Του ΤΡΥΦΩΝΑ ΟΥΡΔΑ [Χρονογράφημα, 1972]
Η νύχτα στέκει ξερή και κρύα με τα τρεμάμενα αστέρια της,
πέρα εκεί στην ασήμαντη πόλη της Γαλιλαίας, τη Βηθλεέμ. Από μακριά, εντελώς
αφύσικο για την εποχή, ακούγεται η βραχνή φωνή κάποιου τριζονιού, που όμως και
αυτή χάνεται και σβήνεται μέσα στα μουδιασμένα κλωνάρια των δένδρων και στη
σιωπή της νύχτας.
Παντού επικρατεί ησυχία. Σιγαλιά. Τα πάντα είναι νεκρά.
Το σπίτι που θα αναφερθούμε είναι ένα όχι και τόσο συνηθισμένο
σπίτι της πόλης μέσα στα άλλα, κτισμένο στο ένα άκρο αυτής και με αφεντικό τον
πλούσιο γέροντα Συμεών. Γύρω ανοίγονται λιβάδια, που καθημερινά βρίσκουν τροφή
εκατοντάδες ολόασπρα πρόβατα, αρκετά αγροκτήματα και στάβλοι. Αλλά… και πολλοί
άνθρωποι, εργάτες και δούλοι τρώνε εδώ ψωμί, με τους ίδιους μάλιστα να είναι
πολύ ευχαριστημένοι για τις υπηρεσίες που προσφέρουν.
Και αυτός ο γέροντας δεν έχει κανένα στη ζωή του, κάτι που
τον κάνει να είναι πάντοτε λυπημένος, γεμάτος πίκρα από αυτή την έλλειψη των δικών
του ανθρώπων.
Όμως κάθε μέρα, κάθε νύχτα και κάθε στιγμή, βρίσκει παρηγοριά
σε Έναν. Τον Θεό!
Τον αισθάνεται μέσα στην ψυχή του, σαν μια δροσιά, σαν μια
γαλήνη, σαν έναν δεύτερο εαυτό στο βάσανό του, αγνό, διαφορετικό από την απάτη
και το μίσος, που κυριεύει έξω από αυτόν τις καρδιές των ανθρώπων. Για αυτό
λοιπόν και αυτός τον αγαπάει και πιστεύει σ’ Αυτόν με όλο του το είναι.
Εκείνη τη νύχτα ο αγαθός άνθρωπος, ήταν έτοιμος να πέσει στο
κρεβάτι του και να κοιμηθεί, όταν μπήκε μέσα ο πιστός του δούλος, ο Ευστάθιος
που του είπε:
-Αφέντη, μια οικογένεια απ’ έξω, ζητάει να μείνει σε μια
γωνιά απ’ τους στάβλους σου, ώστε να περάσουν τη νύχτα και να προφυλαχθούν απ’
αυτό το τσουχτερό το κρύο. Φαίνεται τόσο καλή και τόσο αγαπητή, που νομίζω ότι
θα τους κάνεις αυτή τη χάρη. Να τους πω να περάσουν;
Εκείνος σήκωσε τα γέρικα μάτια του και τα έριξε πάνω στο
δούλο του, λες και ήθελε να διαβάσει κάτι από το πρόσωπό του και ύστερα με
υψωμένο τον τόνο της φωνής και κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του, του είπε:
-Όχι καλέ μου δούλε Ευστάθιε… Είναι ντροπή μπροστά στο Θεό να
δώσω έναν τέτοιο τόπο σε ανθρώπους, να περάσουν μια ολάκερη νύχτα. Να δεχτώ και
να φιλοξενήσω τους ξένους μέσα στους στάβλους μου; Μα αυτό καλέ μου άνθρωπε
είναι πολύ εύκολο να το νιώσεις, ότι δεν είναι ανθρώπινο! Και μια και δεν μπορώ
να τους φερθώ καλύτερα, θα ήτανε προτιμότερο να πήγαιναν κάπου αλλού…
-Μα πώς; Αφού όλα τα πανδοχεία είναι γεμάτα από ανθρώπους,
που ήρθαν σήμερα για την απογραφή του Καίσαρα και δεν υπάρχει άλλο άδειο μέρος,
πρόφτασε να πει ο δούλος.
Τα λόγια όμως του γέρου ήταν τα ίδια. «Όχι». Ο δούλος του
καταλαβαίνει και σωπαίνει. Με μια υπόκλιση βγαίνει και τον αφήνει πάλι μοναχό
του, για να τον πάρει ο ύπνος γλυκά. Ύπνος γεμάτος από όνειρα και εκπλήξεις.
Όνειρα παράξενα και χωρίς εξήγηση.
Ονειρεύεται να τον κοιτάζει ένα βρέφος. Ένα μικρούλικο
ανθρωπάκι να είναι αφημένο στη γωνιά κάποιου δρόμου και που στα ολόμαυρα
σπινθηριστά ματάκια του, μπορείς να ξεχωρίσεις πολλά. Πίκρα, θλίψη και ένα
παράπονο. Το αθώο προσωπάκι του, μοιάζει σαν να λάμπει όπως ο ήλιος την ημέρα
και να αστράφτει σαν να είναι από χρυσάφι και ασήμι. Το άμοιρο, φαίνεται να του
απλώνει τα κάτασπρα χεράκια του και να τον παρακαλεί, να τον ικετεύει να το
βοηθήσει.
-Σώσε με, κρυώνω… Δεν μπορώ άλλο… Βοήθησέ με!
Και αυτός να το διώχνει, να μην το δέχεται, να μην το ακούει
και να μην το βοηθάει. Και εκείνο πάλι από την αρχή να τον παρακαλεί με όλη του
την αγνή ψυχούλα, που τρέμει από το κρύο.
Να η σκληροκαρδία! Να η αδιαφορία Θεέ μας! Να μην βοηθάς ένα
συνάνθρωπό σου και μάλιστα όταν μπορείς…
Για μια στιγμή πάλι, ακούει να χτυπάνε καμπάνες. Ο ήχος τους
για πρώτη φορά είναι τόσο γλυκός, τόσο αρμονικός και χαρούμενος που φαίνεται να
προμηνύει κάτι. Κάτι το πολύ σοβαρό, το πολύ δυνατό, κάτι που θα σκορπίσει
παντού τη χαρά. Συνδυάζεται τεχνικά με άσματα, με μελωδίες που υμνούν, δοξάζουν
και ευχαριστούν.
Γύρω η φύσις αυτήν την ώρα αγάλλεται. Παίρνει ζωηρό χρώμα και
από μια αόρατη δύναμη τα άψυχα παίρνουν ζωή. Η νύχτα σαν από θαύμα, αδειάζει
από μέσα της το σκοτάδι, γίνεται μέρα και φεγγοβολεί. Τα πάντα σε μια απίστευτη
ευδαιμονία!
Τι να συμβαίνει άραγε! Τι μεγάλο μυστήριο κρύβει η αποψινή νύχτα!
Ο γέρο-Συμεών αυτήν τη στιγμή τα έχει χαμένα. Σηκώνεται
γρήγορα και κοιτάζει γύρω του. Φέρνει τα χέρια του στο ρυτιδωμένο πρόσωπο και
τρίβει τα μάτια του, ενώ κουνάει το κεφάλι για να ξεθολώσει το μυαλό του και να
συνέλθει από την έκπληξη.
-Ω! Θεέ μου, λέει και ξαναλέει από μέσα του. Τι παράξενο
όνειρο στ’ αλήθεια. Τι να σήμαινε άραγε; Ποιο ήταν εκείνο το παιδάκι που μου
ζητούσε να το βοηθήσω;
Μα, δεν είναι όνειρο, λέει τώρα φωναχτά. Ακούω απ’ έξω φωνές.
Ουράνια ψαλμωδία, μαγευτική, εξαίσια, σαν να βγαίνει από στόματα αγγέλλων!
Ήταν έτοιμος να σηκωθεί και να πάει για να δει, όταν σχεδόν
τρέχοντας μπήκε στο δωμάτιό του, πάλι εκείνος ο δούλος του ο Ευστάθιος και ο
οποίος με κομμένα λόγια του είπε:
-Αφέντη να με συγχωρέσεις που σε ξύπνησα. Αλλά τρέχα… Τρέχα
να δεις και εσύ και να προσκυνήσεις. Πέρα σε εκείνη τη σπηλιά, γεννήθηκε ένα
παιδάκι από εκείνη την οικογένεια που ζητούσε από μας να της δώσουμε τόπο για
να περάσει τη νύχτα. Λένε πως είναι ο Χριστός! Αυτόν που περιμένουμε όλοι μας και
έγραψαν οι Πατέρες μας…
Κεραυνός του ήρθε του γέροντα, όταν άκουσε αυτά τα λόγια. «Χριστός,
Αυτόν που περιμένουμε όλοι μας…» Τότε, τότε να πως εξηγείται το αποψινό όνειρο.
Ο Χριστός ήταν εκείνο το παιδάκι που ζητούσε να το βοηθήσει. Και αυτός το
έδιωξε! Δεν του άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του. Δεν θέλησε να του δώσει λίγη
ζεστασιά, λίγη τρυφερότητα σαν Παιδί του Μεγαλοδύναμου Θεού μας. Έτσι υποδέχτηκε
αυτός τον ερχομό του «αναμενόμενου Μεσσία». Ψυχρά, άπονα, χωρίς ζεστή καρδιά
και ψυχή!
Και τώρα πια με όλα αυτά, είναι άξιος να λέγεται παιδί του
Θεού; Έχει το δικαίωμα να προσεύχεται σ’ Αυτόν, να του ζητάει βοήθεια και να
τον ευχαριστεί; Και πιο πολύ, έχει το δικαίωμα να δει «κατά πρόσωπο» το Παιδί
του; Αυτό που γεννήθηκε απόψε μέσα σε ένα στάβλο, μια και ο ίδιος δεν το
δέχτηκε στο σπίτι του! Ασφαλώς και όχι!
Όμως αυτός θα πάει. Θα πάει μετανοιωμένος και κρατούμενος
σφιχτά από την ελπίδα, πως το Βρέφος που τώρα γεννήθηκε θα τον συγχωρέσει!
Ξεκινά λοιπόν και αυτός για τη σπηλιά, που πάνω της έχει
ρίξει το λαμπερό του φως ένα αστέρι και φωτίζει όχι μόνο αυτή αλλά και όλη την
πόλη της Βηθλεέμ. Μυριάδες άγγελοι ντυμένοι στα λευκά, κατεβαίνουν από τον ουρανό
και ψάλλουν ύμνους. Ω! πόσο υπέροχη είναι η φωνή τους και πόσο συναρπαστικά τα
λόγια τους!
«Δόξα εν υψίστοις Θεώ
και
επί γης ειρήνη
εν ανθρώποις ευδοκία..!»
Όλος ο τόπος εδώ αυτή την ώρα, μοιάζει με κήπο της «Εδέμ» που
έχει σαν κέντρο του τη σπηλιά. Όλες οι καρδιές των ανθρώπων που βλέπουν το
«Μεγάλο Γεγονός» σκιρτούν μπροστά στο μεγαλείο του Θεού και από την κρυφή Του
Δόξα. Τα μάτια μένουν «άφωνα» και δεν μπορούν να περιγράψουν όσα συμβαίνουν με ανθρώπινα
λόγια
Και ο «φτωχός» μπροστά στα «τεκταινόμενα» και στο Θεό,
γέρο-Συμεών, προχωρεί προς τα εκεί. Αλλά νομίζει πως
πηγαίνει μόνο η ψυχή του και όχι το σώμα. Πολλές φορές τον κυριεύει ο φόβος,
άλλοτε πάλι μια παρηγοριά και μια ανίκητη ελπίδα.
Επιτέλους φτάνει. Και όταν μπαίνει… Θεέ μου! Το βρέφος που
είχε ονειρευτεί. Τον κοιτάζει όχι με μίσος όπως νόμιζε. Αλλά αντίθετα. Με το
χαμόγελό Του και με τα αθώα βρεφικά Του τα ματάκια, τον φωνάζει κοντά Του. Να
του δώσει την καρδιά, για να την καθαρίσει από την αμαρτία και ύστερα να του
την επιστρέψει καθαρή, αγνή και λευκή σαν το χιόνι.-
Αυτός είναι ο Θεός του. Ο Θεός όλων των ανθρώπων!
12-12-2019
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου