1ος Έπαινος Εφηβικού
του Α΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Διηγήματος (2008)
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
της Δέσποινας Ζαχαριάδου
Ο καθρέφτης μου μιλούσε σιγανά. Πρώτη φορά είδα τα μάτια μου μαύρο χρώμα. Έφταιγε όμως και το φως του ήλιου που βασίλευε πίσω από τις κορυφές μακρινών βουνών. Ήταν λοιπόν αυτός κι όχι η απόφασή μου που τα έκανε μαύρα. Μ’ αυτά έβλεπα ό,τι βλέπουν όλοι, τους ανθρώπους, τα δέντρα, το ποτάμι, το φεγγάρι, τις νεράιδες. Να λοιπόν και κάτι που δεν το έβλεπαν οι άλλοι, οι νεράιδες.
Οι νεράιδες μου ήταν πολλές. Κάποιες ξυπνούσαν την νύχτα και γυάλιζαν στο σκοτάδι τα φτερά τους. Υπήρχαν όμως κι άλλες που φτερούγιζαν την ημέρα και έβαφαν με χρώματα την αυγή και με ξυπνούσαν κάθε πρωί. Αυτές τις έπαιρνα μαζί μου όπου πήγαινα κι ήταν το μυστικό μου, που όμως δεν χρειαζόταν να το κρύψω, γιατί απλούστατα κανείς δεν μπορούσε να το δει.
Κάτω από τα μάτια ήταν η μύτη. Αυτή την πήρα από τον πατέρα μου και με βοηθούσε πολύ αυτό, όποτε ήθελα να πείσω τον εαυτό μου ότι ήμουν αγόρι. Ήταν όμως χρήσιμη και για άλλον λόγο. Ανακάλυπτε νέες μυρωδιές. Την άνοιξη με βασάνιζε με το εθιστικό άρωμα της γαρδένιας που τόσο υπερβολικό μου φαινόταν, αλλά δεν μπορούσα να του αντισταθώ. Το καλοκαίρι πάλι με γέμιζε με μυρωδιές από τα ώριμα ροδάκινα, ενώ μετά από λίγο ένιωθα τη μούχλα και την υγρασία των πρώτων βροχών.
Όμως το στόμα μου το αγαπούσα περισσότερο. Ήταν λίγο παράξενο, μ’ ένα φούσκωμα στο πάνω χείλος και τις λυπημένες άκρες του στραμμένες προς τα κάτω. Όταν λοιπόν μ’ έπιανε εκείνη η τρελή επιθυμία να βρω νέες γεύσεις δοκίμαζε τα πάντα. Συνδύαζε την ζεστή σοκολάτα με γλυκό πιπέρι, και την βαθιά γεύση της κανέλας με το γάλα ξυπνώντας κρυμμένες αισθήσεις.
Κοιτώντας στον καθρέφτη δεν χρειάστηκε να στρέψω το κεφάλι μου για να δω τα’ αυτιά μου καθώς ήταν ήδη αρκετά ευδιάκριτα. Το καλό με τα αυτιά μου ήταν ότι τους άρεσε η μουσική. Το άκουσμα μιας νότας ήταν αρκετό, για να τα ερεθίσει, να τραβήξει το ενδιαφέρον τους. Και έτσι με τον καιρό δημιουργούσαν και δικές τους μουσικές, δικές τους φωνές. Δυστυχώς όμως ήμουν παράφωνη και αυτό τα δυσκόλευε κάπως να εκφραστούν.
Το ευαίσθητο σημείο μου κινήθηκε στον καθρέφτη κι αυτό ήταν τα φρύδια μου. Παρμένα κι αυτά από τον πατέρα μου αντιδρούσαν σε καθετί που συνέβαινε. Ανάλογα με την περίσταση έπαιρναν και διαφορετικό σχηματισμό έτσι που, αν κάποιος τα παρατηρούσε, μπορούσε εύκολα να αντιληφθεί τι ένιωθα. Αυτή τους η εκφραστικότητα λοιπόν μου είχε χαρίσει κι ένα δώρο, μια βαθιά και δύο μικρότερες ρυτίδες κατά μήκος του μετώπου μου.
Ευτυχώς ήταν μεγάλο και χωρούσε πολλές ακόμη. Επειδή ακριβώς ήταν μεγάλο, μου ταίριαζαν και τα μαζεμένα μαλλιά. Όμως ο καθρέφτης τα έδειχνε τώρα κουρεμένα κοντά και κατσαρά λίγο πάνω από τους ώμους. Τα ήθελα έτσι, για να φτιάχνω περίεργα χτενίσματα. Εξάλλου είχε κουραστεί ο καθρέφτης να με βλέπει πάντα ίδια.
Οι σκιές της νύχτας σκούρυναν ακόμα πιο πολύ τα μάτια μου που φάνταζαν πιο μαύρα και από μαύρα. Αυτό το βράδυ δεν έπρεπε να ξυπνήσουν οι νεράιδες. Το είχα υποσχεθεί στον καθρέφτη μου αλλά φάνταζε όλο και πιο δύσκολο. Κοίταξα στο βάθος και είδα μια μαριονέτα κρεμασμένη στον τοίχο. Ήξερα ότι το πρωί θα την έκλεινα στο τελευταίο συρτάρι, αλλά ήταν ακόμη βράδυ.
Όλοι είχαν κοιμηθεί από νωρίς και ήταν ήσυχα. Μου άρεσε η ησυχία τόσο πολύ. Άκουγα καλύτερα τη φωνή μου και τα τραγούδια των ξωτικών. Όμως τώρα ήμουν ξύπνια μόνο εγώ. Ξαφνικά αντιλήφθηκε πόσο μόνη ήμουν. Μέσα σ’ ένα απέραντο δωμάτιο, σ’ έναν απέραντο καθρέφτη, σ’ ένα απέραντο σώμα ήμουν τελείως μόνη.
Συχνά φορούσα τα κοντά μου φορεματάκια με ριγωτές κάλτσες και πηδούσα τα πλακάκια ανά δύο για να μοιάζω με τις νεράιδές μου, μα τώρα δεν είχα να μοιάσω σε κανέναν. Θαρρείς και είχα ψηλώσει τόσο που δεν μου έκαναν πια εκείνα τα φορέματα, κι εγώ είχα βάλει μόνο δύο πόντους. Ένα καινούριο, γυμνό σώμα έψαχνε να βρει ρούχα. Δυο μάτια προσπαθούσαν να δουν τι χρώμα έχουν. Και στα πόδια τα δύο πλακάκια φαίνονταν μικρά και το ένα μεγάλο.
Η μαριονέτα από το βάθος προσπάθησε να κουνηθεί, αλλά την κοίταξα μ’ ένα αυστηρό βλέμμα και σταμάτησε μεμιάς. Τρόμαξα με την ιδέα μόνο της έκφρασής μου και ξανακοίταξα το πρόσωπό μου. Τότε θυμήθηκα τον αγαπημένο μου κούκλο, που μου είχαν χαρίσει, όταν ήμουν μικρή. Φορούσε μια γυαλιστερή φορεσιά με μπλε κι ασημί χρώμα και είχε ένα πήλινο ζωγραφιστό πρόσωπο. Ένα πρωί όμως που δεν τον χαιρέτησα πριν φύγω για το σχολείο, έσπασε το όμορφο πρόσωπό του και δεν τον ξαναείδα.
Τα μάτια μου δάκρυσαν κι η μαριονέτα προσπάθησε να ξανακουνηθεί. Σκούπισα βιαστικά τα μάγουλά μου και αυτή εγκατέλειψε κάθε ελπίδα. Ένα τέτοιο δάκρυ είχε και ο κούκλος στο μάγουλό του ζωγραφισμένο. Πάντα αναρωτιόμουν γιατί να υπάρχει αυτό το δάκρυ και τώρα κατάλαβα. Αυτός που τον έφτιαξε ήθελε να απαλλαγεί από τα δικά του δάκρυα και τα «χάρισε» στον κούκλο μου. Ήταν αλήθεια λοιπόν ότι και οι κούκλες έκλαιγαν, όμως η μαριονέτα ούτε που δάκρυσε. Ίσως τελικά να ήμουν εγώ μια κούκλα μπλεγμένη σε ένα απροσδιόριστο παιχνίδι.
Είχα όμως τον έλεγχο. Μπορούσα να σταματήσω τη μαριονέτα, μπορούσα να σταματήσω τα δάκρυα, ακόμη και να κυλήσω τον χρόνο, πετώντας ουσιαστικά στιγμές από τη ζωή μου, αν αυτό θεωρείται έλεγχος.
Μια αράχνη προσπαθούσε για τρίτη φορά ν’ ανέβει τον τοίχο μα έπεσε πάλι. Το ένα φρύδι μου σηκώθηκε και το στόμα μου πήρε μια καινούρια έκφραση. Ίσως και να ήταν ειρωνεία, μα δεν μου άρεσε και την άλλαξα αμέσως, όμως άφησε μια γεύση οξεία και ξινή σαν αυτή των άγουρων πορτοκαλιών στο πίσω μέρος της γλώσσας μου. Σταδιακά διαπίστωνα ότι με κυρίευε μια αίσθηση πειθαρχίας. Ήθελα να πειθαρχήσω τα πάντα στον καθρέφτη μου. Ένα καινούριο παιχνίδι γεννιόταν μες στη νύχτα.
Το βλέμμα απέναντί μου, μου χαμογέλασε, επιτέλους ύστερα από αυτήν την φιλοσοφική συζήτηση. Η αλήθεια είναι πως πλέον αντίκριζα μια πιο βελτιωμένη εκδοχή του χαμόγελού της με μια σειρά από ίσια κατάλευκα δόντια που είχαν φτάσει τελικά στη «σωστή» τους θέση. Και εγώ πίστευα στη «σωστή» στιγμή. Υπήρχε μια σωστή στιγμή για να δείξω στους φίλους μου το μυστικό που είχα ανακαλύψει, περπατώντας στη βροχή. Υπήρχε μια σωστή βροχή σαν αυτή την ασημένια που γέμισε τώρα το δωμάτιό μου για την «σωστή» στιγμή. Μου άρεσε όταν έβρεχε και εγώ προσπαθούσα να βρω στον ουρανό το σύννεφο που την έριχνε και μετά ακολουθούσα με το δάχτυλό μου τα ίχνη της κάθε σταγόνας πάνω στο τζάμι του αυτοκινήτου. Τα μαλλιά μου φάνταζαν σαν καλυμμένα από ασήμι και το βλέμμα ζωντάνεψε ακόμη πιο πολύ. Ναι! Πίστευα πως υπήρχε και σωστό βλέμμα για την κάθε σωστή στιγμή και διαφορετικό για τον καθένα. Περιμένοντας στη στάση του λεωφορείου παρατηρούσα τα πρόσωπα των ανθρώπων και καταλάβαινα. Πολλοί από αυτούς φοβούνταν να βρουν το σωστό βλέμμα απέφευγαν τη σωστή στιγμή και τότε έμοιαζαν σαν τα μπάσα που δεν ταίριαζαν σένα τραγούδι ή σαν φάλτσες ελάσσονες αρπές. Ο καθρέφτης τότε παραπονέθηκε πως τον λέρωνε η βροχή και δυστυχώς αναγκάστηκα να την σταματήσω, καθώς ήταν όρος της συμφωνίας μας να τον υπακούω για αυτό το βράδυ.
Υπήρχαν φορές που αναρωτιόμουν κάποια πράγματα. Έβαζα τον εαυτό μου απέναντί και σιγομιλούσαμε τα βράδια λίγο πριν με πάρει ο ύπνος. Σκεφτόμουν το κεφάλι μου που συνεχώς ήταν γεμάτο από σκέψεις, τόσες πολλές που κάποτε ξεχνούσα κάποιες και κατέληξα να τις γράφω σε ένα τετράδιο. Και η απορία μου ήταν αν ποτέ θα άδειαζε και πώς θα ήταν τότε, εκείνη τη στιγμή, αυτός ο άνθρωπος που μου μιλούσε.
Θυμήθηκα πως όταν ήμουν μικρή και άκουγα κάτι, μετά το επαναλάμβανα μέσα μου πολλές φορές , το σκεφτόμουν και το ανέλυα . Όλοι οι άνθρωποι γύρω μου ήταν κυνηγοί. Κυνηγοί της τελειότητας. Με λαχτάρα και πάθος έψαχναν να βρουν κάτι που φάνταζε υπέροχο και άπιαστο. Πάντα όμως μόλις το πετύχαιναν, μετά από λίγο έβρισκαν κάτι ακόμη καλύτερο. Και έτσι όπως πετούσα από επάνω τους φάνταζαν να ανεβαίνουν μια σκάλα μ’ ατελείωτα σκαλοπάτια. Ναι ! πετούσα από επάνω τους κι ήταν υπέροχη η αίσθηση δυο φτερών που μπορούσαν να σε ταξιδέψουν. Τους κοιτούσα, λοιπόν από ψηλά κι αναρωτιόμουν αν άξιζε να ζούμε κυνηγώντας μια τελειότητα που πάντα στα μάτια των πουλιών θα φαίνεται μετριότατη ή αν τελικά αυτό το κυνήγι είναι που δίνει στη ζωή μας νόημα, για να γευόμαστε λαίμαργα την κάθε στιγμή.
Ζώντας, λοιπόν λαίμαργα την ζωή είχα ένα πρόβλημα που σ’ όλους φάνταζε επικίνδυνο. Δεν έγραφα σωστά τις λέξεις. Δηλαδή εμένα δε μου φαινόταν λάθος, αλλά για τους άλλους ήμουν ¨ανορθόγραφη¨. Κι αυτό, γιατί εγώ έβλεπα αλλιώς τις λέξεις . Έγραφα το καρότο με δύο ‘ρρ’ επειδή ήταν σκληρό όταν το μασούσα και το αυγό με ‘υ’ αν ήταν τηγανητό και με ‘β’ αν ήταν βραστό. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό , ήταν το ότι έψαχνα πίσω από αυτές αλλά και από όλα γύρω μου να βρω μια άλλη διάσταση . Να ανακαλύψω κάτι κρυμμένο κάτι ουσιώδες που να δίνει νόημα στα πάντα και να συνδυάζει άλογα πράγματα με απροσδιόριστες συμπτώσεις, έτσι ώστε κάθε εξίσωση να έχει διαφορετικό αποτέλεσμα.
Κι ήταν δύσκολο να το ανακαλύψω. Σε μια ζωή προσπάθειας υπήρχαν κάποιες στιγμές που έκλεινα τα μάτια μου και τα χέρια μου έπαιζαν βιολί μόνα τους, τελείως ελεύθερα δίνοντάς μου την υπέροχη αίσθηση που μόνο όσοι την έχουν μπορούν να την καταλάβουν. Έτσι κι αυτήν την ανάμειξη από συναίσθημα, ψυχή και πνεύμα που έψαχνα να βρω υπήρχαν στιγμές που την έβλεπα και την ένιωθα πίσω από ένα λουλούδι ή από δύο μάτια. Και τότε αισθανόμουν πως δεν είχα ανάγκη τα φτερά μου, για να πετάξω. Ούτε τις νεράιδες, για να βλέπω κάτι που δεν έβλεπαν οι άλλοι. Δεν ήταν το καστανό ή το μαύρο χρώμα των ματιών μου, ούτε η μεγάλη μου μύτη που φαινόταν στον καθρέφτη. Ήταν ένα υπέροχο συναίσθημα που πλημμύριζε τον άνθρωπο που μου μιλούσε. Και δεν χρειαζόμουν το μυαλό για να το δω γιατί ήταν κάτι ασύλληπτο.
Πολλοί θεωρούσαν πως η ποίηση κρυβόταν πίσω από όλα, εγώ πάλι, πίστευα πως ήταν ένας τρόπος προσδιορισμού. Κάθε μοναδικός στίχος προσδιόριζε κάτι επίσης μοναδικό και το σχηματοποιούσε, του έδινε υπόσταση και εγώ έτσι μπορούσα να ψάξω.
Ήταν όμως άσχημο το ότι συλλογιόμουν πολύ. Κι έβρισκα δύσκολο να παραδεχτώ όταν κάποια γεγονότα με βοηθούσαν να καταλάβω κάτι δεδομένο, κάτι που επιβαλλόταν με όρια, μπλέκοντας τους ανθρώπους σε μια κατάσταση αναπόδραστη. Και αναρωτιόμουν αν ο άνθρωπος ως ψυχική οντότητα ήταν τελικά ο στόχος του ανθρώπου ως πνευματική οντότητα.
Δεν μπορούσα ακόμη να κατανοήσω την ύπαρξη της ευθείας. Την άλγεβρα τη θεωρούσα χρήσιμη, ενώ η γεωμετρία ήταν ευχάριστη. Όμως η ευθεία ήταν κάτι αμφισβητήσιμο σε αντίθεση με το μισό άπειρο που υπήρχε. Υπήρχαν τέτοιες στιγμές που ήθελα να ήμουν πρωτόγονος, χωρίς επιστήμες και ευθείες, αλλά πραγματική μάθηση. Γιατί αυτή που μου προσέφεραν ήταν απολύτως «καλωδιωμένη». Άνθρωποι που ενώ έπρεπε να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο και να δουν πως η κότα γεννάει το αβγό της, την μετέφεραν σε έναν κόσμο που δημιουργούσαν μόνο και μόνο για να έχουν ήσυχη την συνείδησή τους ότι εξελίσσονταν.
Τι λυρικές σκέψεις που κούραζαν το μυαλό και έκαναν τους άλλους να γελάνε. Εμμονή αμφισβήτησης ή τρόπος προσδιορισμού, ακούγοντας μελωδίες σε ελάσσονες κλίμακες με τις καθαρότατες νότες του πιάνου. Καθαρότατη μελαγχολία. Λίγο μέλι που έλυε το άγχος. Τι υπέροχο συναίσθημα. Ευχόμενη προς κάτι με τα φρύδια σφιγμένα, ένιωθα αυτή την ακατάπαυστη έλξη αναζήτησης, σαν την αλμυρή γεύση που αποζητά ο ουρανίσκος μετά από την γλυκιά.
Ένα ανατριχιαστικό δέος ρίγησε το δέρμα μου καθώς τα χέρια του πιανίστα έπαιζαν γρήγορες φορτίσιμες σκάλες με πολλές υφέσεις. Εκείνη τη στιγμή φοβήθηκα το σκοτάδι και την ανάσα μου που ακουγόταν γρήγορη μες στην απόλυτη ησυχία του σπιτιού.
Κι ήταν τρελός ο κόσμος. Έκοβαν οι άνθρωποι τις ουρές τους, σαν την αλεπού, και μετά τις έκοβαν κι οι άλλοι. Και ήθελαν όλοι το παράλογο. Αποκαλούσαν παραδοσιακή την απελευθέρωση κι επιδίωκαν την υποδούλωση. Εγώ πάλι ασφυκτιούσα μπλεγμένη σε δύο κόσμους, αποφασισμένη, αλλά ανίκανη να δραπετεύσω. Και τότε μου ήταν δύσκολο να καταλάβω τους ανθρώπους. Ήταν πολλοί και κλειστοί και χρειαζόμουν καιρό για να τους ανοίξω, όσους τελικά κατάφερνα, αφού πια τα μάτια όλων δεν μιλούσαν. Είχαν μια μόνιμη έκφραση καχυποψίας και φόβου συνδυασμένη με την ανωτερότητα κι εγώ δεν ήξερα σε ποια γλώσσα να τους μιλήσω.
Κάποτε έλεγαν πως όταν οι άνθρωποι μεγάλωναν έχαναν την φαντασία τους. Όμως τώρα ούτε τα παιδιά είχαν την ικανότητα και την δυνατότητα να φαντάζονται. Μ’ ένα μέλλον προβλέψιμο και ζωή δεδομένη, ο καθρέφτης τους δεν ήταν από γυαλί. Είχαν όλοι πέντε δάχτυλα, μια μύτη και δυο μάτια. Κανείς δεν απολάμβανε πια την ποίηση κι ούτε διάβαζε η μαμά παραμύθια στα παιδιά πριν κοιμηθούν. Κι η μέρα είχε άλλοτε 28 ώρες ή και 30 περιστρεφόμενες γύρω από μια πνευματική κορύφωση που όμως έτσι μόνο φάνταζε, γιατί στην ουσία ήταν άκρως υλική κι αθωωνόταν επικαλούμενη το συναίσθημα, μια ανάμνηση που λίγοι διατηρούσαν.
Ένα μακρόσυρτο αλυχτό διαπέρασε την ησυχία κι άγγιξε τα αυτιά μου. Έκλεισα τα μάτια μου και αφουγκράστηκα για λίγα λεπτά. Ήταν αλήθεια λυπηρό το κλάμα αυτού του σκύλου, που τον κορόιδευε το φανάρι του δρόμου.
Μου θύμισε τα χέρια μου όταν με κοίταζαν με μάτια κίτρινα. Σε στάση επίθεσης μ’ ένα παράδοξο ενδιαφέρον, με άγνωστο σκοπό. Μ’ εγκλώβιζαν μ’ αυτό το βλέμμα υπεροψίας και ήταν πάντα ο νικητής σ’ έναν αγώνα. Στον αγώνα που αυτά δημιουργούσαν. Και εγώ ήμουν κάτι αλλόκοτο μια δυσνόητη λέξη έξω απ’ τις συμφωνίες. Τότε αποφάσιζα να μιλάω μόνο στο πρόσωπο απέναντί μου, προσπαθώντας να εντοπίσω το σφάλμα χωρίς προσποιητή δεξιότητα με λέξεις γνωστές. Γιατί με κούραζαν αυτές οι λέξεις και έτσι βρισκόμουν ακόμη πιο εσωτερικά αποκλείοντας τες και χώριζα την απομόνωση απ’ την μοναξιά, με τη μοναδική αξία να με εισάγει ακόμη πιο μέσα σ’ αυτό το περίεργο πλάσμα που έψαχνε να βρει τι να νιώσει την κάθε στιγμή και πώς να ενσωματωθεί στο κείμενο, χωρίς να προσπερνιέται αδιάφορα. Εκείνες οι στιγμές, όπως και τώρα, ήταν οι στιγμές που την είχα πιο πολλή ανάγκη. Χρειαζόμουν τους άμετρους στίχους της που έμοιαζαν με καλούπια σχεδιασμένα αποκλειστικά για μία μόνο σωστή λέξη που άλλοτε αχνοφαινόταν στο χαρτί κι άλλοτε έπρεπε να ψάξω πίσω απ’ τις εικόνες να την βρω. Και μόλις τελείωνε το χέρι μου να γράφει, όλη με κύκλωνε και γύριζε γύρω μου σαν πλανήτης παίρνοντας όλο το βάρος της γλώσσας μου, σαν να καθόριζε ό,τι σκεφτόμουν.
Και μετά η απόλυτη πληρότητα. Ανάσανα και ο αέρας γέμισε τα πνευμόνια μου και με χαλάρωσε. Οι ώμοι μου απέναντι είχαν κατεβεί στην φυσιολογική τους θέση. Έκλεισα τα μάτια και χαμογέλασα. Μπορούσα να με δω ακόμη και έτσι, μέσα από τα βλέφαρά μου. Τα ακούμπησα και ήταν πολύ απαλά σαν το φρεσκοστρωμένο χιόνι. Όλο το σώμα μου είχε χαλαρώσει και νόμισα πως ένιωσα προς στιγμήν την αίσθηση που έχει το έμβρυο μέσα στη μήτρα της μητέρας του.
Όταν ξανακοίταξα στον καθρέφτη όλα ήταν ίδια. Η μαριονέτα στο βάθος μου γέλασε για τελευταία φορά. Θα έμενε, βέβαια, η σκιά της στον τοίχο, μια ζωντανή ανάμνηση αυτής της νύχτας.
Η συγκαταβατική σιωπή του καθρέφτη ταίριαξε με την ησυχία του σπιτιού. Ναι! Όλα είχαν επιτυχώς συμβάλει εκείνο το βράδυ. Κάθε αλλόκοτη πινελιά είχε βρει την αρμονική της θέση σ’αυτήν τη μοναδική σύνθεση. Μόνο που η φλεβίτσα "της μαμάς' κάτω από το αριστερό μου μάτι φαινόταν τώρα πιο έντονη…
Δ.Ζ.
Βιογραφικό
Η Δέσποινα Ζαχαριάδου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1992. Τελειώνει την δευτέρα λυκείου στο λύκειο των Εκπαιδευτηρίων Μαντουλίδη και προετοιμάζεται για σπουδές στην αρχιτεκτονική. Με την γραφή ποίησης άρχισε να ασχολείται στα 13, ενώ διηγημάτων στα 15.
Το πρώτο της διήγημα «Άνω θρώσκω εν οφθαλμοίς κεκλειμένοις» απέσπασε Β΄ πανελλήνιο βραβείο στον διαγωνισμό του Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών το 2007 και το παραμύθι «Πτητική Ζωολογία» απέσπασε Β΄ παγκόσμιο βραβείο (ασημένια πένα) στον παγκόσμιο διαγωνισμό συγγραφής παραμυθιού Γεφυρες Αγάπης, που διοργανώθηκε από το Μουσείο Παιδικής Τέχνης στην Ξάνθη το 2007. Ποιήματά της έχουν βραβευτεί με έπαινο από τον Σύλλογο Εκδοτών Θεσσαλονίκης το 2008 και από τον Σύνδεσμο Εκδοτών Βόρειας Ελλάδας το 2009.
Με το σχολείο της έλαβε μέρος σε ρητορικούς αγώνες στην ελληνική γλώσσα 2005-2009 όπου και διακρίθηκε το 2005, στον πανελλήνιο διαγωνισμό έντεχνου ρητορικού αγγλικού λόγου 2008, 2009 όπου απέσπασε τιμητική διάκριση το 2008 καθώς και σε διαγωνισμούς της ελληνικής μαθηματικής εταιρίας (πρόκριση στην τελική φάση 2006, έπαινος στην ημιτελική φάση 2007).
Πολλά χρόνια παίζει βιολί και είναι μέλος της μαθητικής ορχήστρας του σχολείου της, η οποία έχει αποσπάσει τόσο πανελλήνιες όσο και παγκόσμιες διακρίσεις, με πιο πρόσφατη τη Β΄ παγκόσμια θέση σε μουσικό διαγωνισμό στο Neerpelt του Βελγίου. Επίσης η ζωγραφική αποτελεί μια από τις αγαπημένες της ασχολίες (Β΄ βραβείο στους περιφερειακούς μαθητικούς καλλιτεχνικούς αγώνες)(Β΄βραβείο Πορτρέτου στον παγκόσμιο διαγωνισμό του Μουσείου Παιδικής Τέχνης στην Ξάνθη 2008). Τον τελευταίο χρόνο είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νέων (10η θέση στο συνέδριο επιλογής της ομάδας της Βορείου Ελλάδος) μέσω του οποίου συμμετείχε στο 1ο περιφερειακό συνέδριο της Πορτογαλίας, στην πόλη Guimaraes, 2009.