Η ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
Του Τρύφωνα Ούρδα
Πάτησε η Σαρακοστή και άντε όλοι ευθυγραμμισμένοι οδεύουμε, «ψυχή τε και σώματι» για το Πάσχα. Το Πάσχα της χριστιανοσύνης, το μεγάλο Πάσχα των Ελλήνων, το Πάσχα του καθενός από μας, που στην ταυτότητά του, τουλάχιστον κάποτε έγγραφε, «χριστιανός ορθόδοξος»!
Σήμερα που εξελίχθηκαν τα πράγματα, αυτόν τον τίτλο τον φέρουμε μονάχα στις καρδιές μας. Έτσι ισχυριζόμαστε και γι αυτό δίνουμε όρκο!
Λοιπόν! Βροχή και χτες, βροχή και σήμερα, επειδή η ομπρέλα είναι μόνιμα ξεχασμένη κάπου, για να μη γίνω μούσκεμα, είπα να πάρω το αμάξι μου και να κατέβω στο κέντρο της πόλης για τον πρωινό καφέ. Όπως συμβαίνει πάντοτε αυτές τις ώρες στο κέντρο και με αυτές τις καιρικές συνθήκες, γίνεται χαμός. Απαξάπαντες, για να μην ξεχάσω και την καθαρεύουσα, πάνε «κουρσάτοι» και που και που κανένας λαχειοπώλης ή κανένας ζητιάνος ή στην καλύτερη περίπτωση κανένας ρομαντικός να κυκλοφορεί στους δρόμους με τα πόδια, προφυλαγμένος από τη βροχή κάτω από την ομπρέλα του. Ο τελευταίος μπορεί να έχει ακόμα στο κεφάλι του και καβουράκι. Έτσι για διπλή προστασία!
Έψαξα αρκετή ώρα για να βρω κάπου και να παρκάρω αλλά δεν έβρισκα. Απογοητευμένος βρήκα πολύ μακριά ένα άδειο πεζοδρόμιο και κάτω ακριβώς από μια πινακίδα που επιβλητικά «δέσποζε» το σήμα της και απαγόρευε τη στάθμευση, εγώ κύριος, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, στάθμευσα το όχημα. Τράβηξα χειρόφρενο και κάνοντας τον «κινέζο» την κοπάνησα από εκεί στα γρήγορα, μήπως με δει κανένα μάτι και με παρεξηγήσει.
Όμως λίγο πριν κατέβω, άκουσα πίσω μου φασαρίες. Δυο φίλοι μας, από αυτούς που βρισκόμαστε κάθε μέρα και «ξοδεύουμε» καλημέρες, δυστυχώς χωρίς να το εννοούμε, πιάστηκαν σε έντονη «κονβερσασιόν» και αυτοί για μια θέση στάθμευσης. Μπαρουτιασμένοι και οι δυο από τις τόσες ώρες που δεν την έβρισκαν, τελικά όταν βρήκαν μια, τη διεκδικούσαν από κοινού. Μάλωναν για το ποιος την είδε πρώτος. Και δώστου τα κοσμητικά επίθετα:
Άσε μας ρε λαπά! Δεν μας παρατάς ρε μπάμια! Άντε μη σου πω ρε χαλβά! Παλιό πατατοκεφτέ! Αγγούρι, ζητάς και τα ρέστα..! Τραχανά!
Φοβούμενος μη πιαστούνε και στα χέρια, τρόμαξα να πάρω τον έναν, που τον γνώριζα κάπως και να τον πάω λίγο μακριά από το «πεδίο μάχης», σε ένα διπλανό καφενείο για να ηρεμήσει. Κάτσαμε σε μια γωνιά και παραγγείλαμε καφέ και γκαζόζα ο τύπος, γιατί από τα πολλά λόγια, στέγνωσε το στόμα του και μόνο τραύλιζε. Ύστερα όταν έπεσε ο θυμός του και επανήλθε η καρδιά του στους κανονικούς της σφυγμούς, εγώ εντελώς αυθόρμητα και αθώα, έκανα την πρόταση να το γυρίσουμε στο ούζο και να ζητήσουμε μάλιστα να μας φέρουν αν θέλει και κανένα σουβλάκι, από αυτά που ψήνονταν και άχνιζαν στη ψησταριά. Τι ήθελα και το είπα!
Ο φουκαριάρης αντιμετώπισα όχι μόνο την άρνησή του αλλά και την ειρωνεία του στην ιδέα μου αυτή, ως αντίθετη με τη θρησκευτική και χριστιανική του τακτική, για την περίοδο που διανύουμε.
-Καλά, μου λέει με ένα ύφος μεγάλου δασκάλου της θεολογίας και άτεγκτου πιστού χριστιανού. Νηστεία περνάμε δεν το ξέρεις; Πού ζεις; Τόσο δεν ξέρεις εσύ από χριστιανική ηθική; Δεν νηστεύεις τώρα τη Σαρακοστή;
Στην αρχή, όταν άκουσα τα λόγια του μονάχα ξαφνιάστηκα. Μετά όμως, όταν συνειδητοποίησα τι έλεγε, μου ήρθε να σηκωθώ, να τον πιάσω από το γιακά και να του πω πόσο υποκριτής και κενός είναι στις πράξεις του. Δηλαδή με λίγα λόγια να του πω, ότι δεν τον πείραξε που πριν από λίγο έξω τσακώθηκε και έβριζε τον άλλον, όπως τον έβριζε αλλά τον πείραξαν τα σουβλάκια που του πρότεινα εγώ!
Τέλος πάντων, είπα από μέσα μου. Κάνε την «πάπια», πες του ένα γεια και φύγε από κοντά του. Τέτοιοι είναι κάποιοι άνθρωποι. Φαρισαίοι!
Πολύ ήρεμος, βγήκα από το μαγαζί και όταν βρέθηκα στο δρόμο, έφερα στη μνήμη μου τις βρισιές του φίλου. Με έπιασαν τα γέλια.
Έλα μωρέ, μικροπράγματα σκέφτηκα. Δεν βριζόντουσαν οι άνθρωποι άσχημα. «Σαρακοστιανά» βριζόντουσαν, στο πνεύμα των ημερών!
Την άλλη μέρα πάλι το απόγευμα, είπα να κάνω μια βόλτα στην αγορά. Αυτή τη φορά με τα πόδια γιατί ο καιρός ήταν «χάρμα» να περπατάς. Ντύθηκα με τα καλά μου, πήρα επάνω μου πορτοφόλια, κινητά, κλειδιά, έστρωσα και μια «τσιγαριά» στο χέρι μου και «ελεύθερος και ωραίος» βρέθηκα στον πεζόδρομο με τα καταστήματα.
Πριν όμως καλά, καλά κάνω πέντε βήματα, άκουσα να μου φωνάζουν μέσα από ένα μαγαζί. Ήταν από μια ψησταριά με πέντε έξι φιλαράκια, όλοι παρέα σε ένα τραπέζι. Φυσικά μέσα είχε και αλλά τραπέζια γεμάτα από κόσμο. Άπαντες είχαν μπροστά τους από ένα πιάτο με μπριζόλα, μπιφτέκι, κοτόπουλο, ανάλογα με την προτίμηση του καθενός, συνοδευόμενα βέβαια και από τα άλλα «καλλυντικά», όπως σαλάτες, τσίπουρα, ρετσίνες και γενικά αλκοολούχα ποτά.
Η μουσική, δεν το συζητάμε στο διαπασών με φουλ Καζαντζίδη, Νταλάρα και από τους σύγχρονους Πάολα, Ρέμο, Μακεδόνα και λίγο Μαζωνάκη.
Μετά τις καθιερωμένες χειραψίες και τα καλωσορίσματα, με έβαλαν και μένα «μουσαφίρη» όντα να κάτσω σε μια καρέκλα και μου έδωσαν πιάτο και σερβίτσια. Στρογγυλοκάθισα κι εγώ, μου παράγγειλαν μια από τα ίδια, χτύπησα τα ποτήρια μαζί τους και γενικά προσπάθησα να εγκλιματιστώ στο προσφερόμενο περιβάλλον της «κοιλιόδουλης» κουλτούρας!
Ήταν αλήθεια πως δεν πείναγα. Εκεί μέσα όμως μου άνοιξε η όρεξη. Αλλά δεν ήθελα και να το δείξω. Μην με πουν και πεινασμένο. Έτσι έτρωγα αργά και πολύ τυπικά, όπως κάνουν οι πολιτισμένοι άνθρωποι της εποχής μας! Έλα όμως που αυτό έγινε αντιληπτό από τους φίλους.
-Φάε ρε άνθρωπε, μου λέει σε μια στιγμή αυτός που καθόταν δίπλα μου. Τι περιμένεις; Γι αυτό δεν ζούμε; Τρώνε οι πεθαμένοι! Ε! φιλαράκο, σήμερα ό,τι φας κι ό,τι πιεις κι ό,τι …
Ευτυχώς ο φίλος δεν το συνέχισε αλλά εγώ πρόλαβα και του είπα:
-Τρώω ρε παιδιά. Εξ άλλου και το Πάσχα κοντά είναι…
-Ρε ποιο Πάσχα περιμένεις να φας, με διακόπτουν. Φάε τώρα, φάε και το Πάσχα. Γι αυτό έρχονται τέτοιες γιορτές. Να τρώμε, να πίνουμε και να γλεντάμε. Όχι μόνο να δουλεύουμε!
Ήθελα να του πω και για να γίνουμε «καλύτεροι» άνθρωποι. Αλλά εκείνη την ώρα σε ποιον να το πεις. Η ατμόσφαιρα ήταν «άκρως» ακατάλληλη για τέτοιου είδους συζητήσεις…
Ένα μεσημέρι ξανά, αυτών των ημερών, βρέθηκα πελάτης σε ένα από τα σούπερ μάρκετ της πανέμορφης πόλης μας. Ας πούμε πως έκανα «σόπιν θέραπι», μια και τώρα τελευταία, σε όλα τα μήκη και πλάτη, πολύ φοριέται αυτή η μέθοδος αναζωογόνησης της ψυχής. Βλέπετε παγκοσμίως είναι πεσμένη η ψυχολογία των ανθρώπων, από πολλές αιτίες..!
Φτάνοντας, παραξενεύτηκα από τον μεγάλο συνωστισμό που υπήρχε έξω από το μαγαζί. Άλλοι έμπαιναν, άλλοι έβγαιναν, τι να πω ένα πανδαιμόνιο. Ιδιαίτερα μου έκανε εντύπωση όσοι έβγαιναν έξω. Είχαν φορτωμένα τα καρότσια τους με τόσα πολλά τρόφιμα, σαν να ήταν τριαξονικές νταλίκες!
Ψάξε, ψάξε να ρωτήσω τι γίνεται, βρήκα τον παλιό μου συμμαθητή και φίλο, τον Ανδρέα. Τον ανακάλυψα και αυτόν κρυμμένο, πίσω από ένα καρότσι που το έσπρωχνε μαζί με τη γυναίκα του, με κάθε λογής ψώνια, στοιβαγμένα μέσα μέχρι το μπόι του και λίγο πιο πάνω. Από τα είδη που αγόρασε, τα περισσότερα ήταν ζυμαρικά.
-Καλέ μου φίλε, του λέω. Γιατί αγόρασες όλη την ΑΒΕΖ;
-Καλά μου απαντάει, δεν άκουσες; Ο Ερτογάν έφερε όλους τους μετανάστες στα σύνορα, στον Έβρο. Και εμείς μαζεύουμε εκεί στρατό και Αστυνομία για να τους εμποδίσουμε να μπούνε σε μας. Καταλαβαίνεις αν ανοίξει κανένας πόλεμος. Δεν θα έχουμε τι να φάμε! Θα πεινάσουμε. Πάντως εγώ μέχρι το Πάσχα προμηθεύτηκα τα απαραίτητα..!
-Ναι αλλά ρε φίλε μου, του λέω τσιρίζοντας. Εσύ τα πήρες όλα για τον εαυτό σου. Εγώ που μπαίνω τώρα τι θα πάρω;
-Α! μου απαντάει πάλι. Τι με νοιάζει εμένα για τον άλλον. Ο καθένας για τον εαυτό του!
Λες, είπα από μέσα μου, να έχουμε πόλεμο; Ο Ανδρέας, ο κολλητός μου, που από μικρά παιδιά μοιραζόμασταν την καραμέλα και τώρα λόγω της μεγάλης ευαισθησίας που «μας δέρνει» στην αλληλεγγύη, να έχει δίκαιο; Μήπως και εγώ για να συμβαδίζω με την «κοινή συνείδηση», θα έπρεπε να γεμίσω το πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου μου; Προβληματίστηκα!
Μου πέρασε όμως αυτό πολύ γρήγορα, όταν είδα έξω από τις πόρτες του καταστήματος να με περιμένει ένας ζητιάνος με το χέρι του απλωμένο, σχεδόν εκλιπαρώντας με να του δώσω λεφτά.
-Αυτός σιγομουρμούρισα, θα πεθάνει από την πείνα αν γίνει πόλεμος!
Προχτές, συννεφιασμένη Κυριακή από πολλές πλευρές, έτρεξα «κακήν κακώς» στο φαρμακείο να πάρω ένα φάρμακο γιατί είχα πονόδοντο. Μου το συνέστησε τηλεφωνικά ο γιατρός. Βρήκα το εφημερεύον και πήγα. Και εδώ ο κόσμος ουρά. Βέβαια δεν παραξενεύτηκα. Τέτοιες ουρές, τα τελευταία χρόνια στη ζωή μας δεν μας είναι και πολύ άγνωστες! Όπου να πας, ό,τι και να κάνεις θα τις βρεις στο βήμα σου.
Μπήκα λοιπόν κι εγώ στη σειρά και περίμενα υπομονετικά. Οι συζητήσεις, πίσω και μπροστά από μένα, ποιες να ήταν άραγε; Τι άλλο εκτός από τη γνωστή γρίπη. Τον κορωνοϊό! Τόσα κρούσματα, αυτές οι προφυλάξεις, τόσους «ξέκανε» και τέτοια. Αμάν. Έλεος πια! Ακούς γι αυτόν και έτσι σου έρχεται να πέσεις σε βαθιά κατάθλιψη. Μας έγινε έμμονη ιδέα αλλά δυστυχώς και πραγματικότητα!
Και ξαφνικά σκάει μπροστά μου ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου! Ο μεγαλύτερος «καλαμπουρτζής» του αιώνα μας αλλά συγχρόνως και ο πιο φοβητσιάρης άνθρωπος της εποχή μας! Τον είδα να βγαίνει από το φαρμακείο με μια μάσκα στο στόμα του και με μια σακούλα γεμάτη φάρμακα. Την κράταγε στο αριστερό του χέρι. Το δεξί του όλως παραδόξως, κρεμόταν από το λαιμό του, δεμένο σε νάρθηκα.
Παραξενεύτηκα, γιατί το πρωί που ήμασταν μαζί στην Εκκλησία, έχαιρε «άκρας υγείας και το χέρι του δούλευε μια χαρά στον ώμο του. Τώρα τι του συνέβη. Μετά από ένα γρήγορο γεια, όλο περιέργεια τον ρώτησα τι έπαθε και ξαφνικά έμοιαζε σαν τραυματίας πολέμου.
-Άσε, μου λέει με λύπη πολλών «καρατίων». Το χέρι μου! Με πονάει και το έδεσα. Τραυματίστηκα εκεί σε μια μάχη στον Έβρο με τους μετανάστες!
Αυτά είπε και λες τον κυνηγούσαν εξαφανίστηκε, παρά το γεγονός και κάποιοι άλλοι γνωστοί του τον ρώταγαν περισσότερα. Και τότε…
-Άκου, μου λέει ένας που ήταν πίσω μου και φυσικά και αυτός τον γνώριζε. Μην τον πιστεύεις. Επίτηδες το έδεσε, για να μην κάνει χειραψίες με όσους συναντά στο δρόμο και κολλήσει κορωνοϊό. Και επί πλέον ο αφιλότιμος δεν έχει αφήσει μάσκα για μάσκα σε φαρμακείο. Και εδώ τώρα, μάσκες κουβαλούσε. Δεν το πρόσεξες;
-Βρε τι μπορεί να σκαρφιστεί στην ανάγκη του ο άνθρωπος, σκέφτηκα. Να πως εξηγείται που το πρωί στη Λειτουργία ο «θεατρίνος», καθόταν έξω από το Ναό, για να αποφύγει τον συγχρωτισμό, προφασιζόμενος μέσα αφόρητη ζέστη. Ποιος ο Βασιλάκης! Αυτός που ήταν πάντα μπροστά και πριν το «δι’ευχών», σκοτωνόταν πρώτος να πάρει αντίδωρο από του παπά το χέρι..!
Και έτσι πάμε για το Πάσχα. Όλοι μας. Με μια ψυχή! Νηστεύοντες και μη νηστεύοντες, «υβριστές» και «υβριζόμενοι», υποκριτές και ειλικρινείς αλλά και αλληλέγγυοι δίπλα στους άπληστους και τους παρτάκηδες..!
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
14-3-2020
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου