Εισήγηση Δ. Ε. Ευαγγελίδη στην βιβλιοπαρουσίαση στο Αμύνταιο
Για
τις λογοτεχνικές αρετές και τα φιλολογικά προτερήματα του μυθιστορήματος της
Μάχης Σαββοπούλου «Μπορούσαν να ονειρευτούν ξανά» είμαι βέβαιος ότι θα γράψουν
και θα αναφερθούν άλλοι, περισσότερο έμπειροι και πλέον ειδικοί στην
βιβλιοκριτική από εμένα. Η δική μου άποψη για το βιβλίο αυτό θα επικεντρωθεί σε
ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα - κατά την γνώμη μου - στοιχεία του, δηλ. την
προσπάθεια διάσωσης ψηγμάτων της προφορικής παράδοσης των γηγενών Ελλήνων της
κεντρικοδυτικής Μακεδονίας, οι οποίοι χρησιμοποιούν το τοπικό ιδίωμα, γνωστό ως
«εντόπια» ή «εντόπικα». Η προσπάθεια αυτή της συγγραφέως επιχειρείται μέσω της
αφήγησης των περιπετειών και των παθών μιας οικογένειας γηγενών της περιοχής, η
οποία διανθίζεται με εκφράσεις και διαλόγους στο ιδίωμα αυτό.
Τι
είναι όμως αυτό το ιδίωμα (όχι γλώσσα, όχι διάλεκτος) από γλωσσολογική σκοπιά;
"...Η εμφάνιση αυτού του ιδιώματος (που δεν
χρειάστηκε ποτέ γραφή) ανιχνεύεται κάπου στον 18ο αιώνα (οι πρώτες μαρτυρίες
για την ύπαρξή του χρονολογούνται γύρω στο 1790 – βλ. J.P. Mallory–D.Q. Adams:
The Oxford Introduction to Proto-Indo-European and the Proto-Indo-European
World – Oxford 2006, σελ. 26) και η δημιουργία του είχε καθαρά χρηστικούς και
πρακτικούς λόγους, αλλά και ιστορικές συγκυρίες. Τα χρόνια εκείνα η Μακεδονία
ήταν ένα πολύχρωμο φυλετικό, γλωσσικό και θρησκευτικό μωσαϊκό: Έλληνες, Τούρκοι
κατακτητές, Τουρκομάνοι νομάδες (Γιουρούκοι), Αθίγγανοι, Βούλγαροι, Σέρβοι,
Βόσνιοι, Αλβανοί, Αρμένιοι, Εβραίοι (Ισπανοεβραίοι Σεφαρδίμ) κ.λπ. που μιλούσαν
τουρκικά, ρομανί (μια ινδική διάλεκτο), ελληνικά, βλάχικα, βουλγαρικά,
σερβοκροατικά, αλβανικά, αρμενικά, εβραϊκά (Λαντίνο και Γίντις) και ήσαν
μουσουλμάνοι, χριστιανοί (Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Προτεστάντες), ιουδαίοι. Έπρεπε
επομένως να υπάρξει ένας τρόπος συνεννόησης μεταξύ τους για τις ανάγκες της
καθημερινής συμβίωσης, ένα είδος Λίγκουα Φράγκα. Βαθμιαία λοιπόν εμφανίσθηκε
αυτό το ιδίωμα, που φαίνεται ότι
εξυπηρετούσε άριστα τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε ή σωστότερα,
προέκυψε, που χρησιμεύει ακόμα και σήμερα!...».
Ο
ελληνισμός, στην ιστορική του πορεία των 4000 χρόνων, δημιούργησε τεράστιες
πολυεθνικές αυτοκρατορίες (πολυεθνικές, αλλά ποτέ πολυ-πολιτισμικές, όπως έχει
διευκρινίσει η σπουδαία Ελληνίδα Βυζαντινολόγος Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ), αχανή
Βασίλεια, είχε εμπορικές σχέσεις με δεκάδες λαούς και χώρες, αλλά συχνότατα
υπέστη και επιδρομές βαρβάρων λαών, κατακτήθηκε πλήρως ή εν μέρει από ξένους
στρατούς, ενώ εκτοπίσθηκαν τμήματά του από προαιώνια ελληνικά εδάφη. Αποτέλεσμα όλων αυτών των ιστορικών
εξελίξεων ήταν κάποιοι ελληνικοί πληθυσμοί να αλλοφωνήσουν, όπως ορισμένοι
μικρασιάτες (τουρκόφωνοι Έλληνες), να λατινοφωνήσουν (βλαχόφωνοι Έλληνες), να
σλαβοφωνήσουν (σλαβόφωνοι Έλληνες), να αλβανοφωνήσουν (αρβανιτόφωνοι Έλληνες) ή
να ιταλοφωνήσουν (οι Γρεκάνοι της Magna Grecia). Επομένως, το ότι κάποια
τμήματα του πληθυσμού της Μακεδονίας είχαν παλαιότερα ως μοναδικό γλωσσικό τους
όργανο ένα σλαβογενές ιδίωμα, δεν αποτελεί ικανό και επαρκές κριτήριο για την
επιχειρηθείσα στο παρελθόν και επιχειρούμενη και σήμερα, τοποθέτησή τους εκτός
του ελληνικού έθνους.
Τα τεράστια προβλήματα που
δημιουργήθηκαν από την χρήση αυτού του ιδιώματος, στις βορειότερες κυρίως
περιοχές της Μακεδονίας, υπήρξαν απόρροια του γεγονότος ότι χρησιμοποιήθηκε ως
επιχείρημα και ισχυρισμός για την ταύτιση των ομιλητών του με υπαρκτές ή
ανύπαρκτες εθνοτικές ομάδες, χωρίς ποτέ βεβαίως να ερωτηθούν οι ίδιοι οι
χρήστες του!
Για να γίνω πιο σαφής, αναφέρομαι στις
βουλγαρικές και σερβικές διεκδικήσεις στην Μακεδονία με το πρόσχημα της
«απελευθέρωσης» των ομοεθνών τους, δηλ. των ομιλούντων αυτό το ιδίωμα, οι
οποίοι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των ηγεσιών των χωρών αυτών, ήσαν αντίστοιχα
Βούλγαροι ή Σέρβοι. Με άλλα λόγια το ιδίωμα χρησιμοποιήθηκε ως όχημα επεκτατισμού, κυρίως της Βουλγαρίας
και δευτερευόντως της Σερβίας, για τις διεκδικήσεις τους στην Μακεδονία, με την
καλλιέργεια «αλυτρωτικών» μύθων ενός ανυπόστατου ιστορικού ψευδο-αναθεωρητισμού.
Η απάντηση των ιδίων των γηγενών
Μακεδόνων ομιλητών του ιδιώματος υπήρξε αποστομωτική και διέλυσε αυτούς τους
προπαγανδιστικούς μύθους με την ηρωϊκή στάση τους στην διάρκεια του μακεδονικού
αγώνα, ο οποίος ασφαλώς δεν διεξήχθη το 1904-1908 (τότε υπήρξε το αποκορύφωμά
του), αλλά είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα: Η συντριπτική πλειονότητα των ντόπιων
αντιστάθηκε με κάθε μέσο, από τον ένοπλο αγώνα μέχρι την παθητική αντίσταση,
στις βουλγαρικές επιδιώξεις, κάτι που το πλήρωσαν με ποταμούς αίματος και
ασύλληπτη ανθρώπινη δυστυχία. Η δικαίωση ήρθε με τους Βαλκανικούς πολέμους και
η Μακεδονία ενώθηκε και πάλι μετά από αιώνες τουρκικής σκλαβιάς με την
Μητέρα-πατρίδα.
Δυστυχώς, τα βάσανα των ντόπιων δεν
τελείωσαν τότε. Δύο σημαντικοί παράγοντες υπήρξαν οι βασικές αιτίες αυτού του
γεγονότος: Η παροιμιώδης ανικανότητα των
Ελλήνων πολιτικών (με σπανιότατες εξαιρέσεις) να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα
για την απρόσκοπτη ένταξη στο ελλαδικό κράτος (ο ιστορικά πρόσφατος επιπόλαιος
χειρισμός του πομακικού προβλήματος, που «χάρισε» τους μη τουρκογενείς Πομάκους
στην Άγκυρα, επιβεβαιώνει αυτόν τον κανόνα) και η εγκληματική (εθνικά, πολιτικά και κοινωνικά) στάση του ΚΚΕ να υιοθετήσει από το 1924 έως το 1935 την γραμμή της
Κομμουνιστικής Διεθνούς για μια «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία» και το
εφεύρημα της «σλαβομακεδονικής» εθνότητας, απόηχος της οποίας είναι η σημερινή
σκοπιανή εμπλοκή.
Ως
δίγλωσσος λοιπόν, γηγενής Μακεδόνας Έλλην θεωρώ ότι το ζήτημα έχει απαντηθεί
θεωρητικά και πρακτικά και δεν υπάρχει ανάγκη περαιτέρω συζητήσεων και
διευκρινίσεων.
Και
για να μη υπάρχει οποιαδήποτε παρανόηση επαναλαμβάνω:
Είμαι ντόπιος
Μακεδόνας Έλληνας, με αυτήν ακριβώς την σειρά. Το πρώτο αποτελεί την τοπική
πολιτιστική μου ταυτότητα, το δεύτερο την γεωγραφική μου ταυτότητα και το τρίτο
την εθνοτική μου ταυτότητα. Και αν θέλετε να συνεχίσω, είμαι Ευρωπαίος και όχι
Αφρικανός, Αμερικανός ή Ασιάτης. Ορισμένοι αδυνατούν αυτά να τα ξεκαθαρίσουν με
αποτέλεσμα να διακατέχονται από πλήρη σύγχυση και αποπροσανατολισμό.
Με
την ευκαιρία ας θυμηθούμε αυτό που τόνιζαν στην επιστολή διαμαρτυρίας που
έστειλαν το 1903 κάτοικοι της πόλης του Μοναστηρίου (Βιτώλια) προς τις Μεγάλες
Δυνάμεις:
«...λαλούμεν
ελληνιστί, βλαχιστί, αλβανιστί, βουλγαριστί, αλλά ουδέν ήττον εσμέν άπαντες
Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν να αμφισβητεί προς ημάς τούτο...».
Και
για να τελειώνουμε. Όπως συχνά επαναλαμβάνω:
"…Στον ελληνισμό, μετέχει κάποιος εθελουσίως.
Είναι τιμή και ευθύνη η ελληνική ταυτότητα. Η ελληνικότητα δεν επιβάλλεται, αλλά κερδίζεται και αποδεικνύεται με
αγώνες, θυσίες και ήθος. Πρόκειται για θεϊκό χάρισμα και όχι για
καταναγκασμό.
Ο ελληνισμός
κανέναν δεν παρακαλάει. Όποιος δεν θέλει να είναι Έλληνας, κακό του
κεφαλιού του. Ας αρκεσθεί στη μίζερη και ελεεινή σκοπιανή ιδιότητα ή ας
παραμείνει στην πνευματική αναξιοπρέπεια του κακώς εννοούμενου τοπικισμού και
της γκρίνιας για τα κονδύλια. Αυτά δεν τα λέω για να δικαιολογήσω
την κρατική απραξία, ούτε για να εθελοτυφλούμε μπροστά στον κίνδυνο από τη
διείσδυση των πρακτόρων. Χρειάζεται συνεχής άμυνα και αντίσταση. Αλλά συγχρόνως
δεν πρέπει να αποδίδουμε στους αργυρώνητους νεοκομιτατζήδες καμιά ιδιότητα φοβερού
και τρομερού μαζικού κινήματος αφελληνισμού. Εάν σώσουμε το όνομα της
Μακεδονίας, οι πρακτορίσκοι πιθανότατα θα εξαφανισθούν μία για πάντα. Θα τους
καταπιεί η ίδια η Ιστορία…".
Τα τελευταία
χρόνια συντελείται στην περιοχή μας (και όχι μόνον), με την ανοχή των ελληνικών
αρχών και με την σύμπραξη πολιτικάντηδων πάσης κατηγορίας και επιπέδου, ένα
ειδεχθές έγκλημα, που είναι γνωστό σε όσους διαθέτουν στοιχειώδη γνώση και
αντίληψη των πραγμάτων ως πολιτιστική
γενοκτονία.
Υπενθυμίζω
ότι ο όρος αναφέρεται κυρίως στην καταστροφή ή σκόπιμη αλλοίωση των
άυλων/συμβολικών/πνευματικών στοιχείων της πολιτιστικής παράδοσης ενός
πληθυσμού (γλώσσα, ήθη και έθιμα, μουσική κ.λπ.), ενώ για την καταστροφή των
υλικών στοιχείων (κτήρια αρχιτεκτονικής αξίας, αγάλματα, ναοί, θρησκευτικά
λατρευτικά αντικείμενα, πάσης φύσεως έργα τέχνης, βιβλία κ.λπ.) έχει
επικρατήσει η χρήση του όρου Βανδαλισμός.
Όπως
προαναφέρθηκε, τα ίδια φαινόμενα πολιτιστικής γενοκτονίας παρατηρούνται τα
τελευταία χρόνια εις βάρος των ντόπιων Μακεδόνων Ελλήνων εκ μέρους του Σκοπιανού κράτους και των εδώ ενεργουμένων τους,
μεθοδικά, συγκαλυμμένα, παρασκηνιακά και ως συνήθως ύπουλα, με την πρόχειρη και
αληθοφανή (για όσους δεν μπορούν να αντιληφθούν το τί συμβαίνει) δικαιολογία
της διατήρησης (!) της παράδοσης.
Τα
κρούσματα εντοπίζονται:
α.
Στην βαθμιαία αλλοίωση του γλωσσικού μας ιδιώματος, με την εισαγωγή
λέξεων, εκφράσεων κ.λπ. της κατασκευασμένης σκοπιανής γλώσσας. Ξεκαθαρίζω ότι τα ντόπια ΔΕΝ είναι
Βουλγάρικα, Σέρβικα και πολύ περισσότερο Σκοπιανά.
β.
Στην συστηματική εξαφάνιση της παραδοσιακής μας μουσικής και
τραγουδιών και την αντικατάστασή τους από σκοπιανά προπαγανδιστικά
κατασκευάσματα που «πλασάρονται» σε πανηγύρια των χωριών όπου μετακαλούνται
σκοπιανά συγκροτήματα και τραγουδιστές/τραγουδίστριες
γ.
Στους τοπικούς χορούς της αυθεντικής μας παράδοσης που κινδυνεύουν να
εξαφανιστούν λόγω της εμφάνισης χορών που διδάσκονται σε τοπικούς πολιτιστικούς
Συλλόγους από εισαγόμενους σκοπιανούς χοροδιδάσκαλους ή ακόμα χειρότερα από
δικούς μας που «μετεκπαιδεύτηκαν» δωρεάν σε πόλεις των Σκοπίων και μετέφεραν
«μοντέρνους» παραδοσιακούς (!) χορούς, σε ένα αποκορύφωμα παραλογισμού.
δ.
Στην εισαγωγή «παραδοσιακών» τοπικών ενδυμασιών με την εύκολη
δικαιολογία της φθηνότερης τιμής και οι οποίες αντικαθιστούν τις αυθεντικές
τοπικές φορεσιές που συχνά ουδεμία σχέση έχουν με τις γνήσιες. Κλασσικό
παράδειγμα η τοπική αστική ενδυμασία της Έδεσσας, που χαρακτηρίζεται από σκούρα
χρώματα και αποχρώσεις και η οποία αντικαθίσταται σταδιακά από εισαγόμενες
φορεσιές με παρδαλά χρώματα, κόκκινο-άσπρο, έντονο ανοιχτό πράσινο, καναρινί
(!) κ.λπ.
ε.
Στην εισαγωγή ξενόφερτων «εθίμων», που εμφανίστηκαν στην Έδεσσα πρόσφατα
από το πουθενά και τα οποία ήσαν παντελώς άγνωστα στην πόλη μας, με πλέον
χαρακτηριστικό παράδειγμα τις διαβόητες «Μέτσκες» (=αρκούδες, ένα θέμα στο
οποίο θα επανέλθουμε), που κάποιοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι προωθούν
συστηματικά, έχοντας δυστυχώς παρασύρει και αρκετούς καλοπροαίρετους, οι οποίοι
πιστεύουν ότι έτσι διατηρούν τις τοπικές παραδόσεις!
Όλα
αυτά βέβαια συμβαίνουν λόγω μια γενικευμένης άγνοιας, ιδίως των νεωτέρων, οι
οποίοι αδυνατούν (για πολλούς και διαφόρους λόγους, η ανάλυση των οποίων
εκφεύγει των πλαισίων ενός άρθρου) να αντιληφθούν τι είναι αυθεντικά
παραδοσιακό και τι νοηματοδοτεί σε τελική ανάλυση ο όρος «παράδοση» στην εποχή
της παγκοσμιοποίησης και των πάσης φύσεως και προέλευσης θεραπαινίδων της, του
άκρατου καταναλωτισμού, του ασύδοτου χρηματιστηριακού κεφαλαίου των διεθνών
τοκογλύφων, των μνημονίων, της σκόπιμης εθνοαποδόμησης, των μεταμοντέρνων «Ιστορικών»
τύπου Λιάκου, Ρεπούση, Κουλούρη και Σία και του αμερικανοπροωθούμενου
Νεο-Οθωμανισμού.
Θα ήθελα λοιπόν να συγχαρώ την
συγγραφέα για το λογοτεχνικό της εγχείρημα, που καταγράφει μεταξύ άλλων και
γλωσσικά πολιτιστικά στοιχεία των ντόπιων Μακεδόνων Ελλήνων, ένα χαρακτηριστικό
που το κάνει πολύτιμο και τα οποία είναι βέβαιο ότι θα φανούν κάποτε χρήσιμα στους
ειδικούς επιστήμονες-μελετητές.
Δ. Ε.
Ευαγγελίδης