Β΄ ΒΡΑΒΕΙΟ
του Α΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Διηγήματος (2008)
Ο ήσυχος λύκος
του Σωτήρη ΔημηρόπουλουΜια φορά κι ένα καιρό, εκεί στις ψηλές κορφές του Γράμμου και της Πίνδου ζούσε μια μεγάλη παρέα λύκων. Όλα τα ζώα, ήμερα και άγρια ζούσαν κοπαδιαστά. …
Οι λύκοι, γέμιζαν τα λαγκάδια με τις δυνατές φωνές τους, μόλις η νύκτα απλώνονταν πάνω στις χιονισμένες πλαγιές. Συναυλία, συναυλία που κανένα δεν φόβιζε. Ίσα-ίσα που οι παππούδες, τάθελαν τα ουρλιαχτά, γιατί μ αυτά κανόνιζαν τις δουλειές της επόμενης μέρας. Δυνατά, γρήγορα, πολλά, σήμαινε παράταση της κακοκαιρίας. Αργόσυρτα, μαλακά και αργά, έδειχναν ακόμη και ήλιο την επόμενη. Κάτι σαν το δελτίο καιρού, της εποχής και της περιοχής. Ο ήλιος έδινε σημάδι-ελπίδα τροφής στον λύκο και το χαίρονταν με τραγούδι, αργό, συρτό και ραχατλίδικο. Ίσως έβγαινε κανένα κοπάδι πρόβατα, τώρα που -Γενάρης μήνας- άρχισαν να σώνονται οι τροφές. Ίσως γυρίσουν πίσω τα ζαρκάδια, ίσως γυρίσουν οι λαγοί…
Νηστικός μπορούσε να μείνει, και δυό βδομάδες ακόμη, αν και εδώ στον Γράμμο, τα μαγαζιά της φύσης είναι επτά μέρες την βδομάδα ανοικτά, 365 μέρες τον χρόνο ανοικτά. Και ψωνίζεις πληρώνοντας με ιδρώτα και μυαλό.
Και κάποτε με αίμα…
Κι όταν σταματούσε η συναυλία των λύκων, υπήρχε χώρος και γι άλλες φωνές. Όπως η κραυγή του αρσενικού ζαρκαδιού, που έψαχνε το ταίρι του στο δάσος. Όπως η φωνή της κουκουβάγιας, απόμακρη και ίσως φοβισμένη απ το πέρασμα της μεγάλης αρκούδας. Ο μόνος πολίτης του δάσους με δικαίωμα ψήφου αλλά σιωπηλός, όργωνε όλη την νύκτα αυλές, κοτέτσια, φωλιές. Η αλεπού, η πονηρή.
Έλεγαν όμως οι παλιοί, ιστορίες για ένα λύκο μοναχιά, ένα λύκο που συναντούσαν πάντα μόνο. Δεν έφευγε αμέσως ,περίμενε σ ένα ψηλό σημείο του μονοπατιού, και μύριζε επίμονα τον αέρα. Κι αν ήταν σερνικός ο διαβάτης, κουνούσε την ουρά του, κι έφευγε…Αν ήταν γυναίκα, εξαφανίζονταν, μόνο με την μυρωδιά.
Μια ανοικτωσιά πάνω στο βουνό, δίπλα σε δυο ποταμάκια και γαρνιρισμένο με εκατοντάδες έλατα και οξυές, ήταν το χωριό μας. Καλέβιστα, το λέγανε τότε. Όταν ο Θεός έφτιαχνε τον κόσμο, ξεχάστηκε στην μαστοριά του, κι έριχνε τις πινελιές αβέρτα…Κι όταν κάθισε απομεσήμερο να ξαποστάσει, άναψε τσιγάρο κάτω από την μεγάλη καρυδιά, θωρώντας την ομορφιά του κάμπου και της λίμνης. Μέχρι την λίμνη της Καστοριάς, έφθανε το μάτι του… Βάι, βάι, μπερεκέτι, σκέφθηκε. Του φάνηκε άδικο, τόση ομορφιά, σε τόσο μικρό τόπο… Έτσι, σβύνοντας το τσιγάρο, έκοψε την θωριά της λίμνης παρεμβάλλοντας ένα μυτερό βουνό, ρούφηξε ένα ποτάμι, κι έσπειρε κάμποσες πέτρες στα λειβάδια του χωριού. Φτώχυνε τον τόπο. Έτσι όλα μετρημένα, εκείνα τα χρόνια, ήταν. Το βιος των ανθρώπων, όσο για να ζήσουν ήτανε. Όσο χρειαζότανε. Το κράτος ήτανε μακρυά, μόνο φαντάροι πηγαίνανε, και κάποτε-κάποτε ψηφίζανε κάτι μουστακαλήδες ψηλόχονδρους και καλοταϊσμένους. Τίποτα δεν άλλαζε, δεν τους ένοιαζε άλλωστε…
Οι λύκοι, ήτανε οι εκτός ορίων του χωριού άρχοντες. Είχανε κι αυτοί τον μουχτάρη τους [πρόεδρο]. Εκλεγμένο παρακαλώ, και μάλιστα ξεκάθαρα. Το χωριό είχε πάντα την δική του λυκοκομπανία. Κι όταν οι ισορροπίες χαλούσαν κι οι λύκοι αυγάταιναν, έμπαινε στο παιχνίδι το κόλπο του τράγου. Έπαιρναν τον πιο γέρο τράγο, μια νύκτα με φεγγάρι, στο καταχείμωνο, και τον πήγαιναν στον βράχο του Σφακιανού [έτσι λέγαν τον βράχο]. Έδεναν τον τράγο στην άγρια γκορτσιά [αχλαδιά] και πιάναν θέσεις πάνω στον βράχο με τα κοκοροντούφεκα. Το χιόνι μέχρι το γόνατο, η πείνα αβάσταχτη, κι οι λύκοι μιλιούνια…
Πλησίαζαν, στην αρχή φοβισμένα, μετά ήρεμα, τάχα πως περνούν το μονοπάτι. Ούρλιαζαν, μυρίζοντας τα αρώματα του τράγου από εκατοντάδες μέτρα μακρυά. Συνωστισμός στο μονοπάτι του βράχου. Κοίταζε ο τράγος απορημένα κάποτε, με οίκτο μετά, τον νοικοκύρη του. Κι όταν ο πρώτος λύκος απογειώνονταν για τον λαιμό του τράγου, κράου η τουφεκιά… Κάποτε-κάποτε τον κατάφερναν οι λύκοι. Σπάνια όμως. Στο τέλος οι θριαμβευτές κατέληγαν στην πλατεία του χωριού, με τους λύκους φορτωμένους στα μουλάρια, τον τράγο φουσκωμένο απ’ τον θρίαμβο και ενίοτε ματωμένο. Και μύριζε ο άτιμος, τραγίλα και βαρβατίλα. Μαζεύοταν όλο το χωριό, με τα μπαχτσίσια για τους χαλασμένους λύκους. Άλλα χρόνια, άλλοι καιροί… Ώσπου, χάλαγε το πανηγύρι. Η κυρά Σωτήραινα, με το σκουπόξυλο έπαιρνε τον τράγο στο κυνήγι. Η καϋμένη, χήρα όσο θυμότανε όλο το χωριό, ζούσε σε μια τρύπα-καλύβα στην άκρη της πλατείας. Κι ο τράγος, ξύνονταν στην πόρτα της, σκορπώντας αρώματα… Και να σκεφθεί κανείς, ότι ο λύκος της έφαγε το βόδι…
Όλο το χωριό, πήγαινε στου σφακιανού τον βράχο. Όποιος κρατούσε ντουφέκι. Γκράδες, εμπροσθογεμή, πρόχειροι σιδηροσωλήνες. Όλοι εκτός από τον γέρο –Περικλή. Μετά τον πόλεμο, δεν πάτησε στον βράχο, έλεγαν οι χωριανοί. Γεννημένος γύρω στα 1880, ψηλόλιγνος και λιγομίλητος, ρουφούσε ανέμελα τον καφέ του μια μέρα του 1965, μια μέρα που το χιόνι έπνιξε τις…καπνοδόχους. Ογδόντα πέντε χρονών, σαν τις λευκές κορφές του Γράμμου. Μ’ αγαπούσε, γιατί πάντα ρωτούσα για τα παλιά, επίμονα, κι ας μην απαντούσε. Και γιατί ήξερα την μάρκα που κάπνιζε, Ματσάγγος, θυμάμαι. Και γιατί του άρεσε ο καφές που έψηνα στην άμμο. Μετρούσε τις φουσκάλες του καφέ, στρίβοντας το θεόρατο μουστάκι του.
Άδειο το καφενείο, μόλις αχνοάσπρισε, μόλις το φως της αυγής χύθηκε στην ανταριασμένη πλατεία. Εγγόνι του καφετζή, μάθαινα την ζωή εκεί μέσα…
–Κρατάς μυστικό ρε; Έλα, κάτσε, θα σε πω, είπε ήρεμα, δείχνοντας με την πελώρια χερούκλα του την διπλανή καρέκλα. Πήδηξα στην καρέκλα και κάρφωσα τα μάτια μου, στα δικά του. Ήτανε μεγάλα και…δακρυσμένα. Ένας χειμωνιάτικος ήλιος, έλουζε τα χρυσοκίτρινα γένεια του. Αξυρισιά βδομάδας, στόλιζε το πλατύ του πρόσωπο. Η μυρωδιά του τσίπουρου, ανακατεμένη με τον σέρτικο καπνό του τσιγάρου, σκόρπισε στον αέρα με την πρώτη του τζούρα…Καφές και μετά τσίπουρο, όπως τόχε από χρόνια αντέτ [συνήθειο].
Τα χρόνια εκείνα, ξεκίνησε ρουφώντας την μύτη του, πόλεμος γίνονταν στον τόπο μας. Όλοι, πολεμούσαν, όλους. Οι Έλληνες τους Τούρκους και τους Βούλγαρους. Οι Βούλγαροι τους Έλληνες και τους Τούρκους, και οι Τούρκοι, τους Βούλγαρους και τους Έλληνες. Μπέρδεμα. Νέος τότε, είκοσι πέντε χρονών παληκάρι, ανέβηκα μια μέρα στο βουνό, να βοηθήσω μια δικιά μας παρέα, τον δρόμο να βρούν… Κι έμεινα, τέσσερα χρόνια στα βουνά. Ήτανε Ιούλιος, Ιούλιος του 906. Έκοβε πάντα χίλια χρόνια απ’ την ιστορία, όπως κι ο παππάς. Καλή χρονιά, πολλές δουλειές στην Κορυτσά, δεν φύγαμε εκείνο τον χρόνο στην ξενητειά. Ο κάμπος του Δεβόλη, χρύσιζε στο Βαρδαριώτικο χάδι του ανέμου. Χρονιά μπερεκετλίδικη, χαίρονταν οι νοικοκυραίοι, χαίρονταν οι μπέηδες, χαίρονταν οι κατσάκηδες, χαίρονταν όλοι…
Ο πόλεμος όμως τον χαβά του… Όποιος προλάβει να φάει, να χαλάσει τον παπά, τον δάσκαλο του άλλου… Με τον Τούρκο ρέφερυ να κανονίζει τους κανόνες, καταπώς σκεφτότανε αυτός και το …φούσκωμα της τσέπης του. Ιούλιος ήτανε λοιπόν, κι ένα μπουλούκι Κρητικών, λημέριασε μέσα στις οξυές, δίπλα απ την Καλέβιστα… Του σφύριξαν για ψωμί, μόλις τον είδαν στο μονοπάτι, με φουστανέλα. Γυρνούσε απ’ την Βιντόβα, το διπλανό μουσουλμανικό χωριό. Δούλευε στον μπέη της Βιντόβας, χτίζανε ένα ντουβάρι... Έ! παληκάρι, ψωμί να φέρεις, του φώναξε πριν καν τον χαιρετίσει, ένας ψηλόλιγνος μουστακαλής, με πρόσωπο χαρακωμένο και φορεσιά παράξενη. Και δεν έφερε μόνο ψωμί εκείνο το σούρουπο. Ήλθε μαζί με τον μουχτάρη του χωριού πίσω, και πήρε τα παλικάρια στο χωριό. Ντροπής πράματα, να μείνουν οι Έλληνες στο δάσος, είπε ο μουχτάρης.
Βγάλαν σκοπούς οι χωριανοί, λαδώσαν τους Τουρκαλβανούς τσομπάνους. Σαράντα μέρες γυρνούσαν τα βουνά τα παληκάρια. Όλοι έμαθαν στο τέλος, για τους Κρητικούς.
–Άντε μωρέ κοπέλι, είπε μια αυγή ο καπετάνιος στον Περικλή, θάρθεις μαζί μας.
Και πήγα… Βουλγάρικα, Τούρκικα, Ελληνικά, Αρβανίτικα. Τέσσερις λαλιές παίζανε στο κεφάλι μου. Γεννήθηκα με τα’ αρβανίτικα, είπε και τράβηξε μια βασιλικιά τζούρα, διώχνοντας τον καπνό στο ξύλινο ταβάνι. Πήρα τις λαγκαδιές, πήρα τα ρέματα, κοιμήθηκα σε μυτερά λιθάρια και ξεδίψασα παρέα με νερόφιδα… Δυό κάπες χάλασα, τρεις ντουλαμάδες έλειωσα. Άκουσα το μολύβι να σχίζει τον άνεμο, κι ένιωσα τον πόνο στο κόκκαλο. Πρώτα τον πόνο και μετά το κράκ του κόκκαλου που έσπαζε στο ώμο. Κι όταν ανακατεύτηκε το αίμα με τον ιδρώτα, όταν απλώθηκε το άλας στα σφιγμένα μάτια, είπα μανούλα γειά, χαιρέτησα τα πυρόξανθα φύλλα της βελανιδιάς… Ούτε τριάντα έγινα, ούτε τάφο θάχω, έτσι σκέφθηκα. Έτσι. Όμως το κισμέτ, το γραμμένο μου, δεν τόχε υπογράψει ο Μανωλιός. Μ’ άρπαξε όπως ο λύκος το κριάρι, με πέταξε στον ώμο. Μούσπασε και …τον άλλο, στην φόρα του να με σώσει. Και μέσωσε. Πέρασαν δυό χρόνια στα βουνά. Με την κάπα, τον σταυρό και το ντουφέκι. Εκεί στα 908, μια μέρα περνούσαμε κοντά απ το χωριό. Δεν άντεξα, μαζί με τον αχώριστο Μανώλη, το Κρητικό αρκαντάση μου, έτρεξα στο σπίτι της μπάμπως μου, λίγο ψωμί σπιτικό, λίγο φαΐ σπιτικό να γευθούμε… Μας κάρφωσε όμως ο …… Σταμάτησε ο γέρος, δεν πειράζει άστο, είπε και έσκυψε στο μαγκάλι, χουφτώνοντας το κάρβουνο για νανάψει τσιγάρο.
—Μετά, τι έγινε μετά, κρεμάστηκα απ τα χείλη του.
Έφερε το κάρβουνο στο πρόσωπο, το φύσηξε να ζωντανέψει και έπαιξε την αγωνία μου.
—Μετά, τι έγινε μετά ρε μπάρμπα.
Φωτίστηκε από το ξάναμμα του κάρβουνου. Τα μεγάλα, κιτρινισμένα απ’ τον καπνό δάκτυλά του έπιαναν το κάρβουνο σαν καρύδι… Άναψε το τσιγάρο του, κι έριξε το σώμα πίσω στην πλάτη της καρέκλας.
–Ήλθε στρατός, πλάκωσε Τουρκιά. Τα πόδια στον ώμο, τρέξιμο. Οι σφαίρες κεντούσαν σταυροβελονιές γύρω μας. Ακριβώς πάνω στον βράχο, έτσι αμίλητα, γυρνάω και βλέπω τον Μανώλη να λυγίζει…
–Σκυλιά, φώναξε και ξεψύχησε… Πρόλαβα μόνο να τον ακουμπήσω στην άκρη των μαλλιών του. Γύρισα μετά από δύο νύκτες. Ρώτησα τον Μπεκτάς, τον Αλβανό τσομπάνο του χωριού. Πουθενά το κουφάρι του. Ρωτούσα, όποιον συναντούσα, μάταια… Τέλειωσε ο πόλεμος.
Μια νύχτα, δυο νύχτες, τρεις νύχτες, κάθε νύχτα πια, μιλούσα με τον Μανώλη. Μου έλεγε τι να κάνω, εγώ σκεπτόμουν ότι ήταν εκεί έξω, στο κρύο, χωρίς κάπα…Τις είχαμε πετάξει τότε, για να τρέξουμε γρήγορα… Ώσπου μια νύκτα, μου τόσκασε το μυστικό. Μην φοβάσε ρε, μου λέει. Τώρα δεν κρυώνω, την έστρωσα καλά την κάπα… Έγινα λύκος, ένας ήσυχος λύκος. Έπεσα τότε, επτά σφαίρες έφαγα. Και πριν οι άπιστοι με φθάσουν, κατεβαίνει ο Θεός και με λέει:
–Μανωλιό τι να σε κάνω που σ’ αγαπάω τόσο…
–Λύκο κάνε με δέσποτα, τις κάπες να μη χάνω…, να μη με βρίσκουν τα σκυλιά…
Υστερόγραφο
Δεν είναι παραμύθι. Αν ποτέ βρεθείτε στις πλαγιές του ανατολικού Γράμμου κι ακούσετε λύκο να ουρλιάζει, μπορεί νάναι ο Μανωλιός απ’ τα ΣΦΑΚΙΑ, που ψάχνει τον Γέρο Περικλή. Έφυγε κι αυτός, έτσι σιωπηλά, μια κρύα νύκτα στα 1970, ενενήντα χειμώνες έγραφε το κοντέρ του, όταν τράκαρε τον χάρο. Και σήμερα ακόμη, τα χιονισμένα πρωινά του Γενάρη, οι γυναίκες του χωριού βρίσκουν στα μνήματα την πόρτα ανοιγμένη…
Σ.Δ.Σύντομο Βιογραφικό
Γεννήθηκα το 1956 στην Δράμα, ο πατέρας μου κατάγεται από την Καλέβιστα του Γράμμου [σημερινή Καληβρύση, δήμου Ακριτών Νομού Καστοριάς]. Η μητέρα μου από την Σαμψούντα του Πόντου. Είμαι απόφοιτος του ΑΠΘ [οικονομικό ΝΟΕ], απόφοιτος της σχολής Βαλκανικών γλωσσών του ΙΜΧΑ [Τουρκικά-Ρωσσικά], παντρεμένος, με δύο παιδιά 26 και 22 χρονών. Βιοποριστικά είμαι από το 1984 τραπεζοϋπάλληλος, αλλά τα βράδια η ψυχή μου ταξιδεύει παντού-όπου πάτησε πόδι Έλληνα ή ακούστηκε Ελληνική λαλιά.
Παλαιότερα συμμετείχα στην εκδοτική ομάδα του περιοδικού ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ [Θεσσαλονίκη 1991-1996]. Βραβεύτηκα από την Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων, αλλά και την Τράπεζα Αττικής για διηγήματά μου, ενώ ποίημά μου το 2008, απέσπασε το πρώτο βραβείο σε πανελλήνιο διαγωνισμό με θέμα τα ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ (Κριτική επιτροπή: Μανωλεδακη, Λίτος, Μάγρας, Τζανής). Από το 2004 είμαι τακτικός συνεργάτης της ημερήσιας εφημερίδος των Αθηνών «Έθνος» (για θέματα κυνηγίου-φύσης).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου