Όσο ελάχιστα γνωστή κι αν
έχει γίνει μια ακρότητα ή μια αμετροέπεια, δεν σημαίνει ότι δικαιολογείται να
παραμείνει ασχολίαστη, τόσο περισσότερο όταν αναφέρεται στον πολύ ευαίσθητο
χώρο των γραμμάτων και της λογοτεχνίας ιδιαίτερα. Ακόμη κι αν θα μας
κατηγορούσαν πως ενώ «ο κόσμος καίγεται, η γριά χτενίζεται», εμείς δεν θα
πάψουμε να πιστεύουμε πως ίσα-ίσα την ώρα των μεγάλων κλυδωνισμών και συγκρούσεων
οφείλουμε να διυλίζουμε τα θεωρούμενα «μικρά», μήπως κι αυτό συνιστά την άκρη
του νήματος, ή μάλλον του κουβαριού, για να οδηγηθούμε σταδιακά σε μια
απεμπλοκή δυσθεώρητων ίσαμε ένα πανύψηλο βουνό ζητημάτων.
Δεν αμφισβητεί κανείς πως ο
πεζογράφος Γιώργος Κουτσαμπασιάκος και ο ποιητής Αργύρης Χιόνης, όσο κι αν
υπήρξαν μιας περιορισμένης εμβέλειας δημιουργοί – άδικα, θέλετε; Πολύ
άδικα, προσθέτουμε -, δεν δικαιούνται μια ξεχωριστή μνεία ή ακόμη και μια
πολυσέλιδη ή πολλές πολυσέλιδες μελέτες. Όμως από το σημείο αυτό ως τον
χαρακτηρισμό των όσων πεζογραφικών ή ποιητικών βιβλίων είχαν εκδώσει, ενόσω
ζούσαν, από δύο καθ’ όλα αξιόλογους μελετητές, πεζογράφος ο ένας, ποιητής ο
δεύτερος, ως το «κουτσαμπασιάκειο έργο» και το «χιόνειο έργο», η απόσταση δεν
είναι απλώς τεράστια, αλλά μοιάζει επιπλέον να υπονομεύει ένα πρόσωπο κι ένα
έργο. Στον πνευματικό και γενικότερα στον καλλιτεχνικό χώρο, κάθε υπερβολή,
ακόμη κι όταν γίνεται προκειμένου να αποκατασταθεί μια αδικία για έναν
δημιουργό που δεν έχει γίνει όσο γνωστός θεωρούμε ότι δικαιούται να είναι,
μοιάζει να ταυτίζεται συνήθως με μια ακραιφνώς τρομοκρατική πρόθεση.
Όσοι δηλαδή συμβαίνει ν’
αγνοούν τον υπερβαλλόντως απαιτούμενο δημιουργό, να αισθανθούν πως για την
άγνοιά τους αυτή ευθύνονται αποκλειστικά οι ίδιοι ή τα «κυκλώματα» που
ρυθμίζουν την κυκλοφορία προσώπων και έργων, αποσιωπώντας τις πραγματικές αξίες
και επιβάλλοντας «αξίες» πλαστές και διεφθαρμένες.
Ακόμη κι αν υπάρχει μια
αλήθεια στις παρατηρήσεις αυτές και η μονοπώληση του ενδιαφέροντος των
«καλλιτεχνιζόντων» και «φιλολογούντων» από σχετικώς λίγα και σταθερώς τα ίδια
ονόματα δημιουργών, υπάρχει ένας υψηλός αριθμός γνήσια και ανιδιοτελώς
ενδιαφερόμενων ανθρώπων που η, κάθε άλλο, παρά παρασιτική σχέση τους με τα έργα
τέχνης τούς επιτρέπει να διαχωρίζουν την ήρα από το στάρι.
Και η οποιαδήποτε υπερβολή
να πέφτει στο κενό, με αναπόφευκτη συνέπεια η οιαδήποτε επιφύλαξη την οποία
προκαλεί ένας αδικαιολογήτως επαινούμενος δημιουργός ή έργο να μεγαλώνει την
απομόνωση που σ’ αυτήν συχνά εντελώς απάνθρωπα έχουν καταδικαστεί και ο
δημιουργός και το έργο.
Στο όνομα μιας καινοτόμου,
ρηξικέλευθης ή πρωτοπόρας άποψης, δεν μπορείς να εγκαθιστάς ένα καθεστώς μιας
νεότροπης αδικίας, αφού αν ήταν δυνατόν να ερωτηθούν τόσο ο Κουτσαμπασιάκος όσο
και ο Χιόνης, θα ήταν αδύνατον ν’ απαντήσουν ότι μπορούν να τοποθετηθούν δίπλα
στον Καβάφη ή τον Παλαμά αφού η μετατροπή του ονόματος των δύο τελευταίων σε
επίθετο – εξαιρέσεις όντας στη μεγαλοσύνη τους – με τον χαρακτηρισμό
του έργου τους ως «καβαφικού» ή «παλαμικού» δεν προκαλούσε και δεν προκαλεί
μειδίαμα. Επιπλέον δεν πρόκειται για μία μόνο υπερβολή αλλά και για μια λεκτική
αυθαιρεσία, αφού αν ήταν ένας τρόπος που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε
οποιαδήποτε περίπτωση, όπως συμβαίνει με καθετί εκφραστικά ουσιαστικό, θα
παραγόταν συχνά ένα κακόηχο και αντιπαθές αποτέλεσμα.
Θανάσης Θ. Νιάρχος, 10 Μαρτίου 2022
Πηγή: https://www.in.gr/2022/03/10/apopsi/logiosynis-akrotites/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου