Ο Τρύφων Ούρδας γεννήθηκε
στη Δωροθέα Αλμωπίας Ν. Πέλλας το 1957.
Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας . Υπηρέτησε στην Ελληνική Αστυνομία επί 32 έτη σε διευθυντικές θέσεις στους νομούς Πέλλας, Φλώρινας, Κοζάνης, Δράμας
και Χαλκιδικής. Αποστρατεύτηκε το 2009
με τον βαθμό του Υποστράτηγου ε.α. Είναι
πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με συγγραφικό έργο. Είναι παντρεμένος με τη Γιαμαλή Ευαγγελία και
έχει δυο παιδιά, την Ελένη και τον Γιώργο.
Όλοι στο χωριό έπαιζαν και γελούσαν μαζί του. «Βασίλη» ο ένας «Βασίλη» ο άλλος. Και δώστου τα πειράγματα και τα αστεία μαζί του. Πολλές φορές μάλιστα, τα ευτράπελα αυτά, ήταν πολύ σοβαρά. Κανενός όμως, μικρού ή μεγάλου, δεν ίδρωνε το αυτί. Έτσι, θέλεις βρισιές, θέλεις άσχημες κουβέντες, θέλεις χειρονομίες, όλα τα υπέμενε ο άνθρωπος. Και τα υπέμενε στην κυριολεξία.
Ιδιαίτερα τα «βάσανά» του από εμάς τα παιδιά, ήταν πολλά και διαφορετικά. Χωρίς να καταλαβαίνουμε και πολύ τι κάναμε και φυσικά χωρίς ενοχές, άλλοτε του βάζαμε τρικλοποδιές για να πέσει όταν περπατούσε και όταν έτρεχε, άλλοτε του λύναμε τη ζώνη από το παντελόνι για να δούμε… και εγώ δεν ξέρω τι και άλλοτε τον πιτσιλούσαμε με τα νεροπίστολα. Και το χειρότερο! Πολλές φορές στην πλατεία, όταν κατέβαζε το ποτάμι και είχε πολύ νερό, τον σπρώχναμε μέσα, για να τον δούμε ύστερα να βγαίνει παπί-μούσκεμα και να μας κυνηγάει. Πάλι καλά που τότε δεν τον είχαμε πνίξει…
Και όμως ο φουκαριάρης δεν αντιδρούσε σε τίποτα. Τίποτα. Μονάχα τα χείλη του κάτι ψέλλιζαν αλλά κανένας δεν ήξερε τι. Έκανε παράπονα για μας, αναθεμάτιζε τη στιγμή που μας συναντούσε στο δρόμο, έβριζε και αυτός με τη σειρά του για τα παθήματα; Ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει. Έτσι, αφού δεν έκανε κάτι παραπάνω, από το να μουρμουρίζει, ήταν ευκαιρία να χοντραίνει η κατάσταση μαζί του και να αποθρασύνονται όλο και περισσότερο οι ενοχλητικοί χωριανοί του, με απρόβλεπτες συνέπειες γι αυτόν. Ωστόσο όσο και να ήταν «ιώβεια» η υπομονή του και αυτός ήταν άνθρωπος. Ψυχή είχε μέσα του. Πόσο θα μπορούσε να αντέξει όλες τις κοροϊδίες σε βάρος του; Και αυτή η αξιοπρέπειά του! Όσο και αν ήταν βαθειά χωμένη μέσα στη συνείδησή του, μια και μιλάμε για έναν άνθρωπο «αγαθό» όπως τον εννοούμε σήμερα, κάποιες φορές έβγαινε στο πρόσωπό του και ζωγραφιζόταν με μορφή παραπόνου. Προπάντων το παράπονο αυτό, έβγαινε χείμαρρος στα μικρά σαν χάντρες σπινθηροβόλα και πάντα υγρά μάτια του. Έτσι λοιπόν παράπονο στα χείλη του, παράπονο και στην καρδιά του αλλά παράπονο και σ’ αυτή τη σιωπή του, γιατί ο καημένος σίγουρα πονούσε. Πως όμως θα μπορούσε να το πει και ποιος θα τον καταλάβαινε..!
Βράδυ προ της παραμονής των Χριστουγέννων. Έξω το κρύο μια μόνιμη κατάσταση. Τα λίγα χιόνια που έπεσαν τις προηγούμενες μέρες, έμειναν βελούδινα στις άκρες των δρόμων και στις στέγες των σπιτιών. Όσο για τα δέντρα στους κήπους και στις αυλές με το χιόνι πάνω τους, έμοιαζαν με σιωπηλές και ντροπαλές νύφες, που μέσα στη νύχτα στολίστηκαν λες και περίμεναν τον γαμπρό να τις πάει στην Εκκλησία. Το σκοτάδι αν και χίμηξε παντού στο χωριό, δεν κατάφερε να κλείσει μέσα στα σπίτια όλους τους ανθρώπους. Πολλοί ήταν αυτοί που ακόμα βάδιζαν στους δρόμους, με τη μαύρη σκιά τους να τους ακολουθεί σε κάθε τους βήμα. Τέλος λίγα και τα φώτα στα παράθυρα και λίγα τα τζάκια που κάπνιζαν στα κεραμίδια. Το χωριό αυτή τη νύχτα, φαίνεται να μη θέλει να κοιμηθεί και κάνει βόλτες στις γειτονιές του, παρέα με τα αστέρια που απόψε σαν από θαύμα, φαίνονται να φέγγουν περισσότερο πάνω στον ουρανό. Ποιος ξέρει; Μπορεί οι κάτοικοι να ανυπομονούν, ώρα με την ώρα να δουν, μήπως ένα από τα αστέρια στον ουρανό, ρίξει ξανά το φως του στη Βηθλεέμ, σε μας εδώ κάτω στη γη και πάνω από τη φάτνη που γεννήθηκε Εκείνος. Ο Μικρός και Μεγάλος Χριστός.
Έτσι λοιπόν και στην αυλή του Σχολείου μας, ακούγονται φωνές και τραγούδια. Βγαίνουν από μας τα παιδιά, που δεν ξέρω γιατί αυτό το βράδυ, ξεχάσαμε με το παιχνίδι να επιστρέψουμε στο σπίτι αλλά και οι γονείς μας ξέχασαν και αυτοί να μας μαζέψουν. Δίπλα από ένα σπίτι στη γειτονιά, μαζί με τα παιδιά, ακούγεται και ο ήχος ενός ακορντεόν. Παίζει γλυκά την «Άγια Νύχτα» και το «Καλήν ημέρα άρχοντες». Οι μελωδίες του, έρχονται στα αυτιά σαν αγγελικοί ύμνοι. Ταιριάζουν απόλυτα με τις φωνές μας και τα τραγούδια στο Σχολείο και κάνουν την ατμόσφαιρα πανηγυρική. Να χαίρεσαι που ζεις…
Όμως… Μα τω Θεώ! Τι γίνεται εκεί στο τέρμα της αυλής του Σχολείου; Εκεί κάτω που είναι φυτεμένες δύο ακακίες και στη μία απ’ αυτές κρέμεται το καμπανάκι, αυτό που κάθε τόσο μας υπενθυμίζει την ώρα να πάμε Σχολείο! Και ποιος το χτυπάει έτσι ρυθμικά και χαρούμενα, λες και είναι γιορτή..! Όμως πάλι για σταθείτε! Ακούγονται και γέλια από τα παιδιά! Κάποιος τα διασκεδάζει..!
Φίλοι μου! Μην κουράζεστε πολύ για να το βρείτε..! Είναι ο Βασίλης. Αυτός ο καλόκαρδος φίλος μας που λέγαμε προηγουμένως! Μαζί μας απόψε ξέχασαν και αυτόν να τον περιμαζέψουν οι δικοί του και τον άφησαν ελεύθερο να κάνει τον «παλιάτσο» για να ξεκαρδίζονται οι φίλοι του, τα πειραχτήρια. Και όσο αυτοί τον πειράζουν, τόσο αυτός χτυπάει το καμπανάκι, χορεύει και πηδάει «προς τέρψιν όλων». Τα παιδιά, μικρά και μεγάλα έχουν σχηματίσει κύκλο γύρω του και άλλα απ’ αυτά του τραβάνε το παλτό, άλλα του παίρνουν την τραγιάσκα και άλλα τον χτυπάνε στην πλάτη για να τρέξει μέσα στο μισοσκόταδο να τα πιάσει. Και αυτός ο καημένος, ίσος και λίγο πιο κάτω στο μυαλό απ’ αυτά, δεν χαλάει το χατίρι κανενός. Γελάει κι αυτός, φωνάζει, τρέχει μαζί τους. Σωστό κομφούζιο αυτή η γωνιά της αυλής του Σχολείου...!
Το κάλλος της παρέας του, ζηλεύουν και οι υπόλοιπες παρέες που παίζουν κοντά. Πάνε και αυτές να πάρουν μέρος στο παιχνίδι. Να δουν και να απολαύσουν τον άνθρωπο που ό,τι και να τον κάνεις δεν νευριάζει με κανέναν, δεν μαλώνει, όλα τα υπομένει, όλα τα καρτερεί και ποτέ δεν σε κάνει να νοιώσεις άσχημα. Είναι ήρεμος και έχει πηγαία καλοσύνη που βγαίνει από την αθωότητά του. Θυμίζει βράχο που όσο κι αν τον δέρνει η θάλασσα, αυτός παραμένει εκεί ατάραχος γαληνεύοντας κάθε οργισμένο κύμα της που ξεσπάει πάνω του..!
«Βασίλη πόσο δεν σου μοιάζουμε εμείς οι «σώφρονες» και «λογικοί» άνθρωποι, οι προικισμένοι με υψηλούς δείκτες νοημοσύνης. Εμείς που για ένα στραβοκοίταγμα ή ένα πενταράκι που θα χάσουμε από τον άλλον ή τέλος πάντων από ένα θίξιμο του υπερβολικού εγωισμού μας, είμαστε σε θέση να τον ξεκάνουμε…»
Έτσι λοιπόν, έφτασε κάποια στιγμή, οι περισσότερες παρέες να έχουν σταματήσει να παίζουν μεταξύ τους και να έχουν καταπιαστεί στο παιχνίδι με τον Βασίλη. Η δική μας παρέα, που ήμασταν παιδιά κάπως μικρότερα στην ηλικία, δεν έπαιρνε μέρος σ’ αυτό, αλλά παρακολουθούσε τα «τεκταινόμενα» από απόσταση. Μας έφτανε αυτό που βλέπαμε και μ’ ένα μειδίαμα στα χείλη, διασκεδάζαμε το όλο σκηνικό, ευτυχισμένοι που αύριο θα ψάλλουμε και τα κάλαντα, ενώ την άλλη μέρα θα φορέσουμε τα καλά μας για να πάμε στην Εκκλησία και να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα, απαλλαγμένοι από διαβάσματα, αίθουσες και θρανία, που σε κάνουν να στεναχωριέσαι.
Και ενώ οι φωνές και οι τσιρίδες με τα πειράγματα κορυφώνονταν, ξαφνικά όλα σώπασαν. Λες και κάποιος πάτησε το κουμπί στο ραδιόφωνο. Μόνο στο κέντρο όλων ο Βασίλης, πάλι κάτι μουρμούριζε. Κοίταζε στον ουρανό και έδειχνε με το δάχτυλό του τα αστέρια. Αλλά κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε με ό,τι έλεγε και ό,τι έδειχνε ! Ωστόσο όμως αυτός συνέχιζε να επαναλαμβάνει τα λόγια του και να δείχνει τον ουρανό. Χωρίς να ξέρουν γιατί, όλοι τότε κρεμάστηκαν απ’ τα χείλη του και τέντωσαν τ’ αυτιά τους, πρώτη φορά ν’ ακούσουν τουλάχιστον τα λόγια του. Και μέσα στη σιωπή που έπεσε, κάποιος που ήταν πολύ κοντά του, φώναξε:
-Ρε παιδιά κάτι λέει γι’ αστέρι…
-Ναι, συμφώνησε και κάποιος άλλος παρακεί. Μιλάει και μας δείχνει ένα αστέρι. Αφήστε τον να δούμε τι θα κάνει! Κάπου θέλει να πάει!
Και τον άφησαν. Τραβήχτηκαν στην άκρη και του άνοιξαν δρόμο. Τότε αυτός με τον ίδιο μονόλογο και την παλάμη του να δείχνει προς μια κατεύθυνση, πήρε τον δρόμο που ανέβαινε προς την Εκκλησία μας, την Ανάληψη. Χωρίς πολύ σκέψη και από περιέργεια, σχεδόν όλοι τον ακολουθήσαμε. Μπροστά αυτός και πίσω όλοι εμείς πηγαίναμε στα τυφλά. Εκεί που μας οδηγούσε ο Βασίλης. Ένας «αλαφροΐσκιωτος» του χωριού, που ξαφνικά τον πήραμε στα σοβαρά και τώρα μας οδηγεί, ποιος ξέρει πού;
Ήδη είχαμε φτάσει μπροστά στις σιδερένιες πόρτες της Εκκλησίας και στρίβαμε στον δρόμο, δίπλα απ’ τα χοντρά πλατάνια, που στέκονται εκεί, όρθια και αγέρωχα, ακόμα και μέχρι σήμερα. Τα τεράστια και στραβά κλωνάρια τους, που ανοίγονταν ψηλά στον ουρανό με τ’ αστέρια του, έριχναν κάτω στη γη τη βαριά νυχτερινή τους σκιά… Μαζί με την ομίχλη, που σηκωνόταν εκείνη την ώρα, νόμιζες ότι σ’ εκείνο το σημείο έκανες περίπατο στα σύννεφα. Και ο Βασίλης, χωρίς σταματημό, πήγαινε πήγαινε. Μουρμούριζε και έδειχνε. Πίσω του όλοι οι άλλοι. Εμείς το μπουλούκι της περιέργειας και της έκπληξης από την αποψινή συμπεριφορά του.
-Πού μας πάει ρε, φώναζαν μερικοί από πίσω, σπάζοντας τη σιωπή στο βήμα τους, ίσως και αρνούμενοι να ακολουθήσουν.
-Που θέλετε να μας πάει, απαντούσαν κάποιοι άλλοι απ’ την πομπή! Ο άνθρωπος τρελός είναι και κάνει ό,τι θέλει..!
Και συνεχίζαμε τον δρόμο με την απορία, πού τέλος πάντων μας τραβάει αυτός ο άνθρωπος, που απόψε λίγο πριν τα Χριστούγεννα, το έσκασε απ’ το σπίτι του και έγινε ο «άνθρωπος της βραδιάς» σ’ ένα παράξενο οδοιπορικό, που μόνο αυτός ήξερε πού οδηγούσε…
Τελικά «ο τρελός», που τον φώναζαν όλοι όσοι τον ακολουθούσαν, έστριψε αριστερά και μπήκε μέσα στα χωράφια, τα σπαρμένα με σιτάρι. Προχώρησε λίγο περισσότερο και σταμάτησε πλάι σ’ ένα λοφίσκο. Όλοι γνωρίζαμε εδώ το μέρος. Ήταν «Τούμπα». Παλιές δοξασίες, έφερναν στο σημείο αυτό, να υπάρχει αρχαία ακρόπολη ή αρχαίος ναός, που αργότερα μετατράπηκαν σε Μοναστήρι. Μόνο αυτά τα λίγα γνώριζαν για τον τόπο οι χωριανοί. Όμως κάθε φορά που πέρναγαν απ’ τον δρόμο, τους έρχονταν να κάνουν τον σταυρό τους. Ο Βασίλης σαν έφθασε εδώ, συνέχιζε πάλι να μουρμουρίζει! Ύστερα απότομα γύρισε προς τους άλλους που ήταν πίσω του. Πάλι τους κοίταζε και έδειχνε με τα χέρια του, μια τον ουρανό και μια τον λόφο. Αλλά και τώρα κανένας δεν μπορούσε να τον καταλάβει…
Και τότε έγινε κάτι, που έδωσε τέλος στο μυστήριο!
Ένας μικρός, που όλο το διάστημα κράταγε απ’ το χέρι τον μεγαλύτερό αδελφό του και ήρθε μαζί του μέχρις εδώ, πήγε κοντά στον Βασίλη. Δεν φάνηκε να συνομίλησε μαζί του ,ωστόσο όμως ο Βασίλης, μόλις τον είδε στα πόδια του, του χάιδεψε το κεφάλι. Όταν το παιδάκι γύρισε πάλι πίσω στον αδερφό του, τον τράβηξε απ’ το ρούχο για να του πει κάτι. Εκείνος έσκυψε και ο μικρός του ψιθύρισε στο αυτί τα εξής:
-Αυτός λέει ότι εδώ, βλέπει φως και ότι εδώ γεννήθηκε ο Χριστός..!
Σαν άκουσε αυτό ο αδερφός του, ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Το φώναξε και στους άλλους δίπλα του. Και αυτοί δεν μπόρεσαν να κρατηθούν. Ώσπου το έμαθαν όλοι. Ώστε λοιπόν, αυτό τους έλεγε ο άνθρωπος από την πρώτη στιγμή, που ξεκίνησαν από το Σχολείο..!
-Τρελέ δεν υποφέρεσαι και θέλεις λίγο ξύλο για να βάλεις μυαλό, φώναξαν μερικοί, κρατώντας το στόμα τους, μη σκάσουν στα γέλια.
-Να τον πάρουμε και να τον πετάξουμε στο ποτάμι, μήπως συνέλθει ο φαντασμένος, φώναξε κάποιος άλλος πιο τολμηρός..!
Έτσι τον έπιασαν απ’ τα χέρια και τον τράβηξαν προς το ποτάμι. Ο Βασίλης προσπάθησε να αντισταθεί, αλλά δεν τα κατάφερε. Τα χείλη του πάλι κάτι μουρμούριζαν, αλλά πλέον κανένας δεν έδινε σημασία στα λόγια του. Εξ άλλου, τώρα όλοι ξέρουν ότι μιλάει για ανύπαρκτα και φανταστικά πράγματα, που δεν συμβαίνουν στους καιρούς μας! Γι αυτό ένα νυχτιάτικο κολύμπι, λίγες ώρες πριν από τα Χριστούγεννα θα τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Αυτή την πραγματικότητα, που αμφισβητεί και ισοπεδώνει τα πάντα στη ζωή και δεν βλέπει τίποτα παραπάνω από τον αμαρτωλό εαυτό της.
Και τον έσπρωξαν στο ποτάμι. Τα παγωμένα και καθαρά νερά του, που μέσα τους καθρεφτιζόταν ο ουρανός και τ’ αστέρια ταράχτηκαν. Τα μικρά ασημένια κύματα που σηκώθηκαν, άνοιγαν σε κύκλους και μ’ένα σιγανό παφλασμό έσκαγαν στις όχθες του.
Ο καημένος έγινε μούσκεμα. Βράχηκε το παντελόνι του μέχρι τα γόνατα, ενώ τα λαστιχένια παπούτσια του, γέμισαν νερό. Φοβήθηκε και έτρεμε απ’ το κρύο. Γι αυτό, μόλις οι άλλοι απομακρύνθηκαν βγήκε αμέσως στην άκρη. Εκεί, αφού τίναξε πρόχειρα τα δύο σκέλη του να φύγει το νερό, έβγαλε και τα παπούτσια του. Τα γύρισε ανάποδα, να φύγει επίσης το νερό από μέσα τους. Όσοι κοίταξαν πίσω τον είδαν πάλι να είναι ήρεμος. Δεν ήταν νευριασμένος, ούτε φώναζε, ούτε βλαστημούσε κανέναν για το πάθημα του. Αγαθή ψυχή! Αγνή και καθαρή, χωρίς κακία που βασιλεύει στον κόσμο. Σ’αυτόν που ζούμε όλοι εμείς, και φαινόμαστε καθαροί στο πρόσωπο, στα μάτια και γενικά στην εμφάνισή μας, χωρίς όμως να είμαστε τέτοιοι μέσα στις καρδιές μας..!
Μόνο μια τέτοια κρυστάλλινη ψυχή, βλέπει ακόμα και σήμερα μέσα στα σκοτάδια την Βηθλεέμ με το αστέρι της και τον Χριστό να γεννιέται στη φάτνη! Και τα βλέπει παντού. Σε όλη τη γη. Αρκεί να θέλει να ξαναγεννηθεί μέσα από τη στάχτη της. Οι άλλες ψυχές, όσο κι αν ψάχνουν δεν βλέπουν τίποτα. Άλλωστε το είπε και «Εκείνος»: Μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό.
Η ώρα πέρασε. Οι φωνές, τ’ αστεία και τα γέλια σταμάτησαν. Ο δρόμος της επιστροφής απ’ την «Τούμπα» για το χωριό, έμεινε πάλι έρημος όπως ήταν και πριν. Σε λίγο θα αρχίσει το έθιμο με την «κόλιντα μπάμπου» και αμέσως μετά, το «καλήν ημέρα άρχοντες». Ο Βασίλης πήρε κι αυτός μόνος του τον δρόμο της επιστροφής. Κανείς δεν ασχολιόταν πλέον μαζί του. Κατηφορίζοντας έφτασε στο σπίτι του. Οι άλλοι, όλοι «εμείς», μαζευτήκαμε στην πλατεία, για τα έθιμα. Τελικά όλοι θα γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα!
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ