Τέτοιο, αποκλείεται να υπήρξε ποτέ στον κόσμο. Και φυσικά να υπάρξει στο μέλλον. Φτιαγμένο κάποτε στην άκρη της πόλης, αργότερα σχεδόν στο κέντρο της, πάνω στον δρόμο τον πάλαι ποτέ χωματόδρομο, λίγο μετά άσφαλτο, σαν ένα κτίσμα κι αυτό της περιοχής, νόμιζες πως γύρευε να ξεπεράσει όλα τα άλλα που περήφανα το περιτριγύριζαν. Έμοιαζε σαν τον μικρό Δαυίδ που ήθελε να υπερβεί στη σωματική δύναμη τον τεράστιο σε μέγεθος Γολιάθ και να παλέψει μαζί του.
Βέβαια και αυτό το κτισματάκι, όχι τόσο να συγκριθεί με τα άλλα κτίρια στο ύψος και στην πολυτέλεια, στην αρχοντιά και τα τοιαύτα, όσο κυρίως στην ηλικία, το ιστορικό του παρελθόν και προπάντων για τη φήμη του που μια φορά το ήθελε, όπως και να το κάνουμε, εξέχον κατάστημα και πολυτελείας.
Αλλά πάλι και αυτό το σκασμένο στους καιρούς που πέρναγαν και ξαναπέρναγαν δεν έλεγε λίγο ν’ αλλάξει και να πάρει τ’ απάνω του. Ας πούμε λίγο να σουλουπωθεί στην έξω εμφάνιση του, να βαφτεί, να κάνει κανένα λίφτινγκ και έτσι να μπει δειλά δειλά στην εξέλιξη. Τίποτα. Από μικρό παιδί που ερχόμουν στην πόλη, έτσι το θυμόμουνα. Ίδιο και ίδιο. Ανάθεμα και αν το προβλημάτιζε καθόλου αυτή του η στασιμότητα και η εμμονή του να κρατιέται στα χρώματα του παρελθόντος.
Ούτε δεκαπέντε τετραγωνικά, γύρω-γύρω ντουβάρια από πέταβρα και όπου αυτά ήταν σάπια και σπασμένα, μπαλωμένη η τρύπα τους με στραβοκομμένο και φουσκωμένο κόντρα πλακέ, με μια σκεπή από μαυρισμένα κεραμίδια και σκουριασμένες λαμαρίνες, φώναζε από μακριά και έλεγε στον καθένα που πέρναγε από εκεί να το επισκεφτεί και να αγοράσει κάτι από την πραμάτεια του.
Και το φαντασμένο! Δεν κοίταγε ακόμα τα σπασμένα τα παραθύρια του που το έκαναν θερινό, τη θεόστραβη σαρακοφαγωμένη και κρεμασμένη πόρτα του, που το μόνο καινούργιο πράγμα που είχε απάνω της ήταν το λουκέτο και εκείνο πιασμένο με σύρματα. Μαζί με τα ψηλά δέντρα που το πλάκωναν και απ’ το φύσημα των βοριάδων έγερναν σε μια μεριά, έπαιρνε και αυτό την κλίση του και μέσα στη γενικότερη αρχέγονη εικόνα όλου του τοπίου, ο καθένας το έφερνε στον νου του σαν ένα αιωνόβιο γεροντάκι που περπατάει με το μπαστουνάκι του στο δρόμο και είναι έτοιμο να καταρρεύσει.
Τελικά, όλα παμπάλαια σ’ αυτό το κατάστημα! Όλα απάνω του φθαρμένα απ’ τον χρόνο, κουρελιασμένα, ξεφτισμένα, κιτρινισμένα, ας τα πει ο καθένας όπως θέλει. Το εμπόρευμά του όμως. Κάτσε καλά. Πάντα καινούργιο και πάντα φρέσκο.
«Α!», μου είπε μια μέρα που πήγα να ψωνίσω, το ένα από τ’ αφεντικά του, ο γελαστός πάντα κύριος Γιώργος. «Η παράγκα μας μπορεί να είδε το ηρωικό είκοσι δύο να περνούν από μπροστά της πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία για εγκατάσταση πιο πάνω, να φοβήθηκε που έκαναν από εδώ παρέλαση οι γερμανικές μοτοσυκλέτες και τα τανκς, να έφαγε καμιά σφαίρα από τον πόλεμο και τις μάχες που γίνονταν δίπλα της. Ό,τι πουλάει όμως είναι νέο. Να, σαν τους ιδιοκτήτες της που δεν έχουν ούτε μια άσπρη τρίχα στο κεφάλι τους».
Και κοιτώντας απέναντί του τον σκονισμένο καθρέφτη, πιασμένον μ’ ένα καρφί σ’ ένα απ’ τα δοκάρια, τράβαγε πού και πού από τους κροτάφους του καμιά απ’ αυτές τις άσπρες τρίχες που τόλμαγαν να εμφανιστούν και να τον διαψεύδουν στα λεγόμενά του. Πάντοτε βέβαια στα κρυφά και με άριστη ταχυδακτυλουργία μην τυχόν και τον δω εγώ και βάλω τα γέλια.
«Ξέρεις», είπα κι εγώ μια μέρα μεταξύ σοβαρού και αστείου στο άλλο αφεντικό του μαγαζιού, τον κύριο Πέτρο: «Θέλω να μου ζυγίσεις αυτό το καρπούζι που είναι σ’ αυτό το μέρος της στοίβας». Και του έδειξα ένα αρκετά μεγάλο, ολοζώντανο δροσερό καρπούζι στο κάτω μέρος της που πιθανόν να τη στήριζε για να μην γκρεμιστεί.
«Τι λες», μου απάντησε αυτός πονηρά, ξέροντας το αποτέλεσμα: «Φίλε, δεν ξέρεις να ψωνίζεις. Αυτό εδώ είναι καλό» και μου έδειξε ένα στο πάνω μέρος του σωρού, εύκολα να το τραβήξει και να το ζυγίσει.
Έλα όμως που εγώ ο ισχυρογνώμων επέμενα. Έτσι κι αυτός τι να κάνει για να μη δυσαρεστήσει τον πελάτη του, το έσυρε δυνατά από εκεί που ήταν βαθιά χωμένο, ίσως και με κάποια δόση αγανάκτησης. Φυσικά με τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Μ’ άναρθρες, απελπισμένες κραυγές και με τα χέρια μας να τα κουνάμε σαν τροχονόμοι για να σταματήσουμε την κυκλοφορία, μαζεύαμε οι κακομοίρηδες τα παρδαλά καρπούζια που κύλισαν στον δρόμο και στραπατσαρίστηκαν κάτω απ’ τις ρόδες των βαρέων και μη οχημάτων.
Μια μέρα πάλι που μου φάνηκαν πολύ ακριβές οι ντομάτες και μη αντέχοντας να κρατήσω μέσα μου αυτή τη δυσαρέσκεια, πήρα το θάρρος και ορθά-κοφτά τους την ξεφούρνισα. Τότε αυτοί καθισμένοι κι οι δυο πάνω σε άδεια τελάρα και δίπλα στην τεράστια ζυγαριά που δέσποζε κρεμασμένη στο κέντρο του μαγαζιού, μου διηγήθηκαν την εξής ιστορία:
Πολύ παλιά, μου είπαν, μπήκε στο κατάστημα ένας πελάτης. Ζήτησε να του δώσουμε ένα «φτηνό» λάχανο. Πραγματικά πιάσαμε ένα, το καθαρίσαμε, το βάλαμε στη χαρτοσακούλα και του το δώσαμε χωρίς να το ζυγιάσουμε. Όταν αυτός μας ρώτησε πόσο κάνει και τον είδαμε να ψάχνει στις τσέπες του να μας πληρώσει με πεντάλεπτα και δεκάρες που δεν έφταναν, του είπαμε πως σήμερα τα λάχανα τα δίνουμε δωρεάν. Ξέρεις, έκαναν την παρένθεση, κάποτε υπήρχε φτώχεια. Ο κόσμος πεινούσε και τα λεφτά δεν έφταναν. Και λίγο-πολύ ο καθένας μας, γνώριζε τον πόνο του άλλου. Οπότε, συνέχισαν, ο καλός μας πελάτης πήρε «έτσι» το λάχανο και έκανε να φύγει κατευχαριστημένος. Βγαίνοντας όμως στην πόρτα, σταμάτησε. Κοίταξε τις ντομάτες που ήταν απλωμένες έξω στη βιτρίνα και παίρνοντας σοβαρό ύφος μας ρώτησε:
«Τις ντομάτες πια μέρα τις δίνετε δωρεάν;»
Τακτικός πελάτης κι εγώ του μαγαζιού, καμιά σχέση με τον προηγούμενο, κάθε τόσο μ’ έφερνε ο δρόμος σ’ αυτό για να ψωνίσω. Και κάθε μέρα, όλο και κάποιο καινούργιο ανέκδοτο θα άκουγα, όλο και με κάποια ιστοριούλα θα γελούσα. Και όλα αυτά το πρωί, το απόγευμα, ακόμα και το βραδάκι που άναβε το ηλεκτρικό και στο πενιχρό του φως μόλις ξεχώριζες τα είδη που πουλούσε.
Αλλά να μην ξεχάσω. Και τις ώρες που και το ολοστρόγγυλο μαγκάλι ήταν αναμμένο στο μαγαζί με τα ροδαλά τα κάρβουνα μέσα του. Έτσι για να το κρατάει ζεστό, ιδιαίτερα τα σούρουπα τον χειμώνα με τους πάγους και την πυκνή ομίχλη στην πόλη.
Σήμερα που περνάω από εκεί το καλό μας και αξέχαστο μανάβικο δεν υπάρχει. Άθελα όμως το βλέμμα μου το ψάχνει. Αναζητεί να το δει, άλλοτε σε πλάνα καθαρά και ξάστερα με τους πελάτες του να μπαίνουν και να βγαίνουν ψωνίζοντας, όλο ζωντάνια και ζωή και άλλοτε σε εικόνες θολές κι αραχνιασμένες, έρημο, βουβό και σιωπηλό, όπως κατάντησε να είναι τα τελευταία χρόνια.
Τι να πεις για όλα στη ζωή και… για το μανάβικο.
Γκρεμίστηκε, πέρασε, έφυγε, παρασύρθηκε κι αυτό από το ποτάμι του χρόνου και έμεινε μονάχα στη μνήμη όσων το ήξεραν. Αλλά και γιατί όχι. Τώρα με την περιγραφή, μπορεί και στη φαντασία των νεότερων που δεν έτυχε να το γνωρίσουν!