ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
Του Τρύφωνα Ούρδα
Πόσα χρόνια είχαμε να βρεθούμε
με τον Γιώργο κι εγώ δεν ξέρω. Πάντως πολλά! Προχτές ξαφνικά με πήρε στο
κινητό. Πηγαίνοντας μ’ έναν άλλο φίλο του σ’ ένα διπλανό Νομό, μου είπε πως θα
περνούσε και από την πόλη μας για να με δει και να πιούμε μαζί έναν καφέ.
Ήρθε λοιπόν ο φίλος και
καθίσαμε σε μια καφετερία. Ειλικρινά τρομάξαμε ν’ αναγνωρίσουμε ο ένας τον
άλλον! Ο καιρός βλέπετε..! Άλλωστε όταν γνωριστήκαμε ήμασταν παιδιά.
Νέοι επίσης και όταν χωριστήκαμε και ο καθένας τράβηξε το δρόμο της ζωής του.
Τώρα όμως, μετά από τόσα χρόνια τι να περιμένεις! Δυστυχώς γίναμε αγνώριστοι.
Τέλος πάντων!
Και ενώ πριν καλά-καλά
αρχίσουμε να μιλάμε, τι άλλο για… τη «σημερινή μας κατάσταση», χτύπησε το
τηλέφωνό του.
-Έλα ρε, τον ακούω να λέει, πως
είσαι, τι κάνεις. Είμαι στ… και πάω για
τ… Προς το παρόν με βρίσκεις να πίνω καφέ μ’ έναν φίλο μου από τα παλιά.
Μιλούσε ο Γιώργος κι εγώ τον
άκουγα. Δεν ήξερα βέβαια με ποιον, ωστόσο όμως τον περίμενα να τελειώσει για να
πούμε τα δικά μας. Και έλεγε ο φίλος και γελούσε, και άλλαζε σταυροπόδι, και
ίσιωνε αμήχανα τις πέντε-έξι άσπρες τρίχες που έμειναν στη φαλάκρα του, και
μετακινούσε τις θέσεις του φλιτζανιού με τον καφέ πάνω στο τραπέζι, και έξυνε
τον λαιμό του, και εγώ έλεγα και ξανάλεγα από μέσα μου, τώρα θα τελειώσει,
ύστερα θα τελειώσει, τώρα θα πει το «γεια», ύστερα θα το πει, ώσπου μετά από
κανα-μισάωρο και βάλε συνομιλίας, το
είπε!
Έτσι πέταξε με θόρυβο το κινητό
πάνω στο τραπέζι, δίπλα απ’ τους καφέδες, κοίταξε προς εμένα και μου είπε:
-Λοιπόν τι λέγαμε;
Προσπάθησα να θυμηθώ τι ακριβώς
είχαμε αρχίσει να λέμε, όμως μου ήταν λίγο δύσκολο γιατί με το έκτακτο
τηλεφώνημά του πέρασε αρκετή ώρα και το ξέχασα. Όταν μετά από πίεση της μνήμης
μου το θυμήθηκα, χτύπησε πάλι το τηλέφωνό του.
Έλα ρε γυναίκα, τον ακούω πάλι
να λέει…
Ύστερα, χαμηλώνοντας λίγο τη
φωνή του για να μην ακούνε και οι άλλοι στο μαγαζί, έπιασε τηλεφωνική κουβέντα
μαζί της. Τι να έκανα κι εγώ, από ευγένεια, για να μην μου πει πως κρυφακούω,
τραβήχτηκα λίγο μακριά του και έκανα ότι βλέπω έξω από το κατάστημα, στην
πλατεία, τον κόσμο που περνούσε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο βλέποντας τη μια έξω, την
άλλη το φίλο μου πότε θα τελειώσει να μιλά για να κάνουμε μαζί διάλογο, είναι
σίγουρο ότι πέρασε άλλο ένα μισάωρο. Τι έλεγε τόση ώρα με τη γυναίκα του, που
την άφησε πιστεύω το πρωί στο σπίτι τους, δεν μπόρεσα να εξηγήσω. Τον
δικαιολόγησα όμως λέγοντας στον εαυτό μου ότι οικογένεια είναι και κανένας δεν
μπορεί να ξέρει τα «οικογενειακά» του άλλου!
Ώσπου τελείωσε και αυτή η
συνδιάλεξη και ο Γιώργος από τα «παλιά», γύρισε πάλι σε μένα και χτυπώντας μου
τον ώμο, με ρώτησε γελαστός τι κάνω, πως είμαι και τέτοια. Αλλά δεν πρόλαβα να
του απαντήσω. Χτύπησε πάλι το τηλέφωνό του!
-Βρε, τον ακούω να λέει
κοιτάζοντας την οθόνη του κινητού του, με θυμήθηκε η μάνα μου!
Μ’ ένα μειδίαμα στα χείλη και
φωνάζοντας αρκετά δυνατά, προφανώς επειδή δεν άκουγε η μάνα του, έσπασαν τ’ αυτιά
μου να τον ακούω να λέει, πού βρίσκονται τώρα με τη γυναίκα του, τι κάνουν και
πως περνάνε τα παιδιά τους, πώς πάνε με τις σπουδές τους και γιατί ο ίδιος δεν
μπόρεσε να την επισκεφτεί τον τελευταίο μήνα. Εγώ περιμένοντας και τώρα
υπομονετικά να τελειώσει, χαμήλωσα τα μάτια μου στο πάτωμα και έλεγα πάλι από
μέσα μου. «Μάνα είναι αυτή και πολλά έχει να πει με τον γιο της»!
Σε κάποια στιγμή από συνήθεια,
κοίταξα το ρολόι μου. Είδα ότι ήμασταν μαζί στην καφετερία πάνω από μιάμιση ώρα
και δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα. Άρχισα κάπως ν’ ανησυχώ, γιατί ο ίδιος ο
φίλος μου είπε, πως δεν θα έμενε μαζί μου πάνω από μια ώρα, επειδή δεν τον
έπαιρνε ο χρόνος εκεί που θα πήγαινε.
Τελικά με τις σκέψεις αυτές,
τον ακούω σε κάποια στιγμή να λέει «γεια-γεια» στη μάνα του. Άντε λέω επιτέλους
να μιλήσουμε και να απαντήσω στην ερώτησή του, «πώς είμαι» και «πώς πάω». Πάλι
όμως δεν πρόφτασα, γατί νέο χτύπημα του κινητού του με σταμάτησε «κακήν κακώς».
-Άντε βρε παιδί μου, τον ακούω
να λέει. Πού είσαι; Η μάνα σου έφαγε τον τόπο να σε ψάχνει. Χτες δεν
επικοινώνησες καθόλου μαζί μας! Και ενώ έλεγε αυτά, έσκυψε προς εμένα και
κλείνοντας με το χέρι του το μικρόφωνο του τηλεφώνου, μου είπε:
-Ο γιος μου είναι. Με παίρνει
από την Κομοτηνή που σπουδάζει…
Έτσι, άντε πάλι από την αρχή
έγινα ακροατής των τηλεφωνημάτων, του απ’ αρκετών χρόνων «πίσω» φίλου μου, ήτοι
του φίλου μου που είχα να τον δω από τον «στρατό» που λέμε και τώρα που τον
βρήκα και με βρήκε βεβαίως, η τηλεφωνία με την εξέλιξή της, δεν μας αφήνει να
πούμε από κοντά, τι κάνουμε, ούτε πώς περνάμε, ούτε και να θυμηθούμε τα παλιά
μας, ούτε να κοιτάξει ο ένας τον άλλον στα μάτια, ούτε να δακρύσουμε και να
συγκινηθούμε για τον καιρό που πέρασε και μας πήρε μαζί του σε ανύποπτες και
περίεργες εποχές, ούτε τέλος να πούμε δυο λόγια και να παρηγορηθούμε για κάποια
από τα όνειρά μας που δεν έγιναν πραγματικότητα..! Τι να πει κανείς…
Με όλα τα παραπάνω που
περνούσαν από το μυαλό μου σαν μελαγχολικές σελίδες αισθηματικού
μυθιστορήματος, άρχισα να αισθάνομαι κάπως περίεργα. Θα έλεγα «τέρμα»
παραπονεμένος. Ήθελα πολύ να μιλήσω με τον φίλο μου. Όμως αυτό το έβλεπα
αδύνατον! Δεν ξέρω βέβαια αν και ο φίλος μου αισθανόταν το ίδιο με μένα.
Πάντως, από τις κουβέντες του στο τηλέφωνο, τον τρόπο που με κοιτούσε, που
κουνούσε τα χέρια του και άλλαζε θέση στην καρέκλα και την «εν γένει» εικόνα
του απέναντί μου, δεν μου φάνηκε και πολύ πως κάναμε τις ίδιες σκέψεις!
Κάποτε λοιπόν, κουβέντα στη
κουβέντα, σταμάτησε να μιλάει και με τον γιο του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και
άπλωσε το χέρι του για να πάρει και να πιει λίγο από τον καφέ που παραγγείλαμε.
Τι καφέ δηλαδή, νεροζούμι σωστό, κρύο και μπαγιάτικο μετά από τόση ώρα που
βγήκε από το μπρίκι και μας τον έφερε το γκαρσόν. Τράβηξε μια καλή ρουφηξιά και
πριν προλάβω να του πω για εκείνο που με ρώτησε, δηλαδή για τη ζωή μου και τα
υπόλοιπα και αντίστοιχα βεβαίως να τον ρωτήσω κι εγώ τα ίδια για κείνον,
ξαναχτύπησε ο «δαίμονας» του τηλεφώνου! Σαν είδε ποιος τον καλούσε, σηκώθηκε
απότομα από την καρέκλα και μου είπε:
- Πω-πω με καλεί ο φίλος να πάω
να τον βρω στο σημείο που μ’ άφησε και να φύγουμε!
Στα γρήγορα πέταξε το παλτό στην
πλάτη του, μου έδωσε το χέρι, εγώ του έδωσα το δικό μου, τα σφίξαμε, μ’
αγκάλιασε και απομακρύνθηκε βιαστικά από κοντά μου λες και τον κυνηγούσαν. Πάνω
σ’ αυτή του τη βιασύνη, εγώ ίσα που πρόλαβα να του πω ένα «γεια» πνιγμένο στο λαιμό
μου. Επί πλέον φανερά στεναχωρημένος από την όλη κατάσταση, όπως «εν τέλει»
αυτή διαμορφώθηκε, βγήκα έξω από το κατάστημα και του φώναξα από μακριά ενώ
αυτός έφευγε, να με «πάρει στο τηλέφωνο» για να του απαντήσω στην ερώτησή, «πώς
τέλος πάντων είμαι στην υγεία μου…», μια και αυτό δεν μπόρεσα να του το πω από
κοντά, λόγω της «έρμης» της τεχνολογίας..!
Επέστρεψα στο μαγαζί και κάθισα
εκεί μόνος μου προβληματισμένος. Που φτάσαμε τελικά σκέφτηκα! Και βέβαια που θα
πάμε ακόμα!
Αυτή η «εξέλιξη»
γενικά στη ζωή μας, αναρωτήθηκα, όπως και να την εννοεί ο καθένας από εμάς, μας
φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά ή μας απομακρύνει;
Ο σημερινός μας «πολιτισμός»,
μας ενώνει ή μας χωρίζει;
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
10-1-2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου