Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Γλωσσικά


Ένα ενδιαφέρον κείμενο του χαλκέντερου ερευνητή-μελετητή της ελληνικής γλώσσας, φιλολόγου Χρ. Δάλκου, που αξίζει να μελετηθεί.
ΔΕΕ
Γλωσσικά
Του Χρίστου Δάλκου (Φιλόλογος-Συγγραφέας)

Ἡ κοκκώνα, ἡ κοτσιώνα, ἡ κοσώνα καί ἡ κ’σώνα

Στό γλωσσάρι τῆς πολύ καλῆς –καί σέ πολλά πρωτότυπης- ἐργασίας Τοπικό ιδίωμα, Λαογραφικά της Βόρειας Εύβοιας, πού ἐξέδωσε τό 2006 ἡ Ὁμάδα Περιβαλλοντικῆς Ἐκπαίδευσης τοῦ Γυμνασίου Ἱστιαίας (ὑπεύθυνοι καθηγητές: Τρίγκα Μαρία, Παρούσης Γιώργος, Στεργίου Βασίλης), παρατίθεται, μεταξύ ἄλλων, ἡ ίδιωματική λέξη «κσώνα» (κανονικά: κ’σώνα) μέ τό ἀκόλουθο ἑρμήνευμα: «χριστουγεννιάτικη κουλούρα με κουκόσα, δώρο απ’ τη νονά στο αδεξίμι. Αλλά και λαμπριάτικη κουλούρα με κόκκινο αυγό, χάρισμα από τη νονά στο αδεξίμι· το Πάσχα χάριζαν κσώνες και οι γιαγιάδες στα εγγόνια ή οι θειάδες στα ανήψια.»

Γράφουμε τήν λέξη «κ’σώνα» καί ὄχι «κσώνα», γιατί φαίνεται νά προῆλθε ἀπό τόν τύπο κοσώνα, *κουσώνα (= κούκλα) μέ συγκοπή τοῦ μεσοσυμφωνικοῦ o ἤ u, κάτι πού παρατηρεῖται καί στόν σκυριανό τύπο κ’σούνα, ξούνα (= κούκλα), ὁ ὁποῖος φανερά προέκυψε ἐκ τοῦ κουτσούνα > *κ’τσούνα > κ’σούνα > ξούνα, μέ ἐπί πλέον ἐξέλιξη τοῦ τσ σέ σ. Τό Ἀρχεῖο τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης Νεοελληνικῶν Διαλέκτων καί Ἰδιωμάτων –ΙΛΝΕ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν ὀρθά ἐντάσσει στό λῆμμα «κουτσούνα ἡ,» τήν κοσώνα -ὁ τύπος κ’σώνα δέν ἔχει καταγραφῆ-, γιατί συμπίπτουν σχεδόν φωνητικά καί ἀπολύτως ἀπό σημασιολογική ἄποψη.

Τό ὅτι ἡ κ’σώνα ἀντιπροσώπευε κάποτε ἕνα εἶδος κούκλας / ὁμοιώματος ἀνθρώπου (γυναίκας ὡς ἐπί τό πλεῖστον), πού πλαθόταν μέ ζυμάρι, φαίνεται ἀπό τήν σημασία τῆς λέξης κουτσούνα, κουσούνα, κ’σούνα πού δέν σημαίνει μόνο τήν κούκλα, τό μικρό κορίτσι κ.λπ., ἀλλά, σέ ὡρισμένες περιοχές, καί τήν (ἑορταστική, ὡς ἐπί τό πλεῖστον,) κουλούρα: κουτσούνα (= εἶδος ἄρτου ἐπιμήκους) Ἄνδρ. (Γαύρ.) κουτσούνα (= λαμπριάτικη κουλούρα) Ἀντίπαρ. τήν πλάσσει (τήν ζύμην) καί κάνει τρεῖς κουτσοῦνες σάν κοπέλλες ὡραῖες Θήρ. κουτσούνα (= κούκλα

κουλούρα τοῦ Πάσχα εἰς σχῆμα κούκλας) Κρήτ. (Ράμν.) κουτσούνα (= κούκλα

ἡμιανθρωπόμορφη κουλούρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου) Νάξ. (Ἀπείρανθ.) κουτσούνα (= τά μετά ὠοῦ ἀρτίδια τοῦ Πάσχα καί τά πρός τέρψιν τῶν παίδων ὁμοιώματα) Πάρ. κουτσούνα [= εἶδος ἐδέσματος πού φτειάχνονταν μέ ἀσκοπαΐδα (: συκομαγίδα), ρίγανη καί ἁλάτι] Πελοπν. (Καρβελ.) ἔπλασα καμμιά δεκαριά κουτσοῦνες (λαμπριάτικες κουλοῦρες) γιά νά τίς στείλω στ’ ἀναδεξίμια μου Πελοπν. (Κορών.) ζαχαρένια κουτσούνα Πελοπν. (Μανιάκ.) κουτσούνα τῆς Λαμπρῆς (= κούκλα ἐκ ζύμης) Σῦρ. κουτσούνα, κουτσούνιζα (= μικρό χριστόψωμο μέ στρογγυλό χεράκι, φιλοδώρημα γιά τά παιδιά καί γιά τούς φιλιότσους) Ὕδρ. αὐτή κάνει μιά ζύμη καί τήν πλάθει κουσούνα καί τήν ντύνει μέ ροῦχα ὡραῖα Ἄνδρ. κουσούνα (= πασχαλιάτικο τσουρέκι) Ψαρ. κουσούνα (= ψωμί σέ μορφή γυναίκας, μέ ζάχαρη καί βούτυρο) Ψαρ. κ’σούνα (= μικρό κουλλουράκι προχείρως συνήθως παρασκευαζόμενον διά μικρά παιδιά, σχήματος γάμμα) Μακεδ. (Χαλκιδ.) «Κλόρες κατασκευάζουν πρό πάντων τά Χριστούγεννα καί τό Πάσχα. Εἰς αὐτάς δίδουν ἤ τό σύνηθες στρογγύλον σχῆμα ἤ κάμνουν εἰς σχῆμα κ’σούνας (= κούκλας) μέ χεῖρας καί πόδας ἡνωμένους» Σκῦρ. ξοῦνες (= κοῦκλες ἀπό ‘φτάζυμο πού κάνουν γιά τά παιδιά σέ κάθε ἑορτή – Πάσχα, Χριστούγεννα, Δεκαπενταύγουστο) Σκῦρ.

Ἑπόμενο εἶναι νά συνδέσουμε τήν εὐβοϊκή κ’σώνα ὄχι μόνο μέ τήν σκυριανή κ΄σούνα < κουτσούνα ἀλλά καί μέ τίς παπαδιαμάντειες κοκκῶνες (πρβλ. «Ἐν συνόλῳ ἐχρειάζετο ἑβδομήκοντα καὶ πλέον κοκκῶνες, δηλ. παιδικὰς κουλούρας, διὰ τοὺς βαπτιστικούς, διὰ τοὺς ἐγγόνους καὶ τὰ δισέγγονα.», «Ἡ Τελευταία βαπτιστική», Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Ἅπαντα, Δόμος, κριτικὴ ἔκδοση Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τ. 2, σ. 90).

Μάλιστα οἱ σκιαθίτικες κοκκῶνες (κανονικά: κουκκών΄ις), εἴτε χριστουγεννιάτικες εἴτε ἁγιοβασιλιάτικες εἴτε λαμπριάτικες εἶναι αὐτές, ἦσαν πάντα ὁμοιώματα ἀνθρώπων. Τήν σχέση τῆς σκιαθίτικης κο(υ)κκώνας μέ τήν εὐβοϊκή κ’σώνα –τῆς ὁποίας, σημειωτέον, τό ἀνθρωπόμορφο παρελθόν ἔχει λησμονηθῆ στήν Ἱστιαία- ἀποδεικνύει ἡ ὁμοιότητα στήν κατασκευή καί στήν χρήση τους: «Οἱ λαbριάτ’κις κουκόν΄ις εἶναι ὅμοιες καὶ κατασκευάζονται ὅμοια μὲ τὶς ἁγιοβασιλιάτικες. Τώρα ὅμως στὸ κεφάλι τους τοποθετοῦν ἕνα αὐγὸ κόκκινο καὶ ὄχι μύγδαλο ἢ καρύδι [...] Καὶ τώρα κάθε νουνός ἔχει ὑποχρέωση νὰ φιλέψη τὸ ἀναδεξίμι του μιὰ κοκόνα μὲ κόκκινο αὐγὸ στὸ κεφάλι της καὶ μαζὶ μ’ αὐτὴ καὶ μιὰ λαμπάδα...» (Γ. Ρήγα, Σκιάθου λαϊκὸς πολιτισμός, τ. Δ΄, σ. 42).

Ἀνάγκη λοιπόν εἶναι νά ἀποδεχθοῦμε ὅτι ἡ κ’σώνα προῆλθε ἀπ’ τό κοκκώνα / κουκκώνα μέ συγκοπή τοῦ μεσοσυμφωνικοῦ u καί τσιτακισμό τοῦ δεύτερου κ, παραδόξως πρό τοῦ ο, ἤτοι κουκκώνα > *κ’τσώνα > κ’σώνα. Ἀνάγκη ἐπίσης μέ παρεμφερῆ τρόπο νά ἀναγάγουμε τό κουτσούνα σέ τύπο κουκκούνα (ἐκ τοῦ κοκκώνα), ἀπ’ τόν ὁποῖο μέ τσιτακισμό τοῦ δεύτερου κ πρό τοῦ u προέκυψε ἡ λέξη γιά τήν κούκλα, τό μικρό κορίτσι κ.λπ.

Βέβαια, ἡ ἄποψη αὐτή προσκρούει στίς ἀγκυλώσεις τῆς ἀκαδημαϊκῆς γλωσσολογίας, ἡ ὁποία δέν εἶναι διατεθειμένη νά ἀποδεχθῇ, παρ’ ὅλο πού ἡ πραγματικότητα βοᾷ γιά τό ἀντίθετο, ὅτι εἶναι δυνατόν, σέ ὡρισμένες περιπτώσεις βεβαίως, τό κ νά τραπῇ σέ τσ πρό τοῦ o, κι ὄχι μόνο πρό τῶν e καί i [πρβλ. κοτσιόνα (= κοπέλλα ὄμορφη, βεργολυγερή) Πελοπν. (Γεράκ.), προφανῶς ἐκ τοῦ κοκκώνα].

Ἡ κοκκώνα καί ἡ γοργόνα

Γιά μιά τέτοια «παράδοξη» τροπή κο > τσο ἔχει μιλήσει ἤδη ὁ Δ. Οἰκονομίδης, ὁ ὁποῖος, ἀναφερόμενος στό φαινόμενο τοῦ τσιτακισμοῦ στήν ποντιακή διάλεκτο (βλ. Γραμματικὴ τῆς ἑλληνικῆς διαλέκτου τοῦ Πόντου, 1958, σ. 90-91), τολμᾷ νά ὑπερβῇ τά ἐσκαμμένα καί νά ἐντοπίσῃ τήν μεταβολή κ > τσ ὄχι μόνο πρό τῶν i καί e, ἀλλά καί πρό τῶν a, o καί u: «τσαμμώνω (Χαλδ. κ.ἀ.) < καμμώνω (= καμμύω) Ὄφ., τσοῦβον (Χαλδ. κ.ἀ.) < κοῦφον, τσάντσαρος (Χαλδ.) < κάγκαρος (Ἐσρ.) ἡ ἀράχνη, τσούνα ἡ < κύνα (= κύαινα), [...] τσουφόπονος ἐπίθ. (Ἄν. Ἀμ.) < κουφόπονος ὁ μὴ ἀντέχων μηδ’ εἰς τὸν ἐλάχιστον πόνον [...] τσαντζαρεύω < καγκαρεύω (Ἐσρ.) παρὰ τὸ τσάντσαρος < κάγκαρος (Ἐσρ.), ἀγουρίτσος (ὑποκ. τοῦ ἄγουρος) < ἀγουρίκος ἀντὶ ἀγουρίσκος, ἀνθρωπίτσος < ἀνθρωπίκος, βροθακίτσος < βροθακίκος (παρὰ τὸ βροθάκα = βάτραχος) [...] ἀδελφίτσα < ἀδελφίκα = ἀδελφούλλα, θειίτσα < θειίκα ὑποκ. τοῦ θεία, [...] μαννίτσα < μαννίκα (παρ’ ὃ καὶ μαννάκα) = μαννούλλα, [...] Ἀννίτσα < Ἀννίκα [...] Μαρίτσα καὶ Μαρίκα [...] τσαραφίζω (Χαλδ. κ.ἀ.) < σκαριφίζω (ἀρχ.) [...] ἀγαπειτσοῦμαι < ἀγαπεισκοῦμαι (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἥφτετσα < ἥφτεσκα παρατ. τοῦ ἅφτω (= ἀνάπτω), ἰνέτσουμαι < γινέσκουμαι (= γίνομαι), εὑρίτσω < εὑρίσκω [...] ‘γειανέτσω < ‘γειανέσκω τ.ἔ. ὑγειανίσκω (= ὑγιαίνω), ψαλλίτσω < ψαλλίσκω (= ἠμπορῶ νὰ ψάλλω)...» κ.λπ.

Ἀλλά ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς ὑπόθεσης ὅτι στήν συγκεκριμένη λέξη πού μᾶς ἀπασχολεῖ ἐπεσυνέβη ἡ τροπή αὐτή μᾶς ἔρχεται καί ἀπό ἄλλες πλευρές: στήν Σίφνο τό «ξύλινον ὁμοίωμα τό τιθέμενον πρό τῆς πρώρας τῶν πλοίων» ὀνομάζεται «κοκκώνα», καί εἶναι, βέβαια, ὅ,τι καί τό ζακυνθινό «κουτσούνα» (= «γλυπτική παράστασις ἐν τῇ πρώρᾳ τῶν πλοίων»). Τό ἴδιο φαινόμενο παρατηρεῖται καί σέ μιά λέξη ἴσως συγγενῆ ἐτυμολογικά πρός τό κοκκώνα (= κυρία, κοπέλα, κ.τ.τ.), τήν λέξη κοκώνα (= ἀνδρικό μόριο) Κρήτ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πελοπν. (Βλαχοκερ. Δημητσάν.), ἡ ὁποία ἐμφανίζεται καί ὑπό τούς τύπους κουκούνα Εὔβ. (Στρόπον.) Στερελλ. (Κολάκ.) κοκώνι Πελοπν. (Βλαχοκερ.) κοκονάκι Κρήτ. (Χαν.). Εἶναι φανερό ὅτι πρόκειται γιά τήν πάγκοινη τσουτσούνα (καί τσουτσοῦ, οὐδ. τσουτσούνι), πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι, ἐπιπροσθέτως, ἔχουμε πρό ὀφθαλμῶν ἕνα ἀκόμα παράδειγμα οἱονεί «συναμφετεροίωσης», ἤτοι τῆς ἴδιας φωνητικῆς τροπῆς καί στά δύο σκέλη τῆς ἀναδιπλασιασμένης ρίζας, ὁπότε δέν μπορεῖ μᾶλλον κανείς νά λύσῃ τό συναφές ἀκανθῶδες πρόβλημα τῆς τροπῆς κο > τσο προσφεύγοντας στήν «βολική» λύση τῆς ἀνομοίωσης (τ.ἔ. κ – κ > κ – τσ).

Ἐν τούτοις, παρ’ ὅλο πού πολλοί θά ἦταν διατεθειμένοι νά ἀποδεχθοῦν τήν σχέση κοκκώνας, κοτσώνας, κουτσούνας, κ’σούνας, κοσώνας, κ’σώνας κ.λπ., ὡς πρός τήν ἐτυμολογική προέλευση τῆς λέξης θά κατέφευγαν στίς παλαιές, «δοκιμασμένες» λύσεις: «κοκκώνα, ἡ, ἀπὸ τὸ ρουμ. cocoăna• θυγάτηρ πρίγκηπος• κυρία εὐγενής• κυρία, κοκώνα. Ν. Π. Ἀνδριώτη, ΕΛ, σ. 163. Ἕκτ. Σαραφίδου, σ. 114. DLR [σ.σ. Dicţionarul Limbii Române], τ. 12, σ. 618, 620-622. Ἡ ρουμανικὴ λ. εἶναι θηλυκὸ τοῦ cocόn = υἱὸς εὐγενοῦς ἢ αὐθέντου• νέος εὐγενής• νέος κύριος.» (Κώστα Καραποτόσογλου, Ἐτυμολογικὸ γλωσσάρι στὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη, ἐκδ. Δόμος, 1988).

Ἐκτιμῶ ἀπεριόριστα τόν κ. Κ. Καραποτόσογλου, αὐτόν τόν σοφό, σεμνό καί ἀκάματο ἐργάτη τοῦ πνεύματος –μπροστά στόν ὁποῖο, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, δέν πιάνουν χαρτωσιά οἱ ποικίλοι ἀναμασητές τῆς εἰσαγόμενης γλωσσολογικῆς σοφίας-, ἀλλά ἐν προκειμένῳ διεκδικῶ τό δικαίωμα στό ἑλληνικὴν ἐξ ἑλληνικῆς σαφηνίζειν, εὐελπιστῶντας ὅτι ἐνδέχεται νά πείσω καί τόν ἴδιο τόν κ. Καραποτόσογλου γιά τό βάσιμο μιᾶς τέτοιας «ἐνδοσυγκριτικῆς» πρακτικῆς.

Ἐννοεῖται ὅτι δέν ἀμφισβητῶ τήν -ἀδιευκρινίστου ἱστορικοῦ βάθους- σχέση τοῦ ν.ἑ. κοκκώνα, κουτσούνα, κ’σώνα κ.λπ. πρός τό ρουμ. cocoăna, ἀλλά θεωρῶ ὅτι, τόσο ἡ εὐρεῖα διάδοση καί φωνοσημασιολογική ποικιλία τῆς λέξης, ὅσο καί μιά ἀρχετυπική, μαγική αἴσθηση τοῦ κόσμου πού ἀποπνέει τό ἔθιμο τῆς κοκκώνας, μᾶς παραπέμπουν σέ ἕνα αὐθιγενές, (πρωτο)ελληνικό παρελθόν –ἐνδεχομένως δέ καί «πρωτορρωμανικό» ἐν τῷ ἅμα, στό ὁποῖο φαίνεται νά ἐντάσσεται ἕνα μεγάλο τμῆμα τῆς συγγενέστατης πρός τήν γραικική καί ρουμανική ἀρωμουνικῆς / «κουτσοβλάχικης» γλωσσικῆς παραδόσεως.

Ἐπανερχόμενοι στήν σημασία τοῦ κοκκώνα καί κουτσούνα «ξύλινον ὁμοίωμα τιθέμενον πρό τῆς πρώρας τῶν πλοίων», εὔλογα, νομίζω, μποροῦμε νά προβοῦμε σέ περαιτέρω συσχέτιση τῆς ἐπίμαχης λέξης μέ τήν γοργόνα, πού σέ πολλές περιοχές ἔχει τήν σημασία «Ἄγαλμα, ἰδιαιτέρως δὲ τὸ ἀκροστόλιον πλοίου τὸ ὁποῖον παριστᾷ γοργόναν» (βλ. Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, λ. γοργόνα ἡ,).

Τό ὅτι τά γοργόνα καί κοκκώνα εἶναι ἐναλλακτικοί τύποι τῆς ἴδιας λέξης, καί ἑπομένως μᾶς ταξιδεύουν σέ ἀπροσμέτρητα βάθη χρόνου, ἀπώτερα κατά τήν γνώμη μας τῆς ὁμηρικῆς Γοργοῦς, ἀποδεικνύεται καί ἀπό ὡρισμένες ἄλλες «συμπτώσεις» πού ἀποκλείεται νά εἶναι τυχαῖες. Ἔτσι, ἡ σημασία Α 2) τῆς λ. γοργόνα στό ΙΛΝΕ: «Αἱ ἐζωγραφημέναι ἢ διὰ στιγμάτων γινόμεναι συνήθως ἐπὶ τοῦ σώματος τῶν ἀνθρώπων εἰκόνες αἱ παριστῶσαι τὸ θαλάσσιον τέρας» φαίνεται νά ταυτίζεται ἐν μέρει μέ τήν σημασία «εἰκόνα, ζωγραφιά» τοῦ κοκκώνα: «κοκόνας λέγαμε τάς εἰκόνας μικρά παιδιά» Θράκ. «κοκκώνα –ναις λέγονται αἱ ζωγραφίαι εὐρωπαϊκῶν γυναικείων στολῶν» Μακεδ. (Καστορ.) κουκώνα (= ζωγραφιά, ζωγραφισμένη γυναίκα, γυναίκα μέ φκιασίδι) Ἤπ. (Κουκούλ.) Εἶνι ὄμουρφ’ σάν κουκῶνα ‘π’ τά χαρτιά Μακεδ. (Κοζ.)

Ἐπί πλέον, ἡ λέξη γοργόνα παρουσιάζει ὡρισμένες φωνητικές τροπές ὁμόλογες πρός αὐτές πού ἐντοπίσθηκαν στά κοκκώνα / κοτσιώνα κ.λπ., ὅπως ντζορτζόνα Σύμ. ζορζόνα Θράκ. (Μέτρ.).

Ἀλλά αὐτό πού κάνει νά ὑποχωρήσουν καί οἱ τελευταῖες ἀμφιβολίες μας περί τῆς ταύτισης γοργόνας καί κοκκώνας / κοσώνας εἶναι ἡ ἐναλλάξ χρήση τῶν δύο λέξεων στό πλαίσιο παραλλαγῶν τῆς ἴδιας οὐσιαστικά παροιμιώδους φράσης:

«Φρ. Πέντε μῆνες δυὸ ἀδράχτια, πότε τά ‘γνεσ’ ἡ γοργόνα! (εἰρων. ἐπὶ ὀκνηρᾶς γυναικὸς) Λεξ. Αἰν.

‘Γὼ ἡ γοργόνα ἡ πλατώνα, πέντε χρόνους ἕνα στρῶμα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κυνουρ.» (ΙΛΝΕ, λ. γοργόνα, ἡ,)

«Καλομοῖρα ‘γώ ἡ κοσῶνα, καλομοῖρα ‘γώ ἡ Ταρτάνα, πέντε μῆνες πέντ’ ἀδράχτια κι ἄλλα δυό ξεσφοντυλίδια πότε τά ‘γνεσα ἡ Πλατῶνα!» Εὔβ. (Στρόπον.)

Κάτω ἀπό τούς τροχαίους τῆς ἔμμετρης εἰρωνικῆς ἀποστροφῆς –προερχόμενης, σημειωτέον, ἀπό γυναῖκες καί κατευθυνόμενης ἐναντίον γυναικῶν- μποροῦμε νά ἀνιχνεύσουμε τό ἦθος μιᾶς μητροκεντρικῶν καταβολῶν (πρωτο)ελληνικῆς κοινωνίας, τέτοιας σάν κι αὐτήν πού ἐπιβιώνει ἔν τινι μέτρῳ ἀκόμα, καίτοι ψυχορραγοῦσα, σέ πολλά ἀπό τά νησιά μας, καί πού, εὐτυχῶς γιά μᾶς, πρόλαβε νά μνημειώσῃ ἀπαράμιλλα, σ’ ὅλο τό μεγαλεῖο τῆς ταπεινότητάς της κι ὅλη τήν ταπεινότητα τοῦ μεγαλείου της, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Θά μποροῦσα πολλά ἀκόμα νά πῶ γιά τίς τύχες καί τίς περιπέτειες τῆς κοκκώνας / γοργόνας, ξεκινῶντας ἀπό τήν κοκωνιά τῆς Νάξου, μιά κούκλα στολισμένη μέ ἄνθη, «τῆς ὁποίας συγκεντρωμένα τά παιδιά κάμνουν καί τήν κηδείαν», συνεχίζοντας μέ τόν Λειδινό, τήν «πλαγγόνα παριστῶσαν νεανίαν» πού λιτανευόταν ἀπό τά μικρά παιδιά καί θαβόταν κάθε χρόνο, στίς 14 Σεπτεμβρίου, στήν Αἴγινα, καί καταλήγοντας μέχρι τά κυκλαδικά εἰδώλια, τά ὁποῖα δέν θά ἐκπλησσόμουν ἄν ἀποδεικνύονταν τελικά κατ’ οὐσίαν μνημειώδεις ἀναπαραγωγές μιᾶς ζυμωτῆς ἀνθρωπόμορφης «κοκκώνας».

Ἀλλά οἱ ἡμέρες ἐπιβάλλουν νά ἀνακόψουμε, ἔστω καί προσωρινά, τόν ἀπομαγευτικό μας οἶστρο, καί νά ἀφοσιωθοῦμε στό φαινομενικά ταπεινό ἔργο τοῦ πλασίματος τῆς λαμπριάτικης κουλούρας· ἔχοντας κατά νοῦν πώς, ὅπως κι ἄν τήν ποῦμε, εἴτε κοκκώνα, εἴτε κουτσούνα, εἴτε κ’σώνα, εἴτε ξούνα, εἴτε κουλούρα κ.λπ., ἀρκεῖ μιά ματιά στό αὐγό / μάτι τοῦ σχηματοποιημένου κεφαλιοῦ της γιά νά ἀνακαλύψουμε αὐτό πού στάθηκε τό κέντρο καί ἡ ἔγνοια αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ γιά πάνω ἀπό 5000 χρόνια: τό θεούμενον ζῶον πού λέγεται ἄνθρωπος. Καλή Ἀνάσταση!

Χρῖστος Δάλκος







Δεν υπάρχουν σχόλια: