ΓΕΝΙΚΟΝ ΣΑΡΑΒΑΛΟΝ!
Νέοι, νεότατοι όλοι
ξεκινήσαμε ένα πρωί με την ανατολή του ήλιου για το ταξίδι μας στην Αθήνα απ’
την Δωροθέα που ήταν το σπίτι μας. Το αυτοκίνητό μας τσίλικο, τελευταίας
τεχνολογίας, αυτόματο και μ’ όλα τ’ άλλα κομφόρ που έχει ένα σύγχρονο
τετράτροχο και που όταν θα μπεις μέσα να κάνεις καμιά βόλτα δε θέλεις με τίποτα
να βγεις απ’ το μεγαλείο και την αρχοντιά του.
Στολίδια μας βέβαια
στην όλη περιπέτεια κι η ελπίδα, η αισιοδοξία και η ορμή να κατακτήσεις με τα
νιάτα σου τον κόσμο και να ρουφήξεις με το κουτάλι όλες τις συγκινήσεις και τις
απολαύσεις της ζωής. Με λίγα λόγια να πατήσεις τέρμα το γκάζι του αυτοκινήτου
και να κολλήσεις τη βελόνα του κοντέρ του στα διακόσια-τριακόσια, ανάλογα με το
πόσο θα σ’ έκανε να αισθάνεσαι περισσότερο ευχαριστημένος.
Βέβαια, είναι
αλήθεια, πως στην αρχή μας κούρασαν λίγο οι δυσκολίες στα σχολεία με τα
γράμματα σπουδάματα, οι πρώτες απογοητεύσεις στα περάσματα των τάξεων, τα
καθημερινά διαβάσματα και οι πιέσεις των δασκάλων και πατεράδων μας να γίνουμε
καλύτεροι μαθητές και με πολλές γνώσεις αλλά και αργότερα σοφότεροι και
ενάρετοι πολίτες. Αλλά και τι έγινε! Καμιά επίπτωση στο ταξίδι μας που βλέπαμε
μπροστά μας, μια και το υπερπολυτελές αυτοκίνητό μας με τους γυαλιστερούς
τροχούς του και τον πολλών αλόγων κινητήρα του δεν καταλάβαινε από λακκούβες
και κακοτοπιές που έβρισκε στον δρόμο του, ούτε φοβόταν τους αέρηδες, τα
σύννεφα και τις βροχές που χτύπαγαν τη μούρη του και τις κατακαινούργιες
λαμαρίνες του.
Τι να καταλάβεις
όταν είσαι παιδάκι και σε ηλικία που δεν πήγες ακόμα φαντάρος και δεν ξέρεις
από ανάπαυση και προσοχή, πυρετούς και πονόδοντους και το αυτοκίνητό σου δε
συμπλήρωσε τα χιλιόμετρα για το πρώτο του σέρβις!
Πάμε λοιπόν κι ο
χάρος δε γλιτώνει. Πάμε αλλά… κάπου εκεί στη διαδρομή των χρόνων, όχι πολύ
μακριά απ’ την Κατερίνη, νά που ακούσαμε στ’ αυτοκίνητο κάποια περίεργα
χτυπήματα. Κάτι σαν χαλασμένα αμορτισέρ, εξάτμιση που τρύπησε, τρίξιμο στο
φτερό, ούτε που μπορέσαμε να το διευκρινίσουμε. Κι έτσι ένα πρωί οι ευέλπιδες, δύσκολο
να σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι μας. Άγνωστο γιατί, πιάστηκε η μέση μας και ο πόνος
«έδινε και έπαιρνε» είτε ήμασταν ξαπλωμένοι, είτε καθιστοί. Βρε αμάν, βρε ζαμάν,
τι και πως «μην την ψάχνετε», μας είπε ο γιατρός. «Φίλε», μας λέει, «καλόν
είναι να μην τρέχεις και πολύ, όπως έτρεχες παλιά στο γήπεδο και προπάντων να
μην εκτίθεσαι στα ρεύματα. Και λίγο πολύ ν’ αφήσεις τις παλληκαριές του κάποτε.
Τώρα κάπως δεν είσαι και παιδάκι!»
Αν και μας
κακοφάνηκαν τα λόγια κι η ιστοριούλα που περάσαμε σε μια βδομάδα χωρίς φάρμακα
γίναμε εντελώς καλά και στο αυτοκίνητο, ως εκ θαύματος, σταμάτησαν και σ’ αυτό να
χτυπάνε οι θόρυβοι.
Και αφού εξελίχθηκαν
έτσι τα πράγματα, ξεχνάμε κάθε απώλεια και πάμε ακάθεκτοι για το ταξίδι μας.
Ανεβάζουμε στα γρήγορα ταχύτητα και προχωράμε. Η διάθεση και το κέφι μας όπως
πρώτα και ποιος μας πιάνει.
Μάλιστα για να
σπάσει και η ρουτίνα της μοναξιάς, βάζουμε στο αυτοκίνητο και μια άλλη ψυχή.
Θέλω να πω μια κυρία για να μας συντροφεύει στο όχημα και στη ζωή σε όλο το
ταξίδι μας, όσο θα ζούμε μέχρι την Αθήνα μας και τον τελικό προορισμό μας. Έτσι,
γίνονται γάμοι, χοροί, ακούγονται τραγούδια, μουσικά όργανα, ανοίγονται
τρυφερές αγκαλιές, σκάνε έρωτες, φιλιά, λουλούδια κι αστέρια, όλα σ’ ένα
ημερολόγιο και άλμπουμ γεμάτο με φωτογραφίες του μαγικού αυτοκινήτου μας, που
θα το ζήλευαν όσοι θα το ‘βλεπαν απ’ έξω με τις δυο κατακόκκινες καρδούλες του
να λένε: I love you.
Κι εμείς σοφεράντζες,
όλο καμάρι, ευχαριστημένοι που επιτέλους μια φορά καταφέραμε να γίνουμε το
κέντρο του κόσμου κοιτάμε μια μπροστά τον δρόμο που ανοίγεται μπροστά μας
φαρδύς-πλατύς, στρωμένος με ροδοπέταλα και μια πίσω τον δρόμο που αφήνουμε,
αναφωνώντας με δάκρυα συγκίνησης από μέσα μας και έξω, πόσο όμορφη και καλή
είναι η ζωή και το υπέροχο μεταφορικό μας μέσο που μας «πετάει στα ουράνια».
Για να μην τα
πολυλογούμε έτρεχε το αυτοκίνητο, έτρεχε κι η ζωούλα μας στην άσφαλτο, πάντα μ’
αισιοδοξία και δώστου ανεβάζαμε τα χιλιόμετρα με τις στροφές της μηχανής στο
κόκκινο αλλά και τις γιορτές στις μέρες και στα χρόνια που μας συντρόφευαν όπως
οι σκιές μας, πάντοτε με ζάχαρη και μέλι, μια και τρέχαμε πανευτυχείς, ντάλα
μεσημέρι μέσα στον ήλιο της ζωής και στο άνθος της ηλικίας μας.
Όλα καλά, όλα ανθηρά
λοιπόν που λέμε, σε μια γλυκιά στροφή του δρόμου που τον διαλέξαμε μόνοι μας για
να πορευόμαστε και γεμάτον με στολίδια, είπαμε να πάρουμε στο χαρούμενο
αυτοκίνητο και στη ζωή μας και κάποια άλλα άτομα. Άλλωστε υπήρχαν αρκετές
θέσεις στα πίσω καθίσματα. Έτσι, στη διαδρομή κάναμε στάση και από μια κλινική
που γεννιούνται φωτεινά-καθαρά κι αθώα πλάσματα πήραμε για συνοδοιπόρους στην
επίγεια πτήση μας και δυο άλλες υπάρξεις, τα παιδιά μας. Τα πήραμε και τ’
ανεβάσαμε στο φανταχτερό και λουσάτο αυτοκίνητό μας, που ακόμα νέο και
καινούργιο δεν καταλάβαινε τα λίγα «καμπανάκια» ανησυχίας που χτύπαγαν την
πόρτα του και δεν είχε ιδέα από αβαρίες και εμείς χαμπάρι το τι σήμαιναν τα
πρώτα ασήμαντα «πονάκια» στο σώμα μας και μερικές φορές στις ψυχούλες μας, γιατί
από πολύ μακριά ακόμα κούναγαν το σταχτί μαντηλάκι τους.
Σιγά μην τα είχαμε
βάψει και μαύρα!
Ωστόσο, «άλλαι αι
βουλαί των ανθρώπων, άλλαι των θεών» για να το πω εγώ καλύτερα απ’ το κανονικό
και όπως με βολεύει. Μιλάω πάλι για τα απρόοπτα. Αυτά που δεν μπορείς να τα
υπολογίσεις καθώς το αυτοκίνητό σου ακόμα σφυρίζει στην εθνική οδό κι εσύ
μεγαλουργείς στην ώριμη ηλικίας σου.
Έτσι, μέσα σ’ εκείνη
τη Λάρισα, απ’ εκεί που όλα ήταν ήσυχα κι απλά, ακούστηκε ένα δυνατό «μπαμ». Τι
γίνεται και τι συμβαίνει, κατεβαίνουμε κάτω και τι βλέπουν τα ματάκια μας;
Πάει, έσκασε το λάστιχο, πάει, έπαψε να γυρίζει κι η ρόδα, καρφώθηκε και στη γη
τ’ αυτοκίνητο και δεν έλεγε να το κουνήσει ρούπι, έτοιμο για τον γερανό και το
συνεργείο κι εμείς υποψήφιοι ασθενείς για τα επείγοντα περιστατικά του νοσοκομείο με
τα πόδια κρεμασμένα σ’ ένα κρεβάτι να γελάμε και να κλαίμε για το κακό που μας
βρήκε στα καλά του καθουμένου.
Ε!, μας διεμήνυσαν κυνικά
μ’ ένα στόμα μια φωνή ο μουτζούρης ο μάστορας και ο γυαλάκιας ο γιατρός. «Τι να
κάνουμε φυσιολογική φθορά. Δεν πρέπει όμως ν’ ανησυχείτε για τίποτα. Τ’
αυτοκίνητο της ζωής σας θα γίνει μια χαρά κι εσείς, έστω και με φθαρμένη τη
ρόδα και το πόδι δεν πρόκειται να σταματήσετε το ταξίδι σας. Όλος ο κόσμος τα
ίδια τραβάει και μάλιστα υπάρχουν και χειρότερα».
Μπροστά σ’ αυτά τα
παρηγορητικά λόγια των δυο ειδικών τί να πεις. Δε σου μένει παρά να κάνεις μόκο,
όσο κι αν βλέπεις ότι κάτι δεν πάει καλά με σένα και την αμαξάρα σου. Γι αυτό
χρυσώνεις το χάπι και το ρίχνεις στις χαρούλες μη σε πάρει το θεριό από κάτω και
τότε άντε να σωθείς. Εδώ βέβαια, μες στην πολύ σκοτούρα σου, αν δεν μπορείς να
συμβιβαστείς με τα δεδομένα, άντε να πας και για κανένα γενικό λίφτινγκ στο
σώμα σου και κυρίως στο πρόσωπο και στο τούρμπο που σε πηγαίνει, μπας και
σταματήσεις να βλέπεις καμιά ρυτίδα στον καθρέφτη σου και τα καθημερινά ζουλήματα
στη λαμαρίνα του. Και έτσι να εκτονωθείς για να αισθάνεσαι πάλι ελεύθερος, νέος
κι ωραίος έτοιμος για άλλες πολιτείες μακρινές κατά το τραγούδι!
Τι τα θες όμως; Τον αράπη κι αν τον πλένεις …
Μ’ αυτά και μ’ αυτά αφήνουμε
και τη Λάρισα. Μαζί της αφήνουμε πίσω και τις ζημιές σαν μια μικρή κακή
παρένθεση στο ονειροπόλο ταξίδι μας. Για μια ακόμα φορά όλα περασμένα ξεχασμένα
στη ζωή μας, μια και το αυτοκίνητό μας, έστω και μ’ αυτά τα παρατράγουδα κι εμείς
μ’ αυτά τα μικροατυχήματα, παραμένουμε πάντα καινούργιοι, τραβάμε στις ανηφόρες
και λάμπουμε πάνω στα σύννεφα που πολλές φορές μας κλείνουν τον ήλιο για μια ντόλτσε βίτα.
Αλλά φαίνεται τα
ραντεβού με τα καρδιοχτύπια είναι αναπόφευκτα. Γιατί πάλι σήμερα ο καιρός
χαλάει. Τα λίγα σύννεφα που μας κοιτάζουν από ψηλά φαίνεται ζηλεύουν το χρυσό
ποταμάκι της ζωής μας και το ίδιο το αυτοκίνητό που χαμογελαστούς μας ταξιδεύει.
Γι αυτό σε συνεδρίαση που κάνουν λένε να γίνουν πολλά και ύστερα να ρίξουν επάνω
μας αρκετή από την «πραμάτεια» τους για να γκριζάρει το φως μπροστά μας κι έτσι
να μη βλέπουμε στην οδήγηση.
Πήρε λοιπόν μέσα στο
κατακαλόκαιρο έξω απ’ τη Λαμία στην αρχή να βρέχει κι ύστερα ν’ ακολουθεί το
βαρύ πυροβολικό, το χαλάζι. Ολόκληρες μπάλες να πέφτουν πάνω στη θεσπέσια
λιμουζίνα μας, να τη χτυπάνε και να την πληγώνουν και να της κάνουν ένα σωρό
μικρές λακκούβες στη λαμαρίνα της και έτσι να ξεθωριάζει το χρώμα της.
Κι εμείς φοβισμένοι
απ’ την καταιγίδα να σκουπίζουμε με το πίσω μέρος της παλάμης τα χνώτα μας στα
τζάμια για να βλέπουμε καλύτερα στον βρεγμένο δρόμο που οδηγούσαμε. Στην ουσία
με την καινούργια περιπέτεια τ’ αυτοκίνητο να έχει χάσει την αστραφτερή του όψη
κι εμείς να βλέπουμε λιγότερο, είτε μακριά, είτε κοντά δεν έχει σημασία να το
διευκρινίσουμε. Σημασία έχει όμως ότι απ’ εδώ και πέρα θα κυκλοφορούμε με
χοντρά γυαλιά στα μάτια μας για να είμαστε σίγουροι όπου και να πατάμε στη γη
μας και ποιο είναι τ’ όνομα του φίλου μας που μας λέει «καλημέρα» απ’ τ’ απέναντι
πεζοδρόμιο.
Κάτι μου θυμίζουν
αυτές οι τζαμαρίες απ’ τα χρόνια του παππού μου αλλά τι; Θα το θυμηθώ όμως
σίγουρα!
Τέλος πάντων, είπαμε
πάλι πως αυτό ήτανε και πως το κακό εδώ θα σταματήσει. Και στο τέλος- τέλος δε χάθηκε κι ο κόσμος που το ένδοξο
αμάξι μας άρχισε να παλιώνει στα χρόνια και στην πολυκαιρία αλλά και τα νιάτα μας
που πέταξαν κι έφυγαν κι έγιναν «χρόνια χελιδόνια» και χάθηκαν στα τέσσαρα σημεία του ορίζοντα, όλο
και με κάποιες απώλειες επάνω μας για να μην ξεχνάμε τον άνθρωπο «γυαλί».
Εμάς το ταξίδι
συνεχίζεται και ποιος νοιάζεται για τα τριξίματα στο
όχημα, την τσαλακωμένη μούρη μπροστά και τη ρόδα του που στράβωσε και είναι
έτοιμη να ξεκολλήσει; Αλλά και για τη βιτρίνα μας, που φτάσαμε να γίνουμε
αγνώριστοι με μια περιποιημένη φαλακρίτσα στην οροφή, με δυο- τρία κόκκαλα
σκουριασμένα και που δε λένε ν’ ανοίξουν με τίποτα οι κλειδώσεις τους, τις
γυαλαμπούκες στα μάτια και τις περισσότερες μέρες που περπατάμε στραβά σαν εκείνον
τον κάβουρα στο τραγούδι του Τσιτσάνη που ψάχνει να βρει στην έρημη ακρογιαλιά
την αγαπημένη του κι άπιστη καβουρίνα.
Μπροστά ρε παιδιά
και πίσω ρε συ αναθεματισμένο κακό και σε φάγαμε. Όπως και να το κάνουμε η
ελπίδα πεθαίνει τελευταία!
Ώσπου νά πάλι καινούργια ντράβαλα.
Μέσα στη Θήβα τ’
ονειρεμένο αμάξι μας πάλι μας άφησε. Έσβησε ο κινητήρας του και δεν κουνιότανε
γρι παραπέρα με μας επάνω του ξαπλωμένους από αρτηριακές πιέσεις και
στραβοχτυπήματα καρδιάς να περιμένουμε νέους γιατρούς και νέα μαστόρια για
γενικές επισκευές κι ευτυχώς όχι ακόμα για πέταμα που λέει ο λόγος. Και δεν
ήταν μόνο αυτό. Κοντά στις άλλες βλάβες έσπασε και το τιμόνι του κι εμείς απ’
τη ζάλη δε βλέπαμε μπροστά μας ούτε τη μύτη μας. Βλέπεις σ’ αυτές τις
περιπτώσεις η μια κακοτυχιά φέρνει την άλλη και όπως όλες γαντζώθηκαν σαν τις
βδέλλες στα δύστυχα σώματα, βρες εσύ τρόπο να τις διώξεις και να πάρεις μια
ανάσα για «καλύτερες μέρες» κατά τα προεκλογικά σποτάκια των κομμάτων..
Αστοχία υλικού για τ’
αμάξι αποφάνθηκαν οι ειδήμονες και για μας αύξηση χοληστερίνης και τριγλυκερίδιων
στο αίμα, χωρίς όμως να μπορούν να δικαιολογήσουν με βεβαιότητα την αιτία.
Πάνω στο πατατράκ,
μήπως και κάνουνε λάθος, πήγαμε κι αλλού σε άλλους και καλύτερους επιστήμονες να
πάρουμε την απάντηση. Αλλά τίποτα. Έτσι, στο τέλος, περιπλανώμενοι Ιουδαίοι,
επιστρέψαμε απ’ εκεί που ξεκινήσαμε, συμβιβαζόμενοι με την σκληρή
πραγματικότητα.
Μεγαλώσαμε!
Άστο καλό. Μέχρις
εδώ και δεν πάει άλλο. Βαρεθήκαμε τις ανακαινίσεις και τα ρετουσαρίσματα. Μ’ ενέσεις,
φάρμακα και βοτάνια δε φτιάχνεις καινούργιους ανθρώπους, ούτε με παλιά υλικά καινούργια αυτοκίνητα.
Αλλά πάλι… δε
γίνεται Εμείς πρέπει να πάμε. Να φτάσουμε μια μέρα στο τέρμα μας, στην Αθήνα.
Έστω και έτσι, λαβωμένοι. Έστω και με σαράβαλο τ’ αμάξι που τόσο αγαπήσαμε και
που τώρα πια μόνο για παλιοσίδερα κάνει να τ’ αγοράσουν όσο κι όσο οι παλιατζήδες!
20 - 6 – 2022
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου