Τρίτη 17 Μαΐου 2011

ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ (6)


Γ΄  Έπαινος
του Α΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Διηγήματος (2008)

Όνειρα υφασμάτινα
της Στέλλας – Εντέλα Ράπη
"Αλίμονο, αλίμονο. Πόσο μεγάλο κακό
είναι στους ανθρώπους οι έρωτες"
Ευριπίδη Μήδεια

Οι μέρες περνάνε και εγώ είμαι χαμένη στα βάθη ενός ραφιού, βλέπω τις άλλες που φεύγουν και όπως και να το κάνουμε ζηλεύω λίγο. Η ζωή μου είναι πληκτική σε αυτό το μέρος. Από τότε που ήρθα, κάθε μέρα ζω την επανάληψη της προηγούμενης, σπανίως αλλάζουν τα πράγματα. Προχθές έφυγε η διπλανή μου και κάπως στεναχωρήθηκα, μιλάγαμε που και που και περνούσε η ώρα μου.

Χρειάσθηκαν να περάσουν δυο ολόκληροι μήνες για να γίνει αυτό που περίμενα και ίσως το όνειρο μου έπαιρνε επιτέλους σάρκα και οστά. Ήταν Δευτέρα και όλα έδειχναν να είναι ίδια, όταν άνοιξε η πόρτα και τον είδα να μπαίνει. Τον έβλεπα να με πλησιάζει, επιτέλους –σκέφθηκα – η στιγμή που τόσο πολύ περίμενα ήρθε-, αλλά δυστυχώς όπως έδειξε η συνέχεια δεν ήταν ακριβώς έτσι, διότι ο νεαρός πήρε στα χέρια του την διπλανή μου. Άρχιζε να την ψηλαφίζει και να την κοιτάει προσεχτικά. Μετά από λίγο την παράτησε, πήγε στο απέναντι ράφι κοίταξε και εκεί δυο τρεις άλλες, άλλα δεν πήρε καμία και αποφάσισε να ρωτήσει την πωλήτρια. Άκουγα την φωνή του, Θεέ μου η φωνή του στα αφτιά μου ηχούσε σαν ήχος από μαγικό αυλό. Ήμουν σίγουρη ότι ήταν ο άνθρωπος που θα ταιριάζαμε απόλυτα, εκείνος μπορεί να μην το είχε καταλάβει ακόμη, αλλά εγώ το έβλεπα και ποτέ δεν έπεφτα έξω σε τέτοια θέματα. Τελικά, ακούσθηκε η ευγενική φωνή της πωλήτριας να του λέει: «Περάστε, το νούμερο σας είναι απ' δω», βαδίζανε και οι δύο τους προς το ράφι μου. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει από την αγωνία.

Η πωλήτρια έψαξε λίγο και με ύφος ευχαριστημένο που με βρήκε, με πήρε στα χέρια της και είπε στο νεαρό: "Ορίστε, τυχερός είστε, σε αυτό το χρώμα και σε αυτό το μέγεθος είναι το τελευταίο πουκάμισο που μας έχει μείνει". Ο νεαρός ευχαριστημένος που με βρήκε, με πήρε στα χέρια του και με κοίταζε προσεχτικά. Τα χέρια του ήταν τόσο απαλά που εάν δεν τον έβλεπα θα νόμιζα ότι ήταν χέρια γυναίκας, έμοιαζαν με χέρια πιανίστα ή συγγραφέα. Με κοίταζε για αρκετή ώρα και είχα την ευκαιρία να δω το πρόσωπό του. Πλέον ήμουν βέβαιη ότι ο νεαρός ήταν ο άνθρωπος που θα με «γέμιζε». Είχε κοριτσίστικο πρόσωπο, καλλίγραμμη μύτη και σαρκώδη χείλη, αλλά εκείνο που σου τράβαγε την προσοχή στο πρόσωπο του ήταν τα μάτια του, τα οποία είχαν μια περίεργη γοητευτική θλίψη και συγχρόνως μια λάμψη εξυπνάδας που σε λίγα άτομα την είχα συναντήσει όσο καιρό ήμουν στο ράφι. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο νεαρός με πήρε μαζί του, ήταν η πιο ωραία στιγμή της μέχρι τότε ζωής μου, είχα βρει εκείνον που θα γέμιζε το κενό μου. Μέσα στην σακούλα αν και δεν έβλεπα και πολλά πράγματα αισθάνθηκα έναν αέρα ελευθερίας να γεμίζει το σώμα μου. Ήμουν ευτυχισμένη.

Μόλις μπήκαμε στο σπίτι του, άφησε κάτω τις άλλες σακούλες και ασχολήθηκε μόνο μαζί μου. Ξεκούμπωσε προσεχτικά τα κουμπιά μου, ύστερα παρατηρούσε με προσοχή τα μανίκια μου, με άφησε κάτω και έβγαλε την μπλούζα του για να με δοκιμάσει. Καθώς γδυνόταν έβλεπα το σώμα του, που εν μέρει ήταν και δικό μου. Το δέρμα του είχε ένα γλυκό σταρένιο χρώμα, ενώ ήταν αρκετά γυμνασμένος. Με προσοχή μη με τσαλακώσει με φόρεσε και πήγε στο μεγάλο καθρέφτη για να κοιταχτεί. Ήταν η πρώτη φορά που άγγιζα ανθρώπινο σώμα και ήμουν προορισμένη για αντρικό σώμα, για το συγκεκριμένο. Όσο εκείνος με έβλεπε στον καθρέφτη εγώ κοίταζα το σπίτι του, παντού έβλεπα βιβλία στην μικρή βιβλιοθήκη, πάνω στο γραφείο ακόμη και πάνω στο τραπέζι του.

Πέρασα σχεδόν μια εβδομάδα στο σπίτι του νεαρού άνδρα αλλά έμαθα πολύ λίγα πράγματα για εκείνον. Τις περισσότερες ώρες του τις περνούσε πάνω στα βιβλία ακούγοντας απαλή μουσική ενώ, αρκετές φορές τον έβλεπα να γράφει με πάθος. Λίγοι άνθρωποι έμπαιναν στο σπίτι του, δυο τρεις άνδρες και δυο γυναίκες, η μια φαινόταν αρκετά μεγάλη σε ηλικία, μάλλον θα ήταν η μητέρα του, η οποία ερχόταν αρκετά συχνά. Η άλλη ήταν μια νεαρή κοπέλα που σίγουρα δεν ήταν συγγενής του αλλά ούτε και φίλη του θα έλεγε κανείς, εάν έκρινε από τον τρόπο που κοίταζε τον νεαρό. Η πρώτη εντύπωση όταν έβλεπε κάνεις την συγκεκριμένη κοπέλα ήταν πως για το μόνο θέμα που μπορούσες να συζητήσεις μαζί της ήταν για καλλυντικά και ρούχα. Η νεαρά ερχόταν αρκετά συχνά στο σπίτι μας, θυμάμαι για μια ολόκληρη εβδομάδα είχε «βγάλει ρίζες» πάνω στο καναπέ και συνέχεια συζητούσε με τον νεαρό. Τους έβλεπα να μιλάνε και είχα πάντα την απορία τι μπορεί να συζητάει ένας άνθρωπος σαν τον νεαρό με «την κοπελίτσα του κομμωτηρίου»; Έβλεπα τα μάτια της πώς έλαμπαν όταν τον έβλεπε, ήταν τέτοια η λάμψη που παραλίγο να ζηλέψω αλλά σκέφτηκα ότι εγώ ήμουν σε πιο ευνοϊκή θέση από κείνη διότι εγώ ήμουν εκείνη που ζούσε στο ίδιο σπίτι με τον νεαρό. Έπειτα, για μένα είχε ξοδέψει χρόνο και χρήματα για να με αποκτήσει άρα δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας, ήμουν σε ευνοϊκότερη θέση από εκείνη.

Αρκετές εβδομάδες τις πέρναγα μέσα στη ντουλάπα του παρατηρώντας από μια τρυπούλα την καθημερινότητά του. Ξύπναγε αρκετά νωρίς το πρωί ετοιμαζόταν γρήγορα και έφευγε. Όταν γυρνούσε από τη δουλειά του λουζόταν, έτρωγε και μετά από λίγο κοιμόταν, ύστερα από δυο τρεις ώρες, ξυπνούσε, άκουγε μουσική και μέχρι να τον ξαναπάρει ο ύπνος διάβαζε, κάπνιζε και έγραφε. Με είχε φάει η περιέργεια να μάθω τι στο κάλο διάβαζε σε αυτά τα βιβλία που του τραβούσαν τόσο πολύ το ενδιαφέρον. Ήταν τόσες ώρες σκυμμένος πάνω στα βιβλία και απορροφούσε την κάθε λέξη με τόση δίψα λες και μέσα ήταν γραμμένο το ελιξίριο της νεότητας.

Μετά από αρκετές εβδομάδες κλεισμένη στο σπίτι του, επιτέλους την Παρασκευή το βράδυ έγινε κάτι που άλλαξε την ρουτίνα της καθημερινότητας μου. Για πρώτη φορά βγήκα από το σπίτι του. Μόλις ήρθε από την δουλειά του, λούστηκε, κάπνισε δυο- τρία τσιγάρα και ύστερα κοιμήθηκε αρκετές ώρες. Όταν ξύπνησε, κατάλαβα ότι εκείνο το βράδυ δεν θα ήταν όπως τα προηγούμενα, κάτι θα άλλαζε. Δεν είχα άδικο, με πήρε στα χέρια του, με ακούμπησε πάνω του, με κούμπωσε και είχα γίνει ένα με το δέρμα του. Οι ίνες μου αγκάλιαζαν όλο το πάνω μέρος του κορμιού του και κάτω από το στήθος του άκουγα τη καρδιά του να χτυπά με κέφι και όρεξη για ζωή. Το αίμα κάτω από το δέρμα του ακουγόταν σαν τα νερά των ποταμών την Άνοιξη, που στο πέρασμα τους αφήνουν μια νοσταλγική μελωδία.

Η νύχτα ήταν ωραιότερη από την ημέρα τελικά, παντού σκοτεινά και ησυχία. Μπήκαμε σε ένα νυχτερινό μαγαζί αρκετά μεγάλο και καθίσαμε στο μπαρ ο νεαρός παρήγγειλε μπύρα και μετά από λίγο εμφανίσθηκε και ο φίλος του. Οι δύο τους συζητούσαν για δουλειές, για γυναίκες, για λεφτά και για δυο άλλους τύπους που δεν γνώριζα τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Μέσα από την συζήτησή τους έμαθα και το επάγγελμα του νεαρού, ήταν καθηγητής. Έμαθα επίσης και τον λόγο που κάθε απόγευμα ο νεαρός βρισκόταν πάνω από τα βιβλία και διάβαζε. Ήθελε, λέει, να τελειώσει το διδακτορικό του και να διδάξει σε πανεπιστήμιο, που ήταν και το όνειρό του. Η αλήθεια είναι ότι δεν έδωσα ιδιαίτερη βάσει σε αυτά καθώς με απασχολούσαν τα λεγόμενα του νεαρού για κάποια Σοφία – η οποία μάλλον ήταν η κοπέλα που τον επισκεπτόταν συχνά-, και όπως είπε, την έβλεπε με ιδιαίτερο ενδιαφέρων. Μετά από αυτά του τα λόγια μπορώ να πω ότι ένοιωσα κάτι που δεν είχα νιώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, ένα περίεργο συναίσθημα, κάτι σαν ζήλια.

Όσο, εγώ προσπαθούσα να λύσω τα υπαρξιακά μου προβλήματα οι δυο άντρες μετά από ένα καφάσι μπύρες που είχαν αδειάσει αποφάσισαν να φύγουν. Ήταν η ώρα που ο Ήλιος είχε αρχίσει να πετάει τις πρώτες του ακτίνες στη Γη. Ο νεαρός σερνόταν μέχρι να φτάσει στο σπίτι του και μόλις έφτασε, έπεσε πάνω στον καναπέ. Είχε βάλει τα δυνατά του για να γδυθεί αλλά κατάφερε να βγάλει μόνο το ένα παπούτσι. Ήταν η πρώτη φορά που κοιμόμασταν μαζί, μύριζα το άρωμα του κορμιού του, τώρα δεν μύριζε πια σαπούνι αλλά το δικό του άρωμα. Οι άνθρωποι δεν έχουν καταλάβει ότι το άρωμα που έχει το κορμί τους είναι πιο ωραίο από τα αρώματα των σαπουνιών. Άκουγα και πάλι την καρδιά του να χτυπά άλλα αυτή τη φορά πιο ήρεμα, είχε ξαπλώσει και το ένα μου μανίκι ήταν πάνω στα μαλλιά του, ενώ το άλλο πάνω στα χείλη του.

Τα μαλλιά του ήταν κατάμαυρα και λαμπερά σκεφτόμουν ότι θα ήθελα πολύ να τα χαϊδέψω και να νιώσω την απαλή τους υφή, άλλα δυστυχώς ήξερα πολύ καλά ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει. Η αναπνοή του μύριζε αλκοόλ και τσιγάρο. Παρ' όλο που και τα δύο τα απεχθάνομαι τρομερά από το στόμα του νεαρού αυτός ο συνδυασμός μου φαινόταν υπέροχος και θα μπορούσα να το μυρίζω για ώρες. Δεν μπορούσα ακόμη να καταλάβω πώς ο νεαρός μπορεί να σκέφτεται μια κοπέλα σαν την Σοφία. Σίγουρα ήταν όμορφη, αλλά είναι αυτό αρκετό για να μοιράζεσαι τις ώρες σου με έναν άνθρωπο;

Ο νεαρός κοιμόταν αρκετές ώρες χωρίς πάπλωμα και από την αντίδραση του δέρματός του μπορούσα να καταλάβω ότι κρύωνε. Προσπαθούσα να μαζευτώ, έτσι ώστε να κλείσω της τρυπούλες του υφάσματος για να μην μπαίνει αέρας αλλά δεν κατάφερα και πολλά, ο νεαρός συνέχιζε να κρυώνει και πήρα την πρωτοβουλία να σφίξω το γιακά γύρω από το λαιμό του έτσι ώστε να ενοχληθεί και να και να ξυπνήσει. Έβαλα τα δυνατά μου και τελικά τα κατάφερα, ξύπνησε με αρκετά νεύρα και με πονοκέφαλο. Έβγαλε και το άλλο παπούτσι και πήγε στην κουζίνα για να φτιάξει καφέ.

Από το ξενύχτη μύριζα αλκοόλ και τσιγάρο για αυτό και ο νεαρός αποφάσισε να με πλύνει. Για τη καλή μου τύχη δεν με έβαλε στον «ηλεκτρικό θάνατο», ή αλλιώς το πλυντήριο, αλλά προτίμησε να με πλύνει σε μια λεκάνη με χλιαρό νερό. Όταν είχα σχεδόν στεγνώσει με είχε πιάσει ένα τρέμουλο καθώς ήξερα τι με περίμενε. Είχε έρθει η ώρα της πιο δύσκολης διαδικασίας από την οποία περνάνε όλα τα ρούχα, η ώρα του σιδερώματος. Το σίδερο ήταν καυτό αλλά σε σημείο που μπορούσα να το αντέξω. Μη σου δώσει ο Θεός όσα μπορείς να αντέξεις, λέει μια παροιμία, στα ρούχα έδωσε το σιδέρωμα. Η σάρκα μου ίσιωνε και οι πόνοι ήταν αφόρητοι, πάντα είχα την απορία σε τι χρησίμευε το βάναυσο σιδέρωμα. Αν όλοι οι άνθρωποι έβγαιναν στους δρόμους ασιδέρωτοι τότε δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα και κανείς δεν θα χαρακτηριζόταν απεριποίητος. Αναρωτιέμαι, ποιος ήταν εκείνος που ανακάλυψε το σίδερο και ακόμη περισσότερο αναρωτιέμαι, ποιος εξυπνάκιας είπε ότι ο ασιδέρωτος είναι και απεριποίητος, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί αυτά τα δύο πρέπει να πάνε μαζί.

Νόμιζα ότι τα δύσκολα είχαν περάσει αλλά έκανα λάθος, τα δύσκολα μόλις άρχισαν. Στη ντουλάπα δεν έκανα παρέα με κανένα άλλο πουκάμισο ίσως επειδή στα μάτια τους ή αλλιώς στα κουμπιά τους δεν έβλεπα και τόσο καλά αισθήματα απέναντι μου. Η Παρασκευή και το Σάββατο ήταν οι μέρες που έβγαινα από τη ντουλάπα του νεαρού, αυτό έδειχνε ότι με θεωρούσε «καλό» ρούχο. Στην ουσία ζούσα για αυτές τις δύο μέρες, δεν μπορούσα να καταλάβω τι στο καλό μου συνέβαινε και ένιωθα αυτή τη μεγάλη λαχτάρα να είμαι μαζί του.

Κάπως έτσι κυλούσε ο χρόνος μου στο σπίτι του νεαρού, όλη την εβδομάδα έβλεπα την καθημερινότητα του από μια κλειδαρότρυπα να διαβάζει και τα Σαββατοκύριακα αγκαλιάζοντας το κορμί του ζούσα μαζί του κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Ήμουν σίγουρη ότι δεν είχε καταλάβει τα αισθήματα που είχα για εκείνον, αλλά ήλπιζα ότι θα ερχόταν κάποια στιγμή που θα του έδειχνα τι αισθανόμουν.

Τα πράγματα στη ντουλάπα γινόταν όλο και πιο δύσκολα όλα τα άλλα πουκάμισα το μπλε, το μαύρο και το άσπρο έδειχναν με όποιον τρόπο μπορούσαν την αντιπάθεια τους απέναντι μου διότι ήξεραν ότι πλέον εγώ ήμουν το «καλό» πουκάμισο για τον νεαρό. Η μόνη μου παρέα στο ντουλάπι ήταν ένα καινούριο μαύρο παντελόνι, το οποίο ίσως επειδή τα χρώματα μας ταίριαζαν και ήμασταν αρκετό χρόνο μαζί, προτιμούσε να κάνει περισσότερη παρέα μαζί μου παρά με τις υπόλοιπες. Μάλιστα, όταν τα άλλα πουκάμισα ειρωνεύονταν το χρώμα μου και έλεγαν ότι το μπεζ δεν είναι πια στη μόδα, το παντελόνι πάντα με υποστήριζε και έπαιρνε το μέρος μου.

Σιγά - σιγά ήρθε ο Χειμώνας και ο νεαρός άρχισε να φοράει μπουφάν. Το μπουφάν ήταν κάπου δώδεκα χρόνια μεγαλύτερο από μένα. Κάναμε καλή παρέα, μου έλεγε ιστορίες, τις οποίες, είχε ζήσει αυτά τα δώδεκα χρόνια με τον νεαρό. Βλέποντας το μεγάλο μου ενδιαφέρον για τον νεαρό πάντα με συμβούλευε να προσέχω. «Μη ξεχνάς, -μου έλεγε με το ύφος του πατέρα που μιλάει στο παιδί του, ότι για τους ανθρώπους ήμαστε ένα κομμάτι των αναγκών τους. Οι άνθρωποι όπως έχουν ανάγκη να τρώνε, να διασκεδάσουν, να αναπνέουν έτσι έχουν ανάγκη και να ντύνονται και να φοράνε ρούχα.»

Η Σοφία είχε αρκετό καιρό να πατήσει το πόδι της στο σπίτι μας, σίγουρα θα είχαν περάσει δυο μήνες από τότε που την είδα για τελευταία φορά να συζητάει και να χαχανίζει στο σαλόνι με τον νεαρό. Για κάποιο λόγο ούτε τηλέφωνο δεν είχε πάρει αλλά ούτε ο νεαρός είχε μιλήσει ποτέ για αυτήν στους φίλους του.

Το τελευταίο Σάββατο που βγήκαμε μαζί ο νεαρός ήταν αρκετά στεναχωρημένος. Τον λόγο δεν τον γνώριζα αλλά ήμουν σίγουρη ότι άκουγε στο όνομα Σοφία. Στο μπαράκι που είχαμε πάει έπινε ακατάπαυστα και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τον σταματήσω. Μετά από δεκάδες μπύρες όταν έκανε προσπάθεια να σηκωθεί από την καρέκλα παραλίγο να πέσει κάτω αλλά κρατήθηκε και συνέχισε το δρόμο του για την πόρτα. Ήταν σε άσκημη κατάσταση και μόλις βγήκε στο δρόμο σωριάστηκε κάτω. Τη στιγμή που έπεφτε στο πεζοδρόμιο, στο ύψος της κοιλιάς του ήταν ένα σίδερο, μια αυτοσχέδια θέση πάρκιγκ, που παραλίγο να τρυπήσει την κοιλιά του. Έβαλα τα δυνατά μου και τελικά ο νεαρός δεν έπαθε τίποτα, βέβαια το σίδερο ξέσκισε το ύφασμά μου και έτσι κατέληξα να έχω μια τεράστια σχισμή στο χώρο της κοιλιάς.

Την επόμενη μέρα ο νεαρός ξύπνησε γεμάτος από κενά μνήμης. Όταν είδε τι είχα πάθει ξαφνιάστηκε και τα έβαλε με τον εαυτό του. Περίμενα να με πετάξει, αφού πλέον του ήμουν άχρηστη και δεν μπορούσε να με φορέσει στις εξόδους του άλλα τελικά δεν το έκανε. Αντιθέτως, μου έραψε με ιδιαίτερη προσοχή την πληγή μου και τώρα πλέον με φοράει μόνο για το σπίτι, κάτι σαν πιτζάμα δηλαδή. Δεν με πειράζει που δεν βγαίνω πια έξω μαζί του, το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να μυρίζω το κορμί του και να χαϊδεύω το δέρμα του, αυτά μου είναι υπέρ αρκετά για να είμαι ευτυχισμένη. Όσο για τη πληγή μου, αν και πόνεσα πολύ δεν το έχω μετανιώσει. Εάν ξαναζούσα εκείνη τη μέρα θα έκανα πάλι το ίδιο. Μετά απ’ όλα αυτά έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για το νεαρό αυτό που αισθανόμουν δεν ήταν ένας απλός ενθουσιασμός, αλλά κάτι παραπάνω, κάτι σαν αγάπη και η αγάπη θρέφεται με θυσίες που εγώ ήμουν πάντα έτοιμη να κάνω για εκείνον.
Σ.-Ε. Ρ.

Σύντομο Βιογραφικό
Γεννήθηκε στο Τεπελένι της Αλβανίας, μια ζέστη μέρα του Ιούλη από Έλληνες Ομογενείς γονείς. Στην ηλικία των 11 ετών ήρθε στην Ελλάδα μαζί με την οικογένειά της. Έχει εργαστεί αρκετές δουλειές, όπως barwoman, κλόουν, σερβιτόρα, δαχτυλογράφος και γραμματέας. Έχει πτυχίο Τεχνικού Η/Υ, Δημοσιογράφου και παράλληλα σπουδάζει στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ), στο τμήμα του «Ευρωπαϊκού Πολιτισμού».
Τα τελευταία χρόνια έχει εργαστεί σε διάφορες Αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά ενώ παράλληλα είναι ενεργό μέλος της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης, «W.I.N. Hellas», που ασχολείται με την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας.
Όταν μεγαλώσει θέλει να πάρει το βραβείο “Booker”, “Nobel”, “Oskar” και ότι άλλο βραβείο υπάρχει για να κάνει τους γονείς της ευτυχισμένους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: