ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ ΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ…
Μαρία Ζαβιανέλη -Διαμαντάκη
Η μέρα ήταν όμορφη. Από εκείνες τις μέρες που σε ξεγελούν.
Σε κάνουν να σκεφτείς ότι η ζωή έχει μια γλύκα.
Να έτσι όπως τo χρώμα του ήλιου που ξεπρόβαλε.
Δειλός σαν να φοβότανε κάτι.
Ο γεράκος άφησε τα πράγματα του στο παγκάκι δειλά-δειλά.
Ένα μόνο παρακαλούσε από τότε που αποφάσισε να φύγει από το σπίτι. Να μη κάνει κακό καιρό. Mα η ευχή του δεν έπιασε. Tόσες μέρες τώρα ο αέρας και η βροχή δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό., Mα τούτο το χάραμα σαν να είχε το χρώμα του μελιού. Και ο ουρανός ένα χρώμα μπλε, με πολλές υποσχέσεις…
Aχ! οι δρόμοι της Αθήνας είναι τόσο αφιλόξενοι, τόσο γκρίζοι. Μα και τα μάτια των ανθρώπων είναι πολλές φορές άγρια. Σαν όρνεα αρπαχτικά. Έτοιμα να σε κατασπαράξουν. Καμία φορά όμως γλυκαίνουν... Μπορεί όμως και να σου χαμογελάσουν. Πολλές φορές κουνούν το κεφάλι με κατανόηση.
Τόσες μέρες μόνος, πολλά είχε πια καταλάβει. Βιβλίο θα μπορούσε να γράψει. ..
Την πρώτη μέρα μέτρησε τα χρήματα. Ίσα –ίσα για μια βραδιά στο ξενοδοχείο. Ένα άθλιο ξενοδοχείο κοντά στο σταθμό Λαρίσης.
Ήταν όμως ακόμα πιο έρημος εκείνο το βράδυ .Αδύναμος. Στάθηκε στο παράθυρο. Η επιγραφή αναβόσβηνε. Μπλε χρώμα, παγερό. Στο τζάμι αναγνώρισε τη μορφή του.Ένα δάκρυ δειλά –δειλά είχε πάρει δρόμο του. Τις επόμενες μέρες είχε παρέα τη μοναξιά. Ούτε εκείνη έκανε χώρια του ούτε εκείνος χωρίς αυτή. Μαζί συμπορεύονταν.
Μια βαλίτσα με λίγα ρούχα. Μια φωτογραφία. Ένα μικρό Ευαγγέλιο, ένα μικρό βιβλίο με ένα μυθιστόρημα. Όλη του η περιουσία, ότι είχε και δεν είχε με μια ματιά, με ένα άγγιγμα το είχε στα χέρια του.
Δεν περίμενε τηλέφωνο από κανένα. Γι' αυτό το άφησε πίσω το κινητό του. Σίγουρα τα παιδιά του γιού του θα το χρησιμοποιούσαν.
Δεν ήθελε να είναι βάρος πια. Εξάλλου τα λόγια της νύφης του ήταν ξεκάθαρα.
-Α! όλα και όλα. Έχω μεγάλη οικογένεια. Δεν μπορούμε να μένουμε ο ένας πάνω στον άλλο. Μπορείς να νοικιάσεις αλλού. Μείνε τώρα εδώ! Βράδυ Σαββάτου ήτανε.
Ξημέρωμα Κυριακής με το αυγινό φως, ο κυρ- Άγγελος εξαφανίστηκε. Ούτε τον ένοιαζε αν τον ψάξουν, ούτε αν ανησυχήσουν. Μπήκε στο δωμάτιο των μικρών παιδιών τα φίλησε στα κεφαλάκια. Έμεινε σκεφτικός για λίγα λεπτά. Οι κρυσταλλένιοι ήχοι της βροχής δυνάμωναν. Νοέμβρης μήνας. Χειμώνας. Ένα βάρος είμαι, σκέφτηκε. Είναι πικρές οι μέρες, ψέλλισε.
Μέσα στη βροχή χάθηκε, μια σκιά ανάμεσα στις τόσες σκιές της νύχτας. Ένας άστεγος προστέθηκε ανάμεσα στους τόσους. Ένας παραπάνω...
Έξι μέρες έλειπε από το σπίτι. Έξι μοναξιές. Έξι μαχαιριές στην καρδιά.
Σήμερα είχε γενέθλια. Γι' αυτό θα το γιόρταζε. Την είχε πάρει την απόφαση του. Τίποτα δεν την άλλαζε. Ορκίστηκε...
Θα έπαιρνε τη μικρή σύνταξη από την τράπεζα, θα έμπαινε στο λεωφορείο, θα έβλεπε την μικρή εγγονή. Έτσι σαν τον κλέφτη στα κρυφά. Τα είχε σχεδιάσει όλα. Ανάμεσα στα κάγκελα θα έβαζε το κεφάλι, οι φυλλωσιές θα τον έκρυβαν καλά. Δεν ήθελε με τίποτα να τον δουν.
Άσε που έπρεπε να πάει αλλού να μείνει... Εξ άλλου πρόσεξε ότι ο περιπτεράς τον κοίταζε με μισό μάτι. Έπρεπε να φύγει από εκεί, ναι έτσι θα έκανε.
Σίγουρα δεν ήταν μια όμορφη εικόνα ένας άστεγος. Ίσως να φοβόταν μήπως τον κλέψει κιόλας. Σάμπως τον γνώριζε από τα παλιά;
Όμως ποιος δεν λαχταρά να αντικρίσει στη ματιά του την συμπόνια ;
Όχι τον οίκτο, την λύπηση, όχι. Θα μπορούσε να εξηγήσει στον άνθρωπο ποιος είναι, θα μπορούσε να μοιραστεί τη μαύρη του απελπισία.
Ίσως να του έδειχνε ενδιαφέρον, ίσως και να τον βοηθούσε. Μα ο περιπτεράς όλο στο τηλέφωνο μιλούσε, όλο κάποιους πελάτες εξυπηρετούσε. Που να βρει ώρα για τον άστεγο.
Σήκωσε λοιπόν την μεγάλη του περιουσία, σήκωσε το ηθικό του, όσο είχε μείνει τέλος πάντων. Μα κάτι δεν πήγαινε καλά. Ένας πόνος στο στήθος τον λύγισε. Μια μαύρη γραμμή πέρασε από τα μάτια του. Λουρίδα σκοτεινή. Πηκτό ύφασμα. Μια σιωπή σαν το ξυράφι! Η μέρα μάλλον τον ξεγέλασε δεν ήταν όμορφη. Μα, ούτε και δίκαια...
Κάποιος κάλεσε το ασθενοφόρο. Κάποια κορίτσια που δούλευαν καθαρίστριες περίμεναν στη στάση. Οι εργαζόμενοι κοιτούσαν τα ρολόγια τους. Οι μαθητές ανέβαιναν στα σχολικά λεωφορεία. Τα αυτοκίνητα έτρεχαν με μανία. Όλοι βιαζότανε. Έτρεχε και το ασθενοφόρο.
Για μια στιγμή άκουσε τη λέξη καρδιά… Κάποιος είπε αυτή τη λέξη. Είχε καιρό να ακούσει αυτή τη λέξη. Ραγισμένη είναι λοιπόν η καρδιά του. Μαύρος πόνος, βουβός. Σφάλισε τα μάτια. Αχ, πόσο πλούσιο μπορεί να σε κάνει η φαντασία. Το μυαλό πόσο μπορεί να σχεδιάσει. Ένας θεός είναι το μυαλό! Η μικρή του εγγονή τώρα θα ήταν στο προαύλιο του σχολείου. Στις πρώτες αχτίνες του ήλιου τα ξανθά μαλλιά της σίγουρα θα ήταν σα ένα φωτοστέφανο!
Γύρισε και έριξε μια ματιά στη κοπέλα δίπλα του. Σαν να είδε το αγγέλιασμα του. Θα πέθαινε στα χέρια μιας ξένης γυναίκας. Μα όχι, ακόμα, όχι!
-Στο σχολείο της ψέλλισε σιγά –σιγά στο αυτί. Εκείνη έριξε μια ματιά στον διπλανό της. Μπορεί να νομίζει, ότι είμαι τρελός σκέφτηκε ο κυρ-Άγγελος, μπορεί να νομίζει, ότι πεθαίνω. Μα δεν γίνεται πρέπει να σταθώ όρθιος. Να την δω έστω και τελευταία φορά. Πόσο άραγε να στενοχωρέθηκε που έφυγα; Παραμύθια ποιος θα της διαβάζει; Φιλιά στα μεταξένια της μαλλιά ποιος θα της χαρίζει;
Μέσα στο ασθενοφόρο λίγο πριν ξεψυχήσει. Ταξίδεψε στο παρελθόν του με τη λίγη δύναμη που του είχε απομείνει. Πονούσε πολύ. Ακόμα πιο πολύ όταν κανένα στόμα δεν σου ψιθυρίζει λόγια παρηγοριάς, κανένα χέρι λατρεμένο στο δέρμα δεν αφήνει βάλσαμο. Τότε ο πόνος είναι ακόμα πιο οξύς. Μα που ταξίδευε θεέ μου, τα χιλιάδες χρώματα ποιος τα έριξε μέσα στο κεφάλι του;
Τον είδε λέει αστραπιαία να τρέχει σ΄ ένα δρόμο, ανέμελος. Είχε μια δύναμη στα πόδια, αλλόκοτη, διαβολική, θαρρείς. Ναι, αυτός ήταν. Την αναγνώρισε τη μορφή εκείνη.
Φοιτητής, επιτέλους Είχε περάσει! Διάβασε το όνομα του στη λίστα. Μήπως από τη χαρά του δεν διάβασε καλά; Περιγράφεται το άρωμα ενός λουλουδιού; Τόση χαρά και που να πάει να την μοιραστεί. Αχ! Γιατί να πάει μόνος του στο σχολείο; Τόση ευτυχία, πώς να μη τρελαθεί;
Μα, πάλι η όμορφη μέρα, άλλαξε, πάλι σκοτείνιασε ο ουρανός..
-Λεφτά δεν υπάρχουν για σπουδές έχεις και δύο αδερφές ελεύθερες, μόνο τον εαυτό σου σκέφτεσαι, τι να τα κάνεις τα πτυχία; μουρμούρισε ο πατέρας του. Αντί να δουλέψεις να βοηθήσεις, ζητάς γράμματα; Τα γράμματα είναι 24 δεν θα τα κάνεις εσύ 25.
Έτσι άφησε τ΄ όνειρα του στην άκρη, για άλλη μια φορά. Οικοδόμος, χτίστης έγινε. Ούτε την πόρτα του Πανεπιστημίου δεν πέρασε, ούτε καν κοιτούσε όταν περνούσε. Έτσι η ζωή πήρε το δρόμο της...
Μόνο τις πληγές από το μυστρί μετρούσε. Μια πληγή, δυο πληγές, τρεις, τέσσερις, τα χρόνια πέρασαν. Έκανε οικογένεια, μικροχαρές, παιδιά, πίκρες, λιακάδες, εγγόνια, βάσανα, χαμόγελα.
Μα τώρα όλο έτρεχε τ' ασθενοφόρο, το νήμα της ζωής του και έφτανε στην άκρη του. Να πεθάνει και να μη προλάβει να πάει στο σχολείο; Να ήτανε το ασθενοφόρο διάφανο, να μπορούσε να δει για τελευταία φορά!
Μια αθώα ψυχή παλεύει να βγει από το κορμί, μέσα σ΄ ένα ασθενοφόρο που ουρλιάζει .Είναι η μέρα τόσο φωτεινή. Ένα μικρό κορίτσι παίζει μαζί με τις συμμαθήτριες της στην αυλή του σχολείου.
Στις φυλλωσιές ανάμεσα κρύβεται ένας γεράκος, ένα χρυσαφένιο μικρό κεφάλι στριφογυρίζει, ένα χέρι απλώνεται ένα δάκρυ κυλά, ένα μόνο.
Ένα περιστέρι πετάρισε από πάνω της, τόσο κοντά της σα να ήθελε να την αγγίξει, σχεδόν όμως την χάιδεψε . Αόρατος Άγγελος πέταξε πάνω από τη πόλη. Κανείς άλλος δεν τον είδε. Μόνο ένα κορίτσι, ένα μικρό κορίτσι του έγνεψε, τον χαιρέτησε για τελευταία φορά!
Μ.Ζ.
Σύντομο Βιογραφικό
Η Μαρία Ζαβιανέλη –Διαμαντάκη γεννήθηκε και κατοικεί στα Χανιά. Εργάζεται στην Α.Ν.Ε.Κ. (Ανώνυμη Ναυτιλιακή Εταιρεία Κρήτης). Είναι παντρεμένη και έχει μια κόρη. Είναι μέλος της Αμφικτιονίας (εδρεύει στην Θεσσαλονίκη) καθώς και στην Διεθνή Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου