Β΄ Λογοτεχνικός διαγωνισμός διηγήματος
Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟ
Η ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΡΙΤΗ
Του Ευθύμιου Χαρ. Ταλάντη
Η φινετσάτη κυρία με το ροδαλό -απ’ το ρουζ- μάγουλο, το μπουκλωτό κορακί μαλλί και τη διεισδυτική ματιά, τράβηξε μ’ αργές κινήσεις το μαγικό χαρτάκι απ’ την κληρωτίδα. Το ξεδίπλωσε με ακόμα πιο βασανιστικό ρυθμό, εντείνοντας την αγωνία όλων κι εκφώνησε με σταθερή φωνή το όνομά του που ’τανε γραμμένο πάνω σ’ αυτό.
Στην αίθουσα τα περισσότερα κεφάλια γύρισαν απότομα προς το μέρος του. Σηκώθηκε με δυσκολία απ’ τη θέση του, σαν αρσιβαρίστας που του ’βαλαν να δοκιμάσει περισσότερα κιλά. Τα πόδια έτρεμαν απ’ το βάρος του σώματος. Το φορτίο στους ώμους βαρύ κι ασήκωτο. Δεν ήταν σίγουρος αν θα τ’ άντεχε! Ωστόσο όμως, ήταν υποχρεωμένος να το δοκιμάσει.
Ξαφνικά μια ακαταμάχητη δύναμη αναπήδησε απ’ τα σωθικά του. Μια βαθιά εσωτερικιά ανάταση, που ήρθε απροσδόκητα την τελευταία στιγμή να τον λυτρώσει απ’ την αβεβαιότητα.
Ήταν σένια ντυμένος –«καθ’ υπόδειξιν» βέβαια- με κουστούμι και γραβάτα, όπως ακριβώς άρμοζε στην περίσταση κι αυτό προσέδιδε κύρος και κάπως μεγαλοπρέπεια στο παρουσιαστικό του. Όρθωσε ολόισια το κορμί του και κοίταξε όλους τους παράγοντες μ’ αυτοπεποίθηση κι αποφασιστικότητα στα μάτια.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου κοίταξε τον συνήγορο υπεράσπισης κι αφού δεν υπήρξε καμιά αντίδραση, μ’ ένα νεύμα του χεριού τού ’καμε νόημα ν’ ανέβει στην έδρα. Με σταθερό βήμα απόλυτης σιγουριάς, κατευθύνθηκε κι έκατσε στα έδρανα των δικαστών του Μικτού Ορκωτού Κακουργιοδικείο.
Οφείλω να ομολογήσω, πως, απ’ την ημέρα που ο εντεταλμένος ένστολος αστυνομικός τού επέδωσε, μ’ όλους τους τύπους της γραφειοκρατικής διαδικασίας, το συστημένο έγγραφο κλήσης, ανάμικτα συναισθήματα, δέους, υπευθυνότητας ακόμα κι ανασφάλειας, τον είχαν κατακυριεύσει. «Δεν είναι δυνατόν...» είπε μέσα του, «Εμένα!… από πού κι ως πού;». Αλλά και πάλι σκέφτηκε, «γιατί όχι!.. Είμαι ενεργός πολίτης αυτής της χώρας κι επιβάλετε η ουσιαστική συμμετοχή μου στις όποιες διαδικασίες ορίζουν οι Νόμοι και τα ψηφίσματα του Κράτους. Άλλωστε αυτό επιτάσσουν οι δημοκρατικοί θεσμοί κι είμαι υποχρεωμένος να τους σεβαστώ!».
Βέβαια, η αλήθεια ήταν, πως η διατύπωση του εγγράφου, ήταν παραπάνω από σαφής και δεν άφηνε πολλά περιθώρια για τη μη συμμόρφωση από μέρος του, στις απαιτήσεις της κλήσεως, «καλείστε όπως εμφανισθείτε ως ένορκος, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, δημόσια συνεδριάζοντας στο ακροατήριό του κατά τις διαδικασίες του Α΄ 12ημέρου του μηνός Μαΐου, ήτοι την 6η ημέρα Τετάρτη και ώρα 09:00 κατά την οποία θα εκδικαστεί υπόθεση κακουργήματος. Σε περίπτωση μη εμφανίσεώς σας θα υποστείτε τις νόμιμες συνέπειες…. κλπ».
Για πρώτη ίσως φορά, η απόλυτη επίγνωση της βαρύτητας μιας συμμετοχής σε κακουργιοδικείο και μάλιστα απ’ τη θέση του ένορκου δικαστή, του ανατροφοδοτούσε την αίσθηση της μέγιστης ευθύνης, για την ουσία στις λεπτές αποχρώσεις που απορρέουν απ’ την ανάληψη άσκησης «εξουσίας» ζωής ή θανάτου επί άλλου ανθρώπου. Άσχετα αν στη χώρα μας έχει προ πολλού ανασταλεί η θανατική ποινή.
Όσο κι αν στην καθημερινότητά του πλανιόταν η διάθεση για σχολιασμό, κριτική, ή και κατάκριση των πράξεων, ή των παραλήψεων των συνανθρώπων του, η συνειδητοποίηση ότι κι απ’ τη δικιά του ετυμηγορία θα κρινόταν άμεσα η υπόθεση της ζωής ενός ανθρώπου, τον έβαζε σε διαδικασία αυστηρής αυτοκριτικής.
Κριτής για τις πράξεις των άλλων!… Ήταν άραγε άξιος για να κρίνει; Όχι πως ήταν μειωμένης αντίληψης, αλλά να!, εκείνο το: «ἐν ᾧ γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, και ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῑτε μετρηθήσεται ὑμῑν» στο κατά Ματθαίον, του ’βαζε ψηλά τον πήχη της κριτικής του άποψης.
Η κρίση είναι δώρο Θεού, για να ’χει ο άνθρωπος την ικανότητα να ερμηνεύει τα γεγονότα, να εμβαθύνει και να εκφέρει γνώμη κι άποψη για την ορθότητα ενεργειών ή παραλήψεων των άλλων, χωρίς να παρεκκλίνει στην κατάκριση, πολύ δε περισσότερο στην εξουθένωση του συνανθρώπου.
Η απονομή δικαιοσύνης με την παραδειγματική τιμωρία, είναι σοβαρή υπόθεση που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ικανοποιεί μονομερώς το περί δικαίου αίσθημα, μόνο και μόνο για να καταπραΰνει πάθη αντεκδίκησης, αλλά πρωτίστως να βάζει φραγμούς σε αχαλίνωτες συμπεριφορές και πράξεις. Σε μια συντεταγμένη κοινωνία προτάσσεται επιτακτικά η αναγκαιότητα της θέσπισης κανόνων και νόμων που να ρυθμίζουν την αρμονική συμβίωση, κι απορρέει απ’ τη βούληση της πολιτείας στο να διασφαλίσει την έννομη τάξη μεταξύ των μελλών που την απαρτίζουν. «Η ελευθερία του καθενός μας, πρέπει να σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου, διαφορετικά είμαστε πρωτόγονοι κι ας διατεινόμαστε ως λελογισμένα όντα» ισχυριζόταν στις συζητήσεις με τους φίλους του.
Οι υποθέσεις που δικάζουν τα μικτά ορκωτά κακουργιοδικεία, δεν είναι γνωστές εκ των προτέρων στους ενόρκους. Οι ένορκοι καλούνται να εκφέρουν γνώμη απ’ αυτά που θα ακουστούν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασία. Έτσι δεν είχε ιδέα για το τι υπόθεση επρόκειτο να δικάσει το δικαστήριο, στο οποίο καλούταν να παρουσιαστεί ως ένορκος.
Στις συζητήσεις που είχε με τη γυναίκα του, σχετικά με τη βαρύτητα και την ευθύνη της άποψης του ενόρκου, αν και ξεκινούσαν από διαφορετική αφετηρία, στην πορεία, με τη ζύμωση των συζητήσεων, το ’’δογματικό’’ συμπέρασμα, «καλύτερα να αθωωθεί ένας ένοχος, παρά να δικαστεί ένας αθώος», όταν υπάρχει έστω και η παραμικρή αμφιβολία, τους έβρισκε και τους δυο σύμφωνους.
Την επίμαχη ημέρα, φρόντισε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο γραβατωμένος, όπως απαιτούσε το πρωτόκολλο, ή για να ήμαστε πιο ακριβείς, όπως απαιτούσε ο συγκεκριμένος πρόεδρος του δικαστηρίου, ο οποίος προφανώς ήθελε να διαφυλάξει τη σοβαρότητα, ή τη σοβαροφάνεια του δικαστηρίου του.
Ακριβώς στην προκαθορισμένη ώρα, οι τακτικοί δικαστές, ο εισαγγελέας και η γραμματέας του δικαστηρίου εμφανίστηκαν στην έδρα. Ησυχία επικράτησε παντού στην αίθουσα. Σε λίγο ο πρόεδρος, ένας κομψοντυμένος ευπαρουσίαστος μεσήλικας, κήρυξε την έναρξη των εργασιών του δικαστηρίου και ξεκίνησε η διαδικασία.
Αρχικά εκφώνησε μεγαλοφώνως τα στοιχεία του κατηγορουμένου.
Από τ’ όνομα κατάλαβε ότι επρόκειτο για άτομο αλλοδαπής καταγωγής. Ένας λιπόσαρκος φτωχοντυμένος ανθρωπάκος που καθόταν ανάμεσα σε δύο ένστολους αστυνομικούς σηκώθηκε όρθιος.
Ο πρόεδρος ρώτησε αν γνώριζε ελληνικά κι αν είχε δικηγόρο. Ο κατηγορούμενος δήλωσε πως γνώριζε τη γλώσσα, αλλά δεν είχε δικηγόρο. Το δικαστήριο με συνοπτικές διαδικασίες διόρισε έναν απ’ τους παριστάμενους δικηγόρους, ως συνήγορο του κατηγορουμένου. Στη συνέχεια ο πρόεδρος απάγγειλε τις κατηγορίες, οι οποίες ήταν: απόπειρα βιασμού, καθώς και, παράνομη είσοδο και παραμονή στη χώρα. Η καρδιά του αύξανε επικίνδυνα τους ρυθμικούς παλινδρομικούς της χτύπους, κατά τη διάρκεια που η γραμματέας στην έδρα, ξεκινούσε τη διαδικασία κλήρωσης των ενόρκων. Είχε μια ελπίδα να μην κληρωθεί στην έδρα, η οποία εξανεμίστηκε γρήγορα σαν την πρωινή δροσοσταλιά, όταν η γραμματέας διάβασε φωναχτά τ’ όνομά του. Σε λίγο η σύνθεση του επταμελούς μικτού ορκωτού δικαστηρίου διαμορφωνόταν ως εξής: Ο πρόεδρος και δύο νεαρές δικαστίνες, απ’ την πλευρά των τακτικών δικαστών. Τρεις γυναικείες υπάρξεις κι η δικιά του παρουσία απ’ την πλευρά των ενόρκων.
Οι ένορκοι, έδωσαν τον επιβαλλόμενο όρκο, πως θα αποφανθούνε αμερόληπτα και χωρίς προκατάληψη, σύμφωνα με τα χρηστά ήθη, περί των πράξεων του κατηγορουμένου. Όλοι μαζί τακτικοί και ένορκοι -μάλιστα με πλειοψηφία των ενόρκων- θ’ αποφαίνονταν πρωτόδικα επί των αδικοπραξιών του κατηγορουμένου, σε βαθμό κακουργήματος.
Η πλοκή της υπόθεσης π’ αναφυόταν μέσα απ’ την ακροαματική διαδικασία, είχε το χαρακτήρα μάλλον ατυχούς επεισοδίου.
Ο κατηγορούμενος, αλβανικής καταγωγής, παντρεμένος και πατέρας ενός παιδιού, είχε εισέλθει παράνομα στη χώρα μας. Μετά από πολλές περιπλανήσεις, βρέθηκε να εργάζεται σε παραθεριστικό κέντρο, σε παραλία κάπου στον Μαλιακό Κόλπο. Στο ίδιο κέντρο παραθέριζε επίσης αλλοδαπή μεστωμένη δεσποινίδα, από χώρα της βόρειας Ευρώπης, η οποία γνωρίστηκε με τον κατηγορούμενο. Ήταν ο σερβιτόρος που της σέρβιρε καθημερινά -για το διάστημα των λίγων ημερών που βρέθηκε εκεί-, τον καφέ της στην παραλία.
Κάποια μέρα -σύμφωνα πάντα με την μηνυτήρια αναφορά της αλλοδαπή δεσποινίδας- ο κατηγορούμενος εισέβαλε στο δωμάτιό της, την ώρα που αυτή ήταν με το μαγιό και προσπάθησε να τη βιάσει. Αυτή αντιστάθηκε! Έβαλε τις φωνές κι ο κατηγορούμενος τράπηκε σε φυγή. Η αστυνομία επιλήφθηκε του επεισοδίου. Κατατέθηκε μήνυση. Συνελήφθη ο δράστης ο οποίος προφυλακίστηκε, με τις κατηγορίες, απόπειρας βιασμού, παράνομης εισόδου και παραμονής στη χώρα μας.
Το πόσο στενή ήταν η γνωριμία του κατηγορούμενου με την μηνύτρια, πριν το επεισόδιο κι από πού άντλησε αυτός το θάρρος ή το θράσος ώστε να επιδιώξει στενότερες επαφές, αυτό δεν κατέστη δυνατό να αποδειχθεί, αφού η μηνύτρια δεν παραβρισκόταν στην εκδίκαση της υπόθεσής της. Η όλη ακροαματική διαδικασία, στηριζόταν αποκλειστικά στην έγγραφη μηνυτήρια αναφορά, που είχε καταθέσει το υποψήφιο θύμα την ημέρα του συμβάντος και στις μαρτυρίες των αστυνομικών που επιλήφθηκαν του επεισοδίου.
Είχε σχεδόν ολοκληρωθεί η ακροαματική διαδικασία, όταν ο κύριος πρόεδρος πρότεινε ημίωρη διακοπή για ξεκούραση, λόγω ότι είχε περάσει αρκετή ώρα απ’ την έναρξη του δικαστηρίου.
Λίγα λεπτά αργότερα το θέλγητρο της Θέμιδος πλημμυρισμένο με τ’ αρώματα των ενόρκων γυναικών, π’ αντανακλούσαν μεθυστικό καθωσπρεπισμό, έτοιμο να αποδώσει δικαιοσύνη, κατέκλυζε το χώρο του πολυτελούς γραφείου του προέδρου. Οι δερματόντυτες πολυθρόνες του σαλονιού βόλεψαν τους περισσότερους, ενώ επιστρατεύτηκαν δυο ακόμη από διπλανό χώρο για τους υπόλοιπους.
Ο πρόεδρος καθισμένος πίσω απ’ το σκαλιστό ξύλινο -σε στυλ ροκοκό- γραφείο πήρε το λόγο για μια πρώτη διερευνητική συζήτηση μεταξύ τους.
-Λοιπόν αγαπητοί μου, όπως αντιληφθήκατε εδώ συζητάμε μια υπόθεση η οποία βασικά παραπέμφθηκε με το άρθρο του ποινικού κώδικα ως απόπειρας βιασμού. Έχετε την εντύπωση πως θα έπρεπε να τη δικάσουμε με το άρθρο του ποινικού κώδικα το οποίο προβλέπει την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας;
-Δεν νομίζω κύριε πρόεδρε! Η υπόθεση πρέπει να δικαστεί όπως πραγματικά είναι, ως απόπειρα βιασμού, βιάστηκε να τοποθετηθεί η μία από τις δυο κομψοντυμένες νεαρές τακτικές δικαστίνες.
-Παρακαλώ κύριε πρόεδρε, μπορείτε να γίνετε πιο σαφής, σε σχέση με την τοποθέτησή σας, είπε, μη γνωρίζοντας τα δικονομικά.
-Δηλαδή εξηγήστε μας τι ακριβώς διαφορά έχει το ένα με το άλλο, απ’ αυτά που είπατε, συμπλήρωσε μια απ’ τις ενόρκους, υπάλληλος σε δημόσια υπηρεσία.
-Μάλιστα!.. απάντησε ο πρόεδρος και συνέχισε, στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή, αν δεχτούμε ότι υπήρξε απόπειρα βιασμού, η πράξη θεωρείται κακούργημα και η ποινή που πρέπει να επιβληθεί, είναι έως δέκα χρόνια κάθειρξη. Στη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, η πράξη δε θεωρείται κακούργημα και η προβλεπόμενη ποινή είναι έως δυο χρόνια φυλάκιση. Σ’ αυτή την περίπτωση ουσιαστικά ο κατηγορούμενος, γι’ αυτή του την πράξη, έχει σχεδόν εκτίσει την ποινή, αφού είναι δεκαέξι μήνες προφυλακισμένος. Απομένει μόνο οι υπόλοιπες πράξεις περί παράνομης εισόδου και παραμονής στη χώρα μας κλπ.
Η τακτική δικαστίνα επέμενε στην απόπειρα βιασμού. Ισχυριζότανε πως η περίπτωση προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, έχει εφαρμογή σε εκούσια προκλητική επαφή εντός εσωτερικού χώρου και πως στην περίπτωση που δικάζανε δε συνέτρεχε λόγος για κάτι τέτοιο, αντίθετα επέμενε πως υπήρχε προμελετημένη απόπειρα βιασμού.
-Το σχετικό άρθρο στο οποίο αναφερθήκατε κ. πρόεδρε, προβλέπει τα εξής: «Όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους, ή χρηματική ποινή» στην περίπτωσή μας δεν συντρέχει κάτι τέτοιο…, συμπλήρωσε η μελετηρή δικαστίνα.
Προβληματίστηκε κάμποσο απ’ αυτά που άκουγε απ’ τους τακτικούς δικαστές. Γι’ αυτό είχε την εντύπωση, πως απ’ τη στιγμή που δεν είχε συντελεστεί το αδίκημα, επίσης το γεγονός πως ο κατηγορούμενος τράπηκε σε φυγή από την αντίδραση της μηνύτριας, πράγμα που δήλωνε αβεβαιότητα στις προθέσεις του κι αναποφασιστικότητα στην άσκηση βίας, καθώς και το γεγονός ότι βρισκόταν ήδη δεκαέξι μήνες στο φρέσκο -κατά δήλωση του προέδρου- θεώρησε πως θα ήταν ίσως υπερβολή να παραπεμφθεί ως κακούργημα και εξοντωτική την εφαρμογή μιας ανώτατης ποινής.
Εκείνη η λέξη «κάθειρξη» τον τρόμαζε κυριολεκτικά. Αν και γνώριζε τη σημασία του όρου, ωστόσο, το σύμπλεγμα των λέξεων «κάθειρξη, καθαίρεση, καρατόμηση» του ανατροφοδοτούσαν εικόνες από κατάδικους που τους οδηγούσαν στο θάνατο. Όπως εκείνους που τους περνούσαν τη θηλιά στο λαιμό και το σώμα έπεφτε στο κενό, καθώς άνοιγε η καταπακτή κάτω απ’ τα πόδια τους, κι ακουγόταν ο χαρακτηριστικός γδούπος του κορμιού, την ώρα που αυτό τερμάτιζε στο τέντωμα του σχοινιού. Ή τους άλλους, αυτούς που τους κολλούσαν το κεφάλι στην καρμανιόλα κι ακουγόταν ο ανατριχιαστικός τσιριχτός ήχος της βαριάς λεπίδας, καθώς έπεφτε από ψηλά, λίγο πριν αποκόψει την κεφαλή απ’ το σώμα. Ή σε πιο πρόσφατες πρακτικές, με αυτούς που έστηναν στο εκτελεστικό απόσπασμα κι άκουγες το κροτάλισμα των όπλων, ενώ ταυτόχρονα το κορμί εκτινασσόταν τρυπημένο απ’ τις σφαίρες. Όσο για το κώνειο, αυτό υπέθετε πως ήταν ξεχασμένο απ’ την εποχή του Σωκράτη. Η ηλεκτρική καρέκλα και το σταύρωμα, δεν είχαν ποτέ εφαρμογή στη χώρα μας, ήταν πρακτικές άλλων λαών. Όχι πως μ’ αυτές τις πρακτικές η τελευτή γινόταν πιο ανώδυνα, αντίθετα είχε τη γνώμη πως όλες οι πρακτικές ήταν εξίσου βάρβαρες. Μάλλον επρόκειτο για θέμα κουλτούρας των λαών!
Έτσι λοιπόν ήταν επιφυλακτικός ως προς την εξάντληση της αυστηρότητας του νόμου. Συνέχισε τις παρεμβάσεις του κατά τη διάρκεια της συζήτησης, με σκοπό να καταδείξει πως δεν έπρεπε να δικάσουν την υπόθεση ως κακούργημα και να δώσουν μια ευκαιρία σ’ αυτόν τον άνθρωπο, να σταθμίσει ενδεχομένως το όποιο σφάλμα του. Εξάλλου είχε ήδη τιμωρηθεί με δεκαεξάμηνη παραμονή στις φυλακές, όπου παρά το βαρύγδουπο τίτλο τους, ως σωφρονιστικά καταστήματα, απείχαν πολύ ακόμα στο να παρέχουν σωφρονισμό.
Η πιθανότητα αλλαγής του κατηγορητηρίου από κακούργημα σε πλημμέλημα, ενδεχομένως να είχε αρνητικές εντυπώσεις στους δικαστικούς κύκλους, διαφορετικά δεν εξηγούταν η επιμονή της τακτικής δικαστίνας, η οποία είχε σχεδόν εκτραχυνθεί, γιατί βλέποντάς τον να διαφωνεί βάλθηκε να επιστρατεύσει μη σύννομες πρακτικές.
-Από πληροφορίες που έχω, ο κατηγορούμενος είναι υπότροπος στην ίδια αδικοπραξία, κατά τη διάρκεια κάποιας άδειας που πήρε απ’ τις φυλακές, είπε η δικαστίνα, έτσι αόριστα, χωρίς περισπασμό.
Από την εμπειρία που είχε, γνώριζε πως άδεια απ’ τις φυλακές λαμβάνουν οι κατάδικοι που έχουν εκτίσει το μεγαλύτερο μέρος της ποινής τους κι όχι οι προφυλακιστέοι. Ήταν ολοφάνερο! Με την πληροφορία που τους έδινε η δικαστίνα, βαυκάλιζε τους ενόρκους, για να επηρεάσει την ετυμηγορία τους, ώστε να μην καταρρεύσει το κατηγορητήριο. Προς στιγμή πέρασε απ’ το μυαλό του, κάτι που άκουγε απ’ τη συχωρεμένη τη γιαγιά του «Άμα σε τυλίξουν σε μια κόλα χαρτί, θα βρεθείς μπερδεμένος κι άιντε να ξεμπλέξεις».
Γύρισε προς το μέρος της νεαρής δικαστίνας.
-Αγαπητή μου, εδώ δεν ήρθαμε σε κάποιο απ’ αυτά τα τηλεοπτικά talk show, όπως τα λένε, για να πούμε το κοντό, ή το μακρύ μας, ή ότι άλλο πρεσβεύει ο καθένας μας. Εδώ καλούμαστε να εκφέρουμε γνώμη κι άποψη για ένα συγκεκριμένο γεγονός και με την τοποθέτησή μας να απονείμουμε δικαιοσύνη για τις πράξεις ενός ανθρώπου. Λυπούμαι πολύ που η συζήτησή μας δεν έχει το ανάλογο επίπεδο, της είπε με σοβαρό ύφος.
Αυτή τον κοίταξε επιτιμητικά.
-Εάν ήταν η γυναίκα σας ή η κόρη σας, στη θέση του θύματος, θα τα λέγατε αυτά αγαπητέ κύριε;… τ’ αντέτεινε με σοκαριστική ευθύτητα.
Προς στιγμή η δικαστίνα έκλεψε τις εντυπώσεις κι ομολογημένος τον προβλημάτισε κάμποσο στην πιθανότητα μιας λαθεμένης από μέρος του εκτίμησης. Αν ήθελε πραγματικά να δικαιώσει τις πεποιθήσεις του, έπρεπε να υπερβεί τις όποιες πιθανές αδυναμίες, ώστε να μη χαθεί στα δαιδαλώδη σοκάκια των διλημμάτων, αλλά ούτε να διαλέξει την εύκολη λεωφόρο της ανευθυνότητας. Η ουσία ήταν να διατηρήσει πάση θυσία την αυτοκυριαρχία του, δίχως να πνιγεί στα όποια συναισθήματα ενέσκηπταν ως καθαρή αντίφαση της στιγμής, αμφισβητώντας τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο πρόεδρος έκαμε μια κίνηση με το δεξί χέρι, σημάδι πως επιθυμούσε να καταλαγιάσει κάπως η συζήτηση, που είχε αρχίσει να διεξάγεται σε έντονο ύφος.
Η παρέμβαση του κυρίου προέδρου ηρέμησε κάπως την ατμόσφαιρα, αφού συνέστησε σ’ όλους να προσεγγίσουνε την υπόθεση με βάση αυτά που ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
Μια απ’ τις κυρίες ενόρκους, που καθόταν πλησίον του, έσκυψε προς το μέρος του. «Έλα καλέ πως κάνεις έτσι, ένας κωλο-Αλβανός είναι, χώστονε μέσα να τελειώνουμε!» τού είπε ψιθυριστά.
Οι λέξεις βούιζαν στ’ αυτί του σαν πυροβολισμοί εκτέλεσης σε μουντό φθινοπωρινό σκηνικό βικτωριανής εποχής. Ρίγος διαπέρασε το κορμί του σαν ν’ άκουσε μοιρολόι ενός προαποφασισμένου με σύννομες διαδικασίες θανάτου. Με την εν λόγω κυρία δεν είχε ιδιαίτερες γνωριμίες. Περισσότερες γνωριμίες είχε η γυναίκα του, που τ’ έλεγαν κάθε φορά που βρισκόντανε στο κομμωτήριο. Έτσι ότι γνώριζε γι’ αυτή, ήταν μέσω κάποιων συζητήσεων -σε στυλ κουτσομπολιού- π’ είχε με τη γυναίκα του.
Γύρισε προς το μέρος της. Την κοίταξε συμπαθητικά.
-Ωραίο το χωρατό σας Μαντάμ!.. της είπε χαμογελώντας ευγενικά.
Στην ουσία όμως, ανατρίχιασε. Όχι γιατί διακατεχόταν από αμοραλιστικές τάσεις κι ήθελε να απαλλάξει κάποιον από μια τέτοια κατηγορία ηθικής φύσεως. Αντίθετα μάλιστα, είχε σταθερά την πεποίθηση πως η έννοια της ηθικής, έχει διαχρονική αξία για κάθε τόπο και κάθε λαό.
Το γεγονός όμως ό,τι πλανιόταν η έντονη διάθεση να επιβληθεί μια εξοντωτική ποινή, για απόπειρα ενός πιθανού αδικήματος και το γεγονός πως εκείνος ο άνθρωπος είχε ήδη δεκαέξι μήνες φυλακή, έβαζε σε δοκιμασία τα δικά του πιστεύω, ως προς την απονομή της δικαιοσύνης. Τον έφερνε προ των δικών του ευθυνών. Πίστευε ακράδαντα πως η απονομή δικαιοσύνης είναι μια σοβαρή υπόθεση που έπρεπε να παίρνεται αμερόληπτα κι ανεπηρέαστα. Το ό,τι και οι «Κρίνοντες Κρίνονται» κι ίσως κάποια μέρα θα κλιθούμε να δώσουμε λόγο για αποφάσεις που πήραμε κι επηρεάζουν τη ζωή των άλλων, τον καθιστούσε ισχυρό στο να απαιτεί να γνωρίζει όλες τις παραμέτρους που ενδεχομένως συνέβαλλαν στο να πάρει ορθή απόφαση. Η δυσαρμονία κι η αμετροέπεια λόγων και έργων, εκθέτει ανεπανόρθωτα τον άνθρωπο και καταρρακώνει την προσωπικότητά του στα μάτια του ευρύτερα γνωστού κοινωνικού του περίγυρου. Πως θα έπαιρνε λοιπόν μια απόφαση, έτσι «ελαφρά την καρδία» επειδή απλά ο κατηγορούμενος ήταν αλλοδαπός.
Ο κύριος πρόεδρος, ομολογουμένως, κατέβαλε ιδιαίτερη προσπάθεια να ισορροπήσει τις αντεγκλήσεις στο θέατρο του παραλόγου, όπου ο καθένας τους έπαιζε το δικό του ρόλο. Όχι δε φορούσανε περούκες σε στυλ Λουδοβίκου δεκάτου τετάρτου, ούτε γουνάκια στους ώμους! Αυτά μάλλον αποτελούσαν ατραξιόν σ’ άλλη κομπανία.
-Θα ακούσουμε και τις προτάσεις του κυρίου Εισαγγελέα και θα επανέλθουμε στο ζήτημα, είπε στο τέλος για να εκτονωθεί κάπως η κατάσταση, όσο για το δεύτερο μέρος της κατηγορίας η νομοθεσία προβλέπει δύο μήνες φυλάκιση και άμεση απέλαση. Δεν πιστεύω να έχετε αντίθετη άποψη;… συμπλήρωσε ο πρόεδρος με νόημα.
Ως προς το σκέλος αυτό κανείς τους δεν είχε διαφορετική τοποθέτηση.
Ήταν τότε κοντά που είχαν ανοίξει τα σύνορα κι είχαν εισβάλει αρκετοί λαθρομετανάστες ανεξέλεγκτα στη χώρα. Η κοινωνική άποψη για τους αλλοδαπούς, δεν ήταν η καλύτερη. Είχε συμβάλει στη δημιουργία ενός κλίματος φοβίας κι αποστροφής για τους ξένους, η συμπεριφορά ορισμένων απ’ αυτούς.
Το γεγονός αυτό δεν επηρέαζε τη θέση του, ως προς πρώτο σκέλος του κατηγορητηρίου. Ωστόσο, η ανοχή στην αθρόα επέλαση λαθρομεταναστών τον εύρισκε κάθετα αντίθετο. Το φαινόμενο ικανοποιούσε εν μέρει, μόνον αυτούς που ήθελαν να διατηρήσουν σε χαμηλά επίπεδα την παροχή της εργατοτεχνικής κι αγροτικής αμοιβής στη χώρα.
Η άποψή του ήταν πως τα εργασιακά κενά όπου αυτά υπήρχαν, μπορούσαν να καλυφθούν με ελεγχόμενη εισροή οικονομικών μεταναστών κι όχι μ’ αυτό το μπάχαλο που έζησε η χώρα μας τα τελευταία χρόνια.
Δεν κατασταλάξανε κάπου, αφού έπρεπε να ολοκληρωθεί η διαδικασία και να ακουστούν οι θέσεις του εισαγγελέα.
Στο διάδρομο των εσωτερικών χώρων του δικαστικού μεγάρου, στο πίσω μέρος της αίθουσας εκδίκασης των υποθέσεων, ο εισαγγελέας, ένας εύσωμος κύριος γύρω στα πενήντα πέντε, βημάτιζε αργά πέρα δώθε, περιμένοντας τους δικαστές, ώστε να ξαναμπούνε όλοι μαζί στην έδρα.
Καθώς πλησίαζε κοντά τον άκουσε να μονολογεί, τάχατες αδιάφορα, ώστε να ακουστεί μοναχά από αυτόν «Δε ξέρουν να κάνουν τη δουλειά τους, τρία-ένα σύνθεση και μετά φταίει ο εισαγγελέας που είναι υποχρεωμένος να κάνει τη δικιά του! Γίνονται αυτά σε τέτοιες δίκες;» Αργότερα κατάλαβε πως αναφερόταν στη σύνθεση των ενόρκων και στην αδιαφορία του διορισμένου δικηγόρου να εξαιρέσει κάποιες απ’ τις γυναικείες παρουσίες.
Στην αίθουσα του δικαστηρίου η διαδικασία συνεχίστηκε κανονικά -από το σημείο που ’χε σταματήσει-, μ’ όλους τους τύπους και τη σοβαρότητα που προέβλεπαν οι νόμοι. Ο εισαγγελέας επέμενε στο κατηγορητήριο για απόπειρα βιασμού. Ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος και να του επιβληθεί ποινή φυλάκισης έξι χρόνων.
Το δικαστήριο αποσύρθηκε για συνεδρίαση, ώστε να αποφανθεί τελικά επί των αδικοπραξιών του κατηγορούμενου.
Λίγη ώρα αργότερα στην αίθουσα του δικαστηρίου απλώθηκε βαθιά σιωπή. Ο κατηγορούμενος σηκώθηκε όρθιος. Στο αγωνιώδες βλέμμα ήταν ζωγραφισμένη η ελπίδα, η παρηγοριά για μια δίκαια απόφαση. Έψαχνε εναγωνίως στα μάτια των δικαστών να εκμαιεύσει την απόφαση, πριν αυτή εκφωνηθεί από τον πρόεδρο.
Ο πρόεδρος, αφού τακτοποίησε για λίγο τα χαρτιά του, κοίταξε προς το ακροατήριο. Οι λέξεις έβγαιναν αργόσυρτες απ’ το στόμα κι ακούγονταν σαν χοντρές σταγόνες βροχής που έπεφταν σε ασάλευτο νερό.
-Το δικαστήριο αφού έλαβε υπ’ όψιν του όλες τις παραμέτρους που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και τις προτάσεις του κυρίου εισαγγελέα. Αποφαίνεται: Για την πρώτη κατηγορία, κρίνει κατά πλειοψηφία έξι προς ένα, ένοχο τον κατηγορούμενο για απόπειρα βιασμού και επιβάλει ποινή, έξι χρόνων φυλάκιση. Ένας εκ των ενόρκων είχε διαφορετική άποψη. Για τη δεύτερη κατηγορία, ομόφωνα επιβάλει ποινή δύο μηνών φυλάκιση και απέλαση του κατηγορούμενου μετά το πέρας εκτίσεως της ποινής του…, είπε με σταθερή φωνή.
Ο κατηγορούμενος, ένα ανθρώπινο ράκος έσκυψε το κεφάλι. Βυθίστηκε στο σκοτάδι των συλλογισμών. Ποιος ξέρεις τι εικόνες περνούσαν απ’ το μυαλό του και τι γνώμη σχημάτιζε για την απονομή της δικαιοσύνης. Αφού κοίταξε για λίγο τους δικαστές έκατσε αμήχανα στο εδώλιο.
Την ώρα που εγκατέλειπε τα δικαστικά έδρανα γύρισε και κοίταξε τον κατηγορούμενο με συμπάθεια. Είχε τη γνώμη πως η ανθρώπινη υπόσταση δεν μπορεί να είναι μια αφηρημένη έννοια, για ν’ αντιμετωπίζεται κατά το δοκούν, αναλόγως της εθνολογικής ταυτότητας, ή της οικονομικής ευμάρειας, ή της κοινωνικής θέσης, που έχει ο καθένας. Τα ίδια μέτρα και σταθμά έπρεπε να ισχύουν για όλους.
Λίγο αργότερα στο γραφείο του προέδρου, την ώρα που υπόγραφε τα σχετικά έγγραφα με την απόφαση της δίκης, ο πρόεδρος του είπε με συγκαταβατικό ύφος.
-Μην έχεις τύψεις αγαπητέ μου, κάναμε όλοι σωστά το καθήκον μας. Ο κατηγορούμενος θα προσφύγει στο εφετείο. Εκεί θα λάβουν υπ’ όψιν τους και τη δικιά σου θέση και θα του μετριάσουν την ποινή.
Έφυγε φορτωμένος μ’ ένα σωρό σκέψεις και προβληματισμούς για το είδος απονομής της δικαιοσύνης των ανθρώπων. Ωστόσο, είχε ήσυχη την συνείδηση του πως έπραξε αμερόληπτα κι ανεπηρέαστα, χωρίς καμία προκατάληψη, το καθήκον του!
Ο Ευθύμιος Χ. Ταλάντης γεννήθηκε στην Άμφισσα το 1960. Είναι Ηλεκτρολόγος Μηχανικός στέλεχος στον Ο.Τ.Ε Φωκίδας. Επιπλέον δραστηριοποιήθηκε με το Ινστιτούτο Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων (Ι.Δ.ΕΚ.Ε), στην εκπαίδευση ενηλίκων, στις «Νέες Βασικές Δεξιότητες με χρήση ψηφιακής τεχνολογίας», ως εκπαιδευτής, σε ευαίσθητη κοινωνική ομάδα του Νομού Φωκίδος. Στα γράμματα εμφανίστηκε αρχικά με την καταγραφή της τοπικής ιστορίας και τη λαογραφία. Έχει εκδώσει βιβλία, με ιστορικά & λαογραφικά θέματα τοπικού ενδιαφέροντος, ενώ άρθρα του, έχουν δημοσιευτεί στον τοπικό τύπο και σε επιλεγμένες εκδόσεις. Ασχολήθηκε με την αφηγηματική πεζογραφία κι ιδιαίτερα με το διήγημα. Είναι τακτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών. Λογοτεχνικά έργα του έχουν διακριθεί σε πανελλήνιους διαγωνισμούς λογοτεχνικών ενώσεων-σωματείων κι έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό «Λογοτεχνική Δημιουργία» της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, στο περιοδικό «Σελίδες απ’ τη Φωκίδα» της Εταιρείας Φωκιών Μελετών στην οποία είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου. Στο περιοδικό «Μουσών Μέλαθρον» της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος και σε τόμο που εξέδωσε η Πανελλήνια Ένωση Συνεργασία Νέων Λογοτεχνών, με τίτλο «Σύγχρονοι Έλληνες Δημιουργοί». Διαμένει μόνιμα στην Άμφισσα.