Υπογραφή
Κωνσταντίνος Μπλάθρας
Εφημερίδα "
Ρήξη" φύλλο 71 (Σάββατο, 5 Φεβρουαρίου 2011)
Και ο Κυνόδοντας του Λάνθιμου για Όσκαρ και η συζήτηση για το ελληνικό σινεμά συνεχίζεται. Για να μην παρεξηγηθώ, καλή επιτυχία, Γιώργο Λάνθιμε, αλλά η πανοπλία των Όσκαρ δεν μπορεί να αλλάξει την κριτική μας άποψη. Τη θέση μας στη συζήτηση μπορεί να αλλάξουν μόνο ταινίες που διεμβολίζουν γενναία την πραγματικότητα με το σπυρί της κινηματογραφικής αλήθειας. Αλλά ας έρθουμε σε μια νέα ελληνική ταινία, κάπως «παλιομοδίτικη». Η Υπογραφή είναι η δεύτερη, μετά τον Άδη (1996), φιξιόν ταινία του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, ο οποίος έχει δώσει επίσης μερικά αξιοπρόσεχτα ντοκιμαντέρ, κυρίως πορτραίτα ποιητών, όπως το προπέρσινο Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Βέβαια, στα ντοκιμαντέρ του συναντιέται η έρευνα με τη δραματουργία, όπως επίσης και στις δύο φιξιόν ταινίες του η εξέλιξη του δράματος στηρίζεται στη διερεύνηση του θανάτου και της καταγωγής στον Άδη, του έρωτα και της δημιουργίας στην Υπογραφή.
Η ιστορία έχει ως εξής: μια καταξιωμένη εις Παρισίους και –εξυπακούεται– εν Αθήναις ζωγράφος, με υψηλό κασέ στο εμπόριο τέχνης, συναντιέται με έναν αποτυχημένο ζωγράφο, που ποτέ δεν έχει εκθέσει έργα του και παρασιτεί κι αυτός στη γαλλική πρωτεύουσα, έχοντας κόψει τους δεσμούς του με την πατρίδα. Ερωτεύονται. Χωρίζουν. Ξαναβρίσκονται. Καθώς το κουβάρι της αφήγησης ξετυλίγεται, με οδηγό την επιμελήτρια μιας μετά θάνατον έκθεσης έργων της ζωγράφου στην Αθήνα, αποκαλύπτεται το μυστικό της υπογραφής. Ποιος είναι τελικά ο ζωγράφος των έργων που η επιμελήτρια συγκεντρώνει για την έκθεση; Ομολογώ ότι το δραματικό εύρημα του Χαραλαμπόπουλου είναι καίριο, αφού χτυπάει στην καρδιά τη σχέση του έργου ως έργου με τη χρηματική του αξία στο εμπόριο τέχνης αλλά επίσης βάζει και κάτι πολύ πιο ουσιαστικό: το θέμα της ταυτοπροσωπίας του καλλιτέχνη, αλλά και το θέμα του ίδιου του προσώπου, ευρύτερα, μέσα στον έρωτα. Η αναζήτηση της Αρκαδίας, ως τόπου καταγωγής, ευτυχίας, ερωτικής ουτοπίας αποτυχαίνει. Η σύγχυση των δύο ερωτευμένων σε έναν, η ενοπροσωπία των δύο δεν μπορεί να είναι εφικτή. Κι όχι μόνον αυτό, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην (αυτο)καταστροφή.
Ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος έχει επιλέξει μια αφήγηση έρευνας, κάποτε σχεδόν αστυνομικής, για να ξεδιαλύνει τη σύγχυση της υπογραφής αλλά και του θανάτου της ζωγράφου κι εδώ είναι που απαιτείται μια αυστηρή ισορροπία ανάμεσα στο ερευνητικό σινεμά πλοκής και λύσης και σ’ έναν κινηματογράφο εσωτερικό, που καταβυθίζει δηλαδή την έρευνα σε μύχιες γωνιές του εαυτού με οδηγό τον έρωτα. Το πρώτο μέρος της ταινίας φαίνεται να γέρνει προς το πρώτο, το δεύτερο προς τον δεύτερο. Έτσι παρατηρείται κάποια ανισομέρεια που προδίδει ίσως μια αμφιθυμία ανάμεσα στη λύση και στη βουτιά, εν τέλει ανάμεσα στο στυλ και την αλήθεια. Ένα φιλμ-νουάρ χωρίς εσωτερικό μονόλογο, η Υπογραφή, λύνει στο τέλος το μυστήριο του φόνου αλλά μοιάζει αμήχανη όταν ο φόνος αποκαλύπτεται. Η ρομαντική λύση του θανάτου συνταιριάζει με το μύθο της Αρκαδίας αλλά δεν απαντά ικανοποιητικά στο πάθος των εραστών. Ο έρωτας εκκρεμεί.
Στις ερμηνείες, ο Χαραλαμπόπουλος έχει καταφέρει να έχει ίσως την καλύτερη ερμηνεία του Γιώργου Χωραφά, που αποδεικνύεται σε πολύ καλή φόρμα και μέσα στα (ελληνικά) νερά του, παρά την κάπως ξενική εκφορά του. Η Μαρία Πρωτόπαπα είναι επίσης μια καλή παρουσία αν και δεν καταφέρνει να δώσει την (ακραία) ένταση που απαιτείται σε μια γυναίκα που φτάνει στο φόνο και στην αυτοχειρία. Εδώ η αδυναμία επιχειρείται να καλυφθεί με κινηματογραφικά τρικ, όπως η εφημερίδα με την κριτική στο εικαστικό της έργο που κοκκινίζει από το αίμα, στη σκηνή του φόνου, τα οποία τρικ είναι ενδιαφέροντα αλλά συσκοτίζουν αντί να αποκαλύπτουν την πράξη. Η Αλεξία Καλτσίκη πάλι έχει κατακτήσει ήδη από τις ταινίες του Παναγιωτόπουλου μια κινηματογραφική εκφορά που την κάνει περιζήτητη, κομμένη όμως σε ένα κοντινό και αυστηρό ντεκουπάζ δεν έχει ίσως το «χώρο» που χρειάζεται. Το ίδιο και ο Νίκος Κουρής, που στο ρόλο του κακού, δεν πείθει απόλυτα, ίσως και λόγω φυσιογνωμίας. Η πολύ καλά οργανωμένη παραγωγή, τα σκηνικά, τα κουστούμια της Ιουλίας Σταυρίδου, αλλά και οι πίνακες του νέου ζωγράφου Παναγιώτη Κουλουρά δίνουν ένα αποτέλεσμα κινηματογραφικά αξιόλογο αν και κάπως ακαδημαϊκό. Εδώ κολλάει και το «παλιομοδίτικο» της ταινίας.
Και κάτι για την Αρκαδία. Στους μύθους των ρομαντικών ποιητών, η Αρκαδία αντιπροσωπεύει την άγρια και ανεξέλεγκτη φύση που σχεδόν καταπίνει τον παθιασμένο άνθρωπο. Θυμηθείτε τον «Βέρθερο». Εδώ το στοιχείο αυτό δεν είναι τόσο πολύ τονισμένο, αφού το βάρος δίνεται περισσότερο στην τέχνη-δημιουργία. Έχουμε άρα μια κάποια μετάλλαξη του μύθου με την Αρκαδία του Χαραλαμπόπουλου να στεγάζεται σε έναν ερειπωμένο σιδηροδρομικό σταθμό με φόντο μια μεγάλη πέτρινη γέφυρα. Είναι μια Αρκαδία ιδιόρρυθμη, περισσότερο της νοσταλγίας ίσως μιας πρώιμης βιομηχανικής εποχής, του ’30 ας πούμε, όπου η φύση φαίνεται να παίζει έναν μάλλον διακοσμητικό ρόλο. Ακόμα και η (ο) ζωγράφος ένα σπίτι ζωγραφίζει στον πίνακά του της Αρκαδίας. Ενδιαφέρουσα η μετατόπιση αλλά κι αυτή κάπως αμφίθυμη ανάμεσα στην τέχνη και στο πάθος.
Πηγή:
http://ardin.gr/node/4104