Δευτέρα 8 Ιουλίου 2019

Ένα επίκαιρο διήγημα...


ΟΙ «ΧΑΜΕΝΟΙ» ΨΗΦΟΙ!
Του Τρύφωνα Ούρδα

Ο φίλος μας ο Μιχάλης δεν είχε ιδέα από εκλογές. Πολύ δε περισσότερο δεν ήθελε να κάνει συζήτηση γι’ αυτές. Κάθε φορά που οι άλλοι άνοιγαν κουβέντα και έλεγαν για διάφορους υποψήφιους στο χωριό, αυτός τους παρακάλαγε να σταματήσουν και αν δεν το έκαναν, τότε ή θα έπαιρνε την καρέκλα του να πάει σε άλλη παρέα ή θα έφευγε από το καφενείο. Τέτοια ήταν η αποστροφή του για τις εκλογές!

Τελευταία όμως, κάτι άλλαξε μέσα του. Λίγο τα χρήματα που ήταν κάπως δελεαστικά, μισθός προέδρου χωριού ήταν αυτός, λίγο οι φίλοι του που μιλούσαν για την εντιμότητα, την ειλικρίνεια, την «ντομπροσύνη» αλλά και την ικανότητά του, όπως τον διαβεβαίωναν να διαχειρίζεται δημόσιες υποθέσεις και λίγο η γυναίκα του, που όπως και να το κάνουμε και αυτή «τρωγόταν» να ανεβάσει το κοινωνικό της επίπεδο, του άλλαξαν εντελώς τα μυαλά. Έτσι με τα πολλά τον έκαναν, όχι μόνο να αλλάξει την γνώμη του για την πολιτική και να την αγαπήσει αλλά και στις τελευταίες εκλογές να πάρει μέρος σαν υποψήφιος πρόεδρος του χωριού! 

Γι αυτό λοιπόν τώρα, έξω στην αυλή του σχολείου που ψήφισαν οι χωριανοί του, καθισμένος πάνω στο πεζούλι της περίφραξης, που καλύτερα θα ήταν να λέγαμε πάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα, με το τσιγάρο μόνιμα στα χείλη του και «ντουμάνι» να βγαίνει τον καπνό από τα ρουθούνια του, περιμένει με αγωνία τον δικαστή να βγει και να ανακοινώσει με τον γραμματέα του τα αποτελέσματα.

Και λίγο προτού τα μεσάνυχτα, επιτέλους να, όλοι βλέπουν τον δικαστή να βγαίνει στο μπαλκόνι με τα χαρτιά στο χέρι και με τα γυαλιά του μέχρι το τελευταίο σημείο τη μύτης του για να βλέπει καλύτερα στο μισοσκόταδο. Με χαμόγελο στα χείλη, ανακοινώνει τους αριθμούς των ψήφων που πήρε ο κάθε υποψήφιος και ύστερα χωρίς καθυστέρηση, δένει τον σάκο με τα ψηφοδέλτια για να φύγει. Τα φορτώνει σ’ ένα φορτηγάκι, ανεβαίνει και αυτός και εξαφανίζεται με τον οδηγό του, χάνεται στο βάθος του δρόμου και μέσα στη σιωπή της νύχτας, αφήνοντας «εμβρόντητο» τον Μιχάλη. 

Τον φουκαριάρη. Δεν του ανακοίνωσε ούτε έναν ψήφο! Έγινε λάθος! Τον ρίξανε! Πάντως αυτή ήταν η αλήθεια.

Με την πίκρα στα χείλη κι αυτός, αμίλητος, σκεφτικός και με τους ώμους του να γέρνουν από την απογοήτευση, χωρίς να τον αντιληφτεί κανένας, κούτσα, κούτσα πήρε τον δρόμο για το σπίτι του. Πραγματικά εκείνες τις ώρες δεν ήθελε να δει άνθρωπο στα μάτια του.!

Την άλλη μέρα το πρωί στα καφενεία του χωριού, γινόταν «ό χαμός» από τις εκλογές της προηγούμενης. Έλεγαν και ξανάλεγαν για τον πρώτο που βγήκε πρόεδρος και πάντοτε πίσω από την κάθε συζήτηση είχαν για «ουρίτσα» το πάθημα του Μιχάλη και το χάλι του. Δεν βρέθηκε ούτε ένας χριστιανός να ρίξει μια θετική ψήφο στο όνομά του! Μάλιστα έλεγαν, άλλοτε σοβαρά και άλλοτε αστειευόμενοι, πως δεν βρήκαν στην κάλπη ούτε και την δική του την ψήφο. Ναι ούτε και την δική του! Ποιος θα το πίστευε. Καλά λένε από παλιά ότι το «κουτί» αυτό είναι σαν την έγκυο γυναίκα, που δεν ξέρεις τι θα βγάλει!

Πολύ ντροπιασμένος ο Μιχάλης από αυτήν την εξέλιξη αλλά και από αυτήν την «βαθιά» εκτίμηση που έδειξαν οι χωριανοί στο πρόσωπό του, αποφάσισε σήμερα αλλά και στο μέλλον να μην τον δει η πλατεία. Γρήγορα όμως το μετάνιωσε και έτσι πρωί, πρωί βρέθηκε και πάλι για καφέ στο κεντρικότερο από τα καφενεία της. Εκεί καθισμένος δεν άργησαν να φανού και άλλοι στο κατάστημα και να κάτσουν όλοι γύρω του στο ίδιο το τραπέζι. 

«Μηδενός εξαιρουμένου» καί του καφετζή και χωρίς ο ίδιος να τους ρωτήσει, είχανε ένα λόγο να του πούνε γιατί δεν τον ψήφισαν. Οι αμαρτωλοί, έπρεπε με κάποιο τρόπο να δικαιολογήσουν το «αμάρτημά» τους! Αξιολογότεροι από τους λόγους, ήταν αυτοί που μίλαγαν για κάτι υποχρεώσεις που είχαν κάποιοι χωριανοί του, απέναντι στον πολιτικό του αντίπαλο αλλά και για κάτι υποσχέσεις και λεφτά που μοίραζε αυτός σε όσους θα τον ψήφιζαν. Και ακούστε ένας τι του είπε:

-Άσε ρε Μιχάλη, είχα κάποια υποχρέωση στον άνθρωπο. Τις προάλλες μου δάνεισε κάποια λεφτά για το σπίτι που έφτιαξα. Χώρια που μου υποσχέθηκε να μεσολαβήσει στον βουλευτή για τον διορισμό του γιου μου στο δημόσιο. Ύστερα στην γριά την μάνα μου, μέσα σε έναν φάκελο που της έστειλαν, μαζί με το ψηφοδέλτιο, είχε και κάτι παράδες. Καταλαβαίνεις πόσο ανάγκη τις έχουμε σήμερα με την οικονομική κρίση που μας δέρνει..!

Δεν πίστευε στ’ αυτιά του σ’ όλα αυτά που άκουγε ο έρμος ο Μιχάλης από τους χωριανούς του. Γινόταν όλα αυτά τόσο καιρό και πίσω από τις πλάτες του και αυτός αθώος και άμοιρος του πολιτικού κατεστημένου δεν πήρε χαμπάρι; Έτσι που του ερχόταν τώρα, ήταν να βγει έξω από το μαγαζί και για να ξεσπάσει από τα νεύρα του να αρχίσει να φωνάζει στον εαυτό του, εκείνο που θα φώναζε ο καθένας που πιάνεται κορόιδο:

-Πού πας ρε Καραμήτρο..!

Κρατήθηκε όμως και αφού τράβηξε νευρικά ακόμα δυο-τρεις ρουφηξιές καφέ και έσβησε στο τασάκι το μισοτελειωμένο του τσιγάρο, άφησε την παρέα, πήρε το σακάκι και των «ομματιών» του και τράβηξε τον κατήφορο για το σπίτι της μάνας του. Αυτή θα «πλήρωνε τη νύφη» και θα τα άκουγε για «τα καλά». Γιατί ούτε και αυτή τον ψήφισε!

-Καλά ρε μάνα, της είπε όλο παράπονο, σαν μπήκε από την πόρτα στο σπίτι της. Ούτε και εσύ με ψήφισες ;

-Αχ βρε παιδάκι μου, βιάστηκε να του απαντήσει εκείνη. Ούτε κι εγώ κατάλαβα πως έγινε αυτό. Να, την ώρα που έμπαινα στο σχολείο για να ψηφίσω, δυο άγνωστοι σε μένα, μου έδωσαν ένα φάκελο σαν αυτό που μου ‘δωσες κι εσύ. Τι να έκανα από ντροπή το πήρα και το έβαλα στη τσέπη μου. Όταν όμως μπήκα στο παραβάν για να ψηφίσω, το μπέρδεψα με το αυτό που είχα από σένα. Και έτσι, αν πάρεις υπόψη σου και τη στραβομάρα που με ζώνει στο διάβασμα, η δόλια έριξα την ψήφο στην τύχη. Είπα από μέσα μου «από τούτο κι από ‘κείνο…», την σταύρωσα και την έριξα. Φάνηκε δυστυχώς πως έριξα τ’ αλλουνού..!

Ήθελε και με τη μάνα του να θυμώσει αλλά δεν το έκανε. Σκέφτηκε πως αυτό θα ήταν άδικος κόπος. Ούτε και σωστό βέβαια. Άλλωστε ηλικιωμένη γυναίκα είναι αυτή και συγχωρείται κάθε της επιπολαιότητα.

Άρπαξε λοιπόν πάλι το σακάκι του από το κρεβάτι που κάθισε για λίγο και σαν σίφουνας από τα νεύρα του, ξεχύθηκε στον δρόμο. Δεν έκανε και πολλά βήματα, όταν φάνηκε μπροστά του να περνάει ο παπάς του χωριού με την τσάντα και το κομποσκοίνι στα χέρια του. Ο άγιος επέστρεφε στο σπίτι του από την πρωινή Θεία Λειτουργία. Φαινόταν βιαστικός μα σαν είδε τον Μιχάλη, κοντοστάθηκε και χαμογελώντας τρυφερά μέσα από τα γένια του, τον έπιασε στη συζήτηση. Με τι περιεχόμενο λέτε; Φυσικά τις χθεσινές εκλογές! Και έλεγε ο παπάς και άκουγε ο Μιχάλης. Ωστόσο ενώ μίλαγε…

-Θα ‘χει πλάκα, έκανε από μέσα του τη σκέψη, να μου πει πως ο παπάς με ψήφισε. Τρελός θα πάρω «σβάρνα» τα βουνά τις ρεματιές και τις ραχούλες! Ευτυχώς όμως που ο ιερέας, με βάση την θεολογία του αλλά και την πραγματική αγάπη που έτρεφε για όλους στο ποίμνιό του, ήταν ειλικρινέστατος.

-Άκου τέκνον μου, άρχισε να του λέει, κουνώντας στο χέρι του το κομποσκοίνι, λες και ήταν σε κήρυγμα από τον Άμβωνα. Εγώ είμαι παπάς και κοιτάω την Εκκλησία και τους πιστούς αδερφούς μας. Δεν μπλέκομαι με τα κομματικά και τις εκλογές που μας χωρίζουν. Γι αυτό κοιτώντας στα μάτια τον Χριστό μας, έριξα στην κάλπη ένα λευκό χαρτί. Έτσι για να είμαι δίκαιος και να μην αδικήσω κανέναν από όλους εσάς τους υποψήφιους.

Δεν θα μπορούσε να πει ο Μιχάλης πως τον ευχαρίστησαν τα λόγια του παπά. Όπως καταλάβατε και αυτός δεν τον ψήφισε. Όμως ο ιερωμένος έριξε λευκό χαρτί στο κουτί για να πει πως είναι δίκαιος και όχι πως δεν ήθελε να ψηφίσει αυτόν και τον αντίπαλο του. Έτσι ερμήνευε την λευκή ψήφο ο Εφημέριος, έτσι έκανε. Συμβαίνουν αυτά στη δημοκρατία. Σημασία δεν έχει τι κάνεις ,όσο τι σκέφτεσαι. Αν δηλαδή σκέφτεσαι δίκαια και δημοκρατικά!

Χωρίς να ανοίξει το στόμα του και να απαντήσει στον παπά, φίλησε με σεβασμό την δεξιά του και έφυγε από κοντά του. Βαδίζοντας πέρασε την γέφυρα πάνω από το ποτάμι που χωρίζει το χωριό και χωρίς να το καταλάβει τραβώντας για το σπίτι του, βρέθηκε μπροστά στις δυο εξώπορτες της αυλής του σπιτιού του αδερφού του. Τον βρήκε την ώρα που αυτός πότιζε στην τουλούμπα τ’ άλογό του. 

Είναι αλήθεια πως και τα δύο τα παιδιά έτρεφαν μεγάλο σεβασμό ο ένας για τον άλλον. Και προπάντων ο ένας αγαπούσε τον άλλον. Στις δουλειές ήταν μαζί, στις πίκρες και τα βάσανα, στα καλά και τα άσχημα, παντού και πάντα πραγματικά αδέρφια. Αλλά… όπως παραδέχτηκε σήμερα και αυτός ο αδερφός του, στις εκλογές δεν το ψήφισε:

-Μιχαλάκη άρχισε να του μιλάει και να του λέει με γλυκύτατη φωνή, που θα μπορούσε να ημερέψει ακόμα και λιοντάρι από τον θυμό του και με ένα ύφος που μαρτυρούσε ενοχή. Αδερφέ και εμείς με τη γυναίκα μου δεν σε ψηφίσαμε. Ψηφίσαμε τον άλλον που είναι και συγγενής της. Η γυναίκα το ήθελε βλέπεις! Όμως υπολογίσαμε πως εσύ δεν είχες ανάγκη από ψήφους, γιατί λέγαμε πως θα σε ψήφιζε όλο το χωριό. Τι να κάνουμε. Πέσαμε έξω στις προβλέψεις μας και σε αδικήσαμε! Ζητάω από σένα να με συγχωρέσεις!

Άντε τώρα να μιλήσεις και να απαντήσεις στον αδερφό σου, γι αυτή του τη συμπεριφορά απέναντί σου, που ο αφιλότιμος ακούγοντας τη γυναίκα του, δεν έριξε μια ψήφο στο όνομά του αδερφού του. Θυμίζει λίγο τον Αδάμ της Διαθήκης, που και αυτός, χωρίς να το καταλάβει, πιάστηκε «κοροϊδάκι» μιας και μοναδικής γυναίκας στον κόσμο! 

-Πω, πω σκέφτηκε! Κοίταξε φίλε μου, κοίταξε να δεις πως ψηφίζει ο κόσμος! Και για να μην θυμώσει και με τον αδερφό του γέλασε αλλά από μέσα του ήταν στεναχωρημένος. 

Με τα πολλά, έφτασε και στο σπίτι του. Όταν έφυγε το πρωί η γυναίκα του κοιμόταν ακόμα. Τώρα με την ποδιά μπροστά της, έβραζε το φαγητό στη φωτιά και σκούπιζε τα μάτια της από τα κρεμμύδια που μαγείρευε. Σαν τον είδε να έρχεται, έκατσε αναπαυτικά σ’ ένα σκαμνί και του είπε:

-Αχ βρε άντρα μου! Τι κρίμα που δεν βγήκες πρόεδρος για να μας βλέπουν όλοι και να ζηλεύουν και πιο πολύ για να σκάσουν οι γείτονες, που πήραν τρακτέρ και κοκορεύονται.

-Άστα αυτά, της είπε αυτός σκασμένος και συννεφιασμένος από την κατάσταση, και πες μου γρήγορα. Εσύ γιατί δεν με ψήφισες; 

-Τι να σου πω, του απάντησε αμέσως κι εκείνη. Ε! ναι λοιπόν θα σου απαντήσω και εγώ του είπε φωνάζοντας και μάλιστα πολύ εκνευρισμένη, αν μου πεις και εσύ, γιατί δεν ψήφισες τον εαυτό σου!

Εκείνο το πρωινό στο σπίτι του Μιχάλη, μεγάλο καβγά άκουγαν οι γείτονες που πέρναγαν από εκεί. Μπάσο φωνή αυτός, πρίμο η γυναίκα του, μια κιθάρα ακούρδιστη και μια χορωδία ασυντόνιστη, σήμα κατατεθέν μιας πολύ γνωστής μας Χώρας και Κράτους, όσο γίνονται εκλογές. Κατηγόριες ανυπόστατες και υπαρκτές, φωνές και τσιρίδες για σεβασμό και αξιοπρέπεια, επικλήσεις για πολιτισμό και ήθος με λόγια «πτερόεντα» και επί «ώτων μη ακουόντων», προπάντων δε… καβγάς για το τίποτα!

Γιατί εδώ που τα λέμε αύριο «το ζευγάρι», πάλι μαζί θα πορεύεται στη ζωή, πάλι μαζί πηγαίνει γεμάτο αγάπη και έρωτα, πάλι μαζί θα μαλώνει και ξανά τα ίδια και τα ίδια, πάντοτε βέβαια μπροστά στα «έκπληκτα» μάτια των χωριανών του για όλες αυτές τις παραξενιές που το «δέρνουν» και γενικότερα μπροστά στην «απορία» όλου του κόσμου.

Προς το παρόν όμως, ακόμα μαλώνει το ζευγάρι στο σπίτι. Άντρας και γυναίκα ψάχνουν να βρούνε την ψήφο τους. Στα χαμένα όμως. Δεν θα τη βρούνε ποτέ. Γιατί ο μεν Μιχάλης- Μιχαλάκης, πέστε τον όπως θέλετε, όταν πήγε στην κάλπη δεν ψήφισε τον εαυτό του. Ο άνθρωπος την τελευταία στιγμή μετάνιωσε και δεν ήθελε να γίνει πρόεδρος. Ήθελε όμως την ψήφο των άλλων! Και στεναχωρήθηκε που δεν την πήρε…

Από την άλλη μεριά η γυναίκα του δεν ψήφισε και αυτή τον άντρα της, επειδή η παμπόνηρη, κατάλαβε την μεταστροφή του αυτή και έτσι θεωρούσε την ψήφο της γι αυτόν… χαμένη! 

Η υποκρισία στο έπακρον!

Τι να πει κανένας… Όλα τα περίεργα στον κόσμο μας γίνονται! Η «λάγνα» και «εταίρα» πολιτική μας, ποτέ δεν μας αφήνει να δούμε μια «άσπρη» μέρα!

ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ     19-6-2019

                                                                                                          

Δεν υπάρχουν σχόλια: