς σε λένε;» ρώτησε. Η φωνή της ήταν πολύ απαλή και κάπως γούνινη, σαν να έβγαινε από έναν λαιμό ντυμένο με γούνα ή κάτι τέτοιο.
Συνέχισε να με κοιτάζει, περιμένοντας να απαντήσω. «Βικ», είπα. Φαινόταν να περιμένει κι άλλο. «Βικ τι;»
Για μια στιγμή δεν ήξερα τι εννοούσε, μετά όμως κατάλαβα. «Βικ. Απλώς Βικ. Αυτό είναι όλο».
«Και το όνομα του πατέρα σου και της μητέρας σου;»
Τότε άρχισα να γελάω και ξανάρχισα να κατεβάζω το τζην μου. «Παιδί μου, είσαι πολύ χαζή», είπα και γέλασα κι άλλο. Φάνηκε πειραγμένη. Με έκανε έξαλλο πάλι.
«Σταμάτα να κοιτάζεις έτσι γιατί θα σου σπάσω τα δόντια!»
Σταύρωσε τα χέρια της.
Κατέβασα το παντελόνι στους αστραγάλους μου. Δεν έβγαινε πάνω από τα παπούτσια. 'Επρεπε να κρατήσω ισορροπία στο ένα πόδι και να βγάλω το παπούτσι από το άλλο. Ήταν δύσκολο, να τη σημαδεύω με το 45άρι και να βγάζω το παπούτσι συγχρόνως. Τα κατάφερα όμως.
Εγώ στεκόμουν εκεί, γυμνός από τη μέση και κάτω, και 'κείνη είχε σκύψει λίγο μπροστά, με τα πόδια σταυρωμένα και τα χέρια της ακόμα στο στήθος. «Βγάλτ' τα αυτά», είπα.
Για μια στιγμή δεν κουνήθηκε, και σκέφτηκα πως θα μου έκανε φασαρίες. Μετά όμως έβαλε τα χέρια πίσω της και ξεκούμπωσε το σουτιέν. Μετά έγειρε πίσω κι έβγαλε την κυλότα.
Ξαφνικά, δεν έδειχνε πια φοβισμένη. Με κοίταζε πολύ προσεκτικά και είδα τώρα πως τα μάτια της ήταν γαλάζια. Και το περίεργο είναι...
Δεν μπορούσα να το κάνω. Θέλω να πω, όχι ακριβώς. Θέλω να πω, ήθελα να τη γαμήσω, καταλαβαίνεις, αλλά ήταν πολύ απαλή και όμορφη και συνέχιζε να με κοιτάζει, και κανένας σόλο δεν θα με πιστέψει, αλλά άκουσα τον εαυτό μου να της μιλάει, όπως στεκόμουν εκεί σαν ηλίθιος, με το ένα ' παπούτσι και το παντελόνι κατεβασμένο στον αστράγαλο. «Πώς σε λένε εσένα;»
«Κουίλα Τζιουν Χολμς».
«Περίεργο όνομα».
«Η μητέρα μου λέει πως δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο στην Οκλαχόμα».
«Απο 'κει είναι οι δικοί σου;»
Κούνησε το κεφάλι της. «Πριν από τον Τρίτο Πόλεμο».
«Πρέπει να είναι αρκετά μεγάλοι τώρα».
«Είναι, αλλά είναι εντάξει. Υποθέτω».
Είχαμε παγώσει εκεί πέρα, μιλώντας ο ένας στον άλλον. Κατάλαβα πως κρύωνε, γιατi έτρεμε. «Λοιπόν», είπα, καθώς ετοιμαζόμούν να πέσω δίπλα της, «Καλύτερα να...»
Γαμώτο! Ο μαλάκας ο Μπλαντ! Ακριβώς εκείνη τη στιγμή όρμησε μέσα. 'Ετρεξε μέσα στα ξύλα και τους σοβάδες σηκώνοντας σκόνη, γλίστρησε στον κώλο του και σταμάτησε μπροστά μας, «Τι τρέχει τώρα;» ρώτησα.
«Σε ποιόν μιλάς;» με ρώτησε η κοπέλα.
«Σ' αυτόν. Τον Μπλαντ».
«Το σκύλο!;!»
Ο Μπλαντ της έριξε μια ματιά και την αγνόησε. Πήγε να πει κάτι, αλλά εκείνη τον διέκοψε. «Είμαι λοιπόν αλήθεια αυτά που λένε... μπορείτε να μιλάτε στα ζώα...»
«Θα την ακούς όλο το βράδυ, ή θέλεις ν' ακούσεις γιατί ήρθα;»
«Οκέυ, γιατί ήρθες;»
«'Εχεις μπελάδες, Αλμπερτ».
«'Ελα τώρα, άσε τα καραγκιοζιλίκια. Τι τρέχει;»
Ο Μπλαντ κούνησε το κεφάλί του προς την μπροστινή πόρτα της ΧΑΝ. «Αγέλη. Περικύκλωσε το κτίριο. Τους κάνω δεκαπέντε με είκοσι, ίσως και παραπάνω».
«Πού διάβολο ξέρουν πως, είμαστε εδώ;»
Ο Μπλαντ φάνηκε στενοχωρημένος. Χαμήλωσε το κεφάλι.
«Λοιπόν;»
«Την μύρισε και κάποιος άλλος σκύλος στο θέατρο!»
«Ωραία»
«Τώρα τι κάνουμε;»
«Θα τους αποκρούσουμε, τι άλλο. 'Εχεις τίποτα καλύτερο να προτείνεις;»
«'Ενα πράγμα μόνο».
Περίμενα. Γέλασε.
«Φόρεσε το παντελόνι σου».
ΙΙΙ.
Το κορίτσι, η Κουίλα Τζιουν, ήταν αρκετά ασφαλής. Της έφτιαξα ένα είδος καταφύγιου με τα στρώματα, καμιά ντουζίνα. Δεν θα έτρωγε καμιά αδέσποτη, και αν δεν έπεφταν πάνω της δεν θα την έβρισκαν. Σκαρφάλωσα σ' ένα από τα σκοινιά που κρέμονταν από τα σιδερένια δοκάρια και ξάπλωσα εκεί πάνω με το Μπράουνινγκ και κάνα-δυο χούφτες σφαίρες. Ευχήθηκα να είχα κανένα αυτόματο, ένα Μπρεν ή ένα Τόμσον. 'Εκανα έλεγχο στο 45άρι, σιγουρεύτηκα πως ήταν γεμάτο, με μια σφαίρα στη θαλάμη, και έβγαλα τους γεμιστήρες στο δοκάρι. 'Εβλεπα καθαρά σ' όλο το γυμναστήριο.
Ο Μπλαντ ήταν ξαπλωμένος στη σκιά κοντά στην πόρτα. Πρότεινε να προσπαθήσω να χτυπήσω πρώτα τους σκύλους της συμμορίας, αν μπορούσα, Αυτό θα του άφηνε ελεύθερο το πεδίο.
Ήθελα να κρυφτώ σε κάποιο άλλο δωμάτιο, ένα που να έχει μια μόνο είσοδο, αλλά δεν μπορούσα να ξέρω αν οι άλλοι είχαν ήδη μπει στο κτίριο, κι έτσι εκμεταλλεύτηκα όσο μπορούσα αυτή την κατάσταση.
'Ολα ήταν ήσυχα. Ακόμα κι αυτή η Κουίλα Τζιουν. Μου πήρε πολύτιμο χρόνο να την πείσω πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να κρυφτεί και να μην κάνει θόρυβο, πως ήταν καλύτερα μαζί μου παρά με είκοσι απ' αυτούς. «Αν θέλεις να ξαναδείς τον μπαμπά σου και τη μαμά σου», την προειδοποίησα. Μετά απ' αυτό δεν μου έκανε άλλες φασαρίες, και τη σκέπασα με στρώματα.
Ησυχία. Μετά άκουσα δυο πράγματα, και τα δυο συγχρόνως. Από πίσω, από την πισίνα, άκουσα μπότες πάνω σε σοβάδες. Πολύ μαλακά. Και από την μπροστινή πόρτα άκουσα σίδερο να χτυπάει ξύλο. Θα δοκίμαζαν λοιπόν συνδυασμένη επίθεση. Εγώ ήμουν έτοιμος πάντως.
Ησυχία πάλι.
Σημάδεψα με το Μπράουνιγκ την πόρτα της πισίνας. Ήταν ακόμα ανοιχτή. Τον υπολόγισα στο ένα κι εβδομήντα πέντε, σημάδεψα λοιπόν σχεδόν μισό μέτρο χαμηλότερα για τον βρω στο στήθος. Είχα μάθει από καιρό πως δεν πας για το κεφάλι. Πας για το φαρδύτερο μέρος του σώματος: το στήθος και το στομάχι. Τον κορμό.
Ξαφνικά, απ' έξω, άκουσα ένα γαύγισμα, κι ένα μέρος από το σκοτάδι κοντά στην μπροστινή πόρτα προχώρησε μέσα στο γυμναστήριο. Ακριβώς απέναντι από τον Μπλαντ. Δεν κούνησα το Μπράουνινγκ.
Ο τύπος της μπροστινής πόρτας προχώρησε ένα βήμα κολλημένος στον τοίχο, απομακρυνόμενος από τον Μπλαντ. Μετά έκανε πίσω το χέρι του και πέταξε κάτι - μια πέτρα, ένα σίδερο, κάτι - στο δωμάτιο, για να του ρίξω. Δεν κούνησα το Μπράουνινγκ.
Μόλις αυτό που πέταξε χτύπησε στο πάτωμα, δυο τύποι πήδηξαν από την πόρτα της πισίνας, ένας από τη μια και ένας από την άλλη, με τα τουφέκια κατεβασμένα, έτοιμοι να ρίξουν. Προτού προλάβουν να ρίξουν, πάτησα τη σκανδάλη, βρήκα τον δεύτερο, και του τράβηξα άλλη μια σφαίρα. 'Επεσαν και οι δυο. Διάνα, κατ' ευθείαν στην καρδιά. Μπανγκ, έπεσαν κάτω, και κανείς δεν κουνήθηκε.
Ο τύπος στην πόρτα γύρισε για να την κοπανήσει, κι ο Μπλαντ έπεσε πάνω του. 'Ετσι, μέσα απ' το σκοτάδι, ριιιιπ!
Ο Μπλαντ πήδησε ακριβώς πάνω από την τραβέρσα του τουφεκιού που κρατούσε έτοιμο ο τύπος, και έχωσε τα δόντια του στο λαιμό του. Ο τύπος φώναξε, και ο Μπλαντ έπεσε, μ' ένα κομμάτι κρέας στο στόμα του. Ο τύπος έκανε κάτι απαίσιους ήχους κι έπεσε στα γόνατα. Του έχωσα μια σφαίρα στο κεφάλι, και έπεσε μπροστά.
Ησυχία πάλι.
Καθόλου άσχημα. Καθόλου-μα-καθόλου άσχημα. Τρεις λιγότεροι κι ακόμα δεν ήξεραν τις θέσεις μας. Ο Μπλαντ είχε ξαναγυρίσει στο σκοτάδι δίπλα στην είσοδο. Δεν είπε τίποτα, αλλά ήξερα τι σκεφτόταν: πως ήταν τρεις από δεκαεπτά, ή τρεις από είκοσι, ή τρεις από είκοσι δύο. Δεν μπορούσαμε να ξέρουμε' θα μπορούσε να μείνουμε μια βδομάδα εδώ μέσα και να μην μάθουμε ποτέ αν τους χτυπήσαμε όλους, ή μερικούς, ή κανέναν. Θα μπορούσαν να έρχονται κάθε τόσο, κι εγώ να μείνω χωρίς σφαίρες και χωρίς φαγητό και το κορίτσι, αυτή η Κουίλα Τζιουν, ν' αρχίσει να φωνάζει και να μου διασπάσει την προσοχή, και θα ξημέρωνε - και θα περίμεναν ακόμα εκεί έξω, ώσπου να πεινάσουμε και να κάνουμε κάτι ηλίθιο, ή ώσπου να μας τελειώσουν οι σφαίρες, και μετά θα μαζεύονταν και θα έπεφταν πάνω μας.
'Ενας τύπος μπήκε από την μπροστινή πόρτα τρέχοντας, πήδηξε, έπεσε στους ώμους του, έκανε μια τούμπα, σηκώθηκε προς άλλη κατεύθυνση και έριξε τρεις ριπές σε διαφορετικές γωνίες του δωματίου προτού τον βρω με το Μπράουνινγκ. Τελικά είχε φτάσει αρκετά κοντά από κάτω μου και δεν χρειαζόταν να χαραμίσω σφαίρα των 0,22. Πήρα το 45άρι αθόρυβα και του τίναξα το κεφάλι. H σφαίρα μπήκε πολύ καθαρά, βγήκε από την άλλη και πήρε το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλιού τον μαζί της. 'Επεσε αμέσως.
«Μπλαντ! Το τουφέκι!»
Βγήκε απ' τη σκιά, το έπιασε με το στόμα του και το τράβηξε στα στρώματα στη γωνία. Είδα ένα χέρι να βγαίνει από μέσα, να πιάνει το όπλο και να το παίρνει μέσα. Τουλάχιστον ήταν ασφαλισμένο εκεί, ώσπου να το χρειαζόμουν. Γενναίος ο μπάσταρδος: έτρεξε στο νεκρό και άρχισε να του βγάζει τη φυσσιγγιοθήκη. Του πήρε χρόνο' θα μπορούσε να του ρίξει κανείς από την πόρτα ή από κανένα παράθυρο, αλλά το έκανε. Γενναίος ο μπάσταρδος. 'Επρεπε να θυμηθώ να του βρω κάτι καλό να φάει, όταν θα ξεμπερδεύαμε από 'δω. Χαμογέλασα, μέσα στο σκοτάδι: αν θα ξεμπερδεύαμε από 'δω: Δεν θα 'ταν δύσκολο να του βρω κάτι τρυφερό. Το πάτωμα του γυμναστηρίου ήταν γεμάτο.
Την ώρα που ο Μπλαντ πήγαινε τη φυσσιγγιοθήκη στη σκιά, δυο τύποι δοκίμασαν με τα σκυλιά τους. Μπήκαν από ένα παράθυρο του ισογείου, o ένας μετά τον άλλον, με βουτιά και τούμπα και προς αντίθετες κατευθύνσεις, ενώ τα σκυλιά - ένα πανάσχημο ακίτα, μεγάλο σαν σπίτι και μια σκύλα Ντόμπερμαν κουραδί χρώματος - όρμησαν από την μπροστινή πόρτα και πήγαν προς τις άλλες δυο διευθύνσεις. Πέτυχα το ένα σκυλί, το ακίτα, με το 45άρι και έπεσε κάτω σφαδάζοντας. Το ντόμπερμαν βρισκόταν πάνω στον Μπλαντ.
Πυροβολώντας όμως, πρόδωσα τη θέση μου. Ο ένας τους πυροβόλησε αμέσως και μερικές σφαίρες 0,30-06 εξοστρακίστηκαν στα δοκάρια γύρω μου. Αφησα το αυτόματο κι όπως έκανα να πιάσω το Μπράουνινγκ άρχισε να γλιστράει από το δοκάρι μου. Πήγα να πιάσω το 45άρι κι αυτό με έσωσε. 'Εσκυψα να το πιάσω, αλλά γλίστρησε κι έπεσε με θόρυβο στο πάτωμα, κι ο τύπος έριξε εκεί που βρισκόμουν. Αλλά εγώ είχα ξαπλώσει στο δοκάρι, με το ένα χέρι να κρέμεται, και ο θόρυβος τον τρόμαξε. 'Εριξε προς τα'κει που άκουσε τον ήχο, κι εκείνη τη στιγμή άκουσα άλλον έναν πυροβολισμό, από ένα Γουίντσεστερ, κι ο άλλος τύπος, πού την είχε κάνει στη σκιά, έπεσε κρατώντας μια μεγάλη τρύπα στο στήθος του. Αυτή η Κουίλα Τζιουν του είχε ρίξει, πίσω από τα στρώματα.
Δεν είχα χρόνο να καταλάβω τι γίνεται... o Μπλαντ πάλευε με το ντόμπερμαν και οι ήχοι που έβγαζαν ήταν απαίσιοι... ο τύπος με το 0,30-06 έριξε άλλη μια και πέτυχε τη μύτη του Μπράουνινγκ, που εξείχε από το σίδερο, και πάει, έπεσε κάτω. 'Έμεινα γυμνός εκεί πάνω, χωρίς τίποτα, κι ο πούστης ήταν κρυμμένος στη σκιά και με περίμενε.
'Αλλος ένας πυροβολισμός από το Γουίντσεστερ, και ο τύπος έριξε κατ' ευθείαν στα στρώματα. Εκείνη ξαναχώθηκε στα στρώματα, και ήξερα πως δεν μπορούσα να υπολογίζω άλλο σ' αυτήν. Αλλά δεν τη χρειαζόμουν' τη στιγμή που ο τύπος κοίταζε προς το μέρος της, βούτηξα το σκοινί, πήδηξα από το δοκάρι και ουρλιάζοντας σαν τρελός γλίστρησα κάτω, με το σκοινί να μου κόβει τα χέρια. Κατέβηκα λίγο ώστε να μπορώ να κουνηθώ, και κλώτσησα. Ταλαντεύτηκα μπρος-πίσω, κουνώντας το σώμα μου προς τρεις διαφορετικές διευθύνσεις κάθε φορά, πηγαίνοντας όλο και πιο μακριά κάθε φορά. Ο πούστης συνέχιζε να ρίχνει, προσπαθώντας να βρει την τροχιά μου, αλλά κατάφερα να τον αποφύγω. Τότε του τελείωσαν οι σφαίρες, και κλώτσησα όσο πιο δυνατά μπορούσα, και πήγα προς το μέρος του, και άφησα το σκοινί ξαφνικά, και έφυγα κουτρουβαλιαστά προς τη γωνία του, και βρέθηκα από πάνω του, χώνοντας τα δάχτυλά μου στα μάτια του. Ο τύπος φώναζε και τα σκυλιά φώναζαν και η γκόμενα φώναζε, και συνέχισα να χτυπάω το κεφάλι του στο πάτωμα ώσπου ο πούστης σταμάτησε να κουνιέται, και μετά πήρα το άδειο 0,30-06 και τον βάρεσα στο κεφάλι ώσπου σιγουρεύτηκα πως δεν θα μου την έσπαγε πάλι.
Μετά βρήκα το 45άρι και έριξα στο ντόμπερμαν. Ο Μπλαντ σηκώθηκε και τινάχτηκε. Ήταν άσχημα πληγωμένος.
«Ευχαριστώ», μουρμούρισε, και πήγε και ξάπλωσε στη σκιά να γλείψει τις πληγές του. Πήγα και βρήκα την Κουίλα Τζιουν, και έκλαιγε. Για τους τύπους που σκοτώσαμε. Κυρίως για 'κείνον που σκότωσε εκείνη. Δεν μπόρεσα να την κάνω να σταματήσει να σκούζει, έτσι της έριξα ένα χαστούκι και της είπα πως μου έσωσε τη ζωή, κι αυτό βοήθησε λιγάκι.
Ο Μπλαντ σύρθηκε κοντά. «Πώς θα βγούμε από 'δω, Αλμπερτ;»
«Ασε με να σκεφτώ».
Σκέφτηκα, και κατάλαβα πως δεν είχαμε ελπίδες. 'Οσους και να βγάζαμε από τη μέση; θα έρχονταν κι άλλοι. Και το θέμα ήταν macho τώρα. Ήταν θέμα τιμής γι' αυτούς.
«Αν βάλουμε φωτιά;» πρότεινε ο Μπλαντ. «Να την κοπανήσουμε εκείνη την ώρα;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Θα την έχουν στημένη γύρω-γύρω. Δεν γίνεται».
«Κι αν δεν φύγουμε; Αν καούμε κι εμείς;» Τον κοίταξα. Γενναίος... και έξυπνος σαν το διάβολο.
Μαζέψαμε όλα τα ξύλα και τα στρώματα και τις σκάλες και τα εφαλτήρια και τους πάγκους και όλα όσα μπορούσαν να πάρουν φωτιά και τα σωριάσαμε δίπλα σ' ένα ξύλινο χώρισμα στη μια άκρη του γυμναστηρίου. Η Κουίλα Τζιουν βρήκε ένα κουτί κεροζίνη σε μια αποθήκη, και βάλαμε φωτιά. Μετά ακολουθήσαμε τον Μπλαντ στο μέρος που είχε βρει. Στο λεβητοστάσιο, βαθιά κάτω από τη ΧΑΝ. Σκαρφαλώσαμε στον άδειο λέβητα και κλείσαμε την πόρτα, αφήνοντάς έναν αγωγό ανοιχτό για αέρα. Είχαμε πάρει ένα στρώμα μαζί μας και όλα τα πυρομαχικά που μπορέσαμε να κουβαλήσουμε, και όλα τα όπλα που είχαν οι τύποι μαζί τους.
«Πιάνεις τίποτα;» ρώτησα τον Μπλαντ.
«Λίγα πράγματα. 'Οχι πολλά. Πιάνω έναν τύπο. Το κτίριο καίγεται καλά».
«Θα το καταλάβεις όταν την κοπανήσουν;» .
«'Ισως. Αν την κοπανήσουν».
Ξάπλωσα. Η Κουίλα Τζιουν έτρεμε απ' όλα αυτά που είχαν γίνει. «Ηρέμησε», της είπα. «Το πρωί το σπίτι θα είναι ερείπια πάνω μας και θα ψάξουν τα συντρίμια και θα βρουν αρκετά πτώματα και ίσως δεν ψάξουν και πολύ για μια γκόμενα. Και όλα θα είναι εντάξει... αν δεν πνιγούμε εδώ κάτω».
Χαμογέλασε, πολύ αμυδρά, και προσπάθησε να δείξει γενναία. Ήταν εντάξει, αυτή.. 'Εκλεισε τα μάτια της και ξάπλωσε στο στρώμα και προσπάθησε να κοιμηθεί. Ήμουν πτώμα. 'Εκλεισα κι εγώ τα μάτια μου.
«Θα τα καταφέρεις;» ρώτησα τον Μπλαντ.
«Υποθέτω. Κοιμήσου καλύτερα».
Κούνησα το κεφάλι, με τα μάτια κλειστά, κι έπεσα. Κοιμήθηκα αμέσως.
'Οταν ξύπνησα βρήκα την κοπέλα, την Κουίλα Τζιουν, χωμένη στη μασχάλη μου, με το χέρι της στη μέση μου, βαθιά κοιμισμένη. Δυσκολευόμουν να αναπνεύσω: Σαν να ήμασταν σε φούρνο' διάβολε, ήμασταν σε φούρνο. Απλωσα το χέρι μου και το τοίχωμα του λέβητα ήταν τόσο καυτό που δεν μπορούσα να το πιάσω. Ο Μπλαντ ήταν στο στρώμα μαζί μας. Αυτό το στρώμα ήταν το μόνο πράγμα που μας έσωσε από το ψήσιμο: Κοιμόταν, με το κεφάλι χωμένο στα μπροστινά του πόδια. Κι η άλλη κοιμόταν, γυμνή ακόμη.
'Επιασα το βυζί της. Ήταν ζεστό. Κουνήθηκε και σφίχτηκε πάνω μου. Μου σηκώθηκε.
Κατάφερα να βγάλω το παντελόνι μου και κύλησα πάνω της. Ξύπνησε γρήγορα όταν ένιωσε να της ανοίγω τα πόδια, αλλά ήταν πολύ αργά. «Μη... όχι... τι κάνεις... όχι μη...»
Αλλά ήταν μισοκοιμισμένη και αδύναμη, και δε νομίζω πως στ' αλήθεια δεν ήθελε.
Φώναξε όταν την έσπασα, φυσικά, αλλά μετά ήταν εντάξει. Το στρώμα γέμισε αίμα. Και o Μπλαντ συνέχισε να κοιμάται.
Ήταν στ' αλήθεια διαφορετικά. Συνήθως, όταν μου βρίσκει κάτι ο Μπλαντ, θα είναι βούτα το, ρiχτου και φύγε προτού γίνει τίποτα άσχημο. Αλλά τώρα, όταν ήρθε, σηκώθηκε από το στρώμα και μου έσφιξε την πλάτη τόσο δυνατά που νόμισα πως θα μου έσπαγε τα πλευρά, και μετά έπεσε πίσω αργά αργά αργά, όπως όταν κάνω ασκήσει στο πρόχειρο γυμναστήριο που έχω χτίσει στο νεκροταφείο αυτοκινήτων. Και τα μάτια της ήταν κλειστά, και φαινόταν χαλαρωμένη. Κι ευτυχισμένη. Το καταλάβαινα.
Το κάναμε πολλές φορές, και μετά από λίγο ήταν εκείνη που το ζήταγε, αλλά κι εγώ δεν έλεγα όχι. Και μετά ξαπλώναμε δίπλα-δίπλα και μιλούσαμε.
Με ρώτησε για τον Μπλαντ, και της είπα πώς έγινε και τα σκυλιά-ακροβολιστές έγιναν τηλεπαθητικά, και πώς έχασαν την ικανότητα να κυνηγούν μόνα τους την τροφή τους, έτσι που έπρεπε να τα τρέφουν οι σόλο και οι αγέλες, και πώς τα σκυλιά σαν τον Μπλαντ ήταν καλά για να βρίσκουν γκόμενες για σόλο σαν και μένα. Δεν είπε τίποτα γι' αυτό.
Την ρώτησα πώς ήταν εκεί που έμενε, στα αποκάτω.
«Ωραία είναι. Αλλά είναι πάντα πολύ ήσυχα. 'Ολοι είναι πολύ ευγενικοί μεταξύ τους. Είναι μια μικρή πόλη».
«Σε ποιά μένεις;»
«Στην Τοπέκα. Είναι πολύ κοντά».
«Ναι, ξέρω. Το φρέαρ εισόδου είναι μισό μίλι πιο κάτω. Πήγα μια φορά, να ρίξω μία ματιά».
«'Εχεις πάει ποτέ σε κανένα αποκάτω;»
«'Οχι. Δεν νομίζω όμως πως θα 'θελα».
«Γιατί; Είναι πολύ ωραία. Θα σου αρέσει»
«Μαλακίες»
«Αυτό είναι πολύ χυδαίο».
«Είμαι πολύ χυδαίος»
«'Οχι πάντα».
Αρχισα να τσαντίζομαι. «Ακου, μαλακισμένο, τι έχεις πάθει; Σε βούτηξα και σε τράβηξα απο 'δω κι από 'κει, σε βίασα πέντε-έξι φορές, τι το καλό έχω, λοιπόν; Τι τρέχει, δεν είσαι αρκετά έξυπνη για να καταλαβαίνεις όταν...»
Μου χαμογελούσε. «Δεν με νοιάζει. Μου άρεσε που το κάναμε. θέλεις να το ξανακάνουμε;» Σοκαρίστηκα. Τραβήχτηκα μακριά της. «Τι διάβολο έχεις; Δεν ξέρεις πως μια γκόμενα από ένα αποκάτω σαν και σένα μπορεί να την βρει άσχημα από τους σόλο; Δεν ξέρεις πως τις γκόμενες τις προειδοποιούν οι γονείς τους στα αποκάτω, «Μην πας πάνω, θα σε πιάσουν οι βρώμικοι, μαλλιαροί, σαλιάρηδες σόλο!» Δεν το ξέρεις αυτό;»
'Εβαλε το χέρι της στο πόδι μου και άρχισε να το ανεβάζει, μόλις αγγίζοντας το μπούτι μου με τις άκρες των δαχτύλων της. Μου σηκώθηκε πάλι. «Οι γονείς μου ποτέ δεν είπαν τίποτα για τους σόλο», είπε. Μετά με τράβηξε πάλι πάνω της και με φίλησε, και δεν μπόρεσα ν' αντισταθώ.
Θεέ μου, αυτό συνεχίστηκε ώρες. Κάποια στιγμή ο Μπλαντ γύρισε και είπε «Δεν θα συνεχίσω να προσποιούμαι ότι κοιμάμαι. Πεινάω. Και είμαι πληγωμένος».
Την πέταξα από πάνω μου - ήταν από πάνω αυτή τη φορά - και τον εξέτασα. Αυτό το ντόμπερμαν του είχε κόψει ένα κομμάτι από το δεξί του αυτί, και είχε ένα σκίσιμο στη μουσούδα΄ και η γούνα του είχε αίμα από τη μια μεριά. Ήταν χάλια. «Χριστέ μου, είσαι χάλια φίλε», είπα:
«Δεν είσαι καλύτερα κι εσύ, Αλμπερτ!» είπε, κλείνοντας με θόρυβο τα σαγόνια του. Τράβηξα το χέρι μου.
«Μπορούμε να βγούμε;» τον ρώτησα.
'Εψαξε τηλεπαθητικά, και κούνησε το κεφάλι του. «Δεν πιάνω τίποτα. Πρέπει να υπάρχει ένας σωρός συντρίμμια πάνω από το λέβητα. Θα πρέπει να βγω έξω».
Το σκεφτήκαμε αυτό λιγάκι, και τελικά αποφασίσαμε πως τω το κτίριο είχε γκρεμιστεί και εiχε κρυώσει λιγάκι, η αγέλη θα είχε ήδη ψάξει τις στάχτες. Μιας και δεν είχαν ψάξει στο λέβητα, θα έπρεπε να ήμασταν αρκετά θαμμένοι. Αλλιώς, το κτίριο από πάνω καιγόταν ακόμα. Που σήμαινε πως θα ήταν ακόμα εκεί έξω, περιμένοντας να ψάξουν τα ερείπια.
«Νομίζεις πως θα τα καταφέρεις, στην κατάστασή σου;»
«Υποθέτω πως πρέπει να πάω εγώ, έτσι δεν είναι;» είπε ο Μπλαντ. «θέλω να πω, έτσι που σου 'κει φύγει το μυαλό με το γαμήσι, δεν θα μείνει και πολύ για να μείνεις ζωντανός, έτσι;»
Αισθάνθηκα πως θα είχα φασαρίες μαζί του. Δεν γούσταρε την Κουίλα Τζιουν. Πήγα και έβγαλα την αμπάρα απο την πόρτα. Δεν άνοιγε. 'Εβαλα λοιπόν την πλάτη μου στον τοίχο και σήκωσα τα πόδια μου, και άρχισα να σπρώχνω αργά και σταθερά. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε πέσει απ' έξω, αντιστάθηκε για μια στιγμή, μετά άρχισε να υποχωρεί, και τελικά έπεσε με θόρυβο. Ανοιξα την πόρτα εντελώς και κοίταξα έξω. Τα πάνω πατώματα είχαν καταρρεύσει στο υπόγειο, αλλά ώσπου να πέσουν είχαν καεί αρκετά κι έτσι υπήρχαν μόνο αποκαίδια και ελαφριά συντρίμμια. 'Ολα κάπνιζαν έξω. Μέσα από τον καπνό διέκρινα το φως της ημέρας.
Γλίστρησα έξω, καίγοντας τα χέρια μου στο εξωτερικό χείλος της καταπακτής. Ο Μπλαντ ακολούθησε. Αρχισε να προχωρά προσεκτικά μέσα απ' τα συντρίμμια. Είδα πως ο λέβητας είχε σκεπαστεί σχεδόν εντελώς. Κατά, πάσα πιθανότητα η αγέλη είχε ρίξει μια γρήγορη ματιά, υπέθεσε πως είχαμε ψηθεi και έφυγε. 'Ομως ήθελα να κάνει μια αναγνώριση ο Μπλαντ. Ξεκίνησε, αλλά τον φώναξα πίσω. Γύρισε.
«Τι τρέχει;»
Τον κοίταξα. «Θα σου πω τι τρέχει, φίλε. Φέρεσαι πολύ μαλακισμένα».
«Κάνε μου μήνυση».
«Γαμώτο, σκύλε, τι έχεις πάθει;»
«Αυτή. Αυτή η χαζογκόμενα που έχεις μέσα».
«Και λοιπόν; Σπουδαία πράγματα... κι άλλες φορές είχα γκόμενες».
«Ναι, αλλά καμιά δεν κόλλαγε έτσι. Σε προειδοποιώ Αλμπερτ, θα σου κάνει φασαρίες»,
«Μην είσαι ηλίθιος». Δεν απάντησε. Με κοίταξε μόνο θυμωμένα, και έφυγε για να ελέγξει τα πράγματα. Σύρθηκα πάλι μέσα κι έκλεισα την καταπακτή. Ήθελε να το ξανακάνουμε. Εγώ είπα πως δεν ήθελα' ο Μπλαντ με είχε κατεβάσει. Ήμουν τσαντισμένος. Και δεν ήξερα με ποιόν να τα βάλω.
Αλλά ήταν όμορφη.
Κάπως στραβομουτσούνιασε, και κάθισε με τα χέρια γύρω της. «Πες μου κι άλλα για το αποκάτω», είπα.
Στην αρχή ήταν ζόρικη, δεν έλεγε πολλά, αλλά μετά από λίγο ανοίχτηκε και άρχισε να μιλάει ελεύθερα. Μάθαινα πολλά. Σκέφτηκα πως θα μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω καμιά φορά, ίσως.
Υπήρχαν μόνο κάνα-δυο εκατοντάδες αποκάτω σ' ό,τι είχε μείνει από τις Ηνωμένες Πολιτειες και τον Καναδά. Είχαν «σκαφτεί σε φρέατα ή ορυχεία ή σε άλλες βαθιές τρύπες. Μερικά, στη Δύση, ήταν σε φυσικά σπήλαια. 'Εφταναν πολύ βαθιά; ίσως δύο ως πέντε μίλια. Ήταν σαν μεγάλοι κώδωνες, ανάποδα. Και οι άνθρωποι πού έμεναν εκεί ήταν καθωσπρέπει τύποι του χειρότερου είδους. Νότιοι Βαπτιστές, Προτεστάντες, μαλάκες της «έννομης τάξης», καθωσπρέπει μεσοαστοί χωρίς την αίσθηση της άγριας ζωής. Και είχαν γυρίσει σ' έναν τρόπο ζωής που υπήρχε πριν από εκατόν πενήντα χρόνια. Είχαν βάλει τους τελευταίους επιστήμονες να κάνουν τη δουλειά, να βρουν το πώς και το γιατί και μετά τους κυνήγησαν. Δεν ήθελαν πρόοδο, δεν ήθελα διαφωνίες, δεν ήθελαν τίποτα που θα τάραζε τα νερά. Τα είχαν βαρεθεί αυτά. Η καλύτερη εποχή στον κόσμο ήταν λίγο πριν τον Πρώτο Πόλεμο, και σκέφτηκαν πως αν έμεναν εκεί, θα ζούσαν μια ήσυχη ζωή και θα επιβίωναν. Μαλακίες! Θα τρελαινόμουν σ' ένα αποκάτω.
Η Κουίλα Τζιουν χαμογέλασε και μου την έπεσε πάλι΄ κι αυτή τη φορά δεν την έδιωξα. Αρχισε να με χαιδεύει πάλι, κάτω και παντού, και μετά είπε, «Βικ;»
«Ναι».
«'Εχεις αγαπήσει ποτέ;»
«Τι;»
«Αν έχεις αγαπήσει. 'Εχεις αγαπήσει κάποιο κορίτσι;»
«'Οχι, δεν έχω!»
«Ξέρεις τι είναι αγάπη;»
«Βέβαια. Προφανώς».
«Αλλά αν δεν έχεις αγαπήσει ποτέ...;»
«Μην είσαι χαζή. Θέλω να πω, ποτέ δεν έφαγα μια σφαίρα στο κεφάλι, αλλά ξέρω πως δεν θα μου άρεσε».
«Δεν ξέρεις τι είναι αγάπη, βάζω στοίχημα».
«Αν σημαίνει να ζω σ' ένα αποκάτω δεν θα 'θελα να μάθω».
Δεν συνεχίσαμε τη συζήτηση μετά απ' αυτό. Με τράβηξε κάτω και το κάναμε πάλι. Και όταν τελειώσαμε, άκουσα τον Μπλαντ να ξύνει το λέβητα. Ανοιξα την πόρτα και τον είδα να στέκεται απ' έξω. «'Ολα εντάξει», είπε.
« Σίγουρος;»
«Ναι, ναι, σίγουρος. Βάλε το παντελόνι σου», είπε με σαρκαστικό ύφος, «κι έλα έξω. Πρέπει να συζητήσουμε».
Τον κοίταξα και είδα πως δεν αστειευόταν. Φόρεσα το τζην και τα παπούτσια μου και κατέβηκα από το λέβητα. Προχωρήσαμε λίγο και μου έκανε ένα κήρυγμα μισή ώρα για τις αμοιβαίες υποχρεώσεις μας. Μ' έφερε ως εδώ, και του είπα πως θα του φερόμουν εντάξει, όπως έκανα πάντα, και 'κείνος με απείλησε, λέγοντας πως καλά θα 'κανα, γιατί υπήρχαν κάνα-δυο πολύ εντάξει σόλο στην πόλη που πολύ θα 'θελαν να έχουν ένα λαγωνικό σαν κι αυτόν. Του είπα πως δεν μου άρεσε να με απειλούν και καλά θα 'κανε να προσέχει για να μην του σπάσω τη μούρη. 'Εγινε έξαλλος και έφυγε. Είπα άντε γαμήσου και γύρισα στο λέβητα για να ξεσπάσω στην Κουίλα Τζιουν.
Αλλά όταν έχωσα το κεφάλι μου στο καζάνι, με περίμενε, μ' ένα πιστόλι απ' αυτά που είχαν οι τύποι: Μου έδωσε μια γερή πάνω από το δεξί μάτι, και έπεσα κάτω, αναίσθητος.
IV.
Σου το 'πα πως δεν ήταν εντάξει».
Με παρακολούθησε καθώς σκούπιζα τα χτυπήματα με απολυμαντικό από το φαρμακείο μου και έβαζα ιώδιο στο κόψιμο. Χαμογέλασε καθώς τινάχτηκα. 'Εβαλα στην άκρη τα πράγματα κι έψαξα στο λέβητα, μαζεύοντας όσα πυρομαχικά μπορούσα να κουβαλήσω και πετώντας το Μπράουνινγκ χάριν του βαρύτερου 0,30-06. Και τότε βρήκα κάτι που πρέπει να της έπεσε.
Ήταν μια μικρή μετάλλινη πλάκα, κάπου 3,5 ίντσες μακριά και 1,5 ίντσα φαρδιά. Είχε μια σειρά νούμερα πάνω της, και τρύπες, σε τυχαίο σχήμα. «Τι είναι αυτό;» ρώτησα τον Μπλαντ.
Το κοίταξε και το μύρισε. «Πρέπει να είναι κάποιου είδους ταυτότητα. 'Ισως το χρησιμοποίησε για να βγει από το αποκάτω».
Μ' αυτό άλλαξα γνώμη. Το έβαλα στην τσέπη και ξεκίνησα. Προς το φρέαρ εισόδου.
«Πού διάολο πας;» φώναξε ο Μπλαντ. «'Ελα πίσω, θα σκοτωθείς εκεί έξω!»
«Πεινάω, γαμώτο!»
«Αλμπερτ, παλιοπούστη! 'Ελα πίσω!»
Συνέχισα να περπατάω. Θα την έβρισκα τη σκύλα και θα της άνοιγα το κεφάλι. Ακόμα κι αν χρειαζόταν να πάω αποκάτω για να την βρω.
Μου πήρε μια ώρα να φτάσω στο φρέαρ εισόδου που έβγαζε στην Τοπέκα. Μου φάνηκε πως είδα τον Μπλαντ να ακολουθεί, αλλά από μακριά. Στ' αρχίδια μου: Ήμουν έξαλλος.
Και τότε το είδα. Μια ψηλή, ίσια στήλη από γυαλιστερό μέταλλο χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Είχε διάμετρο κάπου είκοσι πόδια, επίπεδη κορυφή, και χωνόταν στο έδαφος. Ήταν ένα καπάκι μόνο. Προχώρησα προς το μέρος του κι έψαξα στην τσέπη μου για τη μεταλλική κάρτα. 'Ενιωσα κάτι να τραβάει το δεξί μου μπατζάκι.
«Ακου, ηλίθιε, δεν μπορείς να κατέβεις εκεί!» Τον κλώτσησα, αλλά ξαναγύρισε.
«Ακουσέ με!»
Γύρισα και τον κοίταξα.
Ο Μπλαντ κάθισε κάτω, σηκώνοντας σκόνη γύρω του. «Αλμπερτ...»
«Με λένε Βικ, μαλάκα».
«Οκέυ, οκέυ, τέρμα η πλάκα. Βικ». Το ύφος τού μαλάκωσε. «Βικ. 'Ελα τώρα, φίλε». Προσπαθούσε να βρει κατανόηση. Εγώ έβραζα μέσα μου, αλλά εκείνος προσπαθούσε να μιλήσει λογικά. Σήκωσα τους ώμους μου κι έκατσα δίπλα του.
«Ακου, φίλε», είπε ο Μπλαντ, «αυτή η γκόμενα σ' έχει κάνει έξω φρενών. Ξέρεις πως δεν μπορείς να πας εκεί κάτω. Είναι όλα καθωσπρέπει και τακτοποιημένα και ξέρει ο ένας τον άλλο' μισούν τους σόλο. Πολλές αγέλες έχουν κάνει επιδρομές στα αποκάτω και βίασαν τις γυναίκες τους και έκλεψαν το φαΐ τους και θα έχουν στήσει άμυνες. Θα σε σκοτώσουν, φίλε».
«Τι διάολο σε νοιάζει εσένα; Πάντα έλεγες πως θα ήσουν καλύτερα χωρίς εμένα». Αυτό τον μούδιασε.
«Βικ, είμαστε μαζί σχεδόν τρία χρόνια, καλά και άσχημα. Αλλά αυτό μπορεί να είναι το χειρότερο. Φοβάμαι, φίλε. Φοβάμαι πως δεν θα γυρίσεις. Και πεινάω, και θα πρέπει να βρω κάποιον τύπο να με δεχτεί... και ξέρεις πως οι περισσότεροι σόλο έχουν μπει στις αγέλες τώρα, κι εγώ δεν θα μετράω πολύ. Δεν είμαι και τόσο νέος πια. Και είμαι και πληγωμένος».
Τον καταλάβαινα. Μιλούσε λογικά. Αλλά το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν πως με χτύπησε αυτή η σκύλα, αυτή η Κουίλα Τζιουν. Και μετά σκεφτόμουνα τα απαλά της βυζιά, και πώς έκανε μικρούς ήχους όταν ήμουν μέσα της, και κούνησα το κεφάλι μου, και ήξερα πως έπρεπε να πατσίσουμε.
«Πρέπει να το κάνω, Μπλαντ. Πρέπει».
Πήρε βαθιά αναπνοή, και μούδιασε κι άλλο. Ήξερε πως δεν είχε νόημα να προσπαθεί να με πείσει. «Δεν βλέπεις καν τι σου έχει κάνει, Βικ».
Σηκώθηκα. «Θα προσπαθήσω να γυρίσω γρήγορα. Θα περιμένεις...;»
'Εμεινε σιωπηλός λίγη ώρα, και περίμενα. Τελικά, είπε «Για λίγο. 'Ισως είμαι εδώ όταν έρθεις, ίσως όχι».
Καταλάβαινα. Γύρισα και προχώρησα προς τη μεταλλική στήλη. Τελικά βρήκα μια σχισμή και έβαλα μέσα την κάρτα. Ακούστηκε ένα σιγανό βουητό και ένα τμήμα της στήλης άνοιξε. Οι γραμμές των ενώσεων δεν φαίνονταν προηγουμένως. Ανοιξε ένας κύκλος, και έκανα ένα βήμα μέσα. Γύρισα και είδα τον Μπλαντ να με κοιτάζει. Συνεχίσαμε να κοιταζόμαστε όσο βούιζε η στήλη.
«Αντίο, Βικ».
«Πρόσεχε, Μπλαντ».
«Γύρνα γρήγορα».
«Θα προσπαθήσω».
«Ναι. Ωραία».
Μετά γύρισα και μπήκα μέσα. Η πύλη εισόδου έκλεισε σαν διάφραγμα πίσω μου.
V.
Θα 'πρεπε να το ξέρω. Θα 'πρεπε να το υποπτευτώ. Βέβαια, κάθε τόσο κάποια γκόμενα θ' ανέβαινε πάνω για να δει πώς ήταν στην επιφάνεια, τι είχαν γίνει οι πόλεις' βέβαια, αυτό γινόταν. Γιατί την είχα πιστέψει όταν μου είπε, κουλουριασμένη δίπλα μου σ' εκείνον το λέβητα, πως ήθελε να δει πώς ήταν όταν μια κοπέλα το έκανε μ' έναν άντρα, πως όλες οι ταινίες που είχε δει στην Τοπέκα ήταν γλυκερές και βαρετές, και τα κορiτσια στο σχολείο της μιλούσαν για ματάδικες ταινίες, και μία είχε ένα μικρό οκτασέλιδο κόμικ που το είχε διαβάσει με γουρλωμένα μάτια... βέβαια, την είχα πιστέψει. Ήταν λογικό. Θα έπρεπε να υποπτευτώ κάτι όταν άφησε εκείνη την κάρτα. Ήταν πολύ εύκολο. Ο Μπλαντ προσπάθησε να μου το πει. Ηλίθιος; Ναι!
Τη στιγμή που το διάφραγμα έκλεισε πίσω μου, το βούισμα έγινε πιο δυνατό, κι ένα ψυχρό φως άναψε στους τοίχους. Στον τοίχο. 'Ηταν ένα στρογγυλό δωμάτιο που οι τοίχοι είχαν δυο μόνο μεριές: μέσα και έξω. Το φως άρχισε να πάλλεται και το βούισμα να δυναμώνει, και μετά το πάτωμα που στεκόμουν άνοιξε όπως και η πόρτα που είχα μπει. Κι εγώ βρέθηκαν να στέκομαι εκεί, σαν ποντίκι στα καρτούν, στον αέρα, αλλά όσο δεν κοιτούσα κάτω ήμουν ψύχραιμος. Δεν θα έπεφτα.
Μετά άρχισα να κατεβαίνω. 'Επεσα μέσα από το πάτωμα, και το διάφραγμα έκλεισε από πάνω μου. 'Επεφτα στο σωλήνα, κερδίζοντας ταχύτητα, αλλά όχι πολύ, έπεφτα σταθερά. Τώρα ήξερα τι ήταν το φρέαρ.
Συνέχιζα να κατεβαίνω και να κατεβαίνω και κάθε τόσο έβλεπα ταμπέλες που έλεγαν ΕΠΙΠ 10 ή ΑΝΤΙΜΟΛ 55 ή ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΗΡΑΣ ή ΑΝΤΛΙΟΣΤ 6 στον τοίχο και διέκρινα και κάποιο διάφραγμα... αλλά δεν σταμάτησα να πέφτω.
Τελικά, έφτασα στον πάτο κι εκεί έλεγε ΤΟΠΕΚΑ ΟΡΙΑ ΠΟΛΗΣ ΠΛΗΘ. 22.860 στον τοίχο, και ακούμπησα κάτω χωρίς τράνταγμα, λυγίζοντας λίγο τα γόνατα για να μαλακώσω τη σύγκρουση, που όμως ήταν σχεδόν ανεπαίσθητη.
Χρησιμοποίησα πάλι τη μεταλλική κάρτα, και το διάφραγμα - πολύ μεγαλύτερο αυτή τη φορά άνοιξε, και είδα για πρώτη φορά ένα αποκάτω.
Απλωνόταν μπροστά μου' είκοσι μίλια ως τον αμυδρά γυαλιστερό τενεκεδένιο ορίζοντα όπου o τοίχος πίσω μου καμπυλωνόταν και καμπυλωνόταν σ' έναν λείο κύκλο κι ερχόταν γύρω γύρω γύρω εκεί που στεκόμουν εγώ και τον κοίταζα. Βρισκόμουν στον πάτο ενός μεγάλου μεταλλικού σωλήνα που υψωνόταν σ' ένα ταβάνι ένα όγδοο του μιλίου ψηλά και με διάμετρο είκοσι μίλια. Και στον πάτo αυτής της κονσέρβας, κάποιος είχε χτίσει μια πόλη που φαινόταν σαν μια φωτογραφία από τα μουσκεμένα βιβλία που είχε η βιβλιοθήκη στην επιφάνεια. Είχα δει μια τέτοια φωτογραφία στα βιβλία. Ακριβώς έτσι. Ωραία σπιτάκια και μικροί δρόμοι και κουρεμένα γρασίδια και ένα εμπορικό κέντρο και όλα αυτά που θα είχε μια Τοπέκα.
Εκτός από έναν ήλιο, εκτός από πουλιά, εκτός από σύννεφα, εκτός από βροχή, εκτός από χιόνι, εκτός από κρύο, εκτός από άνεμο, εκτός από μυρμήγκια, εκτός από σκόνη, εκτός από βουνά, εκτός από θάλασσα, εκτός από μεγάλα χωράφια με δημητριακά, εκτός από άστρα, εκτός από το φεγγάρι, εκτός από δάση, εκτός από άγρια ζώα, εκτός...
Εκτός από ελευθερία. Ήταν κονσερβαρισμένοι εδώ κάτω, σαν ψόφια ψάρια: Κονσερβαρισμένοι.
Ο λαιμός μου σφίχτηκε. Ήθελα να βγω έξω. 'Εξω! Aρχισα νa τρέμω, τα χέρια μου ήταν κρύα και το μέτωπό μου ίδρωσε. Ήταν τρέλα, να κατέβω εδώ κάτω. 'Επρεπε να βγω έξω. Εξω.
Γύρισα να πάω στο φρέαρ, και τότε με βούτηξε.
Αυτή η σκύλα η Κουίλα Τζιουν! 'Επρεπε να το περιμένω!
VI.
Το πράγμα ήταν χαμηλό, και πράσινο, και σαν κουτί, και είχε καλώδια με λαβές χωρίς δάχτυλα στις άκρες αντί για χέρια, και προχωρούσε με ερπύστριες, και με βούτηξε.
Με έβαλε στην επίπεδη, τετράγωνη κορυφή του, κρατώντας με μ' αυτές τις λαβές που ήταν στα καλώδια, και δεν μπορούσα να κουνηθώ, μόνο μπόρεσα να κλωτσήσω το μεγάλο γυάλινο μάτι που είχε μπροστά, αλλά δεν έγινε τίποτα. Δεν έσπασε. Το πράγμα ήταν μόνο τέσσερα πόδια ψηλό, και τα παπούτσια μου έφταναν σχεδόν στο έδαφος, όχι εντελώς όμως, και ξεκίνησε προς την Τοπέκα, κουβαλώντας και μένα.
Παντού υπήρχαν άνθρωποι. Κάθονταν σε κουνιστές πολυθρόνες στις βεράντες τους, κούρευαν το γρασίδι τους, στέκονταν στο βενζινάδικο, έριχναν νομίσματα στους αυτόματους πωλητές, έβαφαν μια λευκή γραμμή στη μέση του δρόμου, πούλαγαν εφημερίδες στις γωνίες, άκουγαν μια μπάντα σ' ένα περίπτερο στο πάρκο, έπαιζαν κουτσό και κρυφτό, γυάλιζαν μια πυροσβεστική, κάθονταν σε παγκάκια και διάβαζαν, έπλεναν παράθυρα, κούρευαν θάμνους, έβγαζαν τα ψαθάκια τους στις κυρίες, μάζευαν μπουκάλες από γάλα σε καφάσια, ξύστριζαν άλογα, πέταγαν ένα κλαδί σ' ένα σκύλο για να το φέρει πίσω, βούταγαν σε μια κοινόχρηστη πισίνα, έγραφαν με κιμωλία τιμές λαχανικών έξω από μανάβικα, περπατούσαν χέρι με χέρι μ' ένα κορίτσι, και όλοι τους με κοίταζαν να περνάω καθισμένος πάνω σ' αυτόν το μεταλλικό καριόλη.
Ακουσα τον Μπλαντ, να λέει αυτά μου είπε πριν μπω στο φρέαρ: Εlναι όλα καθωσπρέπει και τακτοποιημένα και ξέρει ο ένας τον άλλο' μισούν τους σόλο. Πολλές αγέλες έχουν κάνει επιδρομές στα αποκάτω και βίασαν τις γυναίκες τους και έκλεψαν το φαί τους και θα έχουν στήσει άμyνες. Θα σε σκοτώσουν, φίλε!
Ευχαριστώ, κόπρε.
Αντiο.
VII.
Το πράσινο κουτί πέρασε μέσα από το εμπορικό κέντρο κι έστριψε σ' ένα μαγαζί που έγραφε ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ στη βιτρίνα. Μπήκε από την ανοιχτή πόρτα και μέσα ήταν μισή ντουζίνα άντρες και μεγάλοι άντρες και πολύ μεγάλοι άντρες, που περίμεναν εμένα. Και κάνα-δυο γυναίκες. Το πράσινο κουτί σταμάτησε.
'Ενας απ' αυτούς ήρθε και πήρε τη μεταλλική κάρτα από το χέρι .μου. Την κοίταξε, μετά γύρισε και την έδωσε στον πιο μεγάλο από τους γέρους, έναν σταφιδιασμένο τύπο που φορούσε φαρδιά παντελόνια και πράσινο γείσο και λάστιχα που κρατούσαν τα μανίκια του ριγέ πουκαμίσου του. «Κουίλα Τζιουν, Λιου», είπε ο τύπος στο γέρο. Ο Λιου πήρε την κάρτα και την έβαλε στο πάνω αριστερό συρτάρι ενός ρολ-τοπ γραφείου. «Παρ' του τα όπλα, καλύτερα, Ααρών», είπε ο γερο-μπούφος. Κι ο τύπος που πήρε την κάρτα με καθάρισε.
«Αφησέ τον, Ααρών», είπε ο Λιου.
Ο Ααρών πήγε στο πίσω μέρος του πράσινου κουτιού και ακούστηκε ένα κλικ, και τα καλώδια τραβήχτηκαν μέσα στο κουτί, κι εγώ κατέβηκα κάτω. Τα χέρια μου ήταν μουδιασμένα εκεί που με κρατούσε το πράγμα. 'Ετριψα το ένα, μετά το άλλο, και τους αγριοκοίταξα.
«Τώρα, αγόρι...» άρχισε ο Λιου.
«Χέσε μας, μαλάκα».
Οι γυναίκες χλώμιασαν. Οι άντρες έσφιξαν τα πρόσωπά τους.
«Σου το 'πα πως δεν κάνει», είπε ένας άλλος γέρος στο Λιου.
«Ασχημη δουλειά αυτή», είπε ένας από τους νεότερους.
Ο Λιου έσκυψε μπροστά στην καρέκλα του και άπλωσε ένα ροζιασμένο δάχτυλο προς το μέρος μου. «Καλύτερα να φέρεσαι πιο όμορφα, αγόρι».
«Ελπίζω όλα τα κωλόπαιδά σας να γεννηθούν με λαγοχειλία!»
«Δεν γίνεται τίποτα, Λιου!» είπε κάποιος άλλος.
«Αλήτη», πέταξε μια γυναίκα με μεγάλη μύτη.
Ο Λιου με κοίταξε. Το στόμα του ήταν μια μικρή, απαίσια μαύρη γραμμή. Ήξερα πως ο πούστης δεν είχε ούτε ένα δόντι στο στόμα του που να μην ήταν σάπιο και βρωμερό. Με κοίταξε με μικρά άγρια μάτια, ήταν πολύ άσχημος, σαν ένα πουλί που ετοιμαζόταν να φάει το κρέας από τα κόκκαλά μου. Ήταν έτοιμος να πει κάτι που δεν θα μου άρεσε. «Ααρών, ίσως θα έπρεπε να του βάλεις πάλι το φρουρό». Ο Ααρών προχώρησε προς το πράσινο κουτί.
«Εντάξει, εντάξει» είπα και σήκωσα το χέρι μου. Ο Ααρών σταμάτησε και κοίταξε το Λιου, που κούνησε το κεφάλι του. Μετά ο Λιου έσκυψε πάλι μπροστά και με σημάδεψε με κείνο το πουλίσιο δάχτυλο. «Θα φερθείς ευπρεπώς, γιε μου;»
«Ναι, υποθέτω».
«Καλύτερα να σιγουρευτείς».
«Οκέυ: Είμαι σίγουρος. Σίγουρος, γαμώ το κέρατό μου!»
«Και να προσέχεις το στόμα σου».
Δεν απάντησα. Κωλόγερε.
«Είσαι μέρος ενός πειράματός μας, αγόρι. Προσπαθήσαμε να φέρουμε έναν από σας εδώ κάτω με άλλους τρόπους. Στείλαμε μερικούς καλούς ανθρώπους να πιάσουν έναν από σας τους αλήτες, αλλά κανένας δεν γύρισε. Σκεφτήκαμε πως θα ήταν καλύτερα να σε δελεάσουμε για να κατέβεις μόνος σου».
Γέλασα περιφρονητικά. Αυτή η Κουίλα Τζιουν. Θα την κανονίσω!
Μια από τις γυναίκες, λίγο νεότερη από τη Μυτάρα, πλησίασε και με κοίταξε καταπρόσωπο. «Λιου, δεν πρόκειται να τον καταφέρεις. Είναι ένας μικρός δολοφόνος. Κοίταξε τα μάτια του».
«Θα σου άρεσε να σου χώσω ένα ντουφέκι στον κώλο, κατσίκα;» Αναπήδησε.
Ο Λιου θύμωσε πάλι.
«Συγγνώμη», είπα, «δεν μ' αρέσει να με βρίζουν. Macho, καταλαβαίνεις;»
'Εγειρε πίσω και μίλησε στη γυναίκα. «Μεζ, άφησέ τον ήσυχο. Προσπαθώ να μιλήσουμε λογικά. Εσύ χειροτερεύεις τα πράγματα».
Η Μεζ γύρισε και κάθισε με τους άλλους. Ωραίο Επιχειρηματικό Γραφείο έφτιαχναν αυτοί οι γλοιώδεις τύποι!
«Οπως έλεγα, αγόρι: είσαι ένα πείραμα. Είμαστε εδώ κάτω στην Τοπέκα είκοσι χρόνια σχεδόν. Είναι ωραία εδώ κάτω. Ήσυχα, τακτικά, καλοί άνθρωποι που σέβονται ο ένας τον άλλον, δεν υπάρχει εγκληματικότητα, σεβόμαστε τους ηλικιωμένους, γενικά είναι ωραίο μέρος για να ζει κανείς. Αναπτυσσόμαστε και προκόβουμε».
Περίμενα.
«Αλλά, να, μερικοί από μας δεν μπορούν πια να κάνουν παιδιά, και οι γυναίκες που κάνουν, έχουν κυρίως κορίτσια. Χρειαζόμαστε μερικούς άντρες. 'Ενα συγκεκριμένο, ιδιαίτερο είδος αντρών».
Αρχισα να γελάω. Ήταν πολύ ωραίο για να είναι αλήθεια.. Με ήθελαν για επιβήτορα. Δεν μπορούσα να σταματήσω να γελάω.
«Βάρβαρε!» είπε μια γυναίκα, κατσουφιάζοντας.
«Είναι αρκετά δυσάρεστα για μας, αγόρι, μην το κάνεις χειρότερο». Ο Λιου ήταν ενοχλημένος.
Εγώ ξόδευα τον περισσότερο χρόνο μου μαζί με τον Μπλαντ επάνω ψάχνοντας για γαμήσι, κι εδώ κάτω ήθελαν να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στις ντόπιες κυρίες. 'Εκατσα στο πάτωμα και γέλασα ώσπου μου ήρθαν δάκρυα.
Τελικά, σηκώθηκα και είπα «Βέβαια. Εντάξει. Πρώτα όμως, υπάρχουν μερικά πράγματα που θέλω εγώ».
Ο Λιου με κοίταξε προσεκτικά.
«Το πρώτο πράγμα που θέλω είναι αυτή η Κουίλα Τζιουν. Θα της πετάξω τα μάτια έξω, και μετά θα της δώσω μια στο κεφάλι όπως μου έκανε κι αυτή!
VIII.
Μαζεύτηκαν για να το συζητήσουν, και μετά o Λιου είπε «Δεν ανεχόμαστε βία εδώ κάτω, αλλά υποθέτω πως μπορείς να αρχίσεις με την Κουίλα Τζιουν. Είναι ικανή, έτσι δεν είναι, Αιρα;»
'Ενας αδύνατος άντρας με κίτρινο δέρμα κούνησε το κεφάλι του. Δεν φαινόταν και πολύ ευχαριστημένος. Ο γέρος της, βάζω στοίχημα.
«Λοιπόν, ας αρχίσουμε», είπα. «Βάλτε τις στη σειρά». Αρχισα να κατεβάζω το φερμουάρ μου. Οι γυναίκες έβαλαν τις φωνές' οι άντρες με βούτηξαν και με κουβάλησαν σε μια πανσιόν όπου μου έδωσαν ένα δωμάτιο, και είπαν πως θα έπρεπε να γνωρίσω λιγάκι την Τοπέκα προτού πιάσω δουλειά, γιατί ήταν, ε, λοιπόν, να, δυσάρεστο, και έπρεπε να καταφέρουν τους ανθρώπους στην πόλη να δεχτούν αυτό που έπρεπε να γίνει... με τη σκέψη βέβαια, υποθέτω, πως αν το πείραμα πήγαινε καλά, να εισάγουν μερικούς ακόμη επιβήτορες από πάνω και να μας αμολήσουν ελεύθερους.
'Ετσι πέρασα λίγο καιρό στην Τοπέκα, γνωρίζοντας τους ανθρώπους, βλέποντας τι έκαναν, πώς ζούσαν. Ήταν ωραία, πολύ ωραία. Κουνιόντουσαν σε κουνιστές πολυθρόνες στις βεράντες τους, κούρευαν το γρασίδι τους, στέκονταν στο βενζινάδικο, έριχναν νομίσματα στους αυτόματους πωλητές, έβαφαν λευκές γραμμές στη μέση του δρόμου, πούλαγαν εφημερίδες στις γωνίες, άκουγαν μπάντες σ' ένα περίπτερο στο πάρκο, έπαιζαν κουτσό και κρυφτό, γυάλιζαν πυροσβεστικές, κάθονταν σε παγκάκια και διάβαζαν, έπλεναν παράθυρα και κούρευαν θάμνους, έβγαζαν τα ψαθάκια τους στις κυρίες, μάζευαν μπουκάλες από γάλα σε καφάσια, ξύστριζαν άλογα και πέταγαν κλαδιά στους σκύλους τους για να τα φέρουν πίσω, βούταγαν στην κοινόχρηστη πισίνα, έγραφαν με κιμωλία τιμές λαχανικών έξω από το μανάβικο, περπατούσαν χέρι με χέρι με τις πιο άσχημες γκόμενες που είχα δει ποτέ, και μ' έκαναν να βαριέμαι σαν πούστης.
Σε μια βδομάδα ήμουν έτοιμος να βάλω τις φωνές. 'Ενιωθα αυτή την κονσέρβα να κλείνει πάνω μου. 'Ενιωθα το βάρος της γης από πάνω μου. '
Ετρωγαν τεχνητές μαλακίες: τεχνητά μπιζέλια και ψεύτικο κρέας και προσποιητό κοτόπουλο και υποκατάστατο καλαμποκιού και πλαστό ψωμί και για μένα όλα είχαν τη γεύση κιμωλίας και σκόνης.
Ευγένεια; Χριστέ μου, σου 'ρχότανε να ξεράσεις από τα ψέμματα και τις υποκριτικές μαλακίες που έλεγαν καλούς τρόπους. Καλημέρα κύριε Αυτέ και καλημέρα κύριε Τέτοιε. Και τι κάνετε; Και τι κάνει η μικρή Τζέην; Και πώς πάνε οι δουλειές; Και θα πάτε στη συνάντηση αλληλεγγύης την Πέμπτη; Κι εγώ άρχισα να παραμιλάω στο δωμάτιό μου στην πανσιόν.
Ο καθαρός, γλυκός, τακτικός, όμορφος τρόπος που ζούσαν ήταν αρκετός για να με σκοτώσει. Καθόλου περίεργο που στους άντρες δεν τους σηκωνόταν για να κάνουν μωρά με αρχίδια αντί για τρύπες.
Τελικά, άρχισα να υπολογίζω τις πιθανότητες που είχα να την κοπανήσω. Στην αρχή θυμήθηκα το κανίς που είχα ταίσει τον Μπλαντ κάποτε. 'Επρεπε να είχε έρθει από κάποιο αποκάτω. Και δεν μπορούσε να είχε βγει από το φρέαρ. Αυτό σήμαινε πως υπήρχαν κι άλλοι τρόποι να βγει κανείς.
Με άφησαν να γυρίζω ελεύθερος στην πόλη, όσο είχα καλούς τρόπους και δεν έκανα τίποτα απότομο. Το πράσινο κουτί-φρουρός ήταν πάντα κάπου κοντά.
'Ετσι βρήκα μια έξοδο. Τίποτα το θεαματικό' έπρεπε να είναι εκεί, και τη βρήκα.
Μετά βρήκα πού φύλαγαν τα όπλα μου, και ήμουν έτοιμος: Σχεδόν.
Είχε περάσει μια βδομάδα την ήμέρα που ήρθαν ο Ααρών και ο Λιου και ο Αιρα να με πάρουν. Είχα χαζέψει πια. Καθόμουν στην πίσω βεράντα της πανσιόν, κάπνιζα μια πίπα από κότσαλο καλαμποκιού και είχα βγάλει το πουκάμισό μου, για να με δει ο ήλιος. Μόνο που δεν υπήρχε ήλιος. Ηλίθιος...
'Εκαναν το γύρο του σπιτιού. «'Μέρα, Βικ», με χαιρέτησε ο Λιου. Προχωρούσε κουτσαίνοντας και κρατούσε ένα μπαστούνι, η γερο-κλανιά. Ο Ααρών μου έσκασε ένα μεγάλο χαμόγελο. 'Οπως χαμογελάς σ' έναν μεγάλο μαύρο ταύρο που είναι έτοιμος να χώσει το πράγμα του σε μια καλή για αναπαραγωγή αγελάδα. Ο Αιρα είχε μια φάτσα που μπορούσες ευχαρίστως να την πάρεις και να την κάψεις στο τζάκι σου.
«Ε, γεια σου, Λιου. 'Μέρα, Ααρον, Αιρα».
Ο Λιου φάνηκε ευχαριστημένος. Περιμένετε και θα δείτε, μπάσταρδοι!
«Είσαι έτοιμος να συναντήσεις την πρώτη κυρία;»
«Ετοιμότατος, Λιου», είπα και σηκώθηκα.
«Ωραίος καπνός, ε;» είπε ο Ααρών.
'Εβγαλα την πίπα από το στόμα μου. «Σκέτη α-πό-λαυ-ση», χαμογέλασα. Ούτε που την είχα ανάψει τη γαμημένη.
Με πήγαν στη Μάριγκολντ Στρητ; και όταν φτάσαμε σ' ένα μικρό σπίτι με κίτρινα παντζούρια και άσπρο φράκτη, ο Λιου είπε «Αυτό είναι το σπίτι του Αιρα. Η Κουίλα Τζιουν είναι κόρη του».
«Χριστούλη μου», είπα με γουρλωμένα μάτια.
Οι αδύνατοι μυς στο σαγόνι του Αιρα τινάχτηκαν.
Μπήκαμε μέσα.
Η Κουίλα Τζιουν καθόταν στον καναπέ με τη μητέρα της, μια γερασμένη κόπια της κόρης της, τεντωμένη και αδυνατισμένη. «Μιζ Χολμς», είπα, με μια μικρή υπόκλιση. Χαμογέλασε. Γεμάτη υπερένταση, αλλά χαμογέλασε.
Η Κουίλα Τζιουν καθόταν με τα πόδια της ενωμένα και τα χέρια σταυρωμένα. Είχε μια κορδέλα στα μαλλιά της. 'Ηταν μπλε. Ταίριαζε με τα μάτια της.
Αισθάνθηκα ένα χτύπημα στο στομάχι. «Κουίλα Τζιουν», είπα.
Σήκωσε το κεφάλι της. «'Μέρα, Βικ».
Μετά όλοι στάθηκαν κάπως αμήχανοι κι ενοχλημένοι, και τελικά ο Αιρα άρχισε να γαυγίζει λέγοντας πηγαίντε στην κρεβατοκάμαρα και τελειώνετε με τις διεφθαρμένες ανωμαλίες για να πάνε στην Εκκλησία και να προσευχηθούν στον Κύριο να μην τους Ρίξει 'Ολους Νεκρούς μ' ένα αστροπελέκι στον κώλο, ή τέλος πάντων κάτι παρόμοιο.
'Ετσι λοιπόν άπλωσα το χέρι μου, και η Κουίλα Τζιουν το πήρε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της, και πήγαμε στο πίσω μέρος του σπιτιού σε μια μικρή κρεβατοκάμαρα, και στάθηκε εκεί με το κεφάλι κάτω.
«Δεν τους το είπες, ε;» ρώτησα. Κούνησε το κεφάλι της.
Και ξαφνικά, δεν ήθελα να την σκοτώσω. Ήθελα να την αγκαλιάσω. Πολύ σφικτά. Κι έτσι έκανα. Και κείνη έκλαιγε στο στήθος μου, και έκανε μικρές γροθιές και χτύπαγε την πλάτη μου, και μετά με κοίταξε και άρχισε να τα λέει όλα μαζί: «Ω, Βικ, συγγνώμη, συγγνώμη, δεν το ήθελα, έπρεπε, γι' αυτό μ' έστειλαν, φοβόμουνα, και σ' αγαπάω, και τώρα σ' έχουν εδώ κάτω, και αυτό είναι πρόστυχο, έτσι δεν είναι, δεν είναι όπως τα λέει ο μπαμπάς, έτσι δεν είναι;»
Την αγκάλιασα και τη φίλησα και της είπα πως ήταν εντάξει, και μετά τη ρώτησα αν ήθελε να φύγει μαζί μου, και είπε ναι, ναι, ήθελε πολύ. 'Ετσι της είπα πως μπορεί να χρειαστεί να χτυπήσω τον μπαμπά της για να το σκάσουμε, και πήρε ένα ύφος που ήξερα πολύ καλά.
Παρ' όλους τους καλούς τρόπους της, η Κουίλα Τζιουν Χολμς δεν συμπαθούσε και πολύ τον μπαμπά της με τις προσευχές του.
Την ρώτησα αν υπήρχε τίποτα βαρύ, κανένα κηροπήγιο ή κανένα μπαστούνι, και είπε όχι. 'Ετσι έψαξα στο δωμάτιο και βρήκα ένα ζευγάρι κάλτσες του μπαμπά της σ' ένα συρτάρι. 'Εβγαλα τις μεγάλες μπρούτζινες μπάλλες από την πλάτη του κρεβατιού και τις έριξα στην κάλτσα. Τη ζύγισα. Πολύ ωραία.
Με κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. «Τι θα κάνεις;»
«Θέλεις να φύγουμε από 'δω;» Κούνησε το κεφάλι της.
«Κάτσε τότε πίσω από την πόρτα. 'Οχι, μια στιγμή, έχω μια καλύτερη ιδέα. Αντε στο κρεβάτι».
Ξάπλωσε στο κρεβάτι. «Οκέυ», είπα, «τώρα τράβα τη φούστα σου, βγάλε τη κυλότα σου, κι άνοιξε τα πόδιά». Με κοίταξε με φρίκη. «Κάν' το», είπα. «Αν θέλεις να φύγουμε».
Το έκανε λοιπόν, και την τακτοποίησα έτσι που τα γόνατά της να είναι λυγισμένα και ανοιχτά, και στάθηκα στην άκρη της πόρτας και της ψιθύρισα, «Φώναξε το Μπαμπά σου. Μόνο αυτόν».
Δίστασε για μια στιγμή και μετά φώναξε, με μια φωνή που δεν χρειαζόταν προσποίηση, «Μπαμπά! Μπαμπά, έλα εδώ, σε παρακαλώ!» Μετά έκλεισε τα μάτια της σφιχτά.
Ο Αιρα Χολμς μπήκε μέσα και το βλέμμα του έπεσε κατ' ευθείαν στην κρυφή του επιθυμία, με το στόμα ανοιχτό. 'Εκλεισα την πόρτα πίσω του με μια κλωτσιά και του έδωσα μια όσο πιο δυνατά μπορούσα. 'Εβγαλε έναν ρουφηχτό ήχο, πιτσίλισε το κρεβάτι και σωριάστηκε κάτω.
Η Κουίλα Τζιουν άνοιξε τα μάτια της ακούγοντας το θανκ! κι όταν πιτσιλίστηκαν τα πόδια της έσκυψε και έκανε εμετό στο πάτωμα. Κατάλαβα πως δεν θα με βοηθούσε και πολύ για να φέρω τον Ααρών στο δωμάτιο, έτσι άνοιξα την πόρτα, έβγαλα το κεφάλι μου με ανήσυχο ύφος και είπα, «Ααρών, έρχεσαι μια στιγμή, σε παρακαλώ;» Κοίταξε τον Λιουκ, που είχε πιάσει κουβέντα με την κυρία Χολμς για το τι συνέβαινε στην κρεβατοκάμαρα, και όταν ο Λιουκ του έκανε νόημα, ήρθε στο δωμάτιο. Κοίταξε το μουνί της Κουίλα Τζιουν, το αίμα στον τοίχο και στο κρεβάτι, τον Αιρα στο πάτωμα και άνοιξε το στόμα του να φωνάξει, τη στιγμή που τον χτύπαγα. Χρειάστηκαν άλλες δυο για να πέσει, και μετά έπρεπε να τον κλωτσήσω στο στήθος για να ξεμπερδέψω. Η Κουίλα Τζιουν ξερνούσε ακόμα.
Την έπιασα απ' το χέρι και την τράβηξα από τα κρεβάτι. Τουλάχιστον δεν έκανε φασαρία, βρωμούσε όμως, φίλε μου. «'Ελα! »
Προσπάθησε να τραβηχτεί, αλλά εγώ την κρατούσα, και άνοιξα την πόρτα. Καθώς την τραβούσα έξω, ο Λιου σηκώθηκε, ακουμπώντας στο μπαστούνι του. 'Εδωσα μια κλωτσιά στο μπαστούνι, κι o μαλάκας σωριάστηκε στο πάτωμα. Η κυρία Χολμς μας κοίταζε, απορώντας πού ήταν ο γέρος της: «Είναι εκεί πίσω», είπα προχωρώντας προς την έξοδο. Ο Κύριος τον βάρεσε στο κεφάλι».
Βγήκαμε στο δρόμο, με την Κουίλα Τζιουν να βρωμάει πiσω μου, σκούζοντας και κλαίγοντας χωρίς δάκρυα και να σκέφτεται μάλλον τι είχαν γίνει τα εσώρουχά της.
Φύλαγαν τα όπλα μου σ' ένα κλειδωμένο ντουλάπι στο Επιχειρηματικό Γραφείο και περάσαμε πρώτα από την πανσιόν μου απ' όπου πήρα το λοστό που είχα βουτήξει από το βενζινάδικο και τον είχα κρύψει κάτω από την πίσω βεράντα. Μετά κόψαμε πίσω από τη σιταποθήκη, βγήκαμε στο εμπορικό κέντρο και φτάσαμε στο Γραφείο. Υπήρχε ένας υπάλληλος που προσπάθησε να με σταματήσει και του άνοιξα το κεφάλι με το λοστό. Μετά άνοιξα την κλειδαριά του ντουλαπιού στο γραφείο του Λιου και πήρα το 0,30-06 και το 45άρι μου και όλες τις σφαίρες, και το καρφί μου, και το μαχαίρι μου, και το κιτ μου, και οπλίστηκα. Στο μεταξύ η Κουίλα Τζιουν είχε αρχίσει να βρίσκει κάπως τον ειρμό της.
«Πού θα πάμε, πού θα πάμε, ω μπαμπά μπάμπά μπαμπά...!»
«'Ακου 'δω, Κουίλα Τζιουν, άσε τα μπαμπά και μπαμπά. Είπες πως ήθελες να έρθεις μαζί μου... λοιπόν, εγώ πάω επάνω, μωρό μου, κι αν θέλεις να έρθεις μαζί μου, καλύτερα να συμμορφωθείς».
Ήταν πολύ φοβισμένη για να έχει αντιρρήσεις. Βγήκα από το μαγαζί στο δρόμο, και είδα αυτό το πράσινο κουτί-φρουρό να έρχεται κατά πάνω μου σαν ελαφρό τανκ. Είχε βγάλει τα καλώδιά του, και στις άκρες δεν είχε λαβές. Είχε γάντζους.
'Επεσα στο γόνατο, τύλιξα το λουρί του 0,30-06, στον καρπό μου, σημάδεψα, και έριξα κατ' ευθείαν στο μεγάλο μπροστινό μάτι. Μια σφαίρα, και σπανγκ!
Μόλις έχασε το μάτι, το πράγμα έβγαλε από παντού σπίθες, έστριψε και μπήκε στη βιτρίνα του διπλανού μαγαζιού τσιρίζοντας και φωνάζοντας και γεμίζοντας τον κόσμο φλόγες και σπίθες. Ωραία.
Βούτηξα την Κουίλα Τζιουν από το χέρι και τραβήξαμε για τη νότια άκρη της Τοπέκα. Ήταν η πιο κοντινή έξοδος που είχα βρει στις περιπλανήσεις μου, και φτάσαμε σε δεκαπέντε περίπου λεπτά, λαχανιασμένοι σαν κουτάβια.
Κι εκεί ήταν. 'Ενας μεγάλος αγωγός εξαερισμού.
'Εβγαλα τους συνδέσμους με το λοστό και σκαρφαλώσαμε μέσα. Υπήρχαν σκάλες που ανέβαιναν επάνω. 'Επρεπε να υπήρχαν. Ήταν φυσικό. Επισκευές. Καθαρισμός. 'Επρεπε. Αρχίσαμε ν' ανεβαίνουμε. Πήρε πολύ, πάρα πολύ.
Η Κουίλα Τζιουν με ρωτούσε συνεχώς, από κάτω, κάθε φορά που κουραζόταν να σκαρφαλώνει, «Βικ, μ' αγαπάς;» Της έλεγα ναι, κάθε φορά. 'Οχι μόνο γιατί το εννοούσα. Τη βοηθούσε να σκαρφαλώνει.
ΙΧ.
Βγήκαμε ένα μίλι μακριά από το φρέαρ εισόδου. Πυροβόλησα το φίλτρο και την κλειδαριά της καταπακτής και σκαρφαλώσαμε έξω. Θα 'πρεπε να το ξέρανε εκεί κάτω. Δεν παίζουνε με τον Τζίμυ Κάγκνεϋ. 'Ηταν χαμένοι από την αρχή.
Η Κουίλα Τζιουν ήταν εξαντλημένη. Δεν την κατηγορούσα. Αλλά δεν ήθελα να περάσουμε τη νύχτα στ' ανοιχτά' υπήρχαν πράγματα εκεί έξω που δεν θα μου άρεσε να συναντήσω ακόμα και την ημέρα. Ο ήλιος άρχισε να πέφτει.
Περπατήσαμε προς το φρέαρ εισόδου. Ο Μπλαντ περίμενε. Φαινόταν αδύναμος. Αλλά περίμενε.
'Εσκυψα και σήκωσα το κεφάλι του. Ανοιξε τα μάτια του και είπε, πολύ μαλακά, «'Ει».
Του χαμογέλασα. Χριστέ μου, ήμουν πολύ χαρούμενος που τον έβλεπα. «Γυρίσαμε, φίλε». Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά δεν μπόρεσε. Οι πληγές του ήταν πολύ άσχημες. «'Εχεις φάει;» ρώτησα.
«'Οχι. 'Επιασα μια σαύρα χτες... ή προχτές, ίσως. Πεινάω, Βικ».
Η Κουίλα Τζιουν πλησίασε, και την είδε o Μπλαντ, 'Εκλεισε τα μάτια του. «Πρέπει να βιαστούμε, Βικ», είπε. «Σε παρακαλώ. Μπορεί να βγουν από τα φρέαρ».
Προσπάθησα να σηκώσω τον Μπλαντ. Ήταν πολύ βαρύς για να τον κουβαλήσω. «Ακου, Μπλαντ, θα πάω ως την πόλη και θα φέρω φαί. Θα έρθω γρήγορα. Περίμενε εδώ».
«Μην πας στην πόλη, Βικ», είπε. «'Εκανα μια βόλτα την επομένη που κατέβηκες. 'Εμαθαν πως δεν καήκαμε σ' εκείνο το γυμναστήριο. Δεν ξέρω πώς. Ίσως μύρισε τ' αχνάρια μας κανένας κοπρίτης. Φύλαγα σκοπιά, αλλά δεν προσπάθησαν να μας ακολουθήσουν. Τους καταλαβαίνω, Δεν ξέρεις πώς είναι εδώ έξω τη νύχτα φίλε... δεν ξέρεις...»
Ρίγησε.
«Ησύχασε, Μπλαντ»
«Μας έχουνε σταμπαρισμένους στην πόλη, Βικ. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Θα πρέπει να πάμε κάπου αλλού».
Αυτό άλλαζε τα πράγματα. Δεν μπορούσαμε να πάμε πίσω, και με τον Μπλαντ σ' αυτήν την κατάσταση δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε, και ήξερα πως όσος καλός σόλο και να ήμουν, δεν θα τα κατάφερνα χωρίς αυτόν. Και δεν υπήρχε τίποτα εδώ έξω για να φάει. 'Επρεπε να φάει, αμέσως, και οι πληγές του ήθελαν περιποίηση. 'Επρεπε να κάνω κάτι. Κάτι καλό, και γρήγορα.
«Βικ»; ακούστηκε η φωνή της Κουίλα Τζιουν, ψιλή και κλαψιάρικη, «έλα! Θα γίνει καλά. Πρέπει να βιαστούμε».
Σήκωσα το κεφάλι μου και την κοίταξα. Ο ήλιος έπεφτε. Ο Μπλαντ έτρεμε στα χέρια μου.
Πήρε ένα γκρινιάρικο ύφος. «Αν μ' αγαπάς, έλα».
Δεν θα τα κατάφερνα μόνος μου, χωρίς αυτόν. Το ήξερα.
Αν την αγαπούσα. Με είχε ρωτήσει, στο λέβητα, ξέρεις τι είναι αγάπη;
...................................................................................................................
Ήταν μια μικρή φωτιά που δεν θα μπορούσε να την εντοπίσει καμιά αγέλη από την άκρη της πόλης. Χωρίς καπνό. Κι αφού ο Μπλαντ χόρτασε, τον κουβάλησα στον εξαεριστήρα, ένα μίλι πιο κάτω, και περάσαμε τη νύχτα μέσα, σε μια μικρή μαρκίζα. Τον κράταγα όλο το βράδυ. Κοιμήθηκε καλά. Το πρωί τον περιποιήθηκα. Θα τα κατάφερνε' ήταν δυνατός.
Ξανάφαγε. Είχε μείνει αρκετό από χτες. Εγώ δεν έφαγα. Δεν πείναγα.
Ξεκινήσαμε στην καμένη έρημο το ίδιο πρωί. Θα βρίσκαμε μιαν άλλη πόλη, και θα τη βολεύαμε. 'Επρεπε να προχωράμε σιγά, γιατί ο Μπλαντ κούτσαινε ακόμα. Μου πήρε πολύ για να πάψω να ακούω τη φωνή της στο κεφάλι μου. Να με ρωτάει, να με ρωτάει: ξέρεις τι είναι αγάπη;
Και βέβαια ξέρω.
Κάθε παιδί αγαπάει το σκύλο του.