Φθινοπωρινός περίπατος
Γράφει ο Τρύφων Ούρδας
Από βραδύς που έπεσα για ύπνο, η
βροχή έξω έπεφτε ασταμάτητα. Γινόταν χαλασμός Κυρίου! Μάλιστα, το νερό συνέχισε
να πέφτει και όλη τη νύχτα, γιατί σε τακτά χρονικά διαστήματα, όταν άλλαζα
πλευρό στον ύπνο μου, άκουγα τη βροχή να πέφτει δριμύτερη πάνω στις λαμαρίνες
της αποθήκης του γείτονά μας, του Νικόλα. Φθινόπωρο βλέπετε και αυτού του
είδους τα καιρικά φαινόμενα, είχαν την τιμητική τους!
Όμως κοίταξε διαφορά το πρωί! Από τις
χαραμάδες των παντζουριών, μπαίνουν κρυφά στο δωμάτιο, χρυσές δέσμες φωτός του
ήλιου και τραβάνε φωτεινές χαρακιές πάνω στους τοίχους, τα έπιπλα και τα
σκεπάσματα. Είναι σαν να σου λένε:
-Άντε σήκω υπναρά, Καλημέρα. Η φύση
έξω άλλαξε και έγινε χαρά Θεού!
Ένα τέτοιο λοιπόν φθινοπωριάτικο
πρωινό, με λίγο ψωμί στα χέρια, είπα να κάνω μοναχός μου, έναν περίπατο στη
φύση, γύρω από το χωριό στα χωράφια και στα τσαΐρια, μακριά από τα τσιμέντα και
τα μπετά και τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Δεν ξέρω, το είχα ανάγκη! Ήθελα τα
μάτια μου να αλλάξουν παραστάσεις!
Έτσι, ξεκίνησα από το πατρικό μου,
παίρνοντας τον δρόμο που περνάει μπροστά από αυτό. Βγαίνοντας από την αυλή,
κοντοστάθηκα στον φράχτη για να θαυμάσω τις ροζ τριανταφυλλιές μας. Λίγο
παράξενο για την εποχή βέβαια, όμως ήταν πραγματικότητα! Μεγάλα, ζωηρά, φανταχτερά τριαντάφυλλα
ξεπεταγόταν έξω από τα σύρματα, έξω από τα ξεραμένα βάτα και τα άλλα
αγριόχορτα, που "κακόβουλα" νόμιζαν ότι μπορούσαν να τα κρύψουν και
να σβήσουν την ομορφιά τους. Πόσο όμως εξαπατήθηκαν! Η μάνα τριανταφυλλιά δεν
αφήνει έτσι τα παιδιά της, και τα προστατεύει! Θέλει να τα βγάλει στον κόσμο
και να δείξει την ομορφιά τους. Γι αυτό περνώντας τα κλωνάρια της μέσα από
απίθανους διόδους που αφήνουν τα άλλα φυτά, κάνει τα πάντα να βγάλουν πρόσωπο
και να φανούν τα σπλάχνα της τα τριαντάφυλλα, τα πανέμορφα τριαντάφυλλα, τα
δροσερά, με τις σταγόνες της βροχής σαν πολύχρωμα ρουμπίνια πάνω τους, να
αλλάζουν χρώματα με τον ήλιο, μαζί με εκείνα τα χρώματα που τα έδωσε η ίδια από
τη ρίζα της.
Προκλητικό το κάλλος τους και η
παρουσία τους εκεί, γι αυτό κι εγώ, πάνω στον θαυμασμό μου, άπλωσα το χέρι μου
να τα χαϊδέψω και ύστερα ένα από αυτά να το κόψω, προκειμένου να το μυρίσω και
να το κρεμάσω «περήφανος και ωραίος» στο πέτο μου. Ο ασυλλόγιστος! Το μετάνιωσα
"οικτρά". Τα αγκάθια μπήκαν στα δάχτυλά μου και εγώ φαρμακώθηκα από
τον πόνο!
-"Βρε άνθρωπε, μουρμούρισα από
μέσα μου. Τα τριαντάφυλλα είναι για να τα βλέπουν οι άνθρωποι και να τα
χαίρονται και όχι να τα κόβουν!"
Γέλασα με αυτό το πάθημά μου και
τράβηξα τον δρόμο μου παρακάτω.
Σε πολύ μικρή απόσταση ήταν ο
μπαχτσές του ξαδέρφου μου του Γιάννη. Ήθελα πολύ να τον δω τώρα το φθινόπωρο.
Έτσι όταν έφτασα κοντά, έσπρωξα την ξύλινη πόρτα και μπήκα μέσα.
Και τι δεν είχε μέσα σ' αυτόν ο
πατέρας του! Ήθελες μηλιές, ροδακινιές, ήθελες αχλαδιές, συκιές, ήθελες
κυδωνιές, ροδιές, κληματαριά... Τα πάντα είχε αυτός ο Παράδεισος με τους
καρπούς ακόμα πάνω σε κάποια από τα δέντρα, ώριμους, έτοιμους να μαζευτούν.
Στην είσοδο πρώτα με υποδέχτηκε
γαυγίζοντας το σκυλάκι τους, o
“κούτης", όπως τον φώναζαν και
από πίσω η “παρδάλω" η γάτα τους, που ήταν τόσο καλομαθημένη στο φαγητό,
ώστε το τελευταίο καιρό, είχε ξεχάσει να τρώει ποντικάκια. Ήθελε να τρώει μόνο
μαγειρεμένο φαγητό, όπως αυτό που έτρωγε η οικογένεια!
Προχωρώντας προς τα μέσα, στο βάθος
του κήπου, δίπλα στη κόκκινη τουλούμπα, βρήκα τη θεία μου τη Μαρίκα και το θείο
μου τον Γιώργο. Και οι δύο μ' ένα μαχαίρι στο χέρι, μάζευαν τα τελευταία
σταφύλια από την κληματαριά και τα έβαζαν μέσα στα βαρέλια, για να τα κάνουν
αργότερα τσίπουρο και κρασί. Παράλληλα η θεία μου, καθάριζε ροδάκινα και μήλα
για να τα κάνει μαρμελάδα και κομπόστα. Στο πλάι της, πάνω σε τριγωνικές
πυροστιές, ήδη έβραζαν μέσα σε κατσαρόλες, κάποια από αυτά τα φρούτα.
-Κάτσε μου είπαν και μου πρόσφεραν
ένα σκαμνάκι. Το πήρα και έκατσα σ' έναν καλό ίσκιο, κάτω από τα μισοξεραμένα
φύλλα της κληματαριάς. Σε λίγο μου έφεραν μέσα σε ένα μπρούτζινο ταψάκι να φάω,
αρκετά από τα φρούτα του κήπου τους. Τα δοκίμασα όλα! Αγνά φρούτα και νόστιμα,
όπως τα έκανε η γη, κομμένα εκείνη την ώρα, χωρίς φάρμακα και τη μεσολάβηση
ψυγείων που χαλάνε τη γεύση τους. Στο τέλος, πίνοντας κρύο νερό από το «χέρι»
της τουλούμπας, τους χαιρέτησα για να φύγω, αφού βέβαια τους ευχαρίστησα για τη
φιλοξενία.
Σαν βγήκα από τον μπαχτσέ, το βλέμμα
μου έπεσε ακριβώς απέναντι σ' ένα πολύ γνωστό τόπο με τρία πλατάνια, φυτρωμένα
εκεί σε σχήμα τριγώνου, δίπλα στο ποτάμι μας. Έτσι τα βρήκα εγώ εκεί να
στέκονται, έτσι τα θυμούνται και οι γονείς μου. Πανύψηλα, με τα πράσινα και τα
κίτρινα φύλλα τώρα το φθινόπωρο στα κλωνάρια, είχαν απάνω τους, πολλές φωλιές
από τα πουλιά. Τα μικρούλικα αυτά πετούμενα, τσίριζαν και φώναζαν, πετώντας
δεξιά και αριστερά πάνω στα δέντρα, λες και είχαν πανηγύρι. Ώρες-ώρες τα
κοίταζα να κατεβαίνουν μαζεμένα στην άκρη στο ποτάμι για να πιούνε νερό. Ύστερα
πάλι μ' ένα θόρυβο που έκανε το πέταγμά τους, να ανεβαίνουν ψηλά για να συνεχίσουν
το τραγούδι τους. Και στο βάθος που κύλαγε το ποτάμι μέσα από τις ιτιές, οι
οποίες έσκυβαν σαν ευλαβείς προσκυνήτριες πάνω στο νερό του, ακουγόταν η
"θεϊκή φωνή", το κελάηδισμα του αηδονιού, σε εντελώς βέβαια
διαφορετικές νότες από εκείνες των άλλων πουλιών..!
Αυτό το μέρος εδώ, πολύ κοντά στο
σπίτι μας, είναι αλήθεια ότι πάντοτε μου άρεσε. Από πολύ μικρό παιδί, με ένα
τραντζιστοράκι στο χέρι, κάθε τόσο ερχόμουνα εδώ και άκουγα τραγούδια ή διάβαζα
τα μαθήματά μου, ξαπλωμένος στο γρασίδι ή καθισμένος στις ρίζες των πλατανιών.
Δεν ήταν και λίγες οι φορές που ερχόμουνα εδώ, μόνο και μόνο για να ρεμβάσω ή
να ξεκουράσω το κεφάλι μου από τα διαβάσματα και τις αγροτικές εργασίες ή και
να γράψω σε ένα χαρτί ποιήματα και ό,τι άλλο με απασχολούσε εκείνες τις
στιγμές, εμπνεόμενος βέβαια από τη φύση!
Ξαπλωμένος λοιπόν και τώρα στο
χορτάρι και ρεμβάζοντας όπως τότε, χωρίς να το θέλω, έπεσα σε ένα λήθαργο
σκέψεων και αναμνήσεων. Ξύπνησα, όταν με φύσηξε ένα απαλό ζεστό αεράκι και με χάιδεψε
στα μάγουλα και τίναξε τα μαλλιά μου, ρίχνοντας παράλληλα στο έδαφος μερικά από
τα ξεραμένα φύλλα των πλατανιών.
Και τότε με την καρδιά μου
πλημμυρισμένη από συναισθήματα γι αυτό που ζούσα, είπα να εγκαταλείψω τον
όμορφο αυτό χώρο και συνεχίζοντας τον περίπατο να περάσω απέναντι από το ποτάμι,
στον άλλο δρόμο που σε πήγαινε στην περιοχή, όπου ήταν το Παρεκκλήσι της Αγίας
Παρασκευής. Της Αγίας των Αγίων του χωριού μας!
Πραγματικά, ανέβηκα πάνω στη ξύλινη
γεφυρούλα. Μα πριν πατήσω το πόδι μου στην άλλη πλευρά του ποταμιού, κοίταξα
κάτω από τη γέφυρα μέσα στο γάργαρο νερό που έτρεχε, μήπως δω κανένα ψαράκι.
Πάντοτε μου άρεσε να βλέπω τα ψάρια να κολυμπάνε στο νερό. Και είδα πολλά να
κολυμπάνε και να παίζουν με τον ήλιο, γυρίζοντας μάλιστα και ανάποδα, ώστε η
κοιλιά τους να φαίνεται χρυσή από τις αχτίνες του ήλιου. Πόση εντύπωση μου
έκανε αυτό το παιχνίδι τους! Αυτή η φύση σκέφτηκα!
Λίγο πριν φτάσω στο Παρεκκλήσι,
ακριβώς πάνω στο δρόμο, ήταν και το αμπέλι του φίλου μου του Αγαθάγγελου. Το κτήμα απλωνόταν εκεί σε αρκετά
μεγάλη έκταση και ήταν περιφραγμένο με αγκαθωτά σύρματα. Μπροστά είχε και μια
σιδερένια πόρτα για να μπαίνουν μέσα τα ζώα και το κάρο. Ο πατέρας του φίλου
μου, ο κυρ-Κώτσος, ήταν πολύ καλός νοικοκύρης και άριστος στην καλλιέργεια των
σταφυλιών. Το αμπέλι του το είχε πολύ περιποιημένο. Και γι αυτό το λόγο το
ευλογημένο φυτό, περίσσια του ανταπόδωσε τους κόπους που έκανε να το μεγαλώσει.
Λευκά, ροζέ και κόκκινα λαχταριστά τσαμπιά σταφύλια κρέμονταν πάνω του, που δεν
χόρταινε το μάτι σου να τα βλέπει και η γλώσσα σου να γεύεται την γλύκα τους!
Περνώντας λοιπόν από εδώ, έπεσα πάνω
στον τρύγο. Ο ίδιος ο κυρ-Κώτσος, μαζί με τον μπατζανάκι του, τον κυρ-Μήτσο και
τον αδερφό του τον Μιχάλη τον αγροφύλακα, τρυγούσαν τον καρπό και ύστερα
με τα κοφίνια στην πλάτη τους, τον κουβαλούσαν δίπλα σε μια αποθήκη, όπου μέσα
υπήρχε πατητήρι.
Στάθηκα λίγο και εκεί, απολαμβάνοντας
"το μεγαλείο" αυτής της εργασίας, που γινόταν από τα αρχαία χρόνια με
χαρές και τραγούδια, υμνολογώντας οι άνθρωποι και ευχαριστώντας τον Θεό, για
την πλούσια σοδειά του αμπελιού τους και για τη μεγάλη ευεργεσία του Θεού προς
αυτούς, που τους χάριζε τον οίνον, ο οποίος όπως έλεγαν τότε αλλά λέμε και
εμείς σήμερα
"Οίνος ευφραίνει καρδίαν".
Στο τέλος, με ένα κόκκινο τσαμπί στο
χέρι, τις ρόγες του οποίου μαδούσα και έτρωγα λαίμαργα γιατί ήταν γλυκό και
μυρωδάτο, έφυγα και από εκεί για να συνεχίσω τον περίπατο μου στην όμορφη αυτή
περιοχή του χωριού μας.
Σε πολύ λίγα βήματα ήταν το
Εκκλησάκι. Έσυρα την πόρτα και μπήκα στον ιερότατο χώρο. Άναψα το καντηλάκι της
Αγίας και ήπια από το νεράκι της, που έβγαινε σαν αγίασμα στις ρίζες ενός από
τα πλατάνια της. Δεν παρέλειψα να ρίξω με τη χούφτα μου και λίγο από αυτό στο
κεφάλι μου, όπως έβλεπα τότε να κάνουν οι μεγαλύτεροι. Έτσι... όπως έλεγαν για
να το έχουν γερό και φωτισμένο! «Ας με έχει κι εμένα έτσι, έκανα την ευχή από
μέσα μου κι έφυγα. Τώρα ο τόπος, ανοιγόταν άδειος μπροστά μου από δέντρα. Είχε όμως
παντού, πολύ και μεγάλο πράσινο χορτάρι, βρεγμένο, τριζάτο από την αποψινή
βροχή. Γι αυτό και πολλοί χωριανοί, έφερναν εδώ τα ζώα τους να τα βοσκήσουν.
Κρατώντας οι περισσότεροι ένα ξύλο στο χέρι για γκλίτσα, κάθονταν παρέες-παρέες
στον ίσκιο μερικών θάμνων, που λες και βγήκαν εκεί επίτηδες ,μόνο και μόνο για
να προσφέρουν τη δροσιά τους σε όσους ήταν στον τόπο και φύλαγαν κατά τη βοσκή
τα ζώα τους.
Πήγα κι εγώ και κάθισα δίπλα στην
πρώτη παρέα, που έτυχε να βρίσκεται μπροστά μου.
-Καλώς το παιδί, μου είπαν όλοι
γελαστοί. Βοσκάς μωρέ εδώ και εσύ κανένα ζώο ή κάνεις βόλτες, με ρώτησαν
Σαν τους χαιρέτησα κι εγώ, τους είπα
πως κάνω μόνο βόλτες. Μετά πήραμε όλοι από μια πέτρα και καθίσαμε, για να μην
στεκόμαστε όρθιοι. Εγώ αν και λίγο πιο μικρός στην ηλικία, έπιασα άνετα
κουβέντα μαζί τους πάνω στις δουλειές που έκαναν, τις οικογένειες που είχαν και
σε άλλα θέματα προσωπικά ή του χωριού μας. Φυσικά και αυτοί με ρώτησαν για το
Γυμνάσιο που πήγαινα και τις σπουδές μου εκεί, για το τι σκέφτομαι να γίνω όταν
μεγαλώσω, καθώς και για άλλα πολλά τέτοια, που εδώ που τα λέμε δεν ήθελα και
πολύ να τα συζητάω, επειδή μου δημιουργούσαν άγχος. Τι να τους έλεγα δηλαδή;
Πως θα γίνω δάσκαλος, καθηγητής, δικηγόρος, αστυνομικός; Μα για να φτάσω εκεί,
θα έπρεπε να περάσω ακόμα πολλές δοκιμασίες στις εξετάσεις και να φάω αρκετά
χρόνια στα θρανία! Έτσι έδινα την πιο διπλωματική απάντηση: "Θα
δούμε". Και ήμουνα σε όλα μέσα..!
Σαν πέρασε αρκετή ώρα και άκουσα
πολλά με τις κουβέντες τους, ίσως και περισσότερα από όσα έπρεπε για την ηλικία
μου, κάποιοι από την παρέα με ρώτησαν αν πεινάω. Παραξενεύτηκα με την ερώτηση,
ωστόσο όμως τους είπα πως είμαι χορτάτος. Αλλά αυτοί επέμεναν, κάτι να φάω. Μάλιστα
μου είπαν, πως έχουν έτοιμα ψημένα σπουργίτια. Και για να πειστώ, μου έδειξαν
λίγα πούπουλα που ήταν σκορπισμένα κοντά σε μια φωτιά, η οποία μόλις πήγαινε να
σβήσει. Τελικά παρά του ότι επέμενα στην άρνησή μου να μην φάω, πείστηκα και
έβαλα στο στόμα μου μερικά από τα ποδαράκια των πουλιών, όπως μου είπαν. Το
κρέας τους μου φάνηκε μάλλον ξινό και κάπως περίεργο, διαφορετικό από τα κρέατα
που είχαμε συνηθίσει να τρώμε. Όμως εγώ για να μην προσβάλλω τη
"φιλοξενία" τους, έκανα πως μου άρεσε. Και έτρωγα όσο και ό,τι μου
έδιναν...
Δεν είχα προφτάσει να καταπιώ και το
τελευταίο "κοψίδι" από το κρέας που μου πρόσφεραν, όταν άκουσα κάποια
φωνή από μακριά να φωνάζει και να λέει στην παρέα:
-Ρε σεις βατράχια του δίνετε του
παιδιού να φάει;
Καταλαβαίνετε εκείνη τη στιγμή τι
έπαθα! Τι βαρύ τούβλο ήταν στο κεφάλι μου τα λόγια που άκουσα και ποια θα
έπρεπε να είναι η αντίδρασή μου! Παρόλα αυτά όμως κρατήθηκα, δεν μίλησα και
χαμογέλασα πικραμένος με το κακόγουστο αστείο των χωριανών μου.
Εκμεταλλευόμενοι οι "πονηροί" την παιδική μου αθωότητα και την
εμπιστοσύνη, με κορόιδεψαν και μου έδωσαν "χάριν αστεϊσμού", να φάω
βατράχια αντί σπουργίτια όπως μου είπαν!
Τώρα βέβαια θα μου πείτε, πως αυτά
τρώγονται και μάλιστα στα μεγαλύτερα και καλλίτερα εστιατόρια των Παρισίων και
των άλλων μεγαλουπόλεων της Ευρώπης! Στην Ελλάδα όμως και το χωριό μας τη
Δωροθέα, τέτοιο μενού δεν συνηθίζεται... Κι αφού αυτή η διατροφική συνήθεια δεν
ήταν μέσα στις παραδόσεις μας, εγώ ήταν αδύνατον να τη δεχθώ και να φάω κάτι
που δεν ήθελα.
Μετά λοιπόν από όλα αυτά, χωρίς να δείχνω
και τόσο τη στεναχώρια μου για το ατυχές περιστατικό, ξεκίνησα να φύγω. Πριν να
κάνω όμως δύο βήματα, όλοι όσοι με ξεγέλασαν με το φαγητό, ίσως επειδή το έφεραν
"βαρέως", έπεσαν επάνω μου και προσπαθούσαν να μου πουν, πως ο φίλος
έλεγε ψέματα για τα βατράχια και ότι αυτοί στ’ αλήθεια μου έδωσαν σπουργίτια. Δεν τους
απάντησα και απομακρύνθηκα σιωπηλός. Εύχομαι να ήταν ειλικρινείς μαζί μου.
Ακόμα και σήμερα όμως με τρώει η αμφιβολία!
Για να ξεχάσω "τελείως"
αυτή την περιπέτεια με τους χωριανούς μου, συνέχισα τον περίπατο και πήρα τον
δρόμο για τον νερόμυλο του χωριού μας. Γνώριζα καλά τη διαδρομή μέχρις εκεί,
γιατί πήγαινα τακτικά με το γαϊδούρι του παππού μου, που με έπαιρνε κάθε τόσο
μαζί του σαν ήθελε να αλέσει σιτάρι. Άλλωστε εκεί κοντά, είχαμε και εμείς
χωράφι σπαρμένο με καλαμπόκι και μποστάνι με γλυκά καρπούζια και πεπόνια.
Ο χώρος γύρω από τον μύλο ήταν
μαγευτικός! Ένα μεγαλείο! Η βλάστηση, όπου κι αν γύριζες εκεί, ήταν άφθονη
εξαιτίας των δύο ποταμιών, που τον είχαν στη μέση με το πράσινο να κυριαρχεί
στη φύση, λες και το φθινόπωρο δεν είχε πατήσει ακόμα το πόδι του σε αυτόν τον
τόπο. Δέντρα παντού, πλατάνια, καραγάτσια και καρυδιές με τόσο ψηλές κορυφές,
που νόμιζες ότι ήθελαν να ανέβουν στον ουρανό. Και δεν ήταν μόνο αυτά. Υπήρχαν
ακόμα ακακίες, γάβροι, κέδρα και πυξάρια, που συμπλήρωναν το όλο σκηνικό σ' αυτό
το μικρό και πανέμορφο δάσος. Και βέβαια δεν συζητάμε ακόμα και για τις μηλιές,
τις αχλαδιές και τις στολισμένες με τα ρόδια τους ροδιές, τις οποίες δεν
χόρταιναν να τις βλέπουν τα μάτια σου και εσύ με πάθος να θέλεις να κόψεις τον
καρπό τους, να τον τσακίσεις, να τον σπάσεις στη μέση και ύστερα να ρουφήξεις
τη γλύκα από το χυμό τους!
Επιπλέον κατά παράξενο τρόπο, τα
περισσότερα από τα δέντρα, τα τύλιγαν με τα πράσινα φύλλα τους κισσοί, θέλοντας
και αυτοί οι πλάνοι "σε ξένα αναστυλώματα δεμένοι" κατά τον ποιητή,
να δείξουν πόσο δυνατοί είναι και πόσο ψηλά μπορούνε να πάνε!
Φυσικά όπως συμβαίνει πάντοτε, πάνω
στα δέντρα και σε κάθε κλωνάρι, αμέτρητες φωλιές από τα πουλιά, που πετούσαν με
τέχνη από κλαδάκι σε κλαδάκι, βγάζοντας με το κελάηδισμα τους απίθανες
μελωδίες! Θέαμα φανταστικό και ανεπανάληπτο. Ένας ακόμα παράδεισος στην περιοχή
μας!
Έτσι στον κατήφορο του δρόμου και
λίγο πριν φτάσω στο πρώτο βαθύ ποτάμι για να το περάσω, έβγαλα τα παπούτσια μου
μη τα βρέξω και συγχρόνως σήκωσα το παντελόνι μου μέχρι τα γόνατα. Μπήκα στο
νερό και όταν έφτασα μέχρι τη μέση, πήρα με τα χέρια μου νερό για να δροσίσω το
πρόσωπό μου. Τόσο κρύο νερό! Λες και ερχόταν από χιόνια που έλιωναν εκεί κοντά!
Σαν βγήκα απέναντι στην όχθη, κάθισα
πάνω σε ένα κούτσουρο. Δεν ξέρω! Ήθελα όσο το δυνατόν περισσότερο να σταθώ και σ'
αυτό το μέρος, μέσα στη δροσιά, την υγρασία από τα ποτάμια, όπως θέλετε πέστε
το, μέσα στα τόσα δέντρα, που μου προξενούσαν μεγάλη εντύπωση, γιατί όπως είπα
πιο μπροστά, κράταγαν ακόμα ζωντανά τα περισσότερα από τα φύλλα τους, παρά το
προχωρημένο της εποχής. Και ακόμα, να απολαύσω και να χαρώ, όσο το δυνατόν
περισσότερο το πανηγύρι των πουλιών, που ξεφάντωναν χαρούμενα με τα τραγούδια
τους. Να απολαύσω ακόμα, ο "άπληστος περιηγητής" τις μεθυστικές
ομορφιές και τα αρώματα των άλλων φυτών και των λουλουδιών.!
Δεν θυμάμαι πόση ώρα καθόμουνα εκεί
πάνω στο κούτσουρο, απορροφημένος στις σκέψεις μου μ’ αυτά που έβλεπα και
ζώντας στον ιδανικό κόσμο, που έφτιαξε εκείνη την ώρα το μυαλό και η φαντασία
μου, όταν άκουσα πίσω μου βήματα. Στην αρχή δεν μπόρεσα να δω ποιος ήταν γιατί
βάδιζε μέσα σε ένα στενό δρομάκι και τον έκρυβαν τα φυλλώματα. Μα σαν πλησίασε
και είδα το πρόσωπό του, τον γνώρισα αμέσως. Ήταν ο ιδιοκτήτης του μύλου. Ο
μπάρμπα-Τριαντάφυλλος! Γελαστός με τη μαύρη τραγιάσκα στο κεφάλι του, τη
μελιτζανιά μπλούζα και το "μάλτα" παντελόνι, όλα απάνω τους με αρκετό
αλεύρι, με πλησίασε και σαν να ήμουνα κάποιο επίσημο πρόσωπο, έβγαλε
"ευλαβικά" το καπέλο του και απλώνοντας το χέρι, μου είπε:
-Καλώς τον κύριο! Χαίρομαι που σας
βλέπω! Πώς από τα μέρη μας; Τι λέει έξω η πρωτεύουσα που ζείτε εσείς οι
πλούσιοι και οι πολιτισμένοι;
Ύστερα πάλι, γυρίζοντας την κουβέντα
στο εντελώς φιλικό μου είπε:
-Μήπως φίλε μου, ήρθες εδώ να αλέσεις
το σιτάρι ή το καλαμπόκι σου;
Γελάσαμε και οι δύο με τα αστεία,
γιατί εγώ ούτε κύριος ήμουνα ακόμα αλλά ούτε και σιτάρι ή καλαμπόκι είχα για
άλεσμα. Φθινοπωρινή βόλτα έκανα και πέρασα από εκεί για να δω την ομορφιά της
φύσης στην περιοχή του.
Αφού λοιπόν είπαμε ακόμα κανά δυο
αστεία, ο μπάρμπας πολύ απαλά, με έπιασε από τον ώμο και μου πρότεινε να πάμε
μέσα για να μου δείξει τον μύλο και να με κεράσει. Το δέχτηκα με μεγάλη
ευχαρίστηση! Πήραμε λοιπόν το στενάκι που πέρναγε μέσα από τα δέντρα και τα
χορτάρια, και μπροστά αυτός πίσω εγώ, φτάσαμε στον μύλο που ήταν και το σπίτι
του.
Ένα κτίσμα, ας πούμε διώροφο με το
παλιό τούρκικο στυλ. Με μια ξύλινη κεντρική είσοδο στη μέση και δύο επίσης
ξύλινα παράθυρα δεξιά και αριστερά της. Η πρόσοψη μπροστά ήταν βαμμένη με ώχρα
μπλε, όπως ήταν βαμμένα τα περισσότερα παλιά τούρκικα σπίτια στο χωριό, την
εποχή που τα κατοικούσαν οι Τούρκοι και λίγο μετά την ανταλλαγή.
Στην εξωτερική πόρτα που μπήκαμε, μας
περίμενε η γυναίκα του μπάρμπα-Τριαντάφυλλου, η Νικολέττα και όλοι μαζί
βρεθήκαμε στον εσωτερικό χώρο όπου λειτουργούσε ο μύλος. Πριν περάσουμε όμως
την πόρτα γι αυτόν μου είπαν να καθίσουμε για λίγο προσωρινά σε ένα καμαράκι,
θα έλεγα με αρχοντική διακόσμηση. Εγώ σαν μουσαφίρης, έπιασα θέση πάνω σε ένα μεγάλο
μιντέρι, στρωμένο με πολύχρωμες κουρελούδες και μαξιλάρες και περίμενα
ανυπόμονα το κέρασμα!
Και τι δεν μου πρόσφεραν οι άνθρωποι!
Από πίτες μέχρι ξινόγαλα! Και από γλυκά του κουταλιού μέχρι μέλι παραγωγής
τους! Τα κεράσματα, μας τα έφερνε πάνω σε έναν επίχρυσο δίσκο η Αναστασία, που
ήταν αδερφή της Νικολέττας. Μια γυναίκα αρκετά μεγάλη στην ηλικία, σχεδόν
γιαγιά, που φορούσε σκούρο τσόχινο σαλβάρι και μεταξωτή σταχτιά μαντήλα στο
κεφάλι της. Απ' ότι κατάλαβα δεν μιλούσε καλά τα ελληνικά. Ήταν πρόσφυγας και
αυτή από την Τουρκία, όπως ήταν πολλοί στο χωριό μας και φυσικά πρόσφυγας και όλη
η οικογένειά της. Πόσο καλός άνθρωπος ήταν αλήθεια θυμάμαι; Και αυτή η καλοσύνη
φαινόταν ξεκάθαρα στο πρόσωπο, στο βλέμμα της και στο χαμόγελο της όταν με
κερνούσε!
Στο καμαράκι τελικά καθίσαμε αρκετή
ώρα. Και αφού ήπιαμε μέσα στους μαστραπάδες το τελευταίο κρύο νερό, ο μπάρμπα-Τριαντάφυλλος,
σηκώθηκε να μου δείξει τον μύλο και τη λειτουργία του.
Και πραγματικά μικρό παιδί, είδα και
θαύμασα με πόσο απλό τρόπο εκείνη την εποχή οι άνθρωποι, άλεθαν το αλεύρι για
το ψωμί τους, χρησιμοποιώντας τη φυσική ενέργεια, το νερό! Πάνω λοιπόν σε αυτό
είδα, πώς μέσα από τα αυλάκια έφθανε το νερό στο μύλο και ύστερα πώς έπεφτε
μέσα σε χοντρές σωλήνες τα "κιούνια". Πώς έπαιρνε την κίνηση η
φτερωτή για να γυρίσει τις μυλόπετρες και πώς ριχνόταν χύμα το σιτάρι και το
καλαμπόκι πάνω σε αυτές, μέχρι να γίνει το αλεύρι. Ειλικρινά ξανά θα το πω.
Έμεινα κατάπληκτος!
Στο τέλος, αφού με φόρτωσαν και πάλι
με μερικά από τα καλά που με κέρασαν, με ξεπροβόδισαν μέχρι το ποτάμι και μου
ευχήθηκαν κατευόδιο για το σπίτι.
Έτσι λοιπόν τελείωσε, με τις
καλύτερες τότε αλλά και σήμερα αναμνήσεις, ένας φθινοπωρινός μου περίπατος έξω
από το χωριό, στα χωράφια μας, πιο κοντά στη φύση. Εκεί στη Δωροθέα! Με ό,τι έζησα
εκείνη τη μέρα, ποιος είπε ότι το φθινόπωρο δεν ήταν και δεν είναι και τώρα
όμορφο; Με τον συννεφιασμένο ουρανό του, με τις ξαφνικές του μπόρες, με τα
κιτρινισμένα φύλλα του να πέφτουν στρώμα στη γη και με τις γλυκές μελαγχολίες
της ψυχής μας; Έτσι για να ταιριάζουν αυτές απόλυτα με τη Φύση, που μπαίνει στο
χειμώνα για να ξαναγεννηθεί πάλι την Άνοιξη, δίνοντας και σε μας την ευκαιρία
για την "Άνοιξη" της δικής μας ψυχής…
Η ζωή είναι όμορφη σε όλες τις
εποχές, όταν θέλουμε να τη δούμε τέτοια!
14 Νοεμβρίου 2016
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ14 Νοεμβρίου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου