Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Διηγήματα Ε΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού (2)


Β΄ Βραβείο

Βραδιές Τζαζ 
Πολίτη Τριαντάφυλλη

Οι Παρασκευές στην παμπ του «Λουκ» είχαν καθιερωθεί ως «βραδιές της Τζαζ». Οι πόρτες άνοιγαν στις εννέα και το μαγαζί δεχόταν κόσμο έως και τις πρώτες πρωινές ώρες. Εκείνη την ημέρα όλα τα τραπέζια ήταν γεμάτα αλλά και γύρω από αυτά κάποιοι θαμώνες στέκονταν όρθιοι με ένα ποτό στο χέρι για να ακούσουν την μπάντα να παίζει. Ο σαξοφωνίστας του γκρουπ ήταν διάσημος σ’ αυτά τα μέρη και οι δίσκοι που είχε κυκλοφορήσει είχαν γίνει ανάρπαστοι. 

Είχα καθίσει στο μπαρ και έπινα μια παγωμένη Peroni από το μπουκάλι. Κάθε τόσο αντάλλασα καμιά κουβέντα με τον Τιμ, τον σερβιτόρο, που πηγαινοερχόταν για να πάρει τις παραγγελίες. Γνώριζε σχεδόν όλους τους πελάτες και είχε να σου πει μια ιδιαίτερη ιστορία για τον κάθε έναν. Όταν τον φώναζαν για τον λογαριασμό, επέστρεφε άλλοτε με ένα πλατύ χαμόγελο δείχνοντας μου τα κάτασπρα δόντια του και άλλοτε μουτρωμένος γιατί κάποιος είχε τσιγκουνευτεί για πολλοστή φορά το φιλοδώρημα. 

Ήταν δύο λεπτά μετά τις δώδεκα όταν η πόρτα του μπαρ άνοιξε και ένας ψηλός άντρας πέρασε την είσοδο. Δεν έδειχνε πάνω από τριάντα πέντε, είχε μαύρα πυκνά μαλλιά και θλιμμένα μάτια που έρχονταν σε αντίθεση με το χαμόγελο που ήταν χαραγμένο στο χλωμό του πρόσωπο. Φορούσε ένα γκρίζο κουστούμι με λεπτή ρίγα και μαύρα σκαρπίνια. Προχώρησε προς την σκηνή, χαιρέτησε με ένα νεύμα τον σαξοφωνίστα της μπάντας και κάθισε στο μοναδικό άδειο τραπέζι που υπήρχε εκεί. Ο Τιμ, τον είχε δει και εκείνος αμέσως μόλις μπήκε και δεν άργησε να πάει να πάρει την παραγγελία του. 

«Καλησπέρα κύριε Ρομπ», του είπε σκύβοντας κοντά στο πρόσωπό του. Ο ήχος από το σαξόφωνο σχεδόν κάλυπτε τη φωνή του. 

«Καλησπέρα Τιμ. Το συνηθισμένο», του απάντησε εκείνος. Ο Τιμ έκανε μια ελαφριά υπόκλιση και επέστρεψε στο μπαρ. 

«Ένα διπλό χωρίς πάγο», είπε στον μπάρμαν και με κοίταξε. 

«Τον είδες αυτόν που ήρθε;», με ρώτησε. Κούνησα το κεφάλι μου. «Έρχεται κάθε Παρασκευή μετά τις δώδεκα και κάθεται πάντα στο ίδιο τραπέζι με τη μονή καρέκλα στην δεξιά πλευρά της σκηνής, που ανεξήγητο πως, είναι πάντα διαθέσιμο όταν έρχεται εκείνος. Δεν μας παίρνει ποτέ τηλέφωνο για να κάνει κράτηση ενώ είναι εδώ κάθε εβδομάδα την ίδια ώρα». 

«Δεν μου κάνει εντύπωση. Ίσως του αρέσει η Τζαζ, και αφού βρίσκει τραπέζι…». Ο Τιμ με κοίταξε και έσφιξε τα χείλη του. Στο βλέμμα του είδα πως κάτι τον προβλημάτιζε. Το ουίσκι του κυρίου Ρομπ ήταν έτοιμο. Το έβαλε σε ένα δίσκο, τον κράτησε ψηλά πάνω από το κεφάλι και απομακρύνθηκε. Μέχρι να επιστρέψει βρήκα ευκαιρία να κατεβάσω δυο γερές γουλιές μπύρας που με την κουβέντα την είχα σχεδόν ξεχάσει. Ο Τιμ μου έκανε νόημα με το κεφάλι του να κοιτάξω προς την πλευρά του άντρα ενώ εκείνος σταμάτησε για να αποδώσει τον λογαριασμό σε ένα διπλανό τραπέζι. Ύστερα με πλησίασε με σταθερό βηματισμό και μου έδειξε το πουρμπουάρ του. Ένα αμερικάνικο χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων. 

«Δεν έχεις παράπονο;», του είπα και ήπια ακόμα λίγη μπύρα. 

«Για κοίτα το καλά», μου είπε τεντώνοντας μπροστά μου το χαρτονόμισμα. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω τι εννοούσε. 

«Μα καλά, δεν ξέρεις πως αυτά τα χαρτονομίσματα έχουν αποσυρθεί εδώ και ένα χρόνο;», είπε. Και είχε δίκιο. Εγώ ούτε που το θυμόμουν. 

«Ντρέπομαι να του το πω και κάθε τόσο, όταν μαζεύω καμιά δεκαριά, πάω στην τράπεζα και τα αλλάζω. Μετά είναι και το άλλο» είπε και σταμάτησε. Εγώ είχα αρχίσει να κοιτάζω μία τον κουστουμαρισμένο άντρα και μία τον Τιμ που έδειχνε πως έψαχνε πολύ καιρό να βρει κάποιον να του εκμυστηρευτεί τους προβληματισμούς του. 

«Όση ώρα τον κοιτούσες, ήπιε καθόλου από το ποτό του;», συνέχισε. 

«Εννοείς από την ώρα που μου έκανες νόημα;», κούνησε το κεφάλι του, «Μάλλον όχι», είπα. 

«Ε, λοιπόν σε πληροφορώ πως δεν πίνει ποτέ. Ούτε λίγο. Κρατάει το ποτό του, να δες, όπως τώρα, και φεύγει χωρίς να έχει πιει γουλιά». Τον κοίταξα δύσπιστα. 

«Είσαι σίγουρος;» 

«Χίλια τα εκατό σου λέω». Πήρε πάλι τον δίσκο και έφυγε. Μια παρέα τεσσάρων ατόμων, μόλις είχε μπει και στέκονταν μπροστά στην πόρτα. Ο Τιμ με τα λεγόμενα του είχε καταφέρει να μου τραβήξει την προσοχή και τώρα το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω στον άντρα με τις παράξενες συνήθειες. Ο Τιμ μου είπε στην συνέχεια πως είχε πάνω από ένα χρόνο που επισκέπτονταν το μπαρ. Φορούσε το ίδιο ριγέ κοστούμι και ήταν πάντα μόνος αλλά δεν είχε καταφέρει να μάθει τίποτε άλλο για αυτόν εκτός από το μικρό του όνομα. Κύριος Ρομπ. Μόλις ο σαξοφωνίστας της μπάντας τελείωνε το πρόγραμμά του, εκείνος έφευγε. Αυτό συνέβη και τώρα. 

Όλη εκείνη την ώρα τον κοιτούσα τόσο προσηλωμένα και επίμονα που φαίνεται πως του τράβηξα το βλέμμα. Λίγο πριν περάσει την έξοδο της παμπ, μου έριξε μια έντονη ματιά σαν να ήθελε να δηλώσει πως με είχε αντιληφθεί από ώρα. Μία ακατανίκητη επιθυμία να μάθω περισσότερα για αυτόν τον άντρα με είχε καταβάλει τόσο, που αποφάσισα να τον ακολουθήσω. Κούνησα το χέρι μου κάπως άχαρα στην προσπάθειά μου να χαιρετίσω τον Τιμ από μακριά και βγήκα βιαστικά από το μπαρ. 

Ο παράξενος κύριος Ρομπ, περπατούσε δέκα μέτρα μπροστά μου με αργό και σταθερό βήμα και βλέμμα προσηλωμένο μπροστά. Δεν γύρισε ούτε μια φορά το κεφάλι του να κοιτάξει δεξιά ή αριστερά. Περπατούσε ελαφρά σκυφτός και μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι δεν μπορούσα να ακούσω καθόλου τα σκαρπίνια του να χτυπούν στο πεζοδρόμιο. Πλησίασα και άλλο. Δεν έμοιαζε να με είχε αντιληφθεί ή δεν τον ένοιαζε καθόλου. Στο επόμενο στενό έστριψε αριστερά. Διέσχισε ένα πάρκο με υποτυπώδες φωτισμό και μετά έκανε δεξιά. Στο τελείωμα του πάρκου υπήρχε ένα ψηλό δέντρο με τεράστιο κορμό και μετά από αυτό ένα κίτρινο σπίτι. Μόλις πέρασε μπροστά από το δέντρο τον έχασα. Στάθηκα να κοιτάζω στην μέση του πουθενά μία δεξιά και μία αριστερά κάτω από το χλωμό φως μιας λάμπας. Δεν μπορεί να εξαφανίστηκε, είπα μέσα μου και αμέσως μετά σκέφτηκα να πάω προς το κίτρινο σπίτι. Έδειχνε ερειπωμένο. Τα τέσσερα σκαλιά που οδηγούσαν στην πόρτα είχαν πιάσει χορτάρι και στον τοίχο, γύρω από τα παράθυρα, είχε παραφυάδες κισσού. Ωστόσο, μέσα από το κλειστό πατζούρι του παραθύρου διέκρινα φως. Πλησίασα στην πόρτα και προσπάθησα να διαβάσω το όνομα στο κουδούνι. Έγραφε Ρόμπερτ και Τζούλια Όστιν. «Λες να μένει εδώ ο κύριος Ρομπ;» αναρωτήθηκα μεγαλόφωνα. Δεν χτύπησα. Κατέβηκα ξανά τα σκαλιά και περίμενα με την πλάτη ακουμπισμένη στο μεγάλο δέντρο, κοιτάζοντας το φως στο παράθυρο. Το ένστικτό μου έλεγε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το σπίτι. 

Έμεινα εκεί μέχρι που χάραξε η μέρα. Καθ’ όλη εκείνη την διάρκεια της αναμονής μου δεν ακούστηκε ούτε ένας ήχος από το σπίτι ενώ το φως παρέμενε αναμμένο. Είχα αρχίσει να νιώθω την κούραση σε όλο μου το σώμα αλλά το μυαλό μου παρέμενε ξάγρυπνο και αναζητούσε απαντήσεις. Ένα πρωινό αεράκι είχε αρχίσει να φυσά. Τώρα ακουγόταν μόνο το θρόισμα των φύλλων και κάπου κάπου ένα δειλό κελάιδισμα από κάποιο σπουργίτι. Η υγρασία περόνιαζε τα πόδια μου. Λίγο αργότερα το στενό μονοπάτι του πάρκου γέμισε περαστικούς. Πέντε βήματα πιο πέρα από το κίτρινο σπίτι, μία ηλικιωμένη κυρία άνοιξε τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού της και χάζεψε για λίγο από το περβάζι. 

«Συγγνώμη, μήπως γνωρίζετε τον κύριο Ρόμπ;», τη ρώτησα μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα, ξεχνώντας τους τρόπους μου. Με κοίταξε απορημένη. 

«Λέτε τον κύριο Όστιν;» είπε. 

«Ναι. Τον κύριο Όστιν. Τον ξέρετε;» 

«Όχι ιδιαιτέρως. Τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του ήξερα αλλά από το τροχαίο και μετά, δεν έχει τύχει να τον συναντήσω», είπε και ακούμπησε με το χέρι τα χείλη της σαν να συνειδητοποιούσε εκείνη τη στιγμή αυτό που μόλις είχε πει. Μια τρελή ιδέα πέρασε από το μυαλό μου. Δεν ξέρω γιατί ήθελα να το κάνω αυτό αλλά εκείνη την στιγμή ήξερα πως ήταν το σωστό. Πήρα τηλέφωνο την αστυνομία. Είπα πως ήμουν φίλος του κυρίου Όστιν και πως βρισκόμουν έξω από το σπίτι του. Πως έβλεπα φως μέσα αλλά δεν μου άνοιγε κανείς και πως ανησυχούσα μην είχε πάθει κάτι. Θα μπορούσα να μπλέξω πολύ άσχημα αλλά εκείνη τη στιγμή δεν υπήρξε δεύτερη σκέψη. 

Η αστυνομία ήρθε γρήγορα. Ο ένας αστυνομικός έμεινε στο αυτοκίνητο∙ ο άλλος και εγώ ανεβήκαμε τα σκαλιά του σπιτιού. Χτύπησε με δύναμη την πόρτα αλλά δεν φάνηκε κανείς. Φώναξε αλλά δεν υπήρξε απάντηση. Αποφασίσαμε να μπούμε μέσα. Σιγά σιγά είχε αρχίσει να μαζεύετε κόσμος γύρω από το σπίτι. Ένα ακόμα περιπολικό έκανε την εμφάνισή του και μαζί και ο κλειδαράς για να ανοίξουμε την πόρτα. Είχα καταφέρει να δημιουργήσω μεγάλη αναστάτωση για να μπω σε ένα σπίτι που ούτε καν γνώριζα. Τί είχε κυριέψει το μυαλό μου; Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω. Όταν η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι μία εξαιρετικά έντονη δυσοσμία ξεχύθηκε έως έξω. Κάλυψα με το μανίκι μου τη μύτη και το στόμα μου και προχώρησα στο διάδρομο. Το όργανο της τάξης με σταμάτησε λίγο πριν μπω στο σαλόνι. 

«Δεν σας συνιστώ να περάσετε. Το θέαμα είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο» μου είπε. 

Το ίδιο απόγευμα ήταν πρώτη είδηση σε όλα τα κανάλια. Το πτώμα του κύριου Ρόμπερτ Όστιν είχε βρεθεί ένα χρόνο μετά τον θάνατό του μέσα στο σπίτι του. Από την νεκροψία διαπιστώθηκε πως οφειλόταν σε αυτοκτονία. Ήταν καθισμένος σε μια καρέκλα, πεσμένος πάνω στην τραπεζαρία και φορούσε ένα γκρι κουστούμι με λεπτή ρίγα. Δεξιά του υπήρχε ένα ποτήρι γεμάτο ουίσκι και κάτω από το αριστερό του χέρι η φωτογραφία της προσφάτως εκλιπούσης συζύγου του. Επάνω στο τραπέζι υπήρχε ακόμα ένας δίσκος τζαζ μουσικής, με τη φωτογραφία του σαξοφωνίστα που είχα δει στην παμπ του Λουκ. Από κάτω έγραφε: «Στην αγαπημένη μου Τζούλια για την επέτειό μας, Με αγάπη, Ρομπ», που πιθανολογείται πως δεν πρόλαβε να της τον δώσει ποτέ...

Πολίτη Τριαντάφυλλη
Βιογραφικό σημείωμα


Γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων, αλλά η λογοτεχνία την συγκινούσε πάντα περισσότερο από τους αριθμούς.
Ξεκίνησε να ασχολείται με τη Δημιουργική Γραφή το 2007. Το 2009 έκανε τα πρώτα της σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής στο Ελληνοαμερικάνικο Κολλέγιο του Ψυχικού με εισηγητή τον συγγραφέα Αλέξανδρο Ασωνίτη. Το 2012 παρακολούθησε το Εργαστήριο Δημιουργικής Γραφής του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, με εισηγήτρια τη συγγραφέα Αμάντα Μιχαλοπούλου και το 2013 συνέχισε τα μαθήματα μαζί της για ολόκληρο το διδακτικό έτος έως και το Φεβρουάριο του 2014. Παράλληλα, παρακολούθησε σεμινάρια Δημιουργικής Σκέψης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο τελευταίο, ολοκλήρωσε τον Μάιο του 2014 και την εκπαίδευση της στην Δημιουργική Γραφή, ενώ συνεχίζει να μελετά και να διαβάζει ό,τι μπορεί να της χαρίσει γνώση, έμπνευση και χαρά.  

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Διηγήματα Ε΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού (1)

Α΄ Βραβείο
                  
Ανάμεσα σε καμβά και μετάξι 
 Ελένης Χατζημιχαήλ

Δεν την είδε, δεν την ήξερε, δεν τη μύρισε, δεν τη χάιδεψε, δεν τη φίλησε, δεν τη χάρηκε. Κι όμως, ήταν η μάνα του. Μα κι αυτός δεν είχε προλάβει να την πικράνει, να την κουράσει, να τη φορτώσει, να την ξαγρυπνήσει, να βυζάξει ζωή από αυτήν, να την πονέσει. Οι μόνοι πόνοι της ήταν η ώρα που τον έφερνε στον κόσμο, σημαδεύοντάς του μόνιμα την ταυτότητα: Θα ήταν ορφανός από μάνα. Μια μάνα, που καθώς του ιστορούν, δεν είχε άλλη να της μοιάζει στη νοικοκυροσύνη, στον τρόπο, στην καλοσύνη μα και στην ντροπαλότητα. 

Τούτη η ντροπαλότητα, μέσα στο σφίξιμο και τη μιζέρια του πoλέμου, έκανε την όποια φωτογράφισή της μη απαραίτητη, μη χρήσιμη και είδος πολυτελείας. Έτσι, έμεινε ο Φώτης όχι μόνο ορφανός, μα και δίχως μια έστω εικονική μάνα. Ό,τι του ’μεινε από κείνην ήταν ένα μεταξωτό φουστάνι με κεντίδια, ένα κι ένα από το χέρι της, κι ένας μαρμάρινος σταυρός στο κοιμητήρι με τ’ όνομά της. Φωτεινή Φωτίου ετών 28. 

Ναι, τουλάχιστον του ’δωσαν τ’ όνομά της, για να ’ναι ανάμεσά τους έστω μια παρουσία, μια καθημερινή υπόμνηση, αφού τον βάσταξε οκτώ μήνες και που στην πρόωρη γέννα, τού ’δωσε το μερτικό της στη ζωή τραβώντας μόνη για τ’ αψηλά. 

Δύσκολες ώρες… Τα γάλατα της αγοράς ανύπαρκτα, το φαγητό λιγοστό κι ο χρόνος για τον πατέρα δυσεύρετος. Έπρεπε να τρέξει για μεροκάματο, για δέντρα, για ζωντανά, για μωρό. Ένα μωρό που του ’λειπαν κιλά, μπόι, μάνα και φαϊ. Που του περίσσευε το κλάμα κι οι αδύνατες ανασαιμιές. Κανείς δεν πίστεψε πως θα ορθοποδούσε ούτε καν πως θα ξημερωνόταν. Πού θερμοκοιτίδες, πού μεταγγίσεις και πού ιατρική έγνοια. Στο ξεχασμένο από τον κόσμο χωριό τους, μόνο ο Θεός μπορούσε να τους γνοιαστεί και μόνο σ’ Αυτόν ανάτρεχαν στη δύσκολη ώρα. 

Έτσι, τον βάφτισαν κοντά μεσάνυκτα στο σπίτι, κάτω από ’να απριλιάτικο φεγγαρόφωτο, που κρατούσε τσίλιες από τις χαραμάδες των παραθύρων. Το χαλκωματένιο καζάνι τους πήρε τη θέση κολυμβήθρας κι η νονά - γειτόνισσα χάρισε τον σταυρό της για το καλοστράτημά του. 

Η μάνα του, πρόλαβε να ευχηθεί να ’χει ζωή ασυννέφιαστη κι όλα τα πλούτη τ’ ουρανού να τον στολίζουν. Ναι, ήταν τα επουράνια ανοιχτά κείνη την ώρα για το: «ευχές γονέων στηρίζουν οίκους»… και γιατί όχι και λειψά παιδιά; 

Και στηρίχτηκε το παιδί, κόντρα στην απόγνωση της μαμής, κόντρα στην φυγή της μάνας και κόντρα στην απελπισία του πατέρα… Κι έγινε ο Φώτης, το «δεύτε λάβετε φως». «Πάρτε λεχώνες του χωριού τον μικρό νιογέννητο Φωτάκη που επιμένει ν’ αναβοσβήνει την ελπίδα και μοιράστε του γάλα απ’ το δικό σας». 

Τρεις λεχώνες στρίμωξαν στην αγκαλιά τους τον μικρό Φωτάκη, δίπλα στο δικό τους παιδί και του ’δωσαν την αγάπη που του ’λειψε και τη ζωή που δεν έβρισκε. Κι ο πατέρας, μες στη μαυρίλα της μοναξιάς και του χαμού, βρήκε κουράγιο να του χαμογελά, να του παίζει, να τρέχει από παραμάνα σε παραμάνα για θηλασμό, να ευγνωμονεί, να ευχαριστεί και ν’ ανταποδίδει μ’ ό,τι καλούδι είχε το σπίτι του, για να ’χουν γάλα οι μάνες και για το δικό του μωρό, που όλο κι έπαιρνε τ’ απάνω του μέρα με τη μέρα. 
……………………………………………………….. 

Μεγάλωνε μες στις νεροσυρμές της γειτονιάς, παίζοντας με τα παιδιά που είχαν μάνα και ζηλεύοντάς τα για την καλή τους τύχη. Ώσπου, ήρθε μια μέρα, που μια θεία, πολύτεκνη, με φτωχό καλύβι, μα ξέχειλο από πονοψυχιά κι αξιοσύνη, τον στρίμωξε με τα έξι δικά της κι άρχισε ο Φωτάκης να φωτίζει το σπιτικό της με το κρυστάλλινο, αθώο φως του. Του χάρισε το δικό της όνομα «μάνα», κι από τότε είχε και κείνος εν’ αποκούμπι, μιαν αγάπη, μιαν αγκαλιά, μια μάνα που δεν του χαριζόταν μα και που δεν τον απόπαιρνε. 

Σαν άρχισε να ξανοίγεται στον κόσμο και να πηγαίνει σχολείο, τον πονούσε η άγνωστη μορφή της μάνας, δίχως μια φωτογραφία, δίχως μια ζωγραφιά… Έτσι, έβγαζε κρυφά - κρυφά από το μυστικό σεντούκι, το μοναδικό μεταξωτό φόρεμα της μάνας του, με τα κεντίδια τα ξώπρωτα, που λες και δεν τ’ άγγιξε ανθρώπινο χέρι. Του τα ορμήνεψε η θεια του μια μέρα που τον «συνέλαβε» να τα χαζεύει περίλυπος… 

«Δεν ήταν βελονιά που να μην την πιάναν τα χέρια της Φωτεινής. Βλέπεις γιακαδάκι με λαπηθιώτικο⃰ βελονάκι, δαντέλα με σμιλί και ασιώτικους⃰ «κοφτούς ρόμβους;». Ακόμα και στο στρίφωμα ο «ποταμός» είναι Λευκαρίτικος⃰ με παραγεμίσματα βελονιές που μόνο αυτή ήξερε να κάνει. Ξέρεις πόσες κοπελιές αντέγραψαν τα σχέδια και τα κεντίδια της; Μα πάλι όμοια δεν ήταν». Ύστερα από τούτη τη μαθητεία στις βελονιές της μάνας του… άρχισε να κάνει παζάρια με τις ξαδέλφες του. 

- Μπορείς να φορέσεις της μάνα μου το φουστάνι… να δω πόσο ήταν το μπόι της και πώς το καλούπι της; 

- Τρελάθηκες; Θέλεις να φάμε το ξύλο της χρονιάς μας; Αυτό είναι κειμήλιο, είναι ιερό, είναι ολοκέντητο. Εξάλλου… έχουμε δουλειά τώρα. 

- Θα κουβαλήσω εγώ νερό από τη βρύση για τα ζωντανά, για χάρη σας, θα ποτίσω τα λουλούδια… Σας παρακαλώ… 

Δίστασαν οι ξαδέλφες μα έλα που ήταν ολονών η αγάπη ο Φώτης και κανείς δεν του χαλούσε χατίρι! Το πρόβαρε η Δέσπω το φουστάνι, μα ούτε που της μπήκε. Δεν είχε άδικο η θεια που όλο έλεγε πως ήταν φαγούδα. Το πρόβαρε η Ηλέκτρα, μα της ήταν πολύ κοντό. 

Αδύνατο να φορούσαν στον καιρό της μάνας του, ως το γόνατο τα φορέματα, μάλλον ως τον αστράγαλο ή λίγο πιο πάνω. 

Δοκίμασε κι η Θοδώρα, μα χωρούσε άλλη μια μέσα. Θόλωσε ο Φώτης… τ’ όνειρο του ν’ αναπλάσει μέσα από το φουστάνι τη χαμένη του αγάπη, έσβησε… 

Δεν μπορεί, κάποια θα ’χει το σουλούπι της. Άκουσε τη νονά του που έλεγε για χοντρές καστανόξανθες πλεξούδες κι ένα χαμόγελο που της κεντούσε λες μ’ αστραφτερές χάντρες το πρόσωπο… ε… όλο και κάποια θα ’χει το μπόι της… όλο και κάποια θα ’χει μέση δαχτυλίδι για… χέρι λεπτό κι ευκίνητο, μαστορικό κι ευαίσθητο. 

Κι έτσι αναπάντεχα κοίταξε το δικό του λιανό χέρι… Λες να της έμοιασε; Λες να ’χει πάρει κάτι από το κρυφό κι άγνωστο τάλαντό της; Να μπορεί τάχα ν ’ανασταίνει και ν’ αναπλάθει ό,τι στο νου του έχει απωθημένο; Πάγωσε! Ένα ρίγος τον τύλιξε χωρίς να το ελέγχει …Όχι, δεν εννοούσε κλίση στα κεντίδια με το βελόνι… μα, ένιωθε πως… στο χέρι του τα μολύβια και τα χρώματα παιχνίδιζαν αλλιώτικα απ’ ότι στα συνηθισμένα παιδιά. Φτιάχναν μορφές και σπίτια και τη φύση ολάκερη μ’ ένα τόνο ευαίσθητο, με μια γραμμή ολοζώντανη, με κάτι αποχρώσεις που ξεγελούσαν γι΄ αληθινές. Μάγευε, λες, τα κύματα πότε κάνοντάς τα να χρυσίζουν αληθινά στον ήλιο, πότε ν’ ανταριάζουν κόντρα στ’ αγέρι και πότε να γαληνεύουν στο καθρέφτισμα του φεγγαριού… Πλημμύρισε αναπάντεχα μαγεία στην ανακάλυψη. 

-Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου … Ναι, τώρα θα φτιάξω τη μάνα μου με τα χέρια μου… Θα βρω μεζούρα… Θα της κοντυλογράψω το φρύδι, θα της παραγεμίσω το μάτι με παράπονο, θα τη στολίσω με χάρες και χαρές που δε χάρηκε . Θα αντιστρέψω τους όρους… θα δώσω γω ζωή σ’ αυτή! 

Οι δάσκαλοι, έπιασαν την ευαισθησία του, τον παίνεψαν, τον πρόβαλαν, του έδωσαν αυτό που του ’λειπε, λόγο κι αυτοπεποίθηση. Όσο για τους καθηγητές αργότερα… υπόδειγμα για όλους ήταν οι ζωγραφιές του, που στόλιζαν τις πινακίδες κάθε τάξης. Κανείς όμως δεν πρόσεξε εκείνη τη γλυκιά μορφή που τρύπωνε σ’ όλους τους πίνακες… πότε να μαζώχνει ελιές, πότε να πυροκαίγεται φουρνίζοντας ψωμιά, πότε να ’ναι ανασκουμπωμένη στη σκάφη, και πότε να κρατά αγκαλιά ένα παιδί… ένα ιδιαίτερα λιανό παιδί… ένα παιδί που ’χε τα χέρια του προκλητικά τυλιγμένα με νάζι στο λαιμό της… Μόνο ένας καθηγητής, που είχε ίδια πορεία μ’ αυτόν στη ζωή, τον ένιωσε όσο κανείς… 

-Φώτη, θα ’μαι ο μέντοράς σου, θα ’μαι δίπλα σου ό,τι κι αν χρειαστείς… ξέρω τι πάει να πει να πονάς , να θέλεις να δημιουργήσεις κι η φτώχια να σου δένει τα χέρια. Καμβάδες, πινέλα, μπογιές, κι ό,τι άλλο χρειαστείς, θα ’ναι από μένα… κατάλαβες; Κι ούτε που θα δώσουμε εξηγήσεις σε κανένα, μόνο οι δυο μας θα το ξέρουμε. 

Αυτό κι αν ήταν μάννα εξ ουρανού. Σίγουρα κάποιος μεριμνά και σκέφτεται πριν απ ’ αυτόν γι’ αυτόν. Κάποιος, ή μάλλον κάποια, έχει δυνατή παρρησία στο θρόνο τ ’ουρανού, που βρίσκει μέντορες γι’ αυτόν στη γη. Με δυσκολία συγκράτησε τα δάκρυά του, και με προσπάθεια ο καθηγητής τη συγκίνησή του, σαν ο Φώτης έπεσε στην αγκαλιά του. Ευλογημένες πραγματικά στιγμές! 

Άρχισε ν’ αξιοποιεί τους καμβάδες που του χάρισαν μ’ ευλάβεια ξέχωρη και προσήλωση αλλόκοτη μα άργησε να δείξει τις ζωγραφιές του και να ρωτήσει τον πατέρα, τη θεια του και τα μεγαλοξαδέλφια, αν της έμοιαζε… φοβόταν την απάντηση. Κι αν δεν ήταν έτσι, κι αν δεν της έμοιαζε; Όχι, όχι… αυτή ήταν η μάνα του… πάντα γλυκιά, χαμογελαστή μ’ ανοικτή αγκαλιά για όλους και για κείνον. Έκανε το ξεχασμένο πατάρι του σπιτιού, το μυστικό του εργαστήρι και πολλές φορές τον έψαχναν μ’ αγωνία σαν αυτός αποκαμωμένος αποκοιμιόταν πάνω στα σχέδια… 

Ένα ιδιαίτερα βροχερό βράδυ όμως, που όλα βουβάθηκαν υποταγμένα στο επίμονο μαστίγωμα της βροχής, ο Φωτάκης δεν τους έκανε συντροφιά στο τραπέζι. Στην αρχή δεν κακόβαλαν. Νέο παλικάρι ήταν, με φίλους στο σύλλογο θα ’ταν- πού αλλού- σ ’ένα τέτοιο απομονωμένο χωριό; Η ώρα περνούσε όμως κι ο φόβος έφερνε την ανησυχία κι η ανησυχία τον πανικό κι ο πανικός την απόγνωση. «Πού να πήγε τούτη τη δύσκολη ώρα, και πώς θα γυρίσει μέσα σε τούτο τον χαμό; » Ιδιαίτερα όταν κατέβηκαν οι καταρράχτες κι ο ποταμός ανταριασμένος έπαιρνε τα πάντα στο διάβα του… δε συγκρατήθηκαν. 

Ο πατέρας, τα ξαδέλφια και κάτι συγγενείς στη γειτονιά, που πήραν είδηση, τυλίχτηκαν μ’ ό,τι βρήκαν μπροστά τους κι αμολήθηκαν φωνάζοντας αλαφιασμένα… χωρίς όμως να παίρνουν απάντηση. 

-Θεέ μου, παρακαλούσε η θεια που ’μεινε στο κατόπι τους, κάμε να τον βρούνε σύντομα… Γλύτωσε από την πρόωρη γέννα ,την ορφάνια, τη φτώχια, τη μοναξιά, μην τον χάσουμε από μια νεροποντή τώρα που έγινε παλικάρι… Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την τελευταία δακρύβρεχτη φράση η θεία, ένας απότομος θόρυβος της έκοψε την ανάσα. Ένα σφυριχτό άου προσδιόρισε την κατεύθυνση. Ήταν απ’ το πατάρι. 

Τράβηξε κατά κει, δειλά και φοβισμένα η θεια, κρατώντας την αναπνοή της… ώσπου τον είδε μπροστά της στο μισοσκόταδο. 

-Παιδί μου, εσύ είσαι… κι εμείς πήραμε σβάρνα τα στενά; Πού κρυβόσουν τόσες ώρες; τον μάλωσε η δεύτερη μάνα του, σαν ξεπρόβαλε το κεφάλι του από την ξυλόσκαλα που οδηγούσε στο πατάρι. 

-Ζωγράφιζα από ώρα, αποκοιμήθηκα κι ύστερα πέφτοντας… κτύπησα… 

-Θεέ μου, ματώθηκες! Κακό που μας βρήκε! 

Όσο να τον φροντίσει η θεια του, γύρισαν κι οι άλλοι μουσκεμένοι κι αποκαμωμένοι. Ξαφνιάστηκαν όμως μπροστά στο θέαμα. Ρωτούσαν, απορούσαν, αγωνιούσαν για τα χειρότερα, έκλαιαν. Δόθηκαν οι εξηγήσεις, φανερώθηκε το …κρησφύγετό του Φώτη, και αποκαλύφθηκε μια σπάνια σύμπτωση. Ο Πάρις, ο μεγαλοξάδελφος, πετάχτηκε ως το ξεχασμένο πατάρι και γύρισε κρατώντας ένα σχέδιο σε καμβά μ’ ευλάβεια ξεχωριστή. Ήταν, ποια άλλη, η μάνα της φαντασίας του! Η μάνα που λαχταρούσε, που ονειρευόταν και που της έμοιαζε τόσο! Μόνο που, απίστευτο πώς, μια κόκκινη κηλίδα απ’ το αίμα του, σημάδευε το μέρος της καρδιάς της… Τι σημάδι κι αυτό! 

Βουβή σιωπή, αλήθεια πικρή, κανένα σχόλιο… Μόνο τα βουρκωμένα μάτια μιλούσαν αντάμα με τα υγρά ρουθουνίσματα, έχοντας για υπόκρουση την επίμονη βροχή που σεκοντάριζε τη συγκίνηση… Ένα ζεστό τσάι μια αγκαλιά κι ένα χάδι , γύρισαν τούτη τη δύσκολη σελίδα της μέρας... 

Ο καιρός πέρασε κι ο Φώτης βρήκε το πάρεργο που τον ανάπαυε και του ’δινε χαρά κι υποκατάστατη εικόνα. Ο πατέρας τον σπούδασε με χίλιες στερήσεις κι όλοι ένιωθαν πως το ταλέντο θα ’ταν κι η ζήση του. Κανείς δεν διάβασε τον καημό του. Πίστεψαν πως ο χρόνος έσβησε και την έλλειψη και την πεθυμιά. Εξάλλου πολλοί άλλοι μπήκαν στη ζωή του πια, φίλοι, συγγενείς και κάποια μάτια σιωπηλά που τον κρατούσαν ξάγρυπνο τα βράδια κάνοντας την καρδιά του να κτυπά ακανόνιστα. Άσε που τούτο το καινούργιο πρόσωπο του μπέρδευε τις αποχρώσεις και τις γραμμές κάνοντάς τα όλα πιο φανταχτερά και όμορφα. 

Ώσπου μια μέρα, μια μέρα ανοιξιάτικη, τα μάτια που τον ξαγρυπνούσαν πήραν μορφή και όνομα. Η Λενιώ θα γινόταν το άλλο του μισό. Οι ευχές ολονών ξεχείλισαν τα δύο σπίτια, λες και ήταν αυτό που καρτερούσαν χρόνια… Ένα κορίτσι που θ’ άνοιγε το βουβαμένο σπίτι και τα κλειδαμπαρωμένα σεντούκια της μάνας του, για το Φώτη, μα κι ένας άντρας που θα ’δινε υποκατάστατο γιου στον πατέρα της Λενιώς, που όλο θηλυκά του χάρισε ο Θεός. 

Κι αν όλοι στήσαν τραπεζώματα κι αν όλοι παραγέμισαν τους αρραβωνιασμένους με ευχές, αγκαλιές και φιλιά, του Φώτη κτυπούσε αλλιώς η καρδιά του… 

Πρώτο καλωσόρισμα στο σπίτι κι η πρώτη παραγγελιά για την πάντα γελαστή Λενιώ έπεσε. 

-Μια χάρη θέλω που με παιδεύει από γεννησιμιού μου βράδυ πρωί… Θέλω … και πώς να το πω… κάτι απ’ τη Λενιώ, μια έκπληξη. Και γυρίζοντας στους υπόλοιπους με μια καπατσοσύνη κι ένα θάρρος πρωτόγνωρο, είπε: δώστε μας 10 λεπτά, κάτι να της πω… 

Όλοι οι δικοί του ξαφνιάστηκαν. Τι ζητά πρώτη φορά από την κοπέλα; Ντροπής πράγματα, θα παρεξηγηθούν από τους συμπεθέρους... Μα, ξαφνιάστηκαν αναπάντεχα σε λίγο, μένοντας άφωνοι, σαν η Λενιώ πρόλαβε με το μεταξωτό, όλο κεντίδια φόρεμα, με τις πλεξούδες κατά πώς ήταν της μάνας του να τις στολίζουν τον λαιμό και μ’ ένα μαντίλι δαντελωτό στα μαλλιά, που της τόνιζε το πρόσωπο. 

-Θεέ μου ! Ολόιδια η μάνα του! Η Φωτεινή ξαναγεννήθηκε! Απίστευτο! Δεν μπορεί… κάτι έγινε… δε γίνεται τόση ομοιότητα! Χίλιες πρόβες να ’κανε … δε θα πετύχαινε! Και τα μαλλιά και το σουλούπι… το χαμόγελο… τα φρύδια, το χρώμα, όλα ίδια. Τα δάκρυα δεν είχαν εξήγηση. Από χαρά, από λύπη, από συγκίνηση, από ανακούφιση… όλα μαζί και πολλά άλλα. 

Ο Φώτης έτρεξε κι άρπαξε με τρεμάμενα χέρια τη φωτογραφική του για να κρατήσει τη μαγική στιγμή… Κι ο πατέρας του έβαλε στην αγκαλιά του τη Λενιώ και έκλαιγε. 

-Καλωσόρισες κόρη μου, γέμισε το σπίτι μας χαρά κι ευλογία. Γεννήθηκες για μάς… τυχαία δεν ήλθες… Ακόμα κι εγώ θα ξεγελιόμουν, της μοιάζεις τόσο πολύ… 

Η μάνα της Λενιώς πάγωσε σαν είδε το φόρεμα ύστερα από εικοσιπέντε χρόνια. 

- Απίστευτο, ήμασταν γειτόνισσες, μ’ έμαθε κι εμένα να κεντώ λαπηθιώτικους⃰ γιακάδες σαν αυτόν με το βελονάκι… Ένας από τους ρόμβους στο μεταξωτό φουστάνι είναι απ’ τα χέρια μου όταν με μάθαινε εκείνη λευκαρίτικο⃰… τρομερό! 

Σαν καταλάγιασαν όλοι, σαν απόκαμαν από το κλάμα και τις απανωτές συμπτώσεις, ο Φώτης ζήτησε κάτι ακόμη απ’ τη Λενιώ… Κάτι που όλοι περίμεναν. Με το σημαδιακό φουστάνι την πήρε από το χέρι και τράβηξαν για το κοντινό κοιμητήρι . 

Τώρα, ήταν η σειρά του να κλάψει… Τώρα ήξερε ποιον να ευχαριστήσει για την άλλη αγάπη που μπήκε στη ζωή του. «Μάνα, μπορεί να μου ’λειψες μα δε με ξέχασες. Τώρα πια σε ξέρω! Σε γνώρισα ανάμεσα σε καμβά και μετάξι, μα πιο πολύ μέσα στ ’αμυγδαλωτά μάτια της Λενιώς μου... Κοιμήσου ήσυχα μάνα, μες στου Χριστού την αγκάλη και μη σταματήσεις να μας γνοιάζεσαι από κει ψηλά. Είμαι σίγουρος πως έβαλες κι εσύ το χέρι σου για τούτο το σμίξιμο. Σ’ ευχαριστώ, σ’ αγαπώ, γλυκιά, αγαπημένη μάνα, από καμβά και μετάξι, καμωμένη!»

___________________________________________
                                                                                
⃰Λαπηθιώτικους γιακάδες: Πρόκειται για πολύ λεπτές, άσπρες δαντέλες, καμωμένες με βελονάκι ,στην κατεχόμενη από τους τούρκους σήμερα κωμόπολη με το όνομα Λάπηθος στη βόρεια παραλία της Κύπρου.
⃰Λευκαρίτικα κεντήματα: Πρόκειται για διάσημα χειροποίητα κεντήματα καμωμένα στον Δήμο Λευκάρων πάνω σε ειδικό λινοχασέ πανί, με άσπρη ή χακί κλωστή.
⃰Ασσιώτικα κεντήματα: Ονομαστά κεντήματα με πολύχρωμες βελονιές από το κατεχόμενο χωριό Άσσια, καμωμένα με χειροκίνητες ειδικές μηχανές.



ΕΛΕΝΗ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ
Γεννήθηκε στην κατεχόμενη Ακανθού της Κύπρου. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου και εργάστηκε ως δασκάλα. Ακολούθως πήρε πτυχίο από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και μεταπτυχιακό τίτλο Μ.Α. από το Α. Π.Θ . Υπηρέτησε ως Σύμβουλος επιθεωρήτρια στα Δημ. Σχολεία. Ασχολείται με τη λογοτεχνία.  Έργα της  βραβεύτηκαν σε πολλούς  διαγωνισμούς. Συνεργάζεται με το ΡΙΚ και με διάφορα περιοδικά.  Είναι παντρεμένη με τον Σωτήρη Χατζημιχαήλ, που εικονογραφεί τα βιβλία της και έχουν πέντε παιδιά.  Εκδόθηκαν τα βιβλία της: «Χέρι με χέρι» (μυθιστόρημα - έπαινος Σ.Π.Ν.Β.), «Μικροί στον αγώνα» (μυθιστόρημα - έπαινος Υπουργείου Παιδείας), «Κοντά στη μητέρα» (μυθιστόρημα - Α ΄ Βραβείο Σ.Π.Ν.Β.), «Πρώτη Ανάσταση» (διηγήματα - Α Βραβείο ΕΠΟΚ. ), «Παίζοντας… Θυμούμαι» (βιβλίο ποικίλης ύλης για την Ακανθού), «Γυρεύοντας το φως» (ποιητικές σκηνές) και «Σαν παραμύθι ο αγώνας μας» (Α΄ Βραβείο Σ.Μ.Α.Ε.).
Πρόσφατα  εκλέγηκε Δήμαρχος του κατεχόμενου Δήμου Ακανθούς.

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

Μια ιστορία τρόμου και φαντασίας του Ιωάννη Μπαχά


“Η Συντρόφισσα γραμματέας… από την Κόλαση”

Η παρακάτω ιστορία είναι η συμμετοχή του συνεργάτη του «Άβαλον των Τεχνών» Ιωάννη Μπαχά στον διαδικτυακό διαγωνισμό σύντομης ιστορίας  που διοργάνωσε η Ελένη Ρήγα, συγγραφέας και συντονίστρια ενός όμορφου και προσεγμένου ιστότοπου για τη λογοτεχνία του Φανταστικού και του Τρόμου, το www.nyctophilia.gr. Πιστεύουμε  ότι θα σας αρέσει.

Όχι, δεν υπογράφω τίποτα που δεν ομολόγησα. Σας διαβεβαιώνω σύντροφοι πως τα όσα έκανα είναι αρκετά για να με εκτελέσετε εκατό φορές. Τις ξέρω καλά αυτές τις «ομολογίες» που γράφει το Πολιτικό Γραφείο και βάζει τους συντρόφους μας να υπογράψουν. Αφού ξενυχτήσουν μερόνυχτα. Αφού πεινάσουν αφάνταστα. Αφού τους δείρουν, τους εξευτελίσουν και λίγο πριν ξεχάσουν πως είναι άνθρωποι, υπογράφουν με την τελευταία τους ανάσα στα μουσκεμένα υπόγεια της Λιουμπιάνκα, ότι φαντάστηκε για αυτούς ο Μπέρια.
Ξέρω καλά πως κανείς δεν νοιάζεται για τους αναρίθμητους συντρόφους μας που εκτελούνται σε όλες τις φυλακές και τα στρατόπεδα της Σοβιετικής Ένωσης. Ούτε για τα εκατομμύρια των φυλακισμένων που λιώνουν ζωντανοί στα κάτεργα των «νησιών του Αρχιπελάγους». Και γνωρίζω πως εάν δεν του αντιμιλούσα, αν δεν έβριζα τον σύντροφο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, θα συνέχιζα να είμαι η πανίσχυρη ιδιαιτέρα Γραμματέας του Μεγάλου Πατερούλη Στάλιν. Η παρασημοφορεμένη με το ανώτατο παράσημο της «Ηρωϊδας της Σοβιετικής Ένωσης»!!! Η Όλγκα Κοζμοντένσκαγια!!!
Κανένας δεν θα μου ζητούσε ποτέ τον λόγο για τα εκατοντάδες ονόματα που προσέθετα στις καταδικαστικές αποφάσεις που υπέγραφε ο Σύντροφος Στάλιν και έστελναν στο εκτελεστικό απόσπασμα τον ανθό όλων των φυλών που κατοικούσαν στην απέραντη χώρα μας. Δακτυλογραφούσα τις ατελείωτες καταστάσεις και έβαζα μέσα τις ερωτικές αντιζήλους μου, τους δανειστές μου, όσους με είχαν προσβάλλει ή το σκέφτηκαν, όσους δεν μου άρεσε η προφορά τους, η μυρωδιά τους, το βλέμμα τους, οτιδήποτε.
Και όταν σχολνούσα και αφού ο Σύντροφος Στάλιν υπέγραφε τις καταστάσεις, πήγαινα στα σπίτια των μελλοθανάτων, περνούσα από την εργασία τους στα κολχόζ και στις φάμπρικες, έπινα μαζί τους καφέ, έπαιζα χαρτιά ή συζητούσα στις αχτιδικές επιτροπές τα θέματα του Κόμματος. Προσπαθούσα να συγχρονίσω την φιλική παρουσία μου, που ενθουσίαζε τους ανυποψίαστους μελλοθάνατους (καθώς τους επισκέπτονταν η ίδια η Σύντροφος Γραμματέας Του), με τη σύλληψή τους. Κάποιες φορές οι αξιωματικοί που πραγματοποιούσαν τις συλλήψεις ξαφνιάζονταν με την παρουσία μου. Το ξάφνιασμά τους ήταν αρκετό .…
Αντλούσα απίστευτη ηδονή από την μετάπτωση των θυμάτων από την ευτυχία της συναναστροφής μαζί μου στην φρικτή συνειδητοποίηση της μοίρας που τους επεφύλασσε το Κόμμα. Στρέφονταν σε μένα, με ικέτευαν, ούρλιαζαν για το δίκαιο τους, για την παρανόηση και το λάθος που έκανε η Γκεπεού. Τους υποσχόμουν να μεριμνήσω και να τους απελευθερώσω. Και τότε μόνο είχα οργασμό!!!
Μην νομίζετε πως ο Σύντροφος Στάλιν σταμάτησε να υπογράφει θανατικές καταδίκες μετά τον Πόλεμο. Αντιθέτως τότε ήταν που βρέθηκε σε ανθρωποκτόνο παραλήρημα. Πότε του όμως δεν έδειξε πως είχε καταλάβει. Το ήξερε!!!
Συντρόφισσα Όλγκα. Ξέρω τι κάνεις. Είσαι ένας «Αξιωματικός του Θανάτου» και σε σέβομαι. Στέλνεις ξέχειλα τα φορτία μου στον Χάροντα, όπως ακριβώς τα θέλει. Αυτά τα ονόματα των εχθρών του Λαού δεν θέλω να τα δακτυλογραφήσεις. Θα τα δώσω εγώ ο ίδιος στην Γκεπεού.
Κοίταξα πάνω από την πλάτη του τα χειρόγραφα με την υπογραφή του Πατερούλη. Ήταν και το δικό μου όνομα μέσα: Όλγκα Κοζμοντένσκαγια. Βγήκα από το γραφείο βρίζοντας χυδαία.
Έτσι τέλειωσε ευδοκίμως η θητεία μου στον Άδη και είμαι περήφανη για αυτό.
Μόνα αυτά υπογράφω και κάντε ότι θέλετε σύντροφοι.
Ζήτω ο Σύντροφος Στάλιν!!!

Γιάννης Μπαχάς
Θήβα, 14/2/1018.      


Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

Διήγημα του Τρύφωνα Ούρδα



ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ 

Ήταν ένα παράθυρο στο παλιό μας το σπίτι. Χαμηλό όπως ήταν, από μικρό παιδί μ’ έβαζε εκεί μπροστά του η μάνα μου, όρθιο πάνω στο μικρό κρεβατάκι για να με βλέπει και να τη βλέπω, τις ώρες που εκείνη έκανε δουλειές έξω στην αυλή. Και τη χαιρετούσα εγώ από μέσα σαν την έβλεπα να με κοιτάζει και δώστου εκείνη μου έστελνε φιλιά με το χέρι της..! 

Αργότερα, λίγο μεγαλύτερος, συνήθισα να κάθομαι μπροστά του και μόνος μου. Σαν τέλειωνα τα διαβάσματα, έπιανα εκεί τη θέση μου και κοίταζα έξω απ’ το τζάμι ώρες ολόκληρες. Και τι δεν έβλεπα απ’ αυτό… Τον κόσμο ολόκληρο! 

Έβλεπα το όμορφο ξημέρωμα. Έναν χρυσό ήλιο να βγαίνει απ’ τα βουνά και να φωτίζει όλη την πλάση. Με τις αχτίνες του να διαλύει τα σκοτάδια της νύχτας και να δίνει σ’ όλη τη γη τη χαρά της ζωής. Ενώ προχωρούσε η μέρα μέσα απ’ το καθαρό γυαλί του, έβλεπα ακόμα, ανθρώπους γελαστούς, ανθρώπους στεναχωρημένους, άλλους να περπατάνε βιαστικά για να πάνε στις δουλειές τους και άλλους να επιστρέφουν κουρασμένοι απ’ αυτές. Επίσης κοίταζα φορτωμένα αυτοκίνητα, ζώα και κάρα να πηγαινοέρχονται στο δρόμο και προπαντός μικρά παιδιά με κοντά παντελόνια, να τρέχουν και να παίζουν στις αλάνες, μανάδες να τα κρατάνε απ’ το χέρι τους, γιαγιάδες τα απογεύματα να κάθονται στα πεζούλια και να μιλάνε, νέους και νέες να κάνουν βόλτα στη γειτονιά και να τραγουδάνε. 

Μετά, σαν έπεφτε ο ήλιος να κρυφτεί κουρασμένος απ’ το ταξίδι του στο στερέωμα, έβλεπα να έρχεται το δειλινό και το σούρουπο. Καί τα δύο έφταναν στα μάτια μου μελαγχολικά αλλά και γιορτινά συγχρόνως, καθώς τώρα μέσα στο σκοτάδι, έκαναν την εμφάνισή τους και το φεγγάρι με τα’ αστέρια του. Η «παρέα» σιωπηλή μέσα στο «κατακάθι» της νύχτας, έστελνε από εκεί ψηλά πάνω στη γη, «χρυσά» μηνύματα ελπίδας για την αυριανή μέρα που θα ξημέρωνε. Τότε το παράθυρο έκλεινε και οι κουρτίνες έμπαιναν μπροστά του..! 

Αλλά και πόσο ακόμα απ’ το παράθυρο αυτό, χαιρόμουνα και τον κήπο μας την Άνοιξη! Τον κήπο μας με τα όμορφα τα δροσερά του τα λουλούδια , που ξεπετάγονταν απ’ τη γη, τα παρτέρια και τους φράχτες, συναγωνιζόμενα στο κάλλος τους τ’ ανθισμένα δένδρα με τα ποικιλόχρωμα άνθη τους. Βλέποντάς τα ο φτωχός, πώς να περιγράψω σήμερα με γράμματα, τις ανθοστόλιστες μηλιές, τις κορομηλιές και τις αχλαδιές, τις κατακόκκινες και ροζ τριανταφυλλιές μαζί με τα μοβ και τα γαλάζια ζουμπούλια, που κάθε χρόνο την εποχή αυτή, ζωντάνευαν εδώ και στόλιζαν το Πάσχα τον Επιτάφιο! Όνειρο η ζωή, όταν βλέπεις τον κόσμο μέσα από ένα τέτοιο παράθυρο και μάλιστα με τα μάτια και τη φαντασία ενός μικρού παιδιού! 

Ωστόσο από το παράθυρο δεν έβλεπες μονάχα τους καλούς καιρούς και τις καλές τις μέρες. Έβλεπες και τους παγωμένους χειμώνες με τους βοριάδες τους και τις ξαφνικές τις μπόρες μέσα σ’ εκείνα τα ζεστά και «ονειρεμένα» καλοκαίρια. Μοναδικές εδώ και αξέχαστες οι εικόνες με τα σύννεφα να συγκεντρώνονται στον ουρανό και να σκοτεινιάζουν τη μέρα. Μετά από λίγο, χοντρές σταγόνες της βροχής να πέφτουν με θόρυβο στην αυλή μας και πολλές απ’ αυτές με τον αέρα να έρχονται και να χτυπούν το τζάμι στο παράθυρο, βγάζοντας εκείνον τον χαρακτηριστικό ήχο. Στη θέα του φαινομένου και με τον κόσμο έξω να τρέχει να προλάβει να μπει κάτω από υπόστεγα και μέσα στα σπίτια του, η καρδιά χτυπούσε δυνατά και από φόβο τα μικρά χεράκια έκλειναν τα μάτια στη σκέψη ενός νέου «κατακλυσμού» του Θεού. Το «Ουράνιο Τόξο» όμως με τα χίλια χρώματα, που έβγαινε μετά στον ορίζοντα, έδιωχνε κάθε τέτοια σκέψη και υποψία 

Όμως και εκείνο το χιόνι, το κάτασπρο χιόνι το χειμώνα, πόσο όμορφο ήταν! Το χιόνι που οι νιφάδες του, μετά από έναν τρελό χορό έπεφταν στην αυλή του σπιτιού μας, πάνω στα δέντρα μας, μακριά στα χωράφια και σε όλον τον κάμπο, όσο έβλεπαν μπροστά τα μάτια μου, αλλάζοντας έτσι όλο το σκηνικό της φύσης γύρω! Και όσο έβλεπα το χιόνι να πέφτει και να σκεπάζει τα πάντα και όσο έβαζα με τη φαντασία μου πόσο πολύ μπορεί να είναι το κρύο έξω από το παράθυρο, τόσο κοίταζα, μάλιστα με πολλή ευχαρίστηση, μέσα στο δωμάτιο εκείνη τη σόμπα μας με τα ξύλα που έκαιγε κατακόκκινη και μπουμπούνιζε! Μαζί της μέσα στο χώρο που ήμουνα πραγματικά, πόσο πολύ αισθανόμουνα ασφαλής και προστατευμένος από τις επικρατούσες έξω, δύσκολες καιρικές συνθήκες..! 

Αυτό ήταν το «παράθυρο»! Το αγαπημένο μου παράθυρο, από το οποίο όλα τα έβλεπα τότε στον κόσμο μου, «απευθείας», « ζωντανά», όλα «αμοντάριστα» και «αληθινά», χωρίς τα τρικ και τα εφέ της ψεύτικης εικόνας, που έμαθα αργότερα να βλέπω σε κάποια άλλα «παράθυρα», εκείνα της τηλεόρασης και του διαδικτύου. 

Αλήθεια και τα δύο παράθυρα τα λέμε! Και στα δύο βλέπεις τον κόσμο έξω από σένα. Μόνο που στο παράθυρο της «σύγχρονης εξέλιξης» βλέπεις με τα μάτια των «άλλων». Όπως θέλουν αυτοί να βλέπεις τον κόσμο. Τη μια βίαιο και σκληρό και γενικά στο σύνολό του κακό και την άλλη δήθεν «παραδεισένιο», ίσα-ίσα για να σε κρατάνε στη ζωή με «ψεύτικες» και «φρούδες» ελπίδες. Έτσι για να ξεχάσεις εκείνο το παράθυρο του σπιτιού σου, που έβλεπες τον κόσμο με τα «δικά» σου τα μάτια και οι εικόνες του κόσμου μπροστά σου ήταν αυθεντικές! Επιπλέον, ευχάριστες και σήμερα νοσταλγικές! 

Δυστυχώς τώρα, έτσι μας έκαναν να βλέπουμε τον κόσμο μας! 

18-2-2018 

ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ