Από το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαββοπούλου
Αντί Προλόγου
Για τις λογοτεχνικές αρετές
και τα φιλολογικά προτερήματα του μυθιστορήματος της Μάχης Σαββοπούλου
«Μπορούσαν να ονειρευτούν ξανά» είμαι βέβαιος ότι θα γράψουν και θα αναφερθούν
άλλοι, περισσότερο έμπειροι και πλέον ειδικοί στην βιβλιοκριτική από εμένα. Η
δική μου άποψη για το βιβλίο αυτό θα επικεντρωθεί σε ένα από τα πλέον
ενδιαφέροντα - κατά την γνώμη μου - στοιχεία του, την προσπάθεια της διάσωσης
ψηγμάτων της προφορικής παράδοσης των γηγενών Ελλήνων της κεντρικοδυτικής
Μακεδονίας, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το τοπικό ιδίωμα, γνωστό ως «εντόπια» ή
«εντόπικα». Η προσπάθεια αυτή της συγγραφέως επιχειρείται μέσω της αφήγησης των
περιπετειών και των παθών μιας οικογένειας γηγενών της περιοχής, η οποία
διανθίζεται με εκφράσεις και διαλόγους στο ιδίωμα αυτό. Θεωρώ λοιπόν χρήσιμο,
για τους αναγνώστες που δεν γνωρίζουν περί τίνος ακριβώς πρόκειται και για να
αποφευχθούν τυχόν εσφαλμένες εντυπώσεις, να αναφερθώ με συντομία στο γλωσσικό
αυτό όργανο επικοινωνίας, το οποίο προέκυψε και διαδόθηκε στην διάρκεια των
τελευταίων δύο περίπου αιώνων της οθωμανικής κατοχής της Μακεδονίας.
Τα τεράστια προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την χρήση αυτού
του ιδιώματος στις βορειότερες κυρίως περιοχές της Μακεδονίας υπήρξαν απόρροια
του γεγονότος ότι χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα και ισχυρισμός για την ταύτιση
των ομιλητών του με υπαρκτές ή ανύπαρκτες εθνοτικές ομάδες, χωρίς ποτέ βεβαίως
να ερωτηθούν οι ίδιοι οι χρήστες του!
Για να γίνω πιο σαφής, αναφέρομαι στις βουλγαρικές και
σερβικές διεκδικήσεις στην Μακεδονία με το πρόσχημα της «απελευθέρωσης» των ομοεθνών
τους, δηλ. των ομιλούντων αυτό το ιδίωμα, οι οποίοι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς
των ηγεσιών των χωρών αυτών, ήσαν αντίστοιχα Βούλγαροι ή Σέρβοι. Με άλλα λόγια
το ιδίωμα χρησιμοποιήθηκε ως όχημα επεκτατισμού, κυρίως της Βουλγαρίας
και δευτερευόντως της Σερβίας, για τις διεκδικήσεις τους στην Μακεδονία, με την
καλλιέργεια «αλυτρωτικών» μύθων ενός ανυπόστατου ιστορικού ψευδο-αναθεωρητισμού.
Η απάντηση
των ιδίων των γηγενών Μακεδόνων ομιλητών του ιδιώματος υπήρξε αποστομωτική και
διέλυσε αυτούς τους προπαγανδιστικούς μύθους με την ηρωϊκή στάση τους στην
διάρκεια του μακεδονικού αγώνα, ο οποίος ασφαλώς δεν διεξήχθη το 1904-1908
(τότε υπήρξε το αποκορύφωμά του), αλλά είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα: Η
συντριπτική πλειονότητα των εντόπιων αντιστάθηκε με κάθε μέσο, από τον ένοπλο
αγώνα μέχρι την παθητική αντίσταση, στις βουλγαρικές επιδιώξεις, κάτι που το
πλήρωσαν με ποταμούς αίματος και ασύλληπτη ανθρώπινη δυστυχία. Η δικαίωση ήρθε
με τους Βαλκανικούς πολέμους και η Μακεδονία ενώθηκε και πάλι μετά από αιώνες
τουρκικής σκλαβιάς με την Μητέρα-πατρίδα.
Δυστυχώς,
τα βάσανα των εντόπιων δεν τελείωσαν τότε. Δύο σημαντικοί παράγοντες υπήρξαν οι
βασικές αιτίες αυτού του γεγονότος: Η παροιμιώδης ανικανότητα των Ελλήνων
πολιτικών (με σπανιότατες εξαιρέσεις) να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την
απρόσκοπτη ένταξη στο ελλαδικό κράτος (ο ιστορικά πρόσφατος επιπόλαιος
χειρισμός του πομακικού προβλήματος, που «χάρισε» τους μη τουρκογενείς Πομάκους
στην Άγκυρα, επιβεβαιώνει αυτόν τον κανόνα) και η εγκληματική (εθνικά,
πολιτικά και κοινωνικά) στάση του ΚΚΕ να υιοθετήσει από το 1924 έως το
1935 την γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς για μια «ενιαία και ανεξάρτητη
Μακεδονία» και το εφεύρημα της «σλαβομακεδονικής» εθνότητας, απόηχος της οποίας
είναι η σημερινή σκοπιανή εμπλοκή.
Τι ακριβώς
όμως είναι αυτό το ιδίωμα για το οποίο έχουν γραφτεί και ειπωθεί πλείστα όσα
από πανεπιστημιακούς, ακαδημαϊκούς, πολιτικούς και δημοσιογράφους κάθε
κατηγορίας, χωρίς να γνωρίζουν συνήθως ούτε μια λέξη του; Ως ντόπιος Μακεδόνας
Έλληνας (με αυτήν ακριβώς την σειρά, που αντιστοιχούν στην πολιτιστική,
γεωγραφική και εθνοτική μου ταυτότητα) γνωρίζω και ομιλώ το ιδίωμα και ισχυρίζομαι
ότι οι απόψεις μου για το θέμα έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από κάποιον που το
αγνοεί.
Τα
τελευταία χρόνια έχω δημοσιεύσει αρκετά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά με
τις θέσεις μου, οι οποίες συμπυκνώθηκαν στην μονογραφία με τίτλο "ΤΟ
ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΩΝ ΓΗΓΕΝΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (Τα εντόπικα/εντόπια ή
μακεδονικό πίτζιν)" που περιέχεται στο πρόσφατο βιβλίο μου
"Μακεδονικά" (Έδεσσα, 2011).
Μεταφέρω
εδώ κάποια αποσπάσματα που επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις στο πώς προέκυψε
αυτό το ιδίωμα και τι ακριβώς είναι από γλωσσολογική σκοπιά. Ξεκινάω με μια
γενική τοποθέτηση:
«...Εκείνο πλέον, που και επιστημονικώς είναι αδιαμφισβήτητο, είναι η
διαπίστωση ότι η ομιλούμενη γλώσσα δεν αποτελεί πάντοτε απόλυτο εθνολογικό
κριτήριο ταξινόμησης μιας συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας. Περιορίζομαι να
αναφέρω τα κλασσικά παραδείγματα, τόσο των γερμανόφωνων Αλσατών, στα σύνορα
Γαλλίας–Γερμανίας, οι οποίοι αισθάνονται φανατικοί Γάλλοι, αλλά και των
Καθολικών μεν στο θρήσκευμα Κροατών, οι οποίοι δεν επιθυμούν να έχουν καμία
σχέση με τους ομόγλωσσούς τους, Ορθοδόξους όμως Σέρβους, παρά την κοινή τους
γλώσσα (τα Σερβοκροατικά) ή ακόμα πιο χαρακτηριστικά, το παράδειγμα των
Μαυροβουνίων σε σχέση και πάλι με τους Σέρβους, με τους οποίους δεν έχουν ούτε
καν θρησκευτική διαφορά και παρ’ όλα αυτά αισθάνονται μέλη ενός διαφορετικού
έθνους. Επομένως, το ότι κάποια τμήματα του πληθυσμού της Μακεδονίας είχαν
παλαιότερα ως μοναδικό γλωσσικό τους όργανο το σλαβογενές ιδίωμα, στο οποίο θα
αναφερθούμε λεπτομερειακά παρακάτω, δεν αποτελεί ικανό και επαρκές κριτήριο για
την επιχειρηθείσα στο παρελθόν και επιχειρούμενη και σήμερα, τοποθέτησή τους
εκτός του ελληνικού έθνους...».
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να
παρατηρήσω ότι τα παραπάνω ισχύουν απόλυτα και για τους τουρκόφωνους,
βλαχόφωνους, αρβανιτόφωνους και ιταλόφωνους (τους Γραικάνους της νότιας
Ιταλίας) Έλληνες. Ως προς την εμφάνιση αυτού του ιδιώματος:
"...Η εμφάνιση αυτού του ιδιώματος (που δεν χρειάστηκε ποτέ γραφή)
ανιχνεύεται κάπου στον 18ο αιώνα[7] (οι πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξή του
χρονολογούνται γύρω στο 1790[8] – βλ. J.P. Mallory–D.Q. Adams: The Oxford
Introduction to Proto-Indo-European and the Proto-Indo-European World – Oxford
2006, σελ. 26) και η δημιουργία του είχε καθαρά χρηστικούς και πρακτικούς
λόγους. Τα χρόνια εκείνα η Μακεδονία ήταν ένα πολύχρωμο φυλετικό, γλωσσικό και
θρησκευτικό μωσαϊκό: Έλληνες, Τούρκοι κατακτητές, Τουρκομάνοι νομάδες
(Γιουρούκοι), Αθίγγανοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Βόσνιοι, Αλβανοί, Αρμένιοι, Εβραίοι
(Ισπανοεβραίοι Σεφαρδίμ) κ.λπ. που μιλούσαν τουρκικά, ρομανί (μια ινδική
διάλεκτο), ελληνικά, βλάχικα, βουλγαρικά, σερβοκροατικά, αλβανικά, αρμενικά,
εβραϊκά (Λαντίνο και Γίντις) και ήσαν μουσουλμάνοι, χριστιανοί (Ορθόδοξοι,
Καθολικοί, Προτεστάντες), ιουδαίοι. Έπρεπε επομένως να υπάρξει ένας τρόπος
συνεννόησης μεταξύ τους για τις ανάγκες της καθημερινής συμβίωσης, ένα είδος
Λίγκουα Φράγκα. Βαθμιαία λοιπόν εμφανίσθηκε αυτό το ιδίωμα, μια γλώσσα πίτζιν,
που φαίνεται ότι εξυπηρετούσε άριστα τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε ή
σωστότερα, προέκυψε, που χρησιμεύει ακόμα και σήμερα! (Βλ. σχετικά πρόσφατη –
Άνοιξη 2011 - επίσκεψη σε χωριά της Αλμωπίας απογόνων μουσουλμάνων κατοίκων που
μεταφέρθηκαν στην Μ. Ασία με την ανταλλαγή των πληθυσμών)".
Σημειώσεις
(7) Η δημιουργία του
ιδιώματος την συγκεκριμένη αυτή περίοδο δεν είναι συμπτωματική και ερμηνεύεται
εύκολα αν αναλογισθούμε τις ιστορικές και πολιτικές συγκυρίες της εποχής. Η
Οθωμανική αυτοκρατορία, μετά την ήττα της κατά την Β΄ πολιορκία της Βιέννης
(1683) και τις επακολουθείσασες Συνθήκες του Κάρλοβιτς (Carlowitz, σημερινό
Sremski Karlovci κοντά στο Βελιγράδι) το 1699 και Πασσάροβιτς (Γερμαν.
Passarowitz, σημερινό Požarevac της Σερβίας) το 1718, θα εισέλθει αμετάκλητα σε
τροχιά παρακμής και εσωτερικής κατάρρευσης, με αποτέλεσμα η στυγνή καταπίεση
και η τρομοκράτηση των χριστιανικών πληθυσμών να χαλαρώσουν. Η χαριστική βολή
στο κύρος της δόθηκε με την Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) με την οποία
η Ρωσσική Αυτοκρατορία απέκτησε το δικαίωμα να προστατεύει τους Χριστιανικούς
πληθυσμούς σε όλη την έκταση της Οθωμανικής επικράτειας. Προϊόν αυτής της νέας
κατάστασης ήταν η έναρξη επικοινωνίας μεταξύ των πληθυσμών, το εμπόριο, επαφές
και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των κατοίκων διαφορετικών περιοχών κ.λπ. Τότε
ακριβώς, στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας, υπήρξε έντονη η ανάγκη ενός κοινά
κατανοητού γλωσσικού οργάνου που θα διευκόλυνε όλα τα παραπάνω. Το σλαβογενές
pidgin εξυπηρέτησε θαυμάσια αυτό τον σκοπό.
(8) Το περίφημο «Τετράγλωσσον
Λεξικόν» του Δανιήλ Μοσχοπολίτη στην «Ρωμαϊκή» (=δημοτική Ελληνική), Βλαχική,
Βουλγαρική, και Αλβανική όπου η «Βουλγαρική» αντιπροσωπεύεται από το σλαβικό ιδίωμα
της Αχρίδος, κατ’ άλλους μεν μία δυτικοβουλγαρική διάλεκτο, κατ’ άλλους δε
(Σκοπιανούς) μια πρώτη μορφή της «σλαβομακεδονικής». Αυτό ακριβώς το ιδίωμα
ήταν που χρησιμοποιήθηκε ως γλωσσικό υπόστρωμα για την διαμόρφωση του
μακεδονικού pidgin. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο πλήρης τίτλος του Λεξικού ήταν:
“Εισαγωγική Διδασκαλία περιέχουσα Λεξικόν Τετράγλωσσον των τεσσάρων κοινών
διαλέκτων, ήτοι της απλής Ρωμαϊκής, της εν Μοισία Βλαχικής, της Βουλγαρικής και
της Αλβανιτικής (sic)”, όπου διαπιστώνουμε ότι το σλαβικό ιδίωμα της περιοχής
αντιμετωπίζεται ως διάλεκτος της Βουλγαρικής και όχι βέβαια κάποιας άγνωστης
«Μακεδονικής». Το έργο γράφτηκε και ίσως εκδόθηκε αρχικά στην φημισμένη
Μοσχόπολη, στην σημερινή Αλβανία, πιθανόν το 1764 ή λίγο αργότερα, ως «Εισαγωγική
Διδασκαλία» — της νεοελληνικής — και ακολούθησε η επανέκδοσή του με τριπλάσια
ύλη στην Βιέννη ή σύμφωνα με άλλες πηγές στην Βενετία, στην οποία προστέθηκε το
εν λόγω Λεξικό και το συνολικό έργο επανεκδόθηκε το 1802, πιθανότατα στην
Κωνσταντινούπολη. Βλ. σχετικά Τρύφων Ε. Ευαγγελίδης: Η παιδεία επί
Τουρκοκρατίας – Ελληνικά σχολεία από της Αλώσεως μέχρι Καποδιστρίου, τ. Β΄,
Αθήναι 1936 σελ. 341-342.
Μεταφέρω και μια ακόμη
υποσημείωση:
(16) Η σύγχρονη βουλγαρική
ιστοριογραφία αντιμετωπίζει όσους "Μακεδόνες Σλάβους" έθεσαν το
ζήτημα της χωριστής (από την βουλγαρική και σερβική) "σλαβικής
μακεδονικής" εθνότητας, ως "όργανα του Μακεδονισμού της σερβικής
εθνικής προπαγάνδας". Υποστηρίζει μάλιστα ότι η σερβική προπαγάνδα
υιοθέτησε ως τακτική κατά την περίοδο 1870-1890 τον Μακεδονισμό για να
καλλιεργήσει στους Βουλγάρους της Μακεδονίας την διάθεση απόσχισης από τον
βουλγαρικό εθνικό κορμό και κυρίως να τους απομακρύνει από την βουλγαρική
γλώσσα, εκκλησία και εκπαίδευση [Υπενθυμίζουμε ότι στις 28 Φεβρουαρίου 1870 ο Σουλτάνος
αναγνώρισε με επίσημο φιρμάνι (τουρκ. ferman = Αυτοκρατορικό Διάταγμα) ως
ανεξάρτητη την βουλγαρική Εξαρχία από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το
οποίο αντιδρώντας, κήρυξε το 1872 την αυτοκέφαλη πλέον βουλγαρική εκκλησία ως
σχισματική). Οι Βούλγαροι ιστορικοί θεωρούν ότι ο Μακεδονισμός υπήρξε
δημιούργημα σερβικών επιστημονικών κύκλων και ιδίως του Σέρβου πολιτικού, αλλά
και διακεκριμένου λογίου, με ιστορικά και φιλολογικά ενδιαφέροντα, του Στόγιαν
Νοβάκοβιτς (Stojan Novaković, 1842-1915), ο οποίος διετέλεσε δύο φορές
Πρωθυπουργός του Βασιλείου της Σερβίας. Επισημαίνουν ακόμα ότι η επινόηση της
ιδέας του "μακεδονικού έθνους" και η καλλιέργειά της στον σλαβικό
πληθυσμό της Μακεδονίας είχε ως σκοπό να εξυπηρετήσει τα σχέδια της "μεγαλοσερβικής"
πολιτικής για διείσδυση στον νότο και έξοδο στο Αιγαίο, αφού θα οδηγούσε στην
απομάκρυνση της βουλγαρικής επιρροής από τους Σλάβους της Μακεδονίας και στην
απόσχισή τους από τον βουλγαρικό εθνικό κορμό.
Κλείνοντας, οφείλω να
υπενθυμίσω για μια ακόμα φορά ότι το γλωσσικό ιδίωμα που μιλάμε εμείς οι
ντόπιοι Μακεδόνες Έλληνες δεν έχει σχέση με την κατασκευασμένη (το 1944-45) γλώσσα
των Σκοπίων. Όπως έγραφα στο ίδιο βιβλίο:
«...Σήμερα, το ιλαροτραγικό στοιχείο της υπόθεσης, αλλά εξ ίσου επικίνδυνο
(λόγω της ανάμειξης του ξένου παράγοντα), συνιστούν οι αιτιάσεις κάποιων
φερεφώνων των Σκοπίων, οι οποίοι θρασύτατα απαιτούν να ανοίξουν σχολεία για να
διδάσκεται η «μακεδονική» γλώσσα στα παιδιά κάποιας δήθεν «μακεδονικής
εθνότητας», που αποτελεί μια καταπιεζόμενη μειονότητα στην Ελλάδα! Το
ανησυχητικό στην περίπτωση αυτήν είναι ότι οι πολιτικοί των Αθηνών, ανοίγουν
αλληλογραφία για το θέμα αυτό με τον ελληνικής καταγωγής Σκοπιανό πρωθυπουργό
Γκρουέφσκι, αντί να απαιτήσουν «εδώ και τώρα» την διεξαγωγή διεθνούς έρευνας για
την τύχη των Ελλήνων της περιοχής του σημερινού κράτους των Σκοπίων.
Προσωπικά,
είμαι περίεργος να διαπιστώσω ποια ακριβώς γλώσσα προτείνουν, οι υποστηρικτές
και θιασώτες αυτής της πρότασης, να διδάσκεται στα «μειονοτικά» σχολεία, διότι
όσον αφορά το γλωσσικό ιδίωμα που ομιλείται σε ορισμένες περιοχές παραμεθορίων
Νομών της Μακεδονίας, αυτό είναι αδύνατον να διδαχθεί για τεχνικούς λόγους,
αλλά και ουδείς φαντάζομαι διανοείται να
στείλει τα παιδιά του σε ένα τέτοιο σχολείο, για πολλούς και προφανείς λόγους
και το όλο θέμα μάλλον αποτελεί ένα κακόγουστο αστείο. Εάν όμως οι Σκοπιανοί
εννοούν την διδασκαλία της κατασκευασμένης γλώσσας τους, τότε το θράσος τους
ξεπερνάει κάθε όριο. Αναρωτιέμαι, πόσοι άραγε, ακόμα και από τους
φανατικότερους σκοπιανολάγνους, θα έστελναν τα παιδιά τους να μάθουν τα
πρακτικώς άχρηστα Σκοπιανά (την δήθεν «μακεδονική» γλώσσα), αντί μιας
οποιασδήποτε χρήσιμης δυτικοευρωπαϊκής γλώσσας ή ακόμα και της Ρωσσικής, της
Βουλγαρικής, της Σερβικής ή της Τουρκικής;
Ας
σταματήσει λοιπόν αυτή η «εκ του πονηρού» συζήτηση περί «μακεδονικής»
μειονότητας, που το «κακό» ελληνικό κράτος την καταπιέζει και δεν επιτρέπει στα
μέλη της να μιλούν την «γλώσσα» τους. Το γλωσσικό ιδίωμα (και όχι γλώσσα) που
ομιλείται σε ελάχιστες πλέον περιοχές της Μακεδονίας, αποτελεί για μας τους
ντόπιους μια πολιτιστική κληρονομιά και για κάποιους άλλους Έλληνες ένα
αξιοπερίεργο φαινόμενο.
Δυστυχώς,
από την στιγμή που το ιδίωμα αυτό ξεπεράστηκε ιστορικά και έχασε την
χρησιμότητά του, θα ακολουθήσει την τύχη όλων των αντίστοιχων βοηθητικών
γλωσσών. Σε κάποια απομονωμένα χωριά ίσως εξακολουθήσει να μιλιέται για μια ή
και δυο γενιές ακόμα, αλλά η κατάσταση δεν είναι αναστρέψιμη. Προσωπικά,
λυπάμαι που θα χαθεί ένα πολιτιστικό στοιχείο της περιοχής, όπως λυπάμαι που
γκρεμίστηκαν ένα σωρό θαυμάσια οικήματα και στην θέση τους υψώθηκαν κακόγουστες
πολυκατοικίες, αλλά προβληματίζομαι συχνά αν μπορούσε να γίνει κάτι
διαφορετικό. Είναι το τίμημα της εξέλιξης, της κακής εξέλιξης αν θέλετε, αλλά
δεν νομίζω ότι υπήρχε εναλλακτική λύση. Το ίδιο συμβαίνει και με τα βλάχικα, τα
αρβανίτικα, τα τσακώνικα και σε μικρότερο βαθμό με τα ποντιακά. Η ζωή όμως
συνεχίζεται…».
Θα ήθελα λοιπόν να συγχαρώ
την συγγραφέα για το λογοτεχνικό της εγχείρημα, που καταγράφει μεταξύ άλλων και
γλωσσικά πολιτιστικά στοιχεία των εντόπιων Μακεδόνων Ελλήνων, τα οποία είναι
βέβαιο ότι θα φανούν κάποτε χρήσιμα για τους ειδικούς επιστήμονες-μελετητές της
περιοχής μας.
Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης
Έδεσσα, 26 Οκτωβρίου 2012