Β΄ Βραβείο
Βραδιές Τζαζ
Πολίτη Τριαντάφυλλη
Οι Παρασκευές στην παμπ του «Λουκ» είχαν καθιερωθεί ως «βραδιές της Τζαζ». Οι πόρτες άνοιγαν στις εννέα και το μαγαζί δεχόταν κόσμο έως και τις πρώτες πρωινές ώρες. Εκείνη την ημέρα όλα τα τραπέζια ήταν γεμάτα αλλά και γύρω από αυτά κάποιοι θαμώνες στέκονταν όρθιοι με ένα ποτό στο χέρι για να ακούσουν την μπάντα να παίζει. Ο σαξοφωνίστας του γκρουπ ήταν διάσημος σ’ αυτά τα μέρη και οι δίσκοι που είχε κυκλοφορήσει είχαν γίνει ανάρπαστοι.
Είχα καθίσει στο μπαρ και έπινα μια παγωμένη Peroni από το μπουκάλι. Κάθε τόσο αντάλλασα καμιά κουβέντα με τον Τιμ, τον σερβιτόρο, που πηγαινοερχόταν για να πάρει τις παραγγελίες. Γνώριζε σχεδόν όλους τους πελάτες και είχε να σου πει μια ιδιαίτερη ιστορία για τον κάθε έναν. Όταν τον φώναζαν για τον λογαριασμό, επέστρεφε άλλοτε με ένα πλατύ χαμόγελο δείχνοντας μου τα κάτασπρα δόντια του και άλλοτε μουτρωμένος γιατί κάποιος είχε τσιγκουνευτεί για πολλοστή φορά το φιλοδώρημα.
Ήταν δύο λεπτά μετά τις δώδεκα όταν η πόρτα του μπαρ άνοιξε και ένας ψηλός άντρας πέρασε την είσοδο. Δεν έδειχνε πάνω από τριάντα πέντε, είχε μαύρα πυκνά μαλλιά και θλιμμένα μάτια που έρχονταν σε αντίθεση με το χαμόγελο που ήταν χαραγμένο στο χλωμό του πρόσωπο. Φορούσε ένα γκρίζο κουστούμι με λεπτή ρίγα και μαύρα σκαρπίνια. Προχώρησε προς την σκηνή, χαιρέτησε με ένα νεύμα τον σαξοφωνίστα της μπάντας και κάθισε στο μοναδικό άδειο τραπέζι που υπήρχε εκεί. Ο Τιμ, τον είχε δει και εκείνος αμέσως μόλις μπήκε και δεν άργησε να πάει να πάρει την παραγγελία του.
«Καλησπέρα κύριε Ρομπ», του είπε σκύβοντας κοντά στο πρόσωπό του. Ο ήχος από το σαξόφωνο σχεδόν κάλυπτε τη φωνή του.
«Καλησπέρα Τιμ. Το συνηθισμένο», του απάντησε εκείνος. Ο Τιμ έκανε μια ελαφριά υπόκλιση και επέστρεψε στο μπαρ.
«Ένα διπλό χωρίς πάγο», είπε στον μπάρμαν και με κοίταξε.
«Τον είδες αυτόν που ήρθε;», με ρώτησε. Κούνησα το κεφάλι μου. «Έρχεται κάθε Παρασκευή μετά τις δώδεκα και κάθεται πάντα στο ίδιο τραπέζι με τη μονή καρέκλα στην δεξιά πλευρά της σκηνής, που ανεξήγητο πως, είναι πάντα διαθέσιμο όταν έρχεται εκείνος. Δεν μας παίρνει ποτέ τηλέφωνο για να κάνει κράτηση ενώ είναι εδώ κάθε εβδομάδα την ίδια ώρα».
«Δεν μου κάνει εντύπωση. Ίσως του αρέσει η Τζαζ, και αφού βρίσκει τραπέζι…». Ο Τιμ με κοίταξε και έσφιξε τα χείλη του. Στο βλέμμα του είδα πως κάτι τον προβλημάτιζε. Το ουίσκι του κυρίου Ρομπ ήταν έτοιμο. Το έβαλε σε ένα δίσκο, τον κράτησε ψηλά πάνω από το κεφάλι και απομακρύνθηκε. Μέχρι να επιστρέψει βρήκα ευκαιρία να κατεβάσω δυο γερές γουλιές μπύρας που με την κουβέντα την είχα σχεδόν ξεχάσει. Ο Τιμ μου έκανε νόημα με το κεφάλι του να κοιτάξω προς την πλευρά του άντρα ενώ εκείνος σταμάτησε για να αποδώσει τον λογαριασμό σε ένα διπλανό τραπέζι. Ύστερα με πλησίασε με σταθερό βηματισμό και μου έδειξε το πουρμπουάρ του. Ένα αμερικάνικο χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων.
«Δεν έχεις παράπονο;», του είπα και ήπια ακόμα λίγη μπύρα.
«Για κοίτα το καλά», μου είπε τεντώνοντας μπροστά μου το χαρτονόμισμα. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω τι εννοούσε.
«Μα καλά, δεν ξέρεις πως αυτά τα χαρτονομίσματα έχουν αποσυρθεί εδώ και ένα χρόνο;», είπε. Και είχε δίκιο. Εγώ ούτε που το θυμόμουν.
«Ντρέπομαι να του το πω και κάθε τόσο, όταν μαζεύω καμιά δεκαριά, πάω στην τράπεζα και τα αλλάζω. Μετά είναι και το άλλο» είπε και σταμάτησε. Εγώ είχα αρχίσει να κοιτάζω μία τον κουστουμαρισμένο άντρα και μία τον Τιμ που έδειχνε πως έψαχνε πολύ καιρό να βρει κάποιον να του εκμυστηρευτεί τους προβληματισμούς του.
«Όση ώρα τον κοιτούσες, ήπιε καθόλου από το ποτό του;», συνέχισε.
«Εννοείς από την ώρα που μου έκανες νόημα;», κούνησε το κεφάλι του, «Μάλλον όχι», είπα.
«Ε, λοιπόν σε πληροφορώ πως δεν πίνει ποτέ. Ούτε λίγο. Κρατάει το ποτό του, να δες, όπως τώρα, και φεύγει χωρίς να έχει πιει γουλιά». Τον κοίταξα δύσπιστα.
«Είσαι σίγουρος;»
«Χίλια τα εκατό σου λέω». Πήρε πάλι τον δίσκο και έφυγε. Μια παρέα τεσσάρων ατόμων, μόλις είχε μπει και στέκονταν μπροστά στην πόρτα. Ο Τιμ με τα λεγόμενα του είχε καταφέρει να μου τραβήξει την προσοχή και τώρα το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω στον άντρα με τις παράξενες συνήθειες. Ο Τιμ μου είπε στην συνέχεια πως είχε πάνω από ένα χρόνο που επισκέπτονταν το μπαρ. Φορούσε το ίδιο ριγέ κοστούμι και ήταν πάντα μόνος αλλά δεν είχε καταφέρει να μάθει τίποτε άλλο για αυτόν εκτός από το μικρό του όνομα. Κύριος Ρομπ. Μόλις ο σαξοφωνίστας της μπάντας τελείωνε το πρόγραμμά του, εκείνος έφευγε. Αυτό συνέβη και τώρα.
Όλη εκείνη την ώρα τον κοιτούσα τόσο προσηλωμένα και επίμονα που φαίνεται πως του τράβηξα το βλέμμα. Λίγο πριν περάσει την έξοδο της παμπ, μου έριξε μια έντονη ματιά σαν να ήθελε να δηλώσει πως με είχε αντιληφθεί από ώρα. Μία ακατανίκητη επιθυμία να μάθω περισσότερα για αυτόν τον άντρα με είχε καταβάλει τόσο, που αποφάσισα να τον ακολουθήσω. Κούνησα το χέρι μου κάπως άχαρα στην προσπάθειά μου να χαιρετίσω τον Τιμ από μακριά και βγήκα βιαστικά από το μπαρ.
Ο παράξενος κύριος Ρομπ, περπατούσε δέκα μέτρα μπροστά μου με αργό και σταθερό βήμα και βλέμμα προσηλωμένο μπροστά. Δεν γύρισε ούτε μια φορά το κεφάλι του να κοιτάξει δεξιά ή αριστερά. Περπατούσε ελαφρά σκυφτός και μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι δεν μπορούσα να ακούσω καθόλου τα σκαρπίνια του να χτυπούν στο πεζοδρόμιο. Πλησίασα και άλλο. Δεν έμοιαζε να με είχε αντιληφθεί ή δεν τον ένοιαζε καθόλου. Στο επόμενο στενό έστριψε αριστερά. Διέσχισε ένα πάρκο με υποτυπώδες φωτισμό και μετά έκανε δεξιά. Στο τελείωμα του πάρκου υπήρχε ένα ψηλό δέντρο με τεράστιο κορμό και μετά από αυτό ένα κίτρινο σπίτι. Μόλις πέρασε μπροστά από το δέντρο τον έχασα. Στάθηκα να κοιτάζω στην μέση του πουθενά μία δεξιά και μία αριστερά κάτω από το χλωμό φως μιας λάμπας. Δεν μπορεί να εξαφανίστηκε, είπα μέσα μου και αμέσως μετά σκέφτηκα να πάω προς το κίτρινο σπίτι. Έδειχνε ερειπωμένο. Τα τέσσερα σκαλιά που οδηγούσαν στην πόρτα είχαν πιάσει χορτάρι και στον τοίχο, γύρω από τα παράθυρα, είχε παραφυάδες κισσού. Ωστόσο, μέσα από το κλειστό πατζούρι του παραθύρου διέκρινα φως. Πλησίασα στην πόρτα και προσπάθησα να διαβάσω το όνομα στο κουδούνι. Έγραφε Ρόμπερτ και Τζούλια Όστιν. «Λες να μένει εδώ ο κύριος Ρομπ;» αναρωτήθηκα μεγαλόφωνα. Δεν χτύπησα. Κατέβηκα ξανά τα σκαλιά και περίμενα με την πλάτη ακουμπισμένη στο μεγάλο δέντρο, κοιτάζοντας το φως στο παράθυρο. Το ένστικτό μου έλεγε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το σπίτι.
Έμεινα εκεί μέχρι που χάραξε η μέρα. Καθ’ όλη εκείνη την διάρκεια της αναμονής μου δεν ακούστηκε ούτε ένας ήχος από το σπίτι ενώ το φως παρέμενε αναμμένο. Είχα αρχίσει να νιώθω την κούραση σε όλο μου το σώμα αλλά το μυαλό μου παρέμενε ξάγρυπνο και αναζητούσε απαντήσεις. Ένα πρωινό αεράκι είχε αρχίσει να φυσά. Τώρα ακουγόταν μόνο το θρόισμα των φύλλων και κάπου κάπου ένα δειλό κελάιδισμα από κάποιο σπουργίτι. Η υγρασία περόνιαζε τα πόδια μου. Λίγο αργότερα το στενό μονοπάτι του πάρκου γέμισε περαστικούς. Πέντε βήματα πιο πέρα από το κίτρινο σπίτι, μία ηλικιωμένη κυρία άνοιξε τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού της και χάζεψε για λίγο από το περβάζι.
«Συγγνώμη, μήπως γνωρίζετε τον κύριο Ρόμπ;», τη ρώτησα μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα, ξεχνώντας τους τρόπους μου. Με κοίταξε απορημένη.
«Λέτε τον κύριο Όστιν;» είπε.
«Ναι. Τον κύριο Όστιν. Τον ξέρετε;»
«Όχι ιδιαιτέρως. Τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του ήξερα αλλά από το τροχαίο και μετά, δεν έχει τύχει να τον συναντήσω», είπε και ακούμπησε με το χέρι τα χείλη της σαν να συνειδητοποιούσε εκείνη τη στιγμή αυτό που μόλις είχε πει. Μια τρελή ιδέα πέρασε από το μυαλό μου. Δεν ξέρω γιατί ήθελα να το κάνω αυτό αλλά εκείνη την στιγμή ήξερα πως ήταν το σωστό. Πήρα τηλέφωνο την αστυνομία. Είπα πως ήμουν φίλος του κυρίου Όστιν και πως βρισκόμουν έξω από το σπίτι του. Πως έβλεπα φως μέσα αλλά δεν μου άνοιγε κανείς και πως ανησυχούσα μην είχε πάθει κάτι. Θα μπορούσα να μπλέξω πολύ άσχημα αλλά εκείνη τη στιγμή δεν υπήρξε δεύτερη σκέψη.
Η αστυνομία ήρθε γρήγορα. Ο ένας αστυνομικός έμεινε στο αυτοκίνητο∙ ο άλλος και εγώ ανεβήκαμε τα σκαλιά του σπιτιού. Χτύπησε με δύναμη την πόρτα αλλά δεν φάνηκε κανείς. Φώναξε αλλά δεν υπήρξε απάντηση. Αποφασίσαμε να μπούμε μέσα. Σιγά σιγά είχε αρχίσει να μαζεύετε κόσμος γύρω από το σπίτι. Ένα ακόμα περιπολικό έκανε την εμφάνισή του και μαζί και ο κλειδαράς για να ανοίξουμε την πόρτα. Είχα καταφέρει να δημιουργήσω μεγάλη αναστάτωση για να μπω σε ένα σπίτι που ούτε καν γνώριζα. Τί είχε κυριέψει το μυαλό μου; Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω. Όταν η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι μία εξαιρετικά έντονη δυσοσμία ξεχύθηκε έως έξω. Κάλυψα με το μανίκι μου τη μύτη και το στόμα μου και προχώρησα στο διάδρομο. Το όργανο της τάξης με σταμάτησε λίγο πριν μπω στο σαλόνι.
«Δεν σας συνιστώ να περάσετε. Το θέαμα είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο» μου είπε.
Το ίδιο απόγευμα ήταν πρώτη είδηση σε όλα τα κανάλια. Το πτώμα του κύριου Ρόμπερτ Όστιν είχε βρεθεί ένα χρόνο μετά τον θάνατό του μέσα στο σπίτι του. Από την νεκροψία διαπιστώθηκε πως οφειλόταν σε αυτοκτονία. Ήταν καθισμένος σε μια καρέκλα, πεσμένος πάνω στην τραπεζαρία και φορούσε ένα γκρι κουστούμι με λεπτή ρίγα. Δεξιά του υπήρχε ένα ποτήρι γεμάτο ουίσκι και κάτω από το αριστερό του χέρι η φωτογραφία της προσφάτως εκλιπούσης συζύγου του. Επάνω στο τραπέζι υπήρχε ακόμα ένας δίσκος τζαζ μουσικής, με τη φωτογραφία του σαξοφωνίστα που είχα δει στην παμπ του Λουκ. Από κάτω έγραφε: «Στην αγαπημένη μου Τζούλια για την επέτειό μας, Με αγάπη, Ρομπ», που πιθανολογείται πως δεν πρόλαβε να της τον δώσει ποτέ...
Πολίτη Τριαντάφυλλη
Βιογραφικό σημείωμα
Γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων, αλλά η
λογοτεχνία την συγκινούσε πάντα περισσότερο από τους αριθμούς.
Ξεκίνησε να ασχολείται με τη Δημιουργική Γραφή το 2007. Το 2009 έκανε τα
πρώτα της σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής στο Ελληνοαμερικάνικο Κολλέγιο του
Ψυχικού με εισηγητή τον συγγραφέα Αλέξανδρο Ασωνίτη. Το 2012 παρακολούθησε το
Εργαστήριο Δημιουργικής Γραφής του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, με εισηγήτρια τη
συγγραφέα Αμάντα Μιχαλοπούλου και το 2013 συνέχισε τα μαθήματα μαζί της για
ολόκληρο το διδακτικό έτος έως και το Φεβρουάριο του 2014. Παράλληλα,
παρακολούθησε σεμινάρια Δημιουργικής Σκέψης στο Εθνικό και Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο τελευταίο, ολοκλήρωσε τον Μάιο του 2014 και την εκπαίδευση
της στην Δημιουργική Γραφή, ενώ συνεχίζει να μελετά και να διαβάζει ό,τι μπορεί
να της χαρίσει γνώση, έμπνευση και χαρά.