Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Διήγημα του Τρύφωνα Ούρδα


«ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ!» 
[Το κείμενο γράφτηκε το 1974] 

Δεν είχε σκοπό και τα φετινά Χριστούγεννα ο γέρο-Μάνθος να τα περάσει στη μαύρη ξενιτειά! Όχι.. φτάνει πια. Σ’ αυτή τη χρονιά, έβαλε σαν πρώτο, να γυρίσει στην πατρίδα του και στο χωριό του, για να γιορτάσει εκεί τη Γέννηση, μαζί με τους συγγενείς, τους φίλους του και τους πατριώτες. 

Ο πόθος αυτός του γυρισμού, κάθε μέρα του γινόταν όλο και περισσότερος, που φαινόταν σαν να του έτρωγε τα σπλάχνα και να μη βρίσκει ποτέ ησυχία. Μάλιστα τώρα που έφτανε ο Δεκέμβρης, ο Θείος αυτός μήνας, αυτή η μεγάλη ιδέα της «επιστροφής», γύριζε τόσο γρήγορα και συχνά μέσα στο μυαλό του, που του έκοβε την ανάσα, ενώ η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά στα στήθια του λες και ήθελε να σπάσει! 

Και είναι αλήθεια! Ο γέρο-Μάνθος, ξενιτεύτηκε πριν από πολλά χρόνια. Η μάγισσα η ξενιτειά τον τράβηξε κοντά της, πολύ μακριά από τον τόπο του. Τον πλάνεψε με τις ψεύτικες ομορφιές της και του άλλαξε τη ζωή. Τον έκανε άλλον άνθρωπο, ξένο από εκείνον τον πρώτο. Τον έφερε για να ζήσει μακριά από εκεί που γεννήθηκε, από εκεί που πρώτα γνώρισε τη στοργή, την αληθινή αγάπη και την αιώνια καλοσύνη! 

Επιπλέον η ξενιτειά, τον έκανε να αφήσει το φτωχό του το σπίτι, τους τάφους των παππούδων του και να πάει σε άγνωστα χώματα με καμιά ελπίδα να ξαναγυρίσει. Στο δρόμο η «πλανεύτρα» του έστρωσε «χαλιά» για να διαβεί και του έταξε πλούτη, παλάτια και λεφτά, πράγματα που μπορούν να λυγίσουν και την πιο σκληρή καρδιά και να την πάνε όπου αυτά επιθυμούν. Και αυτός σαν άνθρωπος, «χτυπημένος» από τη μοίρα, θαμπώθηκε από τα κάλλη της και φαντάστηκε μαζί της, μια «ευτυχισμένη» μέρα, χωρίς στεναχώριες και πίκρες αλλά γεμάτη από χαρές και όνειρα. Ήταν σίγουρος, πως από εδώ και μπροστά, σε όλη του τη ζωή, τα πάντα θα του ήταν ρόδινα και θα τον χαμογελούσαν! 

Όμως σ’ αυτά ο γέρος φάνηκε άτυχος. Αντί για χαρές, κάθε μέρα στη ζωή του εύρισκε λύπες. Από τότε που ξενιτεύτηκε, ποτέ του δεν μπόρεσε να δει «άσπρη μέρα»! Τα βάσανα τον έζωναν από όλες τις μεριές, όλο και περισσότερο. Ένοιωθε πάντα μοναχός. Όλα του φαινόταν γύρω του άγνωστα και θαμπά σαν εκείνο το σκοτάδι της κόλασης, χωρίς να υπάρχει ίχνος παρηγοριάς από πουθενά. Τα μάτια του δεν μπορούσαν να συνηθίσουν σε τούτο τον διαφορετικό τόπο, όπου κυριαρχεί το ξένο, κάτι το λίγο, το ελάχιστα γνωστό, που θα μπορούσε να δώσει λίγο φως στην απελπισία και να ανάψει την ελπίδα! 

Ακόμα και οι άνθρωποι γύρω του, φαινόταν άψυχοι, χωρίς αισθήματα και με ούτε μια σταγόνα καλοσύνης, για να μπορέσεις ελεύθερα να μιλήσεις μαζί τους και σαν καλόκαρδοι να νοιώσουν τον πόνο σου. 

Πού είναι εκείνος ο φωτεινός ήλιος, που με το μύρο της δροσερής αυγής, χαιρέτιζε τη φύση και μοίραζε παντού το φως και στους ανθρώπους το θάρρος; Χάθηκε εκείνο το ατέλειωτο πράσινο στη γη και στα δένδρα, που ευχαριστούσε την ψυχή, έσβησε το γαλάζιο του ουρανού και γέμισε παντού ο ορίζοντας σύννεφα μαύρα και φοβερά που προμηνύουν τον όλεθρο και την καταστροφή. Δεν υπάρχουν πια εκείνοι οι φτωχοί αλλά γεμάτοι με συμπόνια και πονόκαρδοι χριστιανοί, που στον πεινασμένο πρόσφεραν φαγητό και στον κουρασμένο έδιναν τόπο να ξαποστάσει! 

Θεέ μου, εξαφανίστηκαν όλα! Τα σήκωσε γρήγορα ο άνεμος και έμειναν μονάχα οι αναμνήσεις, που και αυτές το πέρασμα του χρόνου κοντεύει να τις παρασύρει μέσα από το κεφάλι του, για να πάψει να θυμάται μια Πατρίδα μακρινή, ξεχασμένη και νοσταλγική που τόσο «άδικα» την άφησε κάποτε..! 

Τον γέρο-Μάνθο, δεν τον χωρούσε άλλο πια αυτός ο καταραμένος τόπος! Κάθε μέρα του φαινόταν να τον πνίγει στο λαιμό με σκοπό να τον ξεκάνει. Τον γέρασε, τον έκανε άνθρωπο μισό με άσπρα τα μαλλιά, ενώ στην καρδιά του, έριξε χωρίς να λυπάται στεναγμούς και πίκρες. Έπρεπε λοιπόν να φύγει, να πάει μακριά από αυτόν, ρίχνοντας «μαύρη πέτρα» πίσω του και όρκο μεγάλο να κάνει στο Θεό που τον γέννησε, μήτε ποτέ να τον σκεφτεί, ούτε να ακούσει στα αυτιά του το αναθεματισμένο το όνομά του! 

Και η απόφασή του είναι μία: Να γυρίσει στο χωριό του. Να επιστρέψει κοντά στους τάφους των γονιών και των παππούδων του και εκεί δίπλα τους να «στρώσει» και αυτός κρεβάτι και να κοιμηθεί για πάντα. Εκεί πλάι τους, να αφήσει και αυτός την τελευταία του πνοή και να σκεπαστεί με τα γλυκά χώματα του τόπου του! 

Δεν τον ένοιαζε τι θα έλεγε ο κόσμος, που θα τον έβλεπε να επιστρέφει με «αδειανά» τα χέρια του, χωρίς τις «ασήκωτες» βαλίτσες και τα «πουγκιά» γεμάτα λεφτά. Ναι, ξέρουν όλοι πολύ καλά, πως πολλά χρόνια λείπει στα ξένα και ότι όλο αυτό το διάστημα πλουτίζει, αποκτά περιουσία, γίνεται του…«χρήματος»! 

Δεν ξέρουν όμως ότι για να τα πάρει κανένας αυτά, θα πρέπει να ανεβεί χιλιάδες φορές τον Γολγοθά, να ρίξει σταγόνα-σταγόνα το αίμα του και να χύσει ποτάμι το δάκρυ και μάλιστα πικρό! 

Γιατί στ’ αλήθεια ο άνθρωπος δούλεψε. Δούλεψε και μάλιστα σκληρά. Πάλεψε νύχτα και μέρα με τη φτώχεια και την ορφάνια. Έκανε αρκετά λεφτά, όσα του έφταναν να ζήσει ακόμα δυο ζωές! Ήταν όμως αδύνατον να τα κρατήσει, γιατί η μαύρη η μοίρα, του φύλαγε και άλλα φαρμακερά βέλη για να τον πληγώσει! 

Και έτσι μια μέρα, χωρίς ο ίδιος να το καταλάβει, βρέθηκε στο κρεβάτι της αρρώστιας. Οι στερήσεις, οι κακουχίες, ο «ξυλοδαρμός της ψυχής», εξάντλησαν το σώμα του αλλά και το πνεύμα και τον κατάντησαν ερείπιο σωστό, ένα πανί ξεσκισμένο από τις θύελλες και τους βοριάδες! 

Μέσα λοιπόν σε αυτό το χρόνο της απελπισίας και του «ανείπωτου» χαλασμού που πέρναγε, ξόδεψε όλα τα χρήματα που απόκτησε στους γιατρούς και τα νοσοκομεία για να γιάνει το κακό που τον πλάκωσε. Ένα κακό που δεν το περίμενε και τόσο άδικα ήρθε να σφραγίσει τη ζωή και το μέλλον του! 

Προς Θεού! Τι έπρεπε να κάνει ο άνθρωπος! Να αφήσει να πεθάνει για να κρατήσει ακέραιο το βιος του; Ποτέ. Από τα δύο κακά, καλύτερο είναι εκείνο, που δεν είναι τόσο φοβερό και ολέθριο και αυτό είναι τα χρήματα τα οποία από «τούδε» και στο εξής, όπως ήρθαν τα πράγματα, αν δεν τα ξόδευε για να γίνει καλά, δεν θα ήταν τίποτα άλλο, παρά μια ανόητη υπερηφάνεια πλούτου στη ζωή του γέρου-Μάνθου! 

Όχι, δεν τον κρατούσε άλλο πια αυτός ο αναθεματισμένος και τρισκατάρατος χώρος! Πολλά χρόνια τώρα ύπουλα του έτρωγε τα σωθικά και ώρα την ώρα τον έφερνε πιο κοντά στο θάνατο. Φτάνουν πια τα βάσανα. Τώρα έπρεπε να πάρει το «γλυκό» δρόμο της επιστροφής για την Πατρίδα, κοντά στους ανθρώπους που άφησε κάποτε χωρίς να το θέλει. Συνέχεια του ερχόταν στο νου, ότι χωρίς τους παλιούς του φίλους, τα «άγια» χώματα της γης που τον «έβγαλε» είναι ανάξιο και ανώφελο να υπάρχει στον κόσμο. 

-Στον τόπο μου ας γεράσω, έλεγε και ξανάλεγε και αναστέναζε βαθειά. Να πιω μια στάλα από το νεράκι του, να αναπνεύσω λίγο από τον αέρα του και ύστερα δεν με νοιάζει, ας δώσει ο Θεός να με πάρει μαζί Του! 

Τι δεν θα έδινε ο «φτωχός» γέροντας γι αυτά τα δύο πράγματα! Τα νόμιζε σαν το απαλό αεράκι, να ταράζουν τα φύλλα της καρδιάς του, να δροσίζουν το πυρωμένο μέτωπό του και ύστερα να του λένε τραγούδια «κρυφής» ελπίδας και «γλυκιάς» παρηγοριάς… 

Έβλεπε την όμορφη μέρα του γυρισμού σαν μια μέρα απολύτρωσης και όλο παρακαλούσε τον Πανάγαθο, να δώσει η Χάρις Του, αυτή η μέρα, να είναι όσο πιο γρήγορα γινόταν, γιατί όσο αργούσε τόσο πιο πολύ ένοιωθε τα γόνατά του να παραλύουν, να μην τον βαστάνε πια όρθιο, ενώ αυτή η καρδιά του, να χτυπάει με κόπο και αργά μέσα στα πονεμένα στήθη του, λες και μετρούσε τα χτυπήματα μέχρι το μοιραίο! 

Και δεν έπεφτε έξω. Ο θάνατος ολοένα γινόταν κοντύτερος στη ζωή του. Αισθανόταν να τον πλησιάζει με αργά βήματα και τόσο δυνατά που τράνταζαν το σώμα του και τον οδηγούσαν εκεί, «κατ’ ευθεία» στα μαύρα σκοτάδια του Άδη! 

Μα όμως πόσο να αντέξει η ψυχή! Η δύστυχη, με όση δύναμη της απέμεινε, πάλευε χρόνια, μήνες, ώρες μαζί του και κάθε τόσο κατόρθωνε να τον διώχνει και να κάνει κομμάτια το «κοφτερό» δρεπάνι του και έτσι να του δίνει παράταση στο «φως» της ζωής. Μέχρι πότε όμως; Μέχρι πότε θα νικά; 

Δεν μπόρεσε τελικά ο γέρο-Μάνθος να γυρίσει στο χωριό του! Τα όνειρα, οι επιθυμίες, οι φιλοδοξίες του για την πατρίδα, χώθηκαν βαθιά μέσα στον τάφο μαζί με το σώμα του και δεν έμεινε τίποτα. Τίποτα από εκείνο τον αγνό άνθρωπο της ξενιτειάς, που τόσο καιρό τον κράταγε μαζί της, δεμένο με τις αλυσίδες της! 

Ίσως όμως, ίσως, κάποιος εκεί στη μαύρη γη, στα καταραμένα τα ξένα, να έκλαψε γι αυτόν και ίσως, πάνω στο χώμα που βαρύ τον σκεπάζει, να του ανάβει τώρα ένα άσπρο κεράκι και έτσι να δείχνει την καλοσύνη του σαν άνθρωπος προς άνθρωπο, που αν και ποτέ δεν γνώρισε, προσπαθεί τώρα να τον δει με τα μάτια της ψυχής του… 

Θεέ μου, και να ευλογείται από Σένα! 

19-12-2018
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: