Της κυπριακής λευτεριάς τ’ όραμα
του Γιώργου Κ. ΜιχαηλίδηΟ ήλιος άρχισε δειλά δειλά να ξεπροβάλλει από την ανατολή. Θα ξεκινούσε το καθημερινό του ταξίδι. Αυτός τον ξύπνησε. Ξύπνησε μαγεμένος. Κατάλαβε, όμως, ότι ήταν όνειρο. Τ’ όνειρο! Αχ, Θεέ μου, πόσο θα’ θελε να’ ταν αλήθεια… Και άρχισε να σκέφτεται ό,τι είχε δει μήπως ξεχάσει κάποια λεπτομέρεια. Ξεχνιούνται όμως αυτά;… Τα μάτια του λαμπύριζαν τόσο που συναγωνίζονταν τον ήλιο σε λάμψη.
Ήτανε λέει πουλί, άσπρο περιστέρι και πετούσε, πετούσε ψηλά στον ουρανό. Είχε φτερά για να φτάνει ακόμα και τ’ άστρα αν ήθελε. Μα το μόνο που ήθελε ήταν να περάσει τα συρματοπλέγματα, να πάει δυο βήματα πιο κει, στο σκλαβωμένο μισό της πατρίδας! Το χώμα, η βλάστηση, ο αέρας ήταν τα ίδια, κι εδώ και κει.
Πέρασε πετώντας κι έφτασε επιτέλους στο πιο ανατολικό άκρο του νησιού: στο μοναστήρι τ’ Αποστόλου Αντρέα. Είχε ακούσει πως, πριν το πατήσουν οι Τούρκοι εισβολείς, οι άνθρωποι με τα ζωντανά τους περπατούσανε μέρες για να φτάσουνε και να προσκυνήσουν εκεί. Παρ’ όλ’ αυτά, η αγάπη των προσκυνητών προς τον άγιο υπερνικούσε την κούραση και την ταλαιπωρία. Αχ, πόσο πονούσε η καρδιά του για ν’ ανάψει ένα κερί κι ας ήξερε ότι θα’ λιωνε. Ήτανε πουλί, όμως, και δεν μπορούσε. ΄Ηπιε όμως νερό από την πηγή, στον ξηρό βράχο, που είχε δημιουργήσει ο ίδιος ο άγιος στο πέρασμα του.
Ήθελε τώρα να πετάξει πάνω από κάθε σπιθαμή γης τούτης της αγαπημένης στενής λωρίδας της Καρπασίας μέχρι την Αμμόχωστο. Το «θαλασσοστεφανωμένο τούτο πάτωμα στεριάς» κατά τον ποιητή Νόννον, την «Αχαιών ακτή» κατά τον Στράβωνα. Τη γη και θάλασσα που χάρηκε στα χρόνια τα παιδικά! Τη γη που πεισματικά φρουρούν οι ελεύθεροι πολιορκημένοι!
Αντάμωσε τη θάλασσα τ’ Αποστόλου Αντρέα. Εκείνη που κράτησε μέσα του ως την πιο όμορφη του νησιού. Σταμάτησε να περπατήσει στους αμμόλοφους. Θυμήθηκε τ’ ατέλειωτα παιγνίδια με τ’ αδέλφια του, τα τρεχαλητά ξοπίσω από τα καβούρια. Ήθελε τόσο πολύ να κολυμπήσει στα ρηχά, κρυστάλλινα νερά. Ήτανε πουλί, όμως, και δεν μπορούσε!
Ήθελε να δακρύσει σαν κατέβαινε τα σκαλιά για τον παλιό καμαροσκέπαστο ναό του καρπασίτη Αγίου Θέρισσου, πάνω στο κύμα. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ, παιδί τότε, την μέρα της πρώτης του επίσκεψης. Ήταν έξι του Μάρτη του 1966. Ήθελε πολύ να θυμάται τούτη την ημερομηνία. Την κατάγραψε για πάντα στο μυαλό του. Και κατάφερε να ξανάρθει!
Τη βασιλική της Παναγίας της Κανακαριάς την αναγνώρισε αμέσως. Την είχε πρωτοκοιτάξει με δέος με τα παιδικά του μάτια. Λες και ήξερε για τους θησαυρούς των ψηφιδωτών του 6ου αιώνα που έκρυβε τούτη η εκκλησιά κοντά στη Λυθράγκωμη. Που έγινε σύμβολο για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού.
Πέταξε χαμηλά πάνω από το Λεονάρισσο και μυρίστηκε τα πεύκα, τους αόρατους, τις αγριοελιές, τις σχινιές, τις μαζιές και το λάδανο. Κοντοστάθηκε έξω από τον κινηματογράφο, δίπλα από το σχολείο του χωριού. Εδώ είχε παίξει στη θεατρική παράσταση «Ενάτη Ιουλίου 1821» του Βασίλη Μιχαηλίδη, εθνικού ποιητή της Κύπρου.
Σαν πλησίασε στον Κοιλάνεμο ένιωσε ότι ο Θεός δημιούργησε ένα ξεχωριστό του ποίημα στον Κοιλάνεμο. Φτερούγισε χαρούμενα ανάμεσα στις ελιές, τις χαρουπιές και την άγρια θαμνώδη βλάστηση σε κάποια αρχαία μνημεία, σε χριστιανικούς ναούς του μεσαίωνα και σε νεκρικές δόμες. Είχε επισκεφτεί το χωριό με συμμαθητές του. Την κοιλάδα που οδηγούσε στη θάλασσα φύλαξε μες τη παιδική του ψυχή. Γι’ αυτό το μέρος έγραφε στις εκθέσεις στα χρόνια που ακολούθησαν…
Στη Σαλαμίνα του Τεύκρου κάθισε σ’ ένα από τα χοντρά ξηρά καλάμια να ξαποστάσει. Παιδί έφτιαχνε σπαθιά μ’ αυτά. Το πρώτο του ήτανε σαν εκείνο του Αίαντα. Το πρωτοείδε σε τραγωδία στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας με το ελλαδικό Εθνικό Θέατρο. Με το σπαθί εκείνο ήθελε ν’ αντισταθεί σ’ όλους τους κατακτητές του νησιού! Προχώρησε, με μάτια θαμπωμένα και καρδιά μεθυσμένη, ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο κόσμο που βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα της γης και θέλει να υπάρξει και πάλι στο φως.
Στην αμμουδιά της Σαλαμίνας βάλθηκε να μαζεύει κογχύλια με το ράμφος του. Τι τα’ θελε; Τα μάζευε και τότες λίγα-λίγα. Μ’ αυτά έφτιαχνε καλλιτεχνικά δημιουργήματα.
Εκεί κοντά και το μοναστήρι τ’ Αποστόλου Βαρνάβα, ιδρυτή της Εκκλησίας της Κύπρου. Ευλαβικά πέρασε την λαξευτή κλίμακα που οδηγεί στον τάφο τ’ Αποστόλου και στο πηγάδι με τ’ αγίασμα.
Έβαλ’ όλη του τη δύναμη ν’ ανέβει τον Πενταδάχτυλο στα φρούρια του και στα κυκλάμινα. Σ’ ένα από τα φρούρια, της βυζαντινής και φράγκικης εποχής, είχε ανέβει στα μαθητικά τα χρόνια. Για το μάθημα της γεωγραφίας είχαν πάει, για να μελετήσουν μια ποταμίσια κοιλάδα στους νότιους πρόποδες της οροσειράς.
Από ψηλά αντίκρισε την Κερύνεια, το «άνθος του γυαλού», με το λιμανάκι της και το κάστρο…Παιδί, μάζευε πολλές πολλές εικόνες της πόλης, τις ένωνε για να φτιάξει μια μεγάλη, για να τη ζωγραφίσει μ’ όλες τι ομορφιές της. Την Κερύνεια του Πράξανδρου και του Κηφέα. Την πόλη που καμιά ιστορική στιγμή δεν την αγνόησε. Ανήκει σ’ όλες τις εποχές.
Και κίνησε για την ιδιαίτερη πατρίδα… Μα είναι δυνατόν να μην σταματήσει στη θάλασσα των Πανάγρων; Εδώ είχε πρωτομάθει να κολυμπά σε μια λιμνούλα!
Στο αρχαίο θέατρο των Σόλων πέταξε χαμηλά και κάθισε στην ορχήστρα. Ήθελε ν’ απαγγείλει ένα ποίημα, όπως είχε κάνει όταν ήταν παιδί! Σαν πουλί που ήταν του άρεσαν τα ψηφιδωτά της Βασιλικής με την πάπια και τον κύκνο… Από κει δεν χόρταινε να βλέπει το μάτι την πράσινη γη και τη γαλάζια θάλασσα του Ποταμού του Κάμπου. Την ακρογιαλιά που πιο πολύ πήγαιναν ως οικογένεια.
Το τελευταίο μέρος του ταξιδιού άρχισε τότε. Τράβηξε κατά το χωριό του, την Κατωκοπιά. Δεν είχε ταξιδέψει ξανά τόσο γρήγορα. Μόλις αντίκρισε το χωριό ήθελε ν’ αφήσει τα δάκρυα του να κυλήσουν, να βγάλει όλη του την συγκίνηση που τον έπνιγε. Ήτανε, όμως, πουλί και δεν μπορούσε.. Ποιος είπε ότι τα πουλιά δεν κλαίνε;
Ήθελε να περάσει απ’ όλους τους δρόμους, τα σπίτια, τα χωράφια! Τον μάγεψαν οι μυρωδιές από τ’ ανθισμένα περιβόλια με τα εσπεριδοειδή. Το χωριό που έγινε πολύδενδρο από τον μόχθο των ανθρώπων…
Στο νεκροταφείο δεν υπήρχε τίποτα. Οι κατακτητές δεν άφησαν ίχνος μαρμάρου. Στην παλιά εκκλησιά, την Παναγία την Χρυσελεούσα, αφαιρέθηκαν όλα. Μπόρεσε, όμως να δει δυό τοιχογραφίες κατεστραμμένες και δυό χρονολογίες στους τοίχους, του 1818 και του 1904, από ανακαινίσεις του ναού. Σ’ αυτή την εκκλησιά, παιδί, παρακολούθησε εκστατικός ολόκληρη τη λειτουργία της Ανάστασης μέχρι να ξημερώσει! Η εκκλησία η καινούρια, αυτήν που βλέπουμε από μακριά και ξεχωρίζουμε ποιο είναι το χωριό, ήτανε τώρα τζαμί. Ήτανε σε άσχημη κατάσταση απ’ έξω.
Το παλιό Δημοτικό Σχολείο, ένα θαυμαστό δείγμα αρχιτεκτονικής, φτιαγμένο από πουρόπετρες και πέτρες του ποταμού, ήτανε τώρα χωρίς στέγη, πόρτες και παράθυρα. Όμως, έστεκε και ήθελε να στέκει για πάντα.
Στο καινούριο Δημοτικό Σχολείο δεν ήτανε πια ο πατέρας του δάσκαλος-διευθυντής. Πρόσφατα είχε φύγει από τη ζωή με το καημό του χωριού και του σχολείου, προσμένοντας ν’ ακούσει τις παιδικές φωνούλες στο σχολείο της Κατωκοπιάς.
Ένα καλοκαίρι, τούτο το σχολείο είχε γίνει το εργαστήρι πολιτισμού των εφήβων και νέων του χωριού. Εδώ ο ίδιος απάγγειλε ποιήματα του, έφτιαξε θεατρικά σκηνικά, συμμετείχε σε έκθεση τέχνης, δημιούργησε εκδόσεις, έκαμε ομιλία για το τραγούδι, προβλημάτισε με τις ιδέες του…
Είδε το θερινό σινεμαδάκι, το γήπεδο, τα συνεργατικά παντοπωλεία… Τη γειτονιά του που έπαιζε παιγνίδια.
Με λαχτάρα έψαξε τα σπίτια των παππούδων, των θείων, των ξαδελφιών, των γειτόνων! Χάλασαν οι κατακτητές το σπίτι του προπάππου του Νικολή, του παππού του Γιαννή και των θείων του από τον πατέρα του, γιατί ήταν παλιά… Έστεκε, όμως, του παππού του Γιώρκου και των άλλων συγγενών. Στου παππού είχε και οικογενειακές φωτογραφίες.
Σε λίγο πετούσε από χαρά! Τι συνέβη; Αντάμωσε το σπίτι το πατρικό, το σπίτι που γεννήθηκε!... Η εξώθυρα του ήταν ανοικτή, σα να τον περίμενε. Η καρδιά του σκίρτησε, κι ας ήταν καρδιά πουλιού. Το περιτείχισμα, η πέτρινη πρόσοψη με την σκαλισμένη ημερομηνία του 1951, η εξώθυρα με το σιδερένιο σχέδιο, το πάτωμα με τα διακοσμητικά μωσαϊκά, η εσωτερική στέγη με τα βολίτζια (ξύλινοι κορμοί), ήταν ολόϊδια. Όμως, τα έπιπλα του τα έκλεψαν όλα οι κατακτητές και τα πάμπολλα βιβλία τα έκαψαν. Τα βιβλία του, τα τετράδια του, ό,τι έγραψε, ό,τι ζωγράφισε, ό,τι έφτιαξε χάθηκαν… Πόσο λυπήθηκε για το θεατρικό έργο του για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο… Μα και για το εργαστήρι του των παραστάσεων Καραγκιόζη για τα παιδιά της γειτονιάς. Κι ακόμη για το ξύλινο ποδοσφαιράκι που’ φτιαξε με τα ίδια του τα χέρια. Κι ακόμη… Είχε πάρει, όμως, στο δρόμο του ξεριζωμού τα δικά του ποιήματα και ακόμη μερικά μυθιστορήματα για να διαβάζει μέχρι την επιστροφή που θα ήταν μέρες κι έγιναν χρόνια και χρόνια.
Τα δωμάτια τα θυμόταν πιο μεγάλα. Τώρα του φαίνονταν μικρά να χωρέσουνε τις παιδικές και εφηβικές θύμησες.
Προχώρησε κι αντίκρισε το δωμάτιό του, και αποφασιστικά μπήκε μέσα. Ήξερε πια τι θα’ κανε. Αφού ήτανε περιστέρι, εδώ θα έκτιζε τη φωλιά του και εδώ θα έμενε για το υπόλοιπο της ζωής του! Σκέφτηκε ότι όλα τα πουλιά, όλα τα ζωντανά θα’ πρεπε να μπορούσαν να πήγαιναν όπου ήθελαν. Κι πιο πολύ, να’ μεναν το κάθε ένα στο δικό του σπίτι!...
Γ.Κ.Μ.Βιογραφικό
Ο Γιώργος Κ. Μιχαηλίδης γεννήθηκε στο χωριό Κατωκοπιά (σκλαβωμένο από το 1974) της Κύπρου.
Ο Δρ. Γ. Μιχαηλίδης είναι πολιτικός μηχανικός, μηχανικός υδάτων, περιβαλλοντολόγος, εκπαιδευτικός και ερευνητής.
Υπηρέτησε εθελοντικά και αμισθί στο «κρυφό σχολειό» (το Γυμνάσιο) του σκλαβωμένου Ριζοκάρπασου της Κύπρου κατά την σχολική χρονιά 2003-2004.
Υπηρέτησε ως εθελοντής στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας (2004).
Είναι εκλεγμένο μέλος ( αναπληρωτής κοινοτάρχης ) του Κοινοτικού Συμβουλίου Κατωκοπιάς.
Είναι Γραμματέας της Εταιρείας Πολιτιστικής Κληρονομιάς Κατωκοπιάς.
Είναι ο Εκδότης του περιοδικού «Το περιοδικό της Κατωκοπιάς» το οποίο εκδίδει το Κοινοτικό Συμβούλιο Κατωκοπιάς.
Όσον αφορά το συγγραφικό του έργο, ο Γιώργος Μιχαηλίδης έχει γράψει και εκδώσει τα βιβλία (α) «Η Κατωκοπιά μας προσμένει..» το 1994 , (β) «Τάσος Ισαάκ και Σολάκης Σολωμού : τα σύμβολα ενός καινούργιου ξεκινήματος» το 1997 και (γ) «Σκλαβωμένη Κύπρος 2003-2006» το 2006. Το τελευταίο πήρε το πρώτο βραβείο στον διεθνή λογοτεχνικό διαγωνισμό «Αλησμόνητες Πατρίδες» τον οποίο οργάνωσε το περιοδικό «Κελαινώ» το 2007.
Συμμετείχε στους ΚΒ΄ Ποιητικούς Αγώνες Δελφών της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών το 2007 με το ποίημα «Μεσαορία της Κύπρου» και έλαβε Έπαινο.
Πήρε το πρώτο βραβείο στην κατηγορία πατριωτικής ποίησης με το ποίημα «Λευτεριάς άγγελμα» στον ποιητικό διαγωνισμό «Σικελιανά 2007».
Πήρε το πρώτο βραβείο ταξιδιωτικού δοκιμίου με το δοκίμιο «Οδοιπορικό στα σκλαβωμένα σχολεία της Κύπρου» στον 2ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ποίησης, Διηγήματος και Ταξιδιωτικού Δοκιμίου τον οποίο διοργάνωσε το περιοδικό για τα γράμματα και τις τέχνες «Ύφος» το 2008. Ο διαγωνισμός έγινε στην μνήμη του Νίκου Καζαντζάκη.
Βιογραφικό σημείωμα του Γιώργου Μιχαηλίδη περιλαμβάνεται στο «Λεξικό της ελληνικής διανόησης – Τόμος Α΄» το οποίο έχει εκδώσει η «Αμφικτυονία Ελληνισμού» στην Θεσσαλονίκη το 2007.
Η διεύθυνση του είναι Οδός Αυλώνος 11, Περιστερώνα 2731, Κύπρος και η ηλεκτρονική του διεύθυνση είναι esmichae@cytanet.com.cy