Με πρωτοβουλία του Συλλόγου "Βιβλιόφιλοι Έδεσσας" το απόγευμα της Τετάρτης 17/2 πραγματοποιήθηκε με επιτυχία η παρουσίαση των βιβλίων («Δυτικά του Αλιάκμονα» και «Σχεδία μνήμης») του Βεροιώτη δημοσιογράφου-συγγραφέα Αλέκου Χατζηκώστα στην αίθουσα του «Παρθεναγωγείου». Τους παρευρισκόμενους καλωσόρισε ο πρόεδρος του συλλόγου συγγραφέας Δημήτρης Ευαγγελίδης ο οποίος παρουσίασε το βιογραφικό του συγγραφέα και διάβασε αποσπάσματα από το έργο του. Επίσης αποσπάσματα από τα βιβλία του διάβασε η Λίζα Ξενίδου ηθοποιός.
Στη συνέχεια ο δημοσιογράφος Δημήτρης Προβάδος αναφέρθηκε στη γνωριμία του με τον συγγραφέα και στη συνέχεια τόνισε για στα βιβλία ανάμεσα στ’ άλλα: «…Μαζευτήκαμε σήμερα εδώ για να γνωρίσουμε τον Αλέκο Χατζηκώστα μέσα από τα βιβλία του και να ταξιδέψουμε μαζί του στο παρελθόν του ήρωα του που είναι το παρελθόν και η ιστορία του Αλέκου που ίσως να είναι το παρελθόν και η ιστορία-με κάποιες παραλλαγές βέβαια- πολλών από εμάς. Ότι κι αν μας μείνει από την αποψινή εκδήλωση, όποια θέση κι αν έχουμε απέναντι στο συγγραφικό έργο του, όσο κι αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με τη στρατευμένη γραφή του, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Αλέκος είναι ειλικρινής απέναντί μας και πως μέσα από αυτά τα δύο βιβλία του καταθέτει την ψυχή του».
Στην παρέμβαση του ο συγγραφέας Α. Χατζηκώστας τόνισε: «... Η Πέλλα και η Ημαθία έχουν πολλούς και αξιόλογους δημιουργούς. Το ζήτημα είναι το πόσο οι φορείς, οι σύλλογοι τους φέρνουν πιο κοντά, τους δίνουν βήμα για να προβάλουν το έργο τους.
Ας πούμε ορισμένα γενικότερα για τα βιβλία μου.
1.Τα 18 διηγήματα που περιέχουν τα δύο βιβλία χρονικά αγκαλιάζουν μια περίοδο περίπου 50 ετών. Από την εποχή της δικτατορίας μέχρι σήμερα. Στηρίζονται σε πραγματικά πολιτικά και ιστορικά γεγονότα. Αυτό που είναι φανταστικό είναι οι πρωταγωνιστές τους, αλλά και οι ατομικές τους ιστορίες. Κάποια έχουν και βιογραφικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι άκουσα ή και έζησα πλευρές τους, ενώ άλλα είναι καθαρά φανταστικά. Αν προσέξει κανείς όλα είναι μικρής φόρμας (την λατρεύω ιδιαίτερα), ενώ σε κάθε συλλογή υπάρχει και από ένα που αγγίζει από άποψη έκτασης τη νουβέλα. Προσπάθεια μου είναι η κάθε ιστορία να έχει αρχή μέση και τέλος (συνήθως απρόβλεπτο) να γίνεται κατανοητή και από τον λιγότερο εξοικειωμένο αναγνώστη και στο τέλος να ους αφήνει κάτι, έστω και αν αυτό είναι μία γλυκόπικρη γεύση. Άλλωστε έτσι δεν είναι και η πραγματική ζωή μας;
2.Οι ήρωες μου είναι βγαλμένοι από τους απλούς ανθρώπους, άνθρωποι καθημερινοί με τις αδυναμίες, τα πάθη και τα λάθη τους. Ανάμεσά τους όμως αναδεικνύονται εκείνοι που κάνουν την υπέρβαση και προχωρούν μπροστά αντιπροσωπεύοντας το πιο προοδευτικό, συνειδητοποιημένο, ζωντανό και μαχητικό κομμάτι της κοινωνίας. Άνθρωποι ζωντανοί που ερωτεύονται, αγαπούν, πονούν, χαίρονται και επειδή αγαπούν τη ζωή αγωνίζονται για το κοινωνικό καλό χωρίς να υπολογίζουν τις θυσίες, τα βάσανα και τις στερήσεις. Συμμετέχοντας δεκαετίες στους κοινωνικούς αγώνες πιστεύω ότι έχω γίνει καλός γνώστης των καημών, των πόθων και των ονείρων των ανθρώπων του λαού και προσπαθώ να αποτυπώσω με ρεαλισμό τη ζωή τους με τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις τους αισιοδοξώντας πάντα για τον ερχομό καλύτερων ημερών στην κοινωνία μας.
3. Και μπαίνουμε σ’ ένα γενικότερο ζήτημα: Για ποιο λόγο ασχολούμαι με την τέχνη, τη λογοτεχνία; Ποιος είναι ο ρόλος μου; Να διασκεδάζω τον κόσμο, να τον λυτρώνω, να τον συγκινώ, να τον ευαισθητοποιώ, να τον παρακινώ να κάνει το σωστό;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί η τέχνη είναι ένας σύνθετος, πολύμορφος και ξεχωριστά πλούσιος τρόπος ανθρώπινης έκφρασης, έτσι, που μιλώντας κανείς γι’ αυτήν, να διατρέχει πάντα τον κίνδυνο να στενέψει το περιεχόμενο και το χαρακτήρα της, να πέσει σε απλουστεύσεις, να την αποχυμώσει. Αν, για παράδειγμα, θεωρήσουμε ότι ο σκοπός της τέχνης είναι να διαπαιδαγωγεί, τότε σε τι διαφέρει από την παιδαγωγική; Αν πάλι αντιμετωπίσουμε την τέχνη ως διασκέδαση, τότε γιατί οι μεξικάνικες, τούρκικες και άλλες εξωτικές τηλεοπτικές ανοησίες να μη συμπεριληφθούν στο πεδίο της;
Τι είναι, λοιπόν, τέχνη και ποιος ο ρόλος της; Η τέχνη είναι μια μορφή κοινωνικής συνείδησης, μια ιδιαίτερη μορφή υποκειμενικής αντανάκλασης της πραγματικότητας από τον καλλιτέχνη και τον άνθρωπο γενικότερα. Αν, όμως, ψάξουμε βαθύτερα θα ανακαλύψουμε ότι πριν απ’ αυτό και πριν από κάθε τι άλλο (από το να είναι δηλαδή παιχνίδι, διασκέδαση, γλώσσα συναισθημάτων κ.λπ. κ.λπ.) η τέχνη είναι μια μορφή εργασίας. Ένας ξεχωριστός δηλαδή τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος προσπαθεί να αφομοιώσει την πραγματικότητα, φυσική και κοινωνική, για να μπορέσει να την ελέγξει, να κυριαρχήσει σ’ αυτήν, δίπλα στους άλλους δύο τρόπους εργασίας, την πρακτική - τεχνική και την επιστημονική. Η τέχνη δηλαδή, όπως και κάθε μορφή εργασίας, είναι η συνειδητή, σκόπιμη δραστηριότητα του ανθρώπου για να ιδιοποιηθεί, να οικειοποιηθεί, να «εξανθρωπίσει» τη φύση, την κοινωνία και τον εαυτό του, να φέρει τον κόσμο στα ανθρώπινα μέτρα. Αυτή η οικειοποίηση της πραγματικότητας δεν είναι μάλιστα παθητική, ούτε για τον καλλιτέχνη, ούτε και για το κοινό του, αλλά λειτουργεί δυναμικά, επιδρώντας στη συνείδησή τους προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Έχει δηλαδή την ιδιότητα να αλλάζει τον άνθρωπο και μέσα από αυτόν τον κόσμο.
Με άλλα λόγια, ο αληθινός σκοπός της τέχνης δεν είναι να μας εφησυχάζει απέναντι στη ζωή. Να αφήνουμε στη γκαρνταρόμπα μαζί με το σακάκι κάθε έγνοιά μας και να λέμε τώρα κλείνουμε τα κουμπιά, διαβάζουμε ένα βιβλίο για να ξεχαστούμε. Η τέχνη δεν είναι ένα είδος ναρκωτικού, μια ψυχολογική υποστήριξη για να καταπίνουμε αγόγγυστα τα φαρμάκια της βάναυσης καθημερινότητάς μας, όπως ορίζουν στις μέρες μας την αποστολή της τα διάφορα κέντρα της κυρίαρχης πολιτιστικής πολιτικής. «Δε δίνω λέξεις παρηγόρια...», έγραφε ο Βάρναλης.
Η πραγματική λειτουργία της τέχνης δεν είναι να τρέχει πίσω από το κοινό της αλλά να το καθοδηγεί. Να μας δίνει την αληθινή εικόνα της πραγματικότητας, αυτή που βρίσκεται κάτω από την επιφανειακή και άρα απατηλή εικόνα που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας, την κίνηση μέσα στην ακινησία. Προπαντός, να μας αποκαλύπτει πως η κίνηση αυτή δεν πραγματοποιείται πέρα και έξω από εμάς αλλά η κατεύθυνσή της εξαρτάται κατά πολύ από τη δική μας στάση και δράση...».
Στο τέλος ακολούθησε πολύωρος διάλογος με τους παρευρισκόμενους.
Δημήτρης Προβάδος