Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΜΕ ΤΑ… ΠΟΛΛΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Ήτανε τότε στο τέλος
της δεκαετίας του ογδόντα. Καλοκαίρι και η ζέστα στην πόλη, απάνω στο
καταμεσήμερο, χτύπαγε στο κόκκινο. Παρά τα πολλά ποτάμια της που τη διέσχιζαν,
τις συνοικίες και τα πολλά πάρκα με το πράσινο μέσα τους, οι άνθρωποι γύρευαν
απεγνωσμένα να βρούνε, όσο το δυνατόν περισσότερα δροσερά σημεία για να πάνε
εκεί και να αναπνεύσουν.
Ένα από τα καλύτερα
μέρη! Το κατάστημα της Τράπεζας. Ναι! Για δουλειές βέβαια. Ποιες δουλειές;
Καταθέσεις, αναλήψεις χρημάτων και ό,τι
άλλο μπορεί να κάνει κάποιος που επισκέπτεται τους χώρους αυτούς. Ωστόσο
όμως όπως είπαμε, ευκαιρία και για λίγη δροσιά...!
Σ΄ ένα τέτοιο λοιπόν
δροσερό σημείο, βρέθηκα κι εγώ μια μέρα εκείνου του καυτού καλοκαιριού. Κόσμος
έμπαινε- έβγαινε στο κατάστημα, ιδρώτες, μαντήλια, σκουπίσματα στο πρόσωπο,
βεντάλιες οι κυρίες και μια «εκκωφαντική» σιωπή στα γκισέ με τις συναλλαγές,
όταν ξαφνικά ακούστηκε στην πόρτα μια πολύ δυνατή φωνή, που πραγματικά θα
έλεγες ότι αυτός που μπήκε, έκανε «εισβολή» στο κατάστημα και είχε άγριες
διαθέσεις:
-Ρε, έλεγε η φωνή.
Είμαστε πολλοί αλλά σκόρπιοι...!
-Αμάν, είπα από μέσα
μου, ληστεία. Και από ένστικτο έσκυψα το κεφάλι μου πάνω στην καρέκλα που
καθόμουνα. Και φυσικά προς στιγμήν «πάγωσαν» και όλοι οι άλλοι που ήταν μαζί
μου στο κατάστημα.
-Μη φοβάσαι, μου
είπε γελαστός και καθόλου ανήσυχος, ο υπάλληλος που ήταν απέναντί μου και με
εξυπηρετούσε. Είναι γνωστός αυτός που μπήκε έτσι μέσα και πάντα ο αφιλότιμος, τέτοιες
πλάκες κάνει…
Σηκώθηκε από την
καρέκλα του, έπιασε το άτομο από τον ώμο, κάτι του μίλησε και ευγενικά το
οδήγησε προς την εξώπορτα, δίχως αυτό να φέρει καμιά αντίσταση. Το σοκ που πήρα
τελείωσε και εγώ ίσα που πρόλαβα να δω τον άνθρωπο αυτόν στο πρόσωπο, τον κατά
τα άλλα όπως κατάλαβα και μου είπανε «χωρατατζή».
Δεν πέρασε πολύς
καιρός από τότε, όταν πάλι μια μέρα πέρναγα από την πλατεία της πόλης,
προκειμένου να πάω για ψώνια σε κάποια μαγαζιά. Εκεί ένας φίλος που έπινε καφέ,
με φώναξε να κάτσω μαζί του και να του κάνω παρέα. Μια και είχα χρόνο δέχτηκα
και κάθισα στο τραπέζι του. Στην πρώτη λοιπόν ρουφηξιά και εγώ του καφέ μου,
προς μεγάλη έκπληξη, ποιόν είδα λέτε να κάθεται στο απέναντι τραπέζι και να
πίνει πορτοκαλάδα;
Τον άνθρωπο που τότε
μπήκε με «πάταγο» στο κατάστημα της τράπεζας! Τον γνώρισα αμέσως από τα λίγα χαρακτηριστικά
του προσώπου του που είχα προφτάσει να δω. Γιατί κατά τα άλλα ήταν εντελώς
διαφορετικός!
Τώρα δεν φορούσε
απλώς μια πράσινη φόρμα, από αυτές που φοράνε οι αθλητές και ένα άσπρο τζόκεϊ στο
κεφάλι του αλλά μια περίεργη στολή Αξιωματικού! Το παντελόνι του ήταν αυτό της
Πυροσβεστικής, το πουκάμισο της Αστυνομίας και τα διακριτικά στις επωμίδες «ανάστα
ο Κύριος». Από τη μια μεριά ήταν πάλι της Αστυνομίας, από την άλλη του Ναυτικού
και μπροστά τα σήματα του Στρατού. Επιπλέον στα χέρια του κρατούσε και μια
σφυρίχτρα με την οποία όποτε του ερχόταν, έριχνε και καμιά «σφυριξιά» στον αέρα,
έτσι για να «παίρνει» τα αυτιά μας και να μας κουφαίνει, μια και ήμασταν κοντά
του.
Πραγματικά βλέποντάς
τον μ’ έπιασαν τα γέλια. Έκανα όμως πως δεν του δίνω σημασία, προσπαθώντας να
επικεντρωθώ περισσότερο στην κουβέντα με τον φίλο μου και στην απόλαυση του
«ναι» και «όχι» καφέ μου.
Και ξαφνικά ενώ όλα
ήταν «ήσυχα κι απλά», τόσο εμείς όσο και οι άλλοι δίπλα μας, βλέπουμε να γίνεται
μποτιλιάρισμα στον δρόμο που διασχίζει την πλατεία. Ακολουθούν άγριες φωνές με
τα «γνωστά», γνωστότατα ευφυολογήματα των Ελλήνων, κορναρίσματα,, παλάμες με τα
«γραμματόσημα των πέντε» να ανοιγοκλείνουν έξω από τα τζάμια των αυτοκινήτων, όλες
κατευθυνόμενες προφανώς σε όσους άφησαν ή ξέχασαν τα αυτοκίνητά τους στο δρόμο
και τους εμπόδιζαν να περάσουν. Σωστό κομφούζιο, από αυτά που συμβαίνουν σε
όλες τις πόλεις με την κυκλοφορία των αυτοκινήτων.
Στραμμένοι λοιπόν και
εμείς όλοι προς το «υπέροχο» αυτό θέαμα που αντικρίζαμε και εδώ που τα λέμε
διασκεδάζοντας λίγο την κατάσταση, μάταια κοιτούσαμε δεξιά ή και αριστερά,
μήπως από καμιά γωνιά «ξεφυτρώσει» κανένας Τροχονόμος και δώσει λύση στη
δύσκολη κατάσταση που διαμορφώθηκε στο δρόμο. Μα δεν χρειάστηκε!
Σαν ελατήριο
πετάχτηκε από την καρέκλα του, ο απέναντι, τί τέλος πάντων ήταν, αστυνομικός,
πυροσβέστης, ναύτης ή λοχίας και έτρεξε φανερά εκνευρισμένος και με πολλά
«μποφόρ» προς το κυκλοφοριακό
«έμφραγμα». Εκεί κουνώντας χέρια και πόδια, άρχισε τώρα εντονότερα από πριν να
σφυρίζει και μάλιστα σε ξέφρενο βαθμό. Στο άκουσμά τους, οι οδηγοί και
συνοδηγοί των αυτοκινήτων που διαμαρτύρονταν, σταμάτησαν τη μεγάλη φασαρία που
έκαναν και περίμεναν αμήχανοι. Εν τω μεταξύ, εκείνη ακριβώς τη στιγμή από ένα
κοντινό μαγαζάκι, όλοι βλέπουμε τρεις νεαρούς να «σκοτώνονται» να τρέχουν να
πάρουν τα αυτοκίνητά τους από το δρόμο, εκεί που τα είχαν παρατημένα και
εμπόδιζαν την κυκλοφορία.
Οι φουκαριάρηδες,
σίγουρα νόμιζαν πως ήταν η Τροχαία. Την
«πάτησαν» όμως!
Αλλά όμως και αυτό
ήταν! Σε λίγα δευτερόλεπτα ο δρόμος άδειασε, η κυκλοφορία αποκαταστάθηκε και η
πλατεία άρχισε πάλι να δουλεύει στους κανονικούς της ρυθμούς. Ο «από μηχανής Θεός» έκανε το θαύμα του!
Τώρα βέβαια εδώ
είναι και «απορίας άξιον», ίσως και άδικο, γιατί οι ίδιοι οι οδηγοί
αυτοκινήτων, που εγκατέλειψαν τα αυτοκίνητά τους στη μέση του δρόμου και μετά έτρεχαν
«κακήν-κακώς» να τα πάρουν, λίγη ώρα μετά κυνηγούσαν «με λύσσα» να πιάσουν
αυτόν τον «καλό» άνθρωπο «της τάξης» μέσα στα στενά της πόλης, έτοιμοι να του
δώσουν ένα καλό μάθημα..!
Τι να πω. Μάλλον για
το «καψόνι» που τους έκανε!
«Ωραία που ‘ ναι η
Κυριακή», λέει ένα παλιό άσμα. Και όντως έτσι είναι αν σκεφτεί κανένας ότι τη
μέρα αυτή, φοράμε τα καλά μας, πάμε στην Εκκλησία, επισκεπτόμαστε φίλους,
κάνουμε γάμους, βαφτίσια και γλεντάμε. Και προπάντων, πάμε στο γήπεδο της πόλης
μας, για να δοξάσουμε την ομάδα μας και λίγο… να εκτονωθούμε!
Όπως συνήθως, μια
τέτοια Κυριακή από πολύ νωρίς, φίλαθλος και εγώ βρέθηκα στο στάδιο. Πήρα από
έξω τα σπόρια μου, προμηθεύτηκα και τα τσιγάρα, υπέμενα στην είσοδο και τον
σωματικό αστυνομικό έλεγχο και ευδιάθετος κάθισα στην κερκίδα. Ήδη εκεί γινόταν
χαμός από κόσμο και από μια περίεργη αναστάτωση.
Ακούγονταν συνθήματα
τη μια, τραγούδια την άλλη, χέρια ψηλά από τους φιλάθλους της τοπικής ομάδας,
όπου ήμουνα κι εγώ, συνεχή παλαμάκια και χειροκροτήματα, χωρίς όμως ακόμα να
έχει αρχίσει το ματς, αλλά όλα αυτά «προς τιμήν» κάποιου που έπαιζε μόνος του
μπάλα στον αγωνιστικό χώρο. Νομίζοντας πως είναι ταλέντο στο άθλημα αυτός ο
άνθρωπος, τη μια φορά έκανε τον επιθετικό παίχτη και σούταρε στα δίχτυα χωρίς
να τα βρίσκει, την άλλη τον παίχτη της άμυνας και την άλλη τον τερματοφύλακα,
πιάνοντας την μπάλα με «μπλονζόν» και σπάζοντας τα μούτρα του στις εστίες!
Γεμάτος περιέργεια
για τον τύπο, έβαλα το χέρι μου στο μέτωπο για να τον δω καλύτερα. Και τι να
δω! Πάλι, προς μεγάλη μου έκπληξη, αν και αρκετά μακριά, είδα πως αυτός δεν
ήταν άλλος από τον θεωρητικά «ληστή» της τράπεζας και τον «τροχονόμο» της
πλατείας. Τα έπαιξα κατά το κοινώς λεγόμενο!
Ο γνωστός… μου είπαν
ρε φίλε, που τώρα κάνει τον ποδοσφαιριστή.
Μέχρι να αρχίσει ο
αγώνας λοιπόν, όλη η κερκίδα δεν είχε άλλη απασχόληση από το να βλέπει αυτόν
τον... ας πούμε ποδοσφαιριστή Το βλέμμα της ήταν μόνιμα καρφωμένο προς τον
άνθρωπο αυτόν και στο αστείο θέαμα που προσέφερε, παίζοντας μόνος του με την
μπάλα και θεωρώντας βέβαια πως ο ίδιος είναι άριστος παίχτης και λαμβάνει μέρος
σε κανονικό αγώνα με την ομάδα του.
Και ύστερα κατά την
διάρκεια του ποδοσφαιρικού αγώνα… Ύστερα ακόμα το συνταρακτικότερο! Έγινε και ο
αρχηγός της κερκίδας. Ήταν αυτός που έδινε το σύνθημα για να επευφημηθεί η
ομάδα, να χειροκροτηθεί όταν έβαζε γκολ, να εμψυχωθεί κάθε φορά που έχανε το
ηθικό της ή τέλος ο κόσμος της να «σούρει» στην αντίθετη ομάδα και στους φιλάθλους
της, εκείνο το «πολιτισμένο» γιουχάισμα, που τόσες φορές ακούμε σε τέτοιους
αγωνιστικούς χώρους.
Αληθινά
παραξενεύτηκα από όλες αυτές τις κατευθυνόμενες ενέργειες του πλήθους και ιδιαίτερα
που αυτές τις εξέπεμπε ένα άτομο, αυτό για το οποίο μιλάμε. Μου ήταν αδύνατον
να το πιστέψω…
-Μπράβο είπα από
μέσα μου! Αφού μπορεί να ελέγχει μια ολόκληρη κερκίδα..!
Και επειδή σε
τέτοιους χώρους είναι κολλητικό να κάνεις ό,τι κάνουν οι άλλοι, ακολούθησα και
εγώ επακριβώς τις συμπεριφορές της κερκίδας και μάλιστα του «γκράντε» αρχηγού
της! Εξ άλλου αν έμενα ήσυχος και δεν έκανα τίποτα, φοβόμουνα μήπως κατηγορηθώ
ότι δεν υποστηρίζω την ομάδα και έτσι ποιος θα μπορούσε να με διαβεβαιώσει πως
δεν θα ερχόταν στο κεφάλι μου κανένα μπουκάλι γεμάτο με νερό και να ψάχνομαι…
-Άσε καλύτερα, έλεγα
και ξανάλεγα από μέσα μου. Βεβαίως, ό,τι πει ο αρχηγός που κυριολεκτικά,
γεμάτος αγωνία «χτυπιέται» μπροστά μου αλλά και καταϊδρωμένος και με ανεξάντλητο
πάθος, δίνει εντολές στο πλήθος να πανηγυρίζει και έτσι με αυτόν τον τρόπο να
παίρνει κουράγιο η ομάδα με τελικό σκοπό φυσικά τη νίκη!
Και έκανα ό,τι
έκαναν όλοι. Μάλιστα, ήμουν και ο καλύτερος μιμητής του αρχηγού μου!
Στην ωραία την πόλη μας,
συνήθως ο χειμώνας είναι βαρύς. Έτσι και εκείνη τη χρονιά που μας άφηνε ήταν
πολύ σκληρός. Είχε επάνω του όλα τα καλά! Χιόνια, βροχές, αέρηδες, πάγους.
Βέβαια είχε και ήλιο. Αλλά με δόντια.! Ορίστε, έπιανε η Άνοιξη, σήμερα μάλιστα που
μιλάμε, 25η Μαρτίου και τα χιόνια δεν λένε να φύγουν από τις στέγες
των σπιτιών, τα πάρκα και τις γειτονιές. Λίγοι είναι οι ντυμένοι κάπως ελαφρά
και περπατάνε στους δρόμους για να πάνε στην Εκκλησία λόγω της μεγάλης Γιορτής,
με τον ήλιο να παίζει κρυφτό μέσα από τα σύννεφα και να κάνει την ατμόσφαιρα
κάθε άλλο παρά ανοιξιάτικη.
Στον κεντρικό
Καθεδρικό Ναό οι Ιερείς με τους ψάλτες, ψάλλουν χαρμόσυνα για την Παναγία και
μαζί κάνουν δοξολογία «εις μνήμην» των ενδόξων προγόνων μας, ηρώων του
Εικοσιένα, που έπεσαν «υπέρ Βωμών και Εστιών» αποτινάζοντας από τον λαιμό τους
τον πολύχρονο ζυγό των κατακτητών.
Απέναντί του ο
Κλήρος έχει και συμπροσεύχονται μαζί του, εκτός από τον ευσεβή λαό, τους «επιτόπιους»
άρχοντες, το Νομάρχη, το Δήμαρχο, τον Στρατηγό, τους βουλευτάδες και όλη την υπόλοιπη
ελίτ της πόλεως αλλά ειδικά σήμερα και… τον «γνωστότερο» άνθρωπο της πόλης.
Ναι φίλοι, αυτόν που
υποψιάζεστε! Δεν πέφτετε έξω καθόλου…
Σήμερα που λέτε,
λόγω της ημέρας, στολίστηκε κάπως διαφορετικά. Φοράει καφέ κουστούμι, λίγο
ντεμοντέ βέβαια αλλά αυτό δεν έχει σημασία, κατακόκκινη γραβάτα άσχετη με το
κουστούμι, ασήμαντη λεπτομέρεια βέβαια
και αυτή και πάνινο παπούτσι ακαθορίστου χρώματος, για να σας τρώει γι αυτό η
περιέργεια.
Αλλά ακόμα και στο
πρόσωπο είναι άλλος άνθρωπος και δεν έχει καμιά σχέση με τον προηγούμενο που
ξέρατε. Είναι πολύ σοβαρός και ως «επίσημος των επισήμων» παίρνει θέση λίγο πιο
μπροστά από αυτούς. Γιατί ξέρει πως έτσι θα φαίνεται καλύτερα στη φωτογραφία
που θα δημοσιευθεί στον τύπο τις επόμενες μέρες!
Και έτσι ο φίλος, νά
πόζες από δω, συγκρατημένα χαμόγελα από κει, πού και πού καμιά συμπαθή γκριμάτσα
σαν αυτές που κάνουν οι πολιτικοί όταν τους κοιτάνε οι ψηφοφόροι τους και τέλος
καπάκι, ξανά η απόλυτη σοβαρότητα και το μπλαζέ ύφος.
Απίθανο καμουφλάζ!
Λίγο πριν το
μεσημέρι της ίδιας μέρας, πάλι τα «Υψηλά Πρόσωπα» της πόλεως, πήραν τη θέση
τους πάνω στη εξέδρα για τη μεγάλη παρέλαση. Ο κόσμος έπιασε και αυτός θέση
δεξιά και αριστερά του δρόμου, που θα πέρναγαν τα τμήματα. Εμβατήρια, φωνές
παντού, σημαιάκια να κυματίζουν, κουλούρια, παστέλια, φιστίκια, μπαλόνια οι
πλανόδιοι. Όλα καλά και ανθηρά! Αλλά…
Αλλά εκεί στην
εξέδρα, κάποιος σπρώχνεται και θέλει «πάση θυσία» να ανέβει επάνω της. Θέλει να
βλέπει και να τον βλέπουν. Θεωρεί πως αυτό είναι δικαίωμά του! Γι αυτό και δεν
σηκώνει συζήτηση για το θέμα. Στην πίεσή του, κάποιοι υποχωρούν και τον
αφήνουν, άλλοι είναι εντελώς αρνητικοί και τον αποτρέπουν. Προς στιγμή ανάβει
ένα καβγαδάκι. Ώσπου τελικά επεμβαίνει η Αστυνομία και δίνει τη λύση. Τον
τοποθετεί κάτω από την εξέδρα και δίπλα σε αυτή, αλλά όμως όχι πάνω, κοντά στα
«Υψηλά Κλιμάκια».
Βέβαια από το άτομο
υπάρχει αντίρρηση, έστω και σε αυτή τη θέση. Όμως δεν μπορεί να κάνει και
διαφορετικά. Σκέφτεται ότι πρέπει να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις. Και έτσι
κάθεται εκεί που τον έβαλαν και πλέον δεν βγάζει μιλιά…
Ακούγοντας και εγώ από
τη μεριά που βρισκόμουνα όλη αυτή την οχλαγωγία και βλέποντας τον κόσμο να
μαζεύεται στο συγκεκριμένο σημείο, πήγα κοντά για να δω καλύτερα. Βέβαια
υποψιαζόμουνα ποιος ήταν ο «ταραχοποιός». Όταν όμως είδα, τότε επιβεβαιώθηκα
πλήρως.
Ήταν ο γνωστός σε
όλους φίλος και «μασκότ», σήμα κατατεθέν της πόλεως, που με «αγαθή προαίρεση»
θέλει πάντοτε να είναι μέσα σε όλα τα «δρώμενα», να τα ξέρει όλα και να κάνει
τα πάντα, για να είναι ένας άνθρωπος με «πολλά
πρόσωπα», κάτι σαν πολυμίξερ που λέμε.
Και τώρα μια από τα
ίδια!
Έτσι άρχισε η
παρέλαση και ο «τύπος» δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Καθ’ όλη τη διάρκεια που
κρατάει, είναι πρόσχαρος και ατενίζει με «υπουργικό» βλέμμα αλλά και με ευγένεια
«άγγλου τζέντλεμαν», τη μια φορά την παρέλαση και δυο φορές τον κόσμο, για να
διαπιστώσει αν παράλληλα με τους «Υψηλούς» καθισμένους στην εξέδρα, κοιτάζουν
και τον ίδιον.
Πού και πού βέβαια,
σαν τον «Καλοχαιρέτα» της ταινίας, ρίχνει και κανένα χαιρετισμό με πλατύ
χαμόγελο, σε όσους μέσα στη φαντασία του, βλέπει να τον χαιρετούν και να του
σφίγγουν το χέρι. Με λίγα λόγια ο άνθρωπος, είναι καί πολιτικός.
Όμως από μέσα του
εδώ που είναι κάτι δεν του κάθεται καλά. Τώρα στην παρέλαση, εδώ που βρίσκεται,
ίσως να μην τον πάρουν όσο θα πρέπει οι φωτογραφίες και έτσι δεν θα έχει τόσο
μεγάλη δημοσιότητα. Επομένως η παρουσία του εδώ και η εν γένει
εμφάνισή του, δεν είναι τόσο τρανταχτές, όσο το επιθυμεί ο ίδιος. Βάσανο μεγάλο
η προβολή, όπως και να το κάνουμε!
Θα έπρεπε λοιπόν για
χάρη αυτής της προβολής του να δράσει και μάλιστα γρήγορα, προτού να σταματήσει
η παρέλαση και πάψει να χτυπάει η μπάντα. Αλλά τι να κάνει… Τι να κάνει. Σπάει
το μυαλό του.
Και η ιδέα του
έρχεται αμέσως σαν κεραυνός στο κεφάλι του. Συλλογίζεται ότι δεν θα ήταν και
άσχημο να παρελάσει και αυτός μπροστά από τους επισήμους. Οι κάμεραμαν και οι φωτογράφοι, στέκονται ακόμα εκεί στο
ίδιο μέρος και τραβάνε με τον φακό τους. Ευκαιρία!
-Και εδώ που τα λέμε,
συνεχίζει να σκέφτεται και το πρόσωπό του χαμογελάει. Εν τέλει θα δείτε ποια παρέλαση θα
κάνει τη μεγαλύτερη αίσθηση και θα ξεσηκώσει τον κόσμο..! Και παίρνει την
μεγάλη απόφαση!
Σαν σίφουνας λοιπόν
ξεκολλάει από τη θέση, που τόση ώρα τον κράταγε παλουκωμένο και μπαίνει πίσω
από την μπάντα του στρατού. που εκείνη την ώρα έκλεινε την παρέλαση. Παίρνει
τον στρατιωτικό βηματισμό της και χαιρετώντας χωρίς πηλίκιο, κατά τα
αμερικάνικα πρότυπα των Προέδρων, περνάει μπροστά από τους επίσημους, «υπό των
ιαχών» του πλήθους και τα σφυρίγματα των γνωστών και φίλων του.
Μπράβο! Ο σκοπός
«επετεύχθη». Έγινε το πρόσωπο της ημέρας που ήθελε. Γι αυτό και ο τύπος και οι
τηλεοράσεις την άλλη μέρα, μίλαγαν εκτενώς γι αυτόν:
«Στην παρέλαση πήραν
μέρος και οι απατημένοι σύζυγοι» Τέλος πάντων. Τηλεοράσεις είναι και ότι
θέλουνε λένε..!
Αυτός λοιπόν είναι ο
άνθρωπος που είδα τότε για πρώτη φορά στο κατάστημα της τράπεζας και με «τρόμαξε»
και συνεχίζω ακόμα να τον βλέπω, να τον χαιρετώ και να με χαιρετά, χωρίς βέβαια
τώρα να τον φοβάμαι.
Δεν είναι ποτέ μακριά
μας. Ζει μαζί μας, στην πάντοτε πανέμορφη πόλη μας, βαδίζουμε πάνω στους ίδιους
δρόμους, κατοικεί επίσης κάπου κοντά μας, κάθεται στο διπλανό τραπέζι με εμάς και
πίνει τον καφέ του ή ακόμα και στο δικό μας το τραπέζι και συζητάει μαζί μας
για τον δικό του τον κόσμο που έχει στην ψυχή του και τον ζει αλλά και για τον
δικό μας τον κόσμο, αυτόν που τον ζούμε εμείς και που τον θέλουμε να είναι πιο
ρεαλιστικός. Δεν είναι τέλειος, ούτε κακός. Όπως και εμείς άλλωστε..!
Αλλά είναι και θα
είναι ένας άνθρωπος, που θα περάσει στη μνήμη όλων όσων τον γνώρισαν και τον
γνωρίζουν, ως ένας άνθρωπος με τα πολλά καμώματα, που μόνο αυτόν χαρακτηρίζουν
και με «τα… πολλά πρόσωπα», που επιλέγει να εκδηλώνεται!
Πάντοτε βέβαια με την καλή έννοια της
έκφρασης!
15-10-2019
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ