Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Διήγημα του Τρύφωνα Ούρδα


«ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ!» 
[Το κείμενο γράφτηκε το 1974] 

Δεν είχε σκοπό και τα φετινά Χριστούγεννα ο γέρο-Μάνθος να τα περάσει στη μαύρη ξενιτειά! Όχι.. φτάνει πια. Σ’ αυτή τη χρονιά, έβαλε σαν πρώτο, να γυρίσει στην πατρίδα του και στο χωριό του, για να γιορτάσει εκεί τη Γέννηση, μαζί με τους συγγενείς, τους φίλους του και τους πατριώτες. 

Ο πόθος αυτός του γυρισμού, κάθε μέρα του γινόταν όλο και περισσότερος, που φαινόταν σαν να του έτρωγε τα σπλάχνα και να μη βρίσκει ποτέ ησυχία. Μάλιστα τώρα που έφτανε ο Δεκέμβρης, ο Θείος αυτός μήνας, αυτή η μεγάλη ιδέα της «επιστροφής», γύριζε τόσο γρήγορα και συχνά μέσα στο μυαλό του, που του έκοβε την ανάσα, ενώ η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά στα στήθια του λες και ήθελε να σπάσει! 

Και είναι αλήθεια! Ο γέρο-Μάνθος, ξενιτεύτηκε πριν από πολλά χρόνια. Η μάγισσα η ξενιτειά τον τράβηξε κοντά της, πολύ μακριά από τον τόπο του. Τον πλάνεψε με τις ψεύτικες ομορφιές της και του άλλαξε τη ζωή. Τον έκανε άλλον άνθρωπο, ξένο από εκείνον τον πρώτο. Τον έφερε για να ζήσει μακριά από εκεί που γεννήθηκε, από εκεί που πρώτα γνώρισε τη στοργή, την αληθινή αγάπη και την αιώνια καλοσύνη! 

Επιπλέον η ξενιτειά, τον έκανε να αφήσει το φτωχό του το σπίτι, τους τάφους των παππούδων του και να πάει σε άγνωστα χώματα με καμιά ελπίδα να ξαναγυρίσει. Στο δρόμο η «πλανεύτρα» του έστρωσε «χαλιά» για να διαβεί και του έταξε πλούτη, παλάτια και λεφτά, πράγματα που μπορούν να λυγίσουν και την πιο σκληρή καρδιά και να την πάνε όπου αυτά επιθυμούν. Και αυτός σαν άνθρωπος, «χτυπημένος» από τη μοίρα, θαμπώθηκε από τα κάλλη της και φαντάστηκε μαζί της, μια «ευτυχισμένη» μέρα, χωρίς στεναχώριες και πίκρες αλλά γεμάτη από χαρές και όνειρα. Ήταν σίγουρος, πως από εδώ και μπροστά, σε όλη του τη ζωή, τα πάντα θα του ήταν ρόδινα και θα τον χαμογελούσαν! 

Όμως σ’ αυτά ο γέρος φάνηκε άτυχος. Αντί για χαρές, κάθε μέρα στη ζωή του εύρισκε λύπες. Από τότε που ξενιτεύτηκε, ποτέ του δεν μπόρεσε να δει «άσπρη μέρα»! Τα βάσανα τον έζωναν από όλες τις μεριές, όλο και περισσότερο. Ένοιωθε πάντα μοναχός. Όλα του φαινόταν γύρω του άγνωστα και θαμπά σαν εκείνο το σκοτάδι της κόλασης, χωρίς να υπάρχει ίχνος παρηγοριάς από πουθενά. Τα μάτια του δεν μπορούσαν να συνηθίσουν σε τούτο τον διαφορετικό τόπο, όπου κυριαρχεί το ξένο, κάτι το λίγο, το ελάχιστα γνωστό, που θα μπορούσε να δώσει λίγο φως στην απελπισία και να ανάψει την ελπίδα! 

Ακόμα και οι άνθρωποι γύρω του, φαινόταν άψυχοι, χωρίς αισθήματα και με ούτε μια σταγόνα καλοσύνης, για να μπορέσεις ελεύθερα να μιλήσεις μαζί τους και σαν καλόκαρδοι να νοιώσουν τον πόνο σου. 

Πού είναι εκείνος ο φωτεινός ήλιος, που με το μύρο της δροσερής αυγής, χαιρέτιζε τη φύση και μοίραζε παντού το φως και στους ανθρώπους το θάρρος; Χάθηκε εκείνο το ατέλειωτο πράσινο στη γη και στα δένδρα, που ευχαριστούσε την ψυχή, έσβησε το γαλάζιο του ουρανού και γέμισε παντού ο ορίζοντας σύννεφα μαύρα και φοβερά που προμηνύουν τον όλεθρο και την καταστροφή. Δεν υπάρχουν πια εκείνοι οι φτωχοί αλλά γεμάτοι με συμπόνια και πονόκαρδοι χριστιανοί, που στον πεινασμένο πρόσφεραν φαγητό και στον κουρασμένο έδιναν τόπο να ξαποστάσει! 

Θεέ μου, εξαφανίστηκαν όλα! Τα σήκωσε γρήγορα ο άνεμος και έμειναν μονάχα οι αναμνήσεις, που και αυτές το πέρασμα του χρόνου κοντεύει να τις παρασύρει μέσα από το κεφάλι του, για να πάψει να θυμάται μια Πατρίδα μακρινή, ξεχασμένη και νοσταλγική που τόσο «άδικα» την άφησε κάποτε..! 

Τον γέρο-Μάνθο, δεν τον χωρούσε άλλο πια αυτός ο καταραμένος τόπος! Κάθε μέρα του φαινόταν να τον πνίγει στο λαιμό με σκοπό να τον ξεκάνει. Τον γέρασε, τον έκανε άνθρωπο μισό με άσπρα τα μαλλιά, ενώ στην καρδιά του, έριξε χωρίς να λυπάται στεναγμούς και πίκρες. Έπρεπε λοιπόν να φύγει, να πάει μακριά από αυτόν, ρίχνοντας «μαύρη πέτρα» πίσω του και όρκο μεγάλο να κάνει στο Θεό που τον γέννησε, μήτε ποτέ να τον σκεφτεί, ούτε να ακούσει στα αυτιά του το αναθεματισμένο το όνομά του! 

Και η απόφασή του είναι μία: Να γυρίσει στο χωριό του. Να επιστρέψει κοντά στους τάφους των γονιών και των παππούδων του και εκεί δίπλα τους να «στρώσει» και αυτός κρεβάτι και να κοιμηθεί για πάντα. Εκεί πλάι τους, να αφήσει και αυτός την τελευταία του πνοή και να σκεπαστεί με τα γλυκά χώματα του τόπου του! 

Δεν τον ένοιαζε τι θα έλεγε ο κόσμος, που θα τον έβλεπε να επιστρέφει με «αδειανά» τα χέρια του, χωρίς τις «ασήκωτες» βαλίτσες και τα «πουγκιά» γεμάτα λεφτά. Ναι, ξέρουν όλοι πολύ καλά, πως πολλά χρόνια λείπει στα ξένα και ότι όλο αυτό το διάστημα πλουτίζει, αποκτά περιουσία, γίνεται του…«χρήματος»! 

Δεν ξέρουν όμως ότι για να τα πάρει κανένας αυτά, θα πρέπει να ανεβεί χιλιάδες φορές τον Γολγοθά, να ρίξει σταγόνα-σταγόνα το αίμα του και να χύσει ποτάμι το δάκρυ και μάλιστα πικρό! 

Γιατί στ’ αλήθεια ο άνθρωπος δούλεψε. Δούλεψε και μάλιστα σκληρά. Πάλεψε νύχτα και μέρα με τη φτώχεια και την ορφάνια. Έκανε αρκετά λεφτά, όσα του έφταναν να ζήσει ακόμα δυο ζωές! Ήταν όμως αδύνατον να τα κρατήσει, γιατί η μαύρη η μοίρα, του φύλαγε και άλλα φαρμακερά βέλη για να τον πληγώσει! 

Και έτσι μια μέρα, χωρίς ο ίδιος να το καταλάβει, βρέθηκε στο κρεβάτι της αρρώστιας. Οι στερήσεις, οι κακουχίες, ο «ξυλοδαρμός της ψυχής», εξάντλησαν το σώμα του αλλά και το πνεύμα και τον κατάντησαν ερείπιο σωστό, ένα πανί ξεσκισμένο από τις θύελλες και τους βοριάδες! 

Μέσα λοιπόν σε αυτό το χρόνο της απελπισίας και του «ανείπωτου» χαλασμού που πέρναγε, ξόδεψε όλα τα χρήματα που απόκτησε στους γιατρούς και τα νοσοκομεία για να γιάνει το κακό που τον πλάκωσε. Ένα κακό που δεν το περίμενε και τόσο άδικα ήρθε να σφραγίσει τη ζωή και το μέλλον του! 

Προς Θεού! Τι έπρεπε να κάνει ο άνθρωπος! Να αφήσει να πεθάνει για να κρατήσει ακέραιο το βιος του; Ποτέ. Από τα δύο κακά, καλύτερο είναι εκείνο, που δεν είναι τόσο φοβερό και ολέθριο και αυτό είναι τα χρήματα τα οποία από «τούδε» και στο εξής, όπως ήρθαν τα πράγματα, αν δεν τα ξόδευε για να γίνει καλά, δεν θα ήταν τίποτα άλλο, παρά μια ανόητη υπερηφάνεια πλούτου στη ζωή του γέρου-Μάνθου! 

Όχι, δεν τον κρατούσε άλλο πια αυτός ο αναθεματισμένος και τρισκατάρατος χώρος! Πολλά χρόνια τώρα ύπουλα του έτρωγε τα σωθικά και ώρα την ώρα τον έφερνε πιο κοντά στο θάνατο. Φτάνουν πια τα βάσανα. Τώρα έπρεπε να πάρει το «γλυκό» δρόμο της επιστροφής για την Πατρίδα, κοντά στους ανθρώπους που άφησε κάποτε χωρίς να το θέλει. Συνέχεια του ερχόταν στο νου, ότι χωρίς τους παλιούς του φίλους, τα «άγια» χώματα της γης που τον «έβγαλε» είναι ανάξιο και ανώφελο να υπάρχει στον κόσμο. 

-Στον τόπο μου ας γεράσω, έλεγε και ξανάλεγε και αναστέναζε βαθειά. Να πιω μια στάλα από το νεράκι του, να αναπνεύσω λίγο από τον αέρα του και ύστερα δεν με νοιάζει, ας δώσει ο Θεός να με πάρει μαζί Του! 

Τι δεν θα έδινε ο «φτωχός» γέροντας γι αυτά τα δύο πράγματα! Τα νόμιζε σαν το απαλό αεράκι, να ταράζουν τα φύλλα της καρδιάς του, να δροσίζουν το πυρωμένο μέτωπό του και ύστερα να του λένε τραγούδια «κρυφής» ελπίδας και «γλυκιάς» παρηγοριάς… 

Έβλεπε την όμορφη μέρα του γυρισμού σαν μια μέρα απολύτρωσης και όλο παρακαλούσε τον Πανάγαθο, να δώσει η Χάρις Του, αυτή η μέρα, να είναι όσο πιο γρήγορα γινόταν, γιατί όσο αργούσε τόσο πιο πολύ ένοιωθε τα γόνατά του να παραλύουν, να μην τον βαστάνε πια όρθιο, ενώ αυτή η καρδιά του, να χτυπάει με κόπο και αργά μέσα στα πονεμένα στήθη του, λες και μετρούσε τα χτυπήματα μέχρι το μοιραίο! 

Και δεν έπεφτε έξω. Ο θάνατος ολοένα γινόταν κοντύτερος στη ζωή του. Αισθανόταν να τον πλησιάζει με αργά βήματα και τόσο δυνατά που τράνταζαν το σώμα του και τον οδηγούσαν εκεί, «κατ’ ευθεία» στα μαύρα σκοτάδια του Άδη! 

Μα όμως πόσο να αντέξει η ψυχή! Η δύστυχη, με όση δύναμη της απέμεινε, πάλευε χρόνια, μήνες, ώρες μαζί του και κάθε τόσο κατόρθωνε να τον διώχνει και να κάνει κομμάτια το «κοφτερό» δρεπάνι του και έτσι να του δίνει παράταση στο «φως» της ζωής. Μέχρι πότε όμως; Μέχρι πότε θα νικά; 

Δεν μπόρεσε τελικά ο γέρο-Μάνθος να γυρίσει στο χωριό του! Τα όνειρα, οι επιθυμίες, οι φιλοδοξίες του για την πατρίδα, χώθηκαν βαθιά μέσα στον τάφο μαζί με το σώμα του και δεν έμεινε τίποτα. Τίποτα από εκείνο τον αγνό άνθρωπο της ξενιτειάς, που τόσο καιρό τον κράταγε μαζί της, δεμένο με τις αλυσίδες της! 

Ίσως όμως, ίσως, κάποιος εκεί στη μαύρη γη, στα καταραμένα τα ξένα, να έκλαψε γι αυτόν και ίσως, πάνω στο χώμα που βαρύ τον σκεπάζει, να του ανάβει τώρα ένα άσπρο κεράκι και έτσι να δείχνει την καλοσύνη του σαν άνθρωπος προς άνθρωπο, που αν και ποτέ δεν γνώρισε, προσπαθεί τώρα να τον δει με τα μάτια της ψυχής του… 

Θεέ μου, και να ευλογείται από Σένα! 

19-12-2018
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Χριστουγεννιάτικη εκδήλωση


Ένα υπέροχο και διασκεδαστικό απογευματινό πέρασαν την Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018 στο Παρθεναγωγείο Έδεσσας στο Βαρόσι, τα παιδιά, αλλά και οι γονείς και φίλοι, με την διαδραστική παρουσίαση του χριστουγεννιάτικου παραμυθιού της συγγραφέως Μαρίας Ποπκιώση: "Ποιός έκρυψε τον σάκο του Αϊ Βασίλη;".


Ένα μεγάλο ευχαριστώ στα κορίτσια του "Εδεσσαϊκού Θεάτρου" που στήριξαν την εκδήλωση με την απόλυτα πετυχημένη συμμετοχή τους.
Η εκδήλωση συνδιοργανώθηκε από τους "Βιβλιόφιλους Έδεσσας" και τον "Σύλλογο Φίλων Βιβλίου Ν. Πέλλας".




Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Εκδήλωση για τα παιδιά κάθε ηλικίας!



Εκδήλωση για τα παιδιά κάθε ηλικίας!

Την Κυριακή 16 Δεκεμβρίου και ώρα 6.00 μ.μ. στο Παλιό Παρθεναγωγείο Έδεσσας στο Βαρόσι, σας προσκαλούμε στην διαδραστική παρουσίαση του χριστουγεννιάτικου παραμυθιού της συγγραφέως Μαρίας Ποπκιώση με τίτλο: "Ποιός έκρυψε τον σάκο του Αϊ Βασίλη;" από τις εκδόσεις Ανάτυπο. 
Συμμετέχουν ξωτικά, καλικάντζαροι και φυσικά ο Αϊ Βασίλης! ΜΗΝ ΤΟ ΧΑΣΕΤΕ!

Περίληψη Παραμυθιού:
Τα ξωτικά τρέχουν πανικοβλημένα πάνω-κάτω. Εδώ και ώρα είναι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Πού είναι ο σάκος του Αϊ Βασίλη; Ποιος πήρε τον σάκο του Αϊ Βασίλη; Ποιος έκρυψε τον σάκο του Αϊ Βασίλη;


Διοργάνωση: 
Βιβλιόφιλοι Έδεσσας σε συνεργασία με τον Σύλλογο Φίλων Βιβλίου Ν. Πέλλας

Από το Δ.Σ.

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

Βιβλιοπαρουσίαση

Αναστασία Μαχαιρίδου, Δημήτρης Ευαγγελίδης, Κοσμάς Τσίναλης


Ιδιαίτερα επιτυχημένη ήταν η εκδήλωση παρουσίασης του μυθιστορήματος του Αντώνη Παυλίδη «Χαλαμονή», που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018 στις 11.00 πμ στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Έδεσσας στην παλιά πόλη (Βαρόσι), από τον Σύλλογο "Βιβλιόφιλοι Έδεσσας".

Για το βιβλίο μίλησαν οι εκπαιδευτικοί και πιστοποιημένοι εκπαιδευτές της ποντιακής διαλέκτου: Τσίναλης Κοσμάς, δάσκαλος, η Μαχαιρίδου Αναστασία, Φιλόλογος και ο συγγραφέας Αντώνης Παυλίδης. Την εκδήλωση συντόνισε ο Δημήτρης Ευαγγελίδης.

Την εκδήλωση ξεκίνησε με το καθιερωμένο καλωσόρισμα ο Πρόεδρος του Συλλόγου Τρύφων Ούρδας, ενώ χαιρετισμό απηύθυνε και ο Δήμαρχος Έδεσσας Δημήτρης Γιάννου.



Το καλλιτεχνικό μέρος της εκδήλωσης περιλάμβανε ένα δρώμενο εμπνευσμένο από ένα περιστατικό που περιγράφεται στο βιβλίο και απέδωσαν οι:
Νανόπουλος Παναγιώτης
Χατζής Χρήστος και
Λαζαρίδης Δημήτρης.




Ανάγνωση αποσπασμάτων από το βιβλίο έγινε από την Ροζαλία Γαβριηλίδου, η οποία επιμελήθηκε και οργάνωσε και το καλλιτεχνικό μέρος, ενώ τραγούδησε και έπαιξε λύρα η ταλαντούχος Ελένη Γότση.


Τα θερμά χειροκροτήματα του κοινού που ακούγονταν στην διάρκεια του καλλιτεχνικού μέρους ήταν μια ειλικρινής επιβράβευση των παραπάνω.  


  

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

ΤΟ ΤΣΑΓΚΑΡΑΔΙΚΟ



ΤΟ  ΤΣΑΓΚΑΡΑΔΙΚΟ


Σκυμμένος όλη μέρα πάνω στον μπάγκο, στη μηχανή και τα παπούτσια του ο κύριος Τάκος ο τσαγκάρης στην Αριδαία, δεν σήκωνε το βλέμμα του να κοιτάξει και λίγο πιο πέρα τη δουλειά του. Έραβε, μπάλωνε, ξήλωνε, διόρθωνε τα δέρματα και τις σόλες από τα παπούτσια, τέλειωνε το ένα ζευγάρι έπιανε το άλλο και άντε πάλι από την αρχή μέχρι να πλακώσει το σούρουπο και να ανάψει τη λάμπα. Τότε σιγά-σιγά ανέβαινε για το σπίτι του.

Βέβαια σίγουρο είναι, ότι ενώ δούλευε, έριχνε κάποιες γρήγορες και λοξές ματιές στους πελάτες του και τους χαμογελούσε κάτω από το γείσο της τραγιάσκας του, κάθε φορά που αυτοί, μέσα στο μαγαζί, «γκρίνιαζαν» για την αργοπορία στη διόρθωση των υποδημάτων τους. Όμως αυτός με ήρεμη φωνή και με ένα ύφος «άκρως» αφοπλιστικό και με λόγια που θα έλεγε κανένας πως δεν σήκωναν αντίλογο, τους έλεγε:

-Παιδιά αυτοί είμαστε και έτσι μένουμε! Το κατάστημα μπορεί να αργεί αλλά δεν λησμονεί! Κάνει ντόμπρα δουλειά! Όλοι να είναι ευχαριστημένοι! Και από κάτω με «περηφάνια» και με μια δόση χιούμορ συμπλήρωνε: 

-Και πού είστε! Εδώ δεν χωράει και «μέσον..!» Με τη σειρά σας όλοι θα πάρετε, εννοώντας φυσικά, ότι όλοι θα εξυπηρετηθούν με τη σειρά που του πηγαίνουν τα «πατούμενα».

Έτσι πέρναγαν οι καιροί και τα χρόνια, οι χειμώνες και τα καλοκαίρια με τον μάστορα καθισμένο στην ίδια ψάθινη καρέκλα, μπροστά στην ίδια μηχανή και με το ίδιο μεράκι να φτιάχνει και να επιδιορθώνει, «τριζάτα» σκαρπίνια κυρίων, κομψές γόβες και τακούνια γυναικών, μοντέρνα και φανταχτερά πέδιλα κοριτσιών, πού και πού παπουτσάκια για μικρά παιδιά, μέχρι και…«τσόκαρα» που του έφερναν από τα χωριά! 

Ωστόσο να μη φανταστεί κανένας, ότι ο περισσότερος κόσμος, είχε την πολυτέλεια να του φέρνει και πολλά ζευγάρια . Όχι φυσικά! Παπούτσια να φορέσουν δεν είχαν όλοι! Και αυτοί που είχαν, άντε να είχαν μονάχα ένα ζευγάρι. Και φυσικά αυτά ήταν τα «καλά» τους τα παπούτσια, που τα φορούσαν στις γιορτές, τα πανηγύρια και τους γάμους. Τις άλλες μέρες για το σπίτι, τα χωράφια και τις υπόλοιπες μετακινήσεις από τον ένα τόπο στον άλλο, τις έκαναν με τα τσαρούχια και στην καλύτερη περίπτωση με εκείνα τα «λαστιχένια» τα παπούτσια. Εδώ βέβαια δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε, πως υπήρχαν και περιπτώσεις που κάποιοι, ήθελαν να περπατάνε και «ξυπόλυτοι», μόνο και μόνο για να μη χαλάνε τα παπούτσια τους και έτσι να μη χρειάζεται να αγοράσουν καινούργια. Διότι τότε, πού να τρέχουν να βρούνε τα μαγαζιά να τα αγοράσουν και πάνω από όλα πού να βρούνε τα λεφτά!

Σάββατο το απόγευμα και το αφεντικό του μαγαζιού, ο κύριος Τάκος, ο αγαπητός σε όλους τεχνίτης παπουτσιών, είπε να κλείσει νωρίς σήμερα το κατάστημα. Αύριο ξημερώνει Κυριακή, μια μέρα ξεκούρασης και ησυχίας με την Εκκλησία το πρωί και ύστερα κανα-καφέ στο εστιατόριο του Καπερνίδη, δίπλα στο ποτάμι! Γι αυτό καλύτερα να πάει τώρα, νωρίς στο σπίτι του, προκειμένου να ετοιμαστεί και να το ρίξει στον ύπνο. 

Αρκετά από την Ανατολή δούλεψε με εκείνα τα λουστρίνια της κυρά-Φανής, της χοντρής της γειτόνισσας που κάθεται απέναντι και που κάθε τόσο τα χαλάει σε μια βόλτα που κάνει μέχρι το «τσιφλίκι» για να τα δείξει, «ασορτί» με το κλαδωτό της το φουστάνι, στη φιλενάδα της τη κυρά-Λιούνγκαινα. Ασχολήθηκε βέβαια για λίγο και με εκείνα τα παλιοτσάρουχα του Γιορδάνη του ταχυδρόμου, που και αυτός ο φουκαράς, όλη τη μέρα περπατάει, μοιράζοντας γράμματα για έναν ψευτομισθό που παίρνει από τον Οργανισμό και έτσι ζει την οικογένειά του. Ακόμα κάπου το μεσημέρι, πέρασαν «σφήνα» και ο Δήμαρχος ο Τυμπανίδης με τον Φρούραρχο τον Πετρόπουλο, ζητώντας επίμονα να τους καρφώσει καινούργια «πεταλάκια» κάτω από τις σόλες των παπουτσιών τους και έτσι έφτασε το βραδάκι χωρίς να το καταλάβει. Καιρός ήταν λοιπόν τώρα να εγκαταλείψει το μαγαζί! 

Έτσι κατέβασε τα κουρτινάκια στα παράθυρα, συμμάζεψε λίγο τα εργαλεία, φύσηξε και τη λάμπα να σβήσει και βγήκε έξω από την πόρτα. Την ώρα όμως που γύριζε το κλειδί για να κλειδώσει, από μακριά και πίσω του, μέσα στο σκοτάδι άκουσε κάποιους να τον φωνάζουν:

-Μάστορα μην κλείνεις, κάτσε πρώτα να σου πούμε!

Ξαφνιασμένος γύρισε και είδε δυο άτομα, όσο μπορούσε να τα διακρίνει δηλαδή μέσα στη μαυρίλα, λαχανιασμένα και ιδρωμένα, να τρέχουν προς το μέρος του και με κόμπους στο λαιμό εξ αιτίας της κούρασης, να του λένε και να του ξαναλένε να περιμένει:

-Μάστορα μην κλείνεις, τελικά πήρε το λόγο και είπε ο ένας από αυτούς, που φαινόταν και μεγαλύτερος στην ηλικία. Θέλουμε να σου πούμε για μια ζημιά που πάθαμε σήμερα το μεσημέρι από ένα σκυλί εκεί στη γειτονιά μας στο χωριό. Που λες, χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι, το παλιόσκυλο άρπαξε από τη μέσα πόρτα του σπιτιού μας, τα «ολοκαίνουργια» παπούτσια του παιδιού μου, και έδειξε το συνοδό του, και με τα άλλα σκυλιά τα κάνανε κομμάτια..! Μετά ο άνθρωπος, αφού πήρε κάμποσες αναπνοές, συνέχισε:

-Και το παιδί αύριο μάστορα παντρεύεται! Δεν έχει άλλα να φορέσει για το γάμο. Πού να παραγγείλουμε και καινούργια! Μαγαζιά που πουλάνε έτοιμα, έχει μόνο στη Θεσσαλονίκη. Όμως… πότε να πάμε τώρα να τα πάρουμε. Δυο-τρεις που ρωτήσαμε στο χωριό να μας δανείσουν προσωρινά τα δικά τους δεν ταιριάζανε στα πόδια! Το ένα ζευγάρι ήταν μικρό το άλλο μεγάλο! Σε παρακαλούμε, πάρε τα αυτά τα κομματιασμένα και διόρθωσέ τα ή κάνε μας καινούργια. Πάντως αύριο Κυριακή, μέχρι το μεσημέρι που θα γίνει η στέψη πρέπει να τα έχουμε!

Στη τελευταία του λέξη, μέσα από έναν ντορβά που τον είχε κρεμασμένο στον ώμο του, έβγαλε τα κατεστραμμένα παπούτσια και τα έδειξε στον τσαγκάρη, που όση ώρα του μίλαγε τον κοίταζε έκπληκτος στο πρόσωπο.

Ο κύριος Τάκος με μια γρήγορη κίνηση τα πήρε στα χέρια του και πραγματικά του ήρθε να γελάσει. Αυτά δεν ήταν παπούτσια! Κάποτε βέβαια μπορεί να ήταν. Τώρα όμως, έμοιαζαν περισσότερο με ξεσκισμένα κουρέλια! Όπως τα έβλεπε, ούτε λόγος για επιδιόρθωση, αφού στο ένα από το ζευγάρι έλλειπε η μισή η σόλα και η μπροστινή η μύτη του και το άλλο δεν είχε απάνω του δέρμα να δέσουν τα κορδόνια. Χώρια που από τις πολλές δαγκωματιές τα καημένα, έχασαν το μαύρο το χρώμα τους που ήταν βαμμένα και φάνηκε σκέτο το άσπρο χρώμα του δέρματος, εκείνου του ζώου που προέρχονταν! Έτσι λοιπόν, αφού τα έριξε ακόμα μια τελευταία ματιά στο μισοσκόταδο, με ήρεμη φωνή τους είπε: 

-Ρε παιδιά, αυτά δεν είναι παπούτσια για να φτιαχτούν! Καταστράφηκαν τελείως…

-Τι λες μάστορα, τον διέκοψε πάλι απότομα ο άλλος που του μίλαγε και με την αγωνία τώρα περισσότερο ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Τότε αν είναι, σχεδόν του φώναζε, να του φτιάξεις άλλα. Καινούργια παπούτσια του παιδιού. Πώς θα πάει αύριο στην Εκκλησία για να παντρευτεί! Ξυπόλυτος με γραβάτα και κουστούμι δεν γίνεται! Σε παρακαλώ, πληρώνουμε όσα-όσα. Εγώ που σου μιλάω είμαι ο πατέρας αυτού του παιδιού! Σε παρακαλώ..! 

Σε μεγάλη δυσκολία ήρθε ο μάστορας έξω από την πόρτα του μαγαζιού του, απόψε Σαββατόβραδο με το σκοτάδι να πέφτει τώρα για τα καλά στην πόλη της Αριδαίας και με τα δυο άτομα να τον παρακαλάνε όλο και περισσότερο, σχεδόν να τον ικετεύουν, έτοιμοι αν χρειασθεί να πέσουν και στα πόδια του, προκειμένου να τους τελειώσει τη δουλειά, αυτόν τον «νταλκά» που είχαν στο κεφάλι τους. Και ο ίδιος! Αύριο Κυριακή μέρα, θέλει από τώρα να πάει στο σπίτι του, να πέσει για ύπνο και να ξεκουραστεί μετά την ταλαιπωρία της μέρας πάνω στην καρέκλα, δουλεύοντας τα παπούτσια των πελατών του, τη μια με τη μηχανή και την άλλη με τα χέρια.

Αλλά όμως στους ανθρώπους, εδώ και τώρα πρέπει να δώσει μια απάντηση. Θετική ή αρνητική! Θα κάτσει να φτιάξει τα παπούτσια στο παιδί, που με τον πατέρα του τον κοιτάνε στα μάτια ή θα τους πει πως αυτό είναι αδύνατο να γίνει μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και έτσι να ψάξουν να βρούνε άλλη λύση! Γιατί εδώ που τα λέμε, τα παπούτσια δεν τα φτιάχνει όλα η μηχανή. Περισσότερο τα φτιάχνουν τα χέρια και αυτό θέλει χρόνο! 

Ωστόσο πριν απαντήσει, πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη του, πως το παιδί που είναι απέναντί του παντρεύεται. Πώς θα το δει ο κόσμος! Πώς θα εμφανιστεί στην Εκκλησία, μπροστά στον παπά χωρίς παπούτσια και «εν τέλει» πώς θα «πατήσει», αν προλάβει φυσικά, το πόδι της νύφης στο άκουσμα της επιστολής εκείνης του Αποστόλου « η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα !» Βρε κακό που τον βρήκε απόψε τον άμοιρο και μάλιστα χωρίς να φταίει!

Με κατεβασμένο το κεφάλι, ξανάβαλε το κλειδί στην πόρτα και μπήκε στο μαγαζί. Από κοντά τον ακολούθησαν και οι άλλοι. Με αργές κινήσεις και με το τσακμάκι που είχε στην τσέπη του, άναψε τη σβησμένη λάμπα και έκατσε πάλι στην καρέκλα. Έτριψε τα μάτια του με τα χέρια, τίναξε το κεφάλι του προς τα πίσω και έβγαλε έναν μικρό αναστεναγμό. Πήρε από το συρτάρι ένα μολύβι, μαζί με ένα χοντρό πετσί και απευθυνόμενος προς το παιδί, του είπε:

-Φέρε τα πόδια σου εδώ να πάρουμε τα μέτρα για τα παπούτσια..! 

Τελικά ο μάστορας είχε πάρει την απόφασή του. Θα έφτιαχνε τα καινούργια παπούτσια, όπως του ζήτησαν οι απρόσμενοι βραδινοί πελάτες του. Όχι πως είχε τόσο μεγάλη ανάγκη τα λεφτά που θα έπαιρνε από αυτή τη δουλειά, όσο γιατί σαν άνθρωπος ήθελε να εξυπηρετήσει τους δυο συνανθρώπους του, που ήρθαν στην πόρτα του σπιτιού του και με την ψυχή στο στόμα, ζήταγαν να τους βοηθήσει!

Έτσι, σαν είπανε και για τα λεφτά, ο φιλότιμος παπουτσής έπιασε αμέσως δουλειά. Δεν ήταν εύκολη η απόφαση που πήρε, να φτιάξει τα παπούτσια μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα! Αν και νύσταζε τρομερά και τα μάτια του έπεφταν στο πάτωμα για να τα κλείσει, πολύ γρήγορα ετοίμασε τα δέρματα, τις σόλες, τα καρφιά, τις κόλλες, το χρώμα και άρχιζε να τα δοκιμάζει πάνω στο «καλαπόδι». Έπρεπε να βιαστεί και δεν είχε καιρό για χάσιμο..!

Με τη «φτουρά» της δουλειάς, στο μεγάλο ρολόι του τοίχου μέσα στο μαγαζί , η ώρα πήγε δώδεκα τα μεσάνυχτα, τρεις το πρωί, εφτά το χάραμα, ώσπου λίγη ώρα μετά άκουσε και την καμπάνα να χτυπάει για την Εκκλησία. Εδώ ο τσαγκάρης σταμάτησε και έκανε το σταυρό του. Ύστερα με αρκετή δυσκολία, εξ αιτίας της πολύωρης εργασίας, ανέβηκε πάνω στο σπίτι του για να πλυθεί και να αλλάξει, προκειμένου να πάει στη Θεία Λειτουργία και να ανάψει ένα κεράκι. Μετά την Εκκλησία αντί για την καθιερωμένη βόλτα, θα στρωνόταν και πάλι στη δουλειά, έτσι ώστε μέχρι το απόγευμα, τα παπούτσια να ήταν έτοιμα, όπως το υποσχέθηκε!

Πραγματικά έτσι και έγινε! Μέχρι λίγο πριν το μεσημέρι, τα παπούτσια ήταν έτοιμα. Περιποιημένα, λουστραρισμένα, φιγουράτα, φτιαγμένα με την τελευταία λέξη της μόδας, έτοιμα να φορεθούν! Με περηφάνια ο μάστορας, που τα τέλειωσε τόσο γρήγορα αλλά και που έγιναν τόσο όμορφα, τα ακούμπησε πάνω στον πάγκο και τα χάζευε από μακριά, περιμένοντας από λεπτό σε λεπτό να χτυπήσει η πόρτα και να έρθουν να τα πάρουν για τον γάμο.

Η ώρα όμως περνούσε και κανένας δεν φαινόταν να έρχεται. Άρχισε να ανησυχεί. Το απόγευμα είπαν πως θα έρχονταν και τώρα ο ήλιος κοντεύει να βασιλέψει! Ούτε φωνή ούτε ακρόαση από τους ενδιαφερόμενους. Τι μπορεί να έγινε άραγε; Και να σκεφτεί κανείς, πως για να είναι συνεπής στο λόγο του, δούλευε ασταμάτητα όλη τη νύχτα!

Με την απορία και την απογοήτευση πλημμύρα στην ψυχή του μήπως τον κορόιδεψαν, ο τσαγκάρης αργά το σούρουπο, έκλεισε το μαγαζί και όπως ήταν πολύ κουρασμένος, ανέβηκε πάνω στο σπίτι του για να κοιμηθεί! 

Φθινόπωρο στην Αριδαία του έτους 1923. Η Πέμπτη που ξημέρωνε δεν θα ήταν βροχερή, όπως έδειχνε από το βράδυ της προηγούμενης μέρας. Ο ήλιος πετάχτηκε λαμπερός από πολύ νωρίς πάνω από τα βουνά και όσο ανέβαινε έκανε τη μέρα καλοκαιριάτικη και την ατμόσφαιρα γύρω καθαρή και χαρούμενη. Ευκαιρία να κατέβει στο παζάρι ο κόσμος από τα χωριά και να ψωνίσει, ό,τι έχει ανάγκη για το νοικοκυριό του από τους παζαρτζήδες, που έστησαν από το πρωί τα σεργιά τους στους δρόμους γύρω από την πλατεία και στις γέφυρες πάνω από τα ποτάμια. Ευκαιρία ακόμα, να γεμίσουν και τα καφενεία με κόσμο, σερβίροντας καλοψημένους καφέδες και ιδιαίτερα για τους περισσότερο μερακλήδες, ουζάκια και κρασιά, συνοδευόμενα με κλαρίνο ή γκάιντα. Ακόμα τέλος να δουλέψουν, οι σαμαρτζήδες, οι καροποιοί, οι γανωτές, οι ακονιστές ψαλιδιών και μαχαιριών αλλά και εκείνοι οι ταλαίπωροι οι πεταλωτές , που κάθε τέτοια μέρα τους ψήνει ο ήλιος, πέρα εκεί στην άκρη του παζαριού, στο «χαιβάν παζάρ» όπως το λένε, «περιποιούμενοι» τα πόδια των αλόγων. Τι να πει κανείς!

Ένα παζάρι που τα έχει όλα! Από βελόνι μέχρι και…νύφες για όσους τη μέρα αυτοί, ντύνονται γαμπροί και στο πίσω μέρος του μυαλού τους, γυρεύουν γυναίκα για να παντρευτούν και έτσι «πονηρά» και υπομονετικά, παρατηρούν μέσα από τις τέντες των πάγκων, τις κόρες που συνοδεύονται από τις μανάδες τους, στολισμένες από πάνω μέχρι και κάτω, φορώντας, πολύχρωμα φουστάνια με κεντημένες ποδιές στη μέση και κάλτσες στα πόδια καθώς και κάτασπρη μαντήλα στο κεφάλι με εκείνο το χαρακτηριστικό κόκκινο τριαντάφυλλο στο αυτί! 

Σήμερα λοιπόν Πέμπτη και στο τσαγκαράδικο του κυρίου Τάκου, μπήκε και βγήκε αρκετός κόσμος για τα παπούτσια του. Ήτανε όπως είπαμε, αγαπητό πρόσωπο στην κοινωνία και καλός μάστορας, γι αυτό και ο καθένας από τους πελάτες του, μπορούσε να τον εμπιστευθεί στο φτιάξιμο των παπουτσιών του! Μα σε κάποια στιγμή προς το μεσημέρι, το κατάστημα άδειασε από όλους τους πελάτες του και ο ίδιος έμεινε μόνος του, απερίσπαστος στη δουλειά του. Ήθελε σήμερα τουλάχιστον να επιδιορθώσει ένα ζευγάρι παπούτσια, που του έστειλε ένας ξάδερφος, ζωέμπορας από το χωριό, εξαιρετικής ποιότητας πράμα που λέμε, αμερικανικής κατασκευής, που τα φόραγε ο άνθρωπος, σαν καλά που ήτανε μονάχα τα Χριστούγεννα και το Πάσχα και τώρα τελευταία, καθημερινά στις μετακινήσεις του για τις αγορές ζώων. 

Έτσι ενώ έφτανε προς το τέλος της εργασίας, είδε να μπαίνει στο μαγαζί, κάποιος που δεν θα έλεγε με βεβαιότητα ότι του ήταν άγνωστος! Ήταν ένας άνδρας αρκετά νέος, ψηλός με αραιό μουστάκι και με μικρά μαύρα χτενισμένα μαλλιά. Φορούσε άσπρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι, ενώ στα πόδια του είχε καφέ στρατιωτικά άρβυλα. Μόλις ο μάστορας τον είδε όρθιο να στέκεται απέναντί του, έτοιμος να του μιλήσει, το κεφάλι του πήγε να σπάσει καθώς με τη μνήμη του έψαχνε να βρει, αν τέλος πάντων τον γνωρίζει ή μήπως αυτό ήταν απλώς μια πλάνη! Όμως όσο και αν προσπαθούσε δεν γινόταν τίποτα! Τίποτα δεν μπορούσε να θυμηθεί από αυτόν τον άνθρωπο, που ήταν μαζί του μέσα στο μαγαζί..!

-Κύριε… άρχισε να του λέει ο «γνωστός» και συγχρόνως ο «άγνωστος», κοιτάζοντας πιο πολύ το πάτωμα σαν να ντρεπόταν. Κύριε επανέλαβε, βλέποντάς τον όμως αυτή τη δεύτερη φορά στα μάτια, λες και από κάπου πήρε κουράγιο. Ήρθα να πάρω εκείνα τα παπούτσια που τα παρήγγειλα πριν από τέσσερα χρόνια, εδώ ένα βράδυ με τον πατέρα μου, επειδή όπως σου είπαμε την ίδια μέρα μου τα φάγανε τα σκυλιά και έτσι δεν είχα να φορέσω την επόμενη μέρα, Κυριακή του γάμου μου. Εσύ βέβαια είναι σίγουρο ότι τα έφτιαξες! Εγώ όμως δυστυχώς δεν μπόρεσα τότε να έρθω να τα πάρω για να τα φορέσω και να παντρευτώ, γιατί το ίδιο βράδυ έγινε επιστράτευση! Τρεις χωροφύλακες ήρθαν στο σπίτι μας και με πήραν, για να πάμε μαζί με δυο άλλους χωριανούς μας στην Αθήνα και από εκεί στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Εκεί δώσαμε πολλές μάχες και νικήσαμε. Μα είναι θαύμα που ζούμε. Τώρα όμως που τελείωσε ο πόλεμος, ήρθα να τα πάρω. Συγνώμη που άργησα τόσα χρόνια. Αλλά τόσο χρειάστηκε να είμαι στρατιώτης και ο πατέρας μου δεν ζει πια. Πόσο κάνουν και για την καθυστέρηση να πληρώσω παραπάνω..!

Μέχρις απάνω τινάχτηκε ο μάστορας ο τσαγκάρης, σαν άκουσε τι του έλεγε ο άνθρωπος που μπήκε μεσημεριάτικα στο μαγαζί του. Καλά λοιπόν του ερχότανε στο κεφάλι, πως κάπου τον ξαναείδε. Δεν μπορούσε όμως να πιστέψει σε αυτά που έβλεπε και σε αυτά που άκουγε. Όχι πως ξέχασε το βράδυ εκείνο, που πατέρας και γιος τον παρακαλούσαν να φτιάξει τα παπούτσια αλλά να, μετά από τόσα χρόνια είχε ξεγράψει πως θα έρθουν να τα πάρουν! 

Βέβαια από την άλλη μεριά και αυτός δεν έψαξε τους ανθρώπους αυτούς, ούτε και ρώτησε για την τύχη τους! Αλλά και πάλι είχε δίκαιο. Δεν γνώριζε τα ονόματά τους, ακόμα και αυτόν τον τόπο καταγωγής τους. Ποιόν να ρωτήσει για να μάθει. Τόσα χωριά έχει η Αριδαία γύρω της! Έτσι μια και αυτοί δεν ξαναφάνηκαν, τα πήρε και αυτός και τα έβαλε σε μια θέση βαθιά μέσα στα ράφια, κυριολεκτικά τα εγκατέλειψε εκεί, μέρα με τη μέρα να σκονίζονται και από τότε ούτε που νοιάστηκε ποτέ γι αυτά. Ωστόσο όμως, κάθε φορά που τα καθάριζε , θυμόταν αυτούς που τα παρήγγειλαν και προς στιγμή τον έτρωγε η περιέργεια, γιατί τόσα χρόνια δεν πέρασαν να τον δουν και να τα πάρουν. Ύστερα πάλι με τη δουλειά τα ξεχνούσε και άντε πάλι από την αρχή… 

Και τώρα να πως λύνεται το μυστήριο! Το παιδί απέναντί του στάθηκε πολύ άτυχο στη ζωή, γιατί όπως τώρα πληροφορήθηκε, μια ανάσα πριν από το γάμο του, έφυγε στρατιώτης για να πολεμήσει. Πού να είχε καιρό για παντρειές και για…καινούργια παπούτσια! Πού να φανταζόταν το άμοιρο τι έκπληξη του φύλαγε η τύχη, μια μέρα πριν από τον γάμο του! Δυστυχώς πολλές φορές η μοίρα των ανθρώπων, παίζει μαζί τους πολλά και άσχημα παιχνίδια. Γι αυτό και ποτέ κανένας να μην μιλάει με σιγουριά για το μέλλον του. Ούτε καν και για την «επόμενη» μέρα!

Με πολύ κόπο, από το μεγάλο σόκ που έπαθε ο μάστορας ακούγοντας την ιστορία, τράβηξε την καρέκλα από τον πάγκο που καθόταν και σηκώθηκε πάνω. Πλησίασε το παλικάρι και άνοιξε τα χέρια του για να το αγκαλιάσει. Συγκινημένος από όλα όσα άκουσε με δάκρυα στα μάτια και με χείλη που έτρεμαν, του είπε:

-Παιδί μου με έκανες να κλάψω για όλα όσα άκουσα πως τράβηξες. Πώς είναι δυνατόν να ξεχάσω, το βράδυ εκείνο που ήρθες στο μαγαζί με τον πατέρα σου! Και πώς είναι δυνατόν να ξεχάσω όλη τη νύχτα, που δούλευα για να σου φτιάξω τα παπούτσια! Όμως, έτσι που έγιναν τα πράγματα, χαλάλι σου που δεν ήρθες τόσα χρόνια να τα πάρεις! Τώρα δεν ξέρω αν παντρεύτηκες, μα σου αξίζουν καινούργια παπούτσια. Να ξεκουραστούνε τα πόδια σου από τα άρβυλα που φοράς. Αύριο κιόλας αρχίζω δουλειά για σένα! Πες μου μονάχα αυτή τη φορά, ποιος είσαι και από πού κατάγεσαι;

-Πέτρο με λένε είπε το παιδί, λίγο σαστισμένο από τα λόγια του μάστορα! Πέτρο και είμαι από τη Δωροθέα. Και αν το θέλει ο Θεός, λέω να παντρευτώ την Άνοιξη μετά το Πάσχα..!

Κάπου στο κέντρο της Αριδαίας, ανάμεσα σε παλιές και καινούργιες πολυκατοικίες, ένα μικρό και ανήλιο ισόγειο κατάστημα, όπου μέσα του στριμώχνονται να χωρέσουν ασφυκτικά, ένας σαρακοφαγωμένος πάγκος και δυο κιτρινισμένα από το χρόνο ράφια με σκονισμένα παπούτσια, καθώς και μια φθαρμένη από τη χρήση μηχανή και εργαλεία, φτάνουν μελαγχολικά στο σήμερα και μιλάνε για το παρελθόν τους. Του δίνουν χαρτί και μολύβι να γράψει, ό,τι στο διάβα του χρόνου που λειτούργησαν, τα συγκίνησε περισσότερο.

Είναι το «τσαγκαράδικο» του διηγήματός μας..!                         

ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ       8-9-2017




                                                                                                      

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

H «Xαλαμονή» του ποντιακού ελληνισμού την Κυριακή 11/11 στην Έδεσσα



ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

H «Xαλαμονή» του ποντιακού ελληνισμού
την Κυριακή 11 Νοεμβρίου στην Έδεσσα.

Την Κυριακή 11 Νοεμβρίου στις 11.00  στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Έδεσσας στην παλιά πόλη (Βαρόσι), ο Σύλλογος Βιβλιοφίλων Έδεσσας και οι εκδόσεις Λιβάνη παρουσιάζουν το μυθιστόρημα του Αντώνη Παυλίδη «Χαλαμονή». Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι εκπαιδευτικοί και πιστοποιημένοι εκπαιδευτές της ποντιακής διαλέκτου: Τσίναλης Κοσμάς, δάσκαλος, η Μαχαιρίδου Αναστασία, Φιλόλογος και ο Συγγραφέας Αντώνης Παυλίδης. Την εκδήλωση θα συντονίσει ο Συγγραφέας Δημήτρης Ευαγγελίδης.
      Η «Χαλαμονή» (ποντιακή λέξη που σημαίνει «χαλασμός», «καταστροφή») είναι μια πρωτότυπη ιστορία θαυμάτων,  ανθρωπιάς,   χαράς, πόνου και διεκδίκησης. Μια απόπειρα καταγραφής της ιστορίας του ποντιακού ελληνισμού μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας. Μια νοσταλγική κατάδυση  στον   μυστηριακό   κόσμο της Ανατολής, ένα μοναδικό ταξίδι στη μαγεία των γεύσεων,  των χρωμάτων,  των  αρωμάτων, των τόπων, των ανθρώπων.
      Ο παππούς του βασικού ήρωα ταξιδεύει στα τέλη του 19ου αιώνα  στην  Τραπεζούντα και στη   συνέχεια   στη  γη των προγόνων  του, το  Σταυρί, την καρδιά των Κρυπτοχριστιανών της ποντιακής ενδοχώρας.  Οι εμπειρίες    αυτού   του  ταξιδιού αυτογνωσίας, σ’ έναν συναρπαστικό κόσμο χαμένο στην αχλή του χρόνου, τον σημαδεύουν ανεξίτηλα.
      Ο κεντρικός ήρωας γεννιέται σ’ ένα χωριό κοντά στη Σαμψούντα και μετά τα πρώτα ξένοιαστα χρόνια βιώνει τη φρίκη, τις εξορίες, τη διάσωσή του μ’ έναν απίστευτο τρόπο.  Έρχεται   στην  Ελλάδα,  παντρεύεται με  μια Μικρασιάτισσα και  τη δεκαετία του ’50 επιστρέφει στον γενέθλιο  τόπο, όπου τα συναπαντήματα και οι  συγκινήσεις του είναι πρωτόγνωρες.   
      Ο  εγγονός του  κεντρικού  ήρωα επισκέπτεται το 2000 την Κωνσταντινούπολη, για ν’ αποκτήσει τους τίτλους ιδιοκτησίας της περιουσίας που εκείνος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει στην Ανατολή. Μέσα απ’ αυτό το ταξίδι παρατηρούμε όχι μόνο εικόνες της εμβληματικής πρωτεύουσας της Ρωμιοσύνης, της «ομορφότερης πόλης του κόσμου», αλλά και την πορεία της ομογένειας κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, καθώς και άκρως ενδιαφέρουσες όψεις της σύγχρονης Τουρκικής κοινωνίας, που προέρχονται από την ιστορία της περιοχής.-

«Το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα του Αντώνη Παυλίδη, που καταγράφει, με τρόπο εξαιρετικά συγκλονιστικό την πορεία του ποντιακού ελληνισμού δια μέσου των αιώνων, μας αγγίζει ψυχικά όλους μας με την ευαισθησία του και μας δονεί με το συγκινησιακό του ρίγος. Συγχαίρουμε ολόθερμα το συγγραφέα, γιατί προσφέρει ένα υπέροχο δώρο προς τον ελληνισμό, προστιθέμενο επάξια στη σχετική ποντιακή βιβλιογραφία. Είμαστε απόλυτα σίγουροι, ότι θα διαβαστεί όχι μόνο από τους ποντιακής καταγωγής συμπατριώτες μας, αλλά και από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό και τη σπουδάζουσα νεολαία και θα εμπλουτίσει τις σχολικές και δημόσιες βιβλιοθήκες της χώρας μας, αλλά και από τον απόδημο ελληνισμό, ευχόμενοι ολόψυχα και εκ βάθους καρδιάς, το ιστορικό αυτό επίτευγμα - άθλος του Αντώνη Παυλίδη να είναι καλοτάξιδο και η συγγραφική του παραγωγή να είναι αειφόρα, ελπιδοφόρα και δημιουργική».

Δρ Αναστάσιος  Στέφος, Συγγραφέας, Επ. Σχολ. Σύμβουλος Φιλολόγων,  πρ. Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων.


Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

Βιβλιοπαρουσίαση: ΡΟΥΠΕΛ


ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Το Δ.Σ. του Συλλόγου «Βιβλιόφιλοι Έδεσσας»

σας προσκαλεί

την Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018 και ώρα 18.30΄ 

στην Αίθουσα του Πολιτιστικού κέντρου του Δήμου Έδεσσας

στην παρουσίαση του βιβλίου του Ηλία Κοτρίδη:

«ΡΟΥΠΕΛ - αναμνήσεις των πρωταγωνιστών»

Ομιλητές: 

Δημήτρης Ευαγγελίδης και ο συγγραφέας

Την εκδήλωση θα συντονίσει ο δημοσιογράφος 
Χρήστος Δημητριάδης 

Θα γίνει προβολή αυθεντικών στιγμιοτύπων 
από τα Γερμανικά αρχεία.



Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Οι «χιλμπίληδες» της Ευρώπης και της Ελλάδας...



Τον περασμένο Μάιο κυκλοφόρησε στην Αθήνα από τις εκδόσεις Δώμα το βιβλίο του Αμερικανού Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς, με τον ξεχωριστό τίτλο «Το τραγούδι του Χιλμπίλη».

Εκεί, ο μόλις 34 ετών συγγραφέας, που έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια, κινδύνευσε να εγκαταλείψει το Λύκειο, αλλά κατάφερε να ξεφύγει και να αποφοιτήσει αργότερα από την ξεχωριστή Νομική Σχολή του Γέιλ,  καταγράφει τις προσωπικές του εμπειρίες από την κατεστραμμένη επαρχιακή ζώνη των άλλοτε ανεπτυγμένων βιομηχανικών μεσοδυτικών Πολιτειών.

Οι «χιλμπίληδες», κάτοικοι των λόφων νοτίως της οροσειράς των Απαλαχίων, ιρλανδοσκωτσέζικης καταγωγής, διακριτοί από τους χαρακτηριστικούς κόκκινους σβέρκους, την πίστη στις παραδόσεις της καταγωγής τους και την εμμονή τους στον τόπο των πρώτων αποίκων προγόνων τους, έζησαν όλες τις μεταπτώσεις της αμερικανικής Ιστορίας και ζωής.

Ξεκίνησαν ως κολλήγοι στα μεγάλα κτήματα των γαιοκτημόνων του Οχάιο και του Κεντάκι, μεταπήδησαν αργότερα στα ανθρακωρυχεία της περιοχής και μετέπειτα διακρίθηκαν ως εργάτες στις χαλυβουργίες και στις βαριές βιομηχανίες που εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη ζώνη των Απαλαχίων. Και τώρα με την κατάρρευση της βιομηχανίας, άνεργοι, περιθωριοποιημένοι, ανεκπαίδευτοι, πνιγμένοι στη φτώχεια των επιδομάτων και στη δίνη της μειωμένης αυτοεκτίμησης που γεννά η μακροχρόνια χρήση των ναρκωτικών.

Οι άλλοτε περήφανοι και για πολλούς ιδιόμορφοι «χιλμπίληδες» είναι σήμερα συνώνυμοι των «λευκών σκουπιδιών», από τις ταχύτερα φτωχοποιημένες ομάδες της Αμερικής, με το μικρότερο προσδόκιμο, σε δυσμενέστερη θέση ακόμη και από τους καταφρονεμένους μαύρους και τους παράνομους ισπανόφωνους που μεταναστεύουν μαζικά στις ΗΠΑ από το γειτονικό Μεξικό.

Ο συγγραφέας περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τη μετάπτωση των «χιλμπίληδων» με τα αμάνικα πουκάμισα στην αμορφωσιά και στην αυτοκαταστροφική περιθωριοποίηση, φανερώνοντας ταυτόχρονα το προνομιακό πεδίο πολιτικής δράσης του λαϊκιστή Ντόναλντ Τραμπ.


Όπως σχολίασε ο βρετανικός «Εconomist», ο Ντέιβιντ Βανς έδωσε στον κόσμο ό,τι καλύτερο για την τρέχουσα αμερικανική εξέλιξη και κρίση.

Το δυστύχημα είναι ότι το εξελισσόμενο κοινωνικό φαινόμενο καθυστέρησης και οπισθοχώρησης στους λόφους των Απαλαχίων δεν είναι μοναδικό στη Δύση. Συναντάται και στην Ευρώπη. Επίσης τέτοιοι θύλακοι υποβάθμισης και περιθωριοποίησης τείνουν να καταγραφούν και στην Ελλάδα. Στην Αθήνα πέρα από το ποτάμι, στο Πέραμα, στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης και αλλού καταγράφονται ανάλογες τάσεις, με ευκρινέστερα συμπτώματα την πρόωρη εγκατάλειψη της βασικής εκπαίδευσης, την ταυτόχρονη άνθηση της μικροεγκληματικότητας και της χρήσης των ναρκωτικών.

Κατά σύμπτωση, όπως και στις ΗΠΑ από την ίδια περιθωριακή κοινωνική ζώνη αλιεύουν ψηφοφόρους και υποστηρικτές οι κάθε λογής λαϊκιστές της Ακροδεξιάς και της αντιπολιτικής.

Κακά τα ψέματα, η κρίση και η μονομέρεια των ασύδοτων ελεύθερων αγορών ενισχύουν τις τάσεις συγκέντρωσης οικονομικής ισχύος, μεταφέρουν δύναμη στους ισχυρότερους ομίλους, αφαιρώντας αντιστοίχως διαπραγματευτική ισχύ και δικαιώματα από τους εργαζομένους και τη μεσαία τάξη, συγκρατούν τις αμοιβές και τον πληθωρισμό και βεβαίως περιορίζουν δια της ανισοκατανομής τους κοινωνικούς πόρους στην κρίσιμη για την κοινωνική κινητικότητα Παιδεία και στην επίσης καθοριστική για τη ζωή των ανθρώπων Υγεία.  

Ηδη σε ολόκληρη την Ευρώπη καταγράφεται ταχεία ανάπτυξη των δυνάμεων του λαϊκισμού και της αντιπολιτικής, σε σημείο που ορισμένοι προβλέπουν ότι οι Βρυξέλλες το βράδυ των ευρωεκλογών του προσεχούς Μαΐου θα ζήσουν μια άλλη «νύχτα κρυστάλλων».

Υπάρχει δυστυχώς βάση ανάπτυξης «χιλμπίληδων» στη Γηραιά Ήπειρο και στην Ελλάδα βεβαίως. Γεγονός που απαιτεί τάχιστα γενναίες αναθεωρήσεις της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής. Πριν να είναι αργά... 






Καρακούσης Αντώνης







Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Η Μικρασιατική τραγωδία "υπ' αυτόπτου μάρτυρος"



Η καταγεγραμμένη μνήμη του Μιχαήλ Αγγέλου ανήκει στην κατηγορία εκείνη των κειμένων με τα οποία τα θύματα μια μεγάλης καταστροφής προσπαθούν να αποτρέψουν τον αφανισμό της από τη μνήμη της ανθρωπότητας. Ο Αγγέλου ήταν ένας διανοούμενος Μικρασιάτης, γεννημένος στην κωμόπολη Κιουπλιά της Βιθυνίας, ο οποίος βρέθηκε μέσα στη δίνη των γεγονότων έχοντας τη δυνατότητα ερμηνείας της ιστορικής στιγμής. Το κείμενό του βρίσκεται κάπου μεταξύ των μονογραφιών των διανοουμένων και των προσωπικών αφηγήσεων της πρώτης γενιάς των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, όπως του Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη ("Τα τελευταία έτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας"), του Γεωργίου Κ. Βαλαβάνη ("Σύγχρονος γενική ιστορία του Πόντου"), του Ηλία Βενέζη ("Το νούμερο 31328"), κ.ά. [...]


Ο Μιχαήλ Αγγέλου (1882-1968) γεννήθηκε στα Κιουπλιά της επαρχίας Βιθυνίας στη Μικρά Ασία, γιος του Άγγελου Κιοσέογλου (που άλλαξε το όνομά του σε Αγγέλου, για να ξεχωρίζει από τους πολλούς συνωνύμους του) και της Αγλαΐας. Σπούδασε φαρμακευτική στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια άνοιξε φαρμακείο στο χωριό του, τα Κιουπλιά. Διετέλεσε βουλευτής στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας. Παντρεύτηκε την Αργυρώ Γούναρη και απέκτησε δύο παιδιά, τον Άγγελο και τον Θεόφιλο. Το 1921 στρατολογήθηκε στον κεμαλικό στρατό ως μεταφορέας τραυματιών. Με ενέργειές του κατάφερε να διασώσει περισσότερους από 35.000 Έλληνες ομογενείς, αλλά και Αρμένιους, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Όταν έμαθε ότι ο κεμαλικός στρατός θα έκαιγε τα Κιουπλιά, ειδοποίησε τους χωρικούς να το εγκαταλείψουν. Επίσης, κατάφερε να διασώσει και να μεταφέρει στην Ελλάδα το υγειονομικό υλικό επτά νοσοκομείων, μέσω του θείου της γυναίκας του και φίλου του Μποδοσάκη, Γούναρη, ο οποίος αγόρασε ένα πλοίο και μετέφερε το υλικό μαζί με πρόσφυγες από το λιμάνι της Σμύρνης, παραδίδοντάς το στο Γ' Σώμα Στρατού. 
Ο ίδιος ο Μιχαήλ Αγγέλου εγκαταστάθηκε στην Έδεσσα, όπου άνοιξε φαρμακείο και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του, διατελώντας και πρόεδρος του φαρμακευτικού συλλόγου Έδεσσας, Πέλλας και Φλώρινας. Η τουρκική κυβέρνηση τον επικήρυξε, μεταξύ 300 ατόμων, για εσχάτη προδοσία και δεν μπόρεσε να ξαναεπισκεφθεί τη γενέτειρά του. Αυτός ήταν και ο λόγος που προτίμησε η μαρτυρία του για τη Μικρασιατική Καταστροφή να μην δημοσιευθεί, όσο ζούσε. Πέθανε στην Έδεσσα το 1968, σε ηλικία 86 ετών.



Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Καβάφης-Ιθάκη και σημερινή πραγματικότητα...



Ένα εξαιρετικό πόνημα Ανωνύμου που αναφέρεται στην σημερινή πραγματικότητα και μιμείται πολύ πετυχημένα το ποιητικό ύφος του Καβάφη...


Τσίπρας στην Ιθάκη

Μη βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη
γιατί είναι μακρύς ο δρόμος
γεμάτος άγριες φωνές, γεμάτος χλεύη.
Το διάγγελμα, που με περίσσιο θράσος έγραψες,
αλλού να πας να το διαβάσεις.
Κι ακόμη καλύτερα θα ήταν να το σκίσεις.
Τουλάχιστον έτσι θα καταφέρεις και συ
να σκίσεις κάτι στη ζωή σου.
Τους Προδομένους και τους Αγριεμένους,
τον θυμωμένο Έλληνα, να τους φοβάσαι.
Τέτοιους στο δρόμο σου θα βρεις πολλούς
γιατί η σκέψη σου είναι ποταπή, γιατί με
ψεύτικες ελπίδες τους έχεις γεμίσει.
Τους Προδομένους και τους Αγριεμένους,
τον θυμωμένο Έλληνα όταν θα συναντήσεις,
το κεφάλι σου να σκύψεις και να απομακρυνθείς.
Αφού έδωσες μερικούς συντρόφους σου στον Κύκλωπα,
για να γλυτώσεις,
αφού ξέφυγες από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη,
αφού σε πόλεις Αιγυπτιακές δεν πήγες
να μάθεις από τους σπουδασμένους,
έπρεπε στων Σειρήνων το νησί να μείνεις,
που έχει καλές πραμάτειες,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
που τόσο σου αρέσουν.
Βγάλε από το νου σου την Ιθάκη.
Το φτάσιμο εκεί δεν είναι ο προορισμός σου.
Και τέλειωνε επιτέλους μ’ αυτό το ταξίδι.
Ήδη κράτησε πολύ.
Φτάνουν όσα μάζεψες μέχρι τώρα στο δρόμο.
Μη προσδοκάς και άλλα πλούτη.
Άφησε την πτωχική Ιθάκη στην ησυχία της.
Μην πας να την γελάσεις άλλη μια φορά.
Ακόμη και συ, μετά από τόσα που είδες, μετά από τόσα που γνώρισες,
ελπίζω να κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
Ελπίζω να κατάλαβες ότι οι Ιθάκες δεν είναι για τα μούτρα σου.

Ανωνύμου
22-8-2018