Διονύση Λεϊμονή: «Το χαμένο ταίρι»
Εκδόσεις Ακρίτας, Μάιος 2009
«…΄Ενα χαμένο παπούτσι, που αφέθηκε πίσω, στη γη των προγόνων
μια χαμένη προσδοκία, πως πάλι με χρόνους καιρούς θα επιστρέψουν πίσω
ένα άπιαστο όνειρο, του πιο γλυκού νόστου
μια σβησμένη ελπίδα, πως η μπόρα γρήγορα θα προσπεράσει
ένα γυμνό πόδι, ξυλιασμένο πιο πολύ απ’ την ανθρώπινη παγωνιά
μια ολόγυμνη καρδιά, μέσα στην άξενη πολιτεία των «ντόπιων»
μια ξυπόλυτη ύπαρξη, να σέρνει αργά τα βήματά της πάντα μπροστά
μονοσάνταλος καημός που γυρεύει τη γιατρειά…»
Γέροντας, Κουσάντασι, Σώκια και Μίλητος, ολόκληρη η Μικρασία κι ο Πόντος μαζί γνέφουν προκλητικά σαν κοιτάζεις πέρα μακριά στον ορίζοντα της ζήσης σου
Μια λειτουργία που έμεινε κάποτε μισή κι ανέσωτη πρέπει να επιτέλους να τελέψει και στα βάσανα μιας πικραμένης φύτρας να χυθεί λίγο βάλσαμο, μύρο λυτρωτικό…
«…΄Ενα χαμένο παπούτσι, που αφέθηκε πίσω, στη γη των προγόνων
μια χαμένη προσδοκία, πως πάλι με χρόνους καιρούς θα επιστρέψουν πίσω
ένα άπιαστο όνειρο, του πιο γλυκού νόστου
μια σβησμένη ελπίδα, πως η μπόρα γρήγορα θα προσπεράσει
ένα γυμνό πόδι, ξυλιασμένο πιο πολύ απ’ την ανθρώπινη παγωνιά
μια ολόγυμνη καρδιά, μέσα στην άξενη πολιτεία των «ντόπιων»
μια ξυπόλυτη ύπαρξη, να σέρνει αργά τα βήματά της πάντα μπροστά
μονοσάνταλος καημός που γυρεύει τη γιατρειά…»
Ασυναίσθητα και πριν καλά-καλά το κλωθογυρίσω στο σαστισμένο μου νου, σήκωσα τα θολά μάτια μου ψηλά στον μπαρουτοκαπνισμένο ουρανό. Η κάπνα είχε χαλάσει την αλλοτινή ομορφάδα του. ΄Εκλεισα τα βλέφαρα κι έδωσα τότες μια υπόσχεση στον εαυτό μου.
---Θα το φυλάξω το ορφανεμένο πατούμενο μέχρι να ξανάρθω πίσω, Παναγιά μου. Γιατί θα γυρίσω μια μέρα μπουσουλώντας, στα τέσσερα έστω να ψάξω για το αδικοχαμένο ταίρι του. Εγώ ή κάποιος από τη φύτρα μου…μια μέρα των ημερών θα το ‘βρω… είπα με σιγουριά αναμαλλιασμένη.
Αυτή είναι η ζωή των προσφύγων κι η μοίρα τους. Ως πότε όμως; Ποιος θα ανάψει τον πυρσό της ελπίδας; Ποιος θα πάει πίσω να γυρέψει πίσω το χαμένο ταίρι;
Ποιος θα βρει τη δύναμη να ξανακοιτάξει με αισιοδοξία τη γενέθλια γη;
Μα ποιος άλλος από τη νέα φύτρα, τη ζωή που αναδύεται από τα ρημαδιασμένα αρχοντόσπιτα, που ξεπετάγεται φλογάτη απ’ τα βασανισμένα σώματα
Ο πόνος θα μερώσει, όταν η νέα γενιά του επιβληθεί
Όταν θα γεννηθεί η ελπίδα που τόσα χρόνια, χρόνια και ζαμάνια σιγοκαίει μέσα στην ανθρώπινη ψυχή.
Το χαμένο ταίρι θα βρεθεί για να φύγει ξανασασμένη μια ταλαιπωρημένη γυναίκα,
Μα μια άλλη γυναίκα όλο δύναμη και ζωντάνια θα βρει το κουράγιο να πάει να ψάξει, να βρει την άκρη του μίτου ακόμα κι αν είναι να περάσει μέσα από τον πιο δαιδαλώδη λαβύρινθο.
Γέροντας, Κουσάντασι, Σώκια και Μίλητος, ολόκληρη η Μικρασία κι ο Πόντος μαζί γνέφουν προκλητικά σαν κοιτάζεις πέρα μακριά στον ορίζοντα της ζήσης σου
Μια λειτουργία που έμεινε κάποτε μισή κι ανέσωτη πρέπει να επιτέλους να τελέψει και στα βάσανα μιας πικραμένης φύτρας να χυθεί λίγο βάλσαμο, μύρο λυτρωτικό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου