Από την Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009 κυκλοφορεί το βιβλίο
Αρχαιολατρία και Γλώσσα
του γλωσσολόγου Βασίλειου Μ. Αργυρόπουλου* από τις εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλου, που νομίζω ότι αξίζει να διαβαστεί.
Δ.Ε.Ε.
*
Βιβλιοκριτική
του γλωσσολόγου Βασίλειου Μ. Αργυρόπουλου* από τις εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλου, που νομίζω ότι αξίζει να διαβαστεί.
Δ.Ε.Ε.
*
Βιβλιοκριτική
Από την ιστοσελίδα: http://tuki8eblom.blogspot.com/2009/03/blog-post_22.html
Μερικές φορές ένα βιβλίο χρειάζεται πολύ καιρό για να γραφτεί και άλλες φορές χρειάζεται λίγο. Ο φιλόλογος-γλωσσολόγος και λεξικογράφος Βασίλειος Αργυρόπουλος αποκαλύπτει από τον πρόλογο του δικού του βιβλίου πως η πρώτη μορφή του βιβλίου ήταν ήδη έτοιμη από το 2000. Στον καιρό που μεσολάβησε υπήρξε μία σημαντική μεταβολή. Το ελληνικό διαδίκτυο διευρύνθηκε αρκετά και συνεισέφεραν σε αυτό ακόμα περισσότεροι άνθρωποι, οι οποίοι άφησαν το προσωπικό, το ιδεολογικό τους στίγμα και κατέστησαν το διαδίκτυο μία ανοιχτή και τεράστια πρόκληση για τον ερευνητή: ποτέ άλλοτε δεν είχαμε την ευκαιρία να γνωρίζουμε τις απόψεις εκατομμυρίων ανθρώπων για την επικαιρότητα, την ιστορία, τη γλώσσα κλπ, όπως μπορούμε τώρα, μέσω των προσωπικών ιστοσελίδων, των ιστολογίων, των ψηφιακών fora. Συνέπεια αυτών υπήρξε μιά αμφίδρομη σχέση που καθόρισε την έντυπη έκδοση του βιβλίου: η δημοσίευσή του στο διαδίκτυο υπήρξε πηγή για πολλούς που αναζητούσαν πληροφορίες, αλλά παράλληλα το ίδιο τροφοδοτήθηκε από διαδικτυακές συζητήσεις σχετικά με τη γλώσσα και εμπλουτίστηκε μέσα από το διάλογο με δικτυακούς επισκέπτες (π.χ. βλ. Γ΄ 10, σελ. 285). Οι αναφορές σε ιστολόγια και ιστοσελίδες, από όπου παρατίθενται στρεβλές και ιδεολογικά φορτισμένες απόψεις για τη γλώσσα, είναι συχνή και σίγουρα ανοίγει ένα παράθυρο στο μέλλον: πιστεύω πως οι παραπομπές προς διαδικτυακές πηγές θα πληθύνουν σε πολλές έντυπες μελέτες και η μορφή τους θα καθοριστεί από το διαδικτυακό περιεχόμενο. Η "κιβωτός" του διαδικτύου επιτρέπει στο συγγραφέα να σταχυολογήσει μερικές ενδεικτικές λανθασμένες γλωσσικές απόψεις που κυκλοφορούν ευρύτατα επιδιώκοντας να ντοπάρουν το εθνικό αίσθημα και οι οποίες έφτασαν μέχρι και το στόμα του τ. υπ. Παιδείας, κ. Ευριπίδη Στυλιανίδη. Το βιβλίο ξεκινά με ένα πολύ καλό εισαγωγικό κεφάλαιο αφιερωμένο στην ετυμολογία και στις επιστημονικές της προϋποθέσεις, ενώ συνεχίζει ασκώντας κριτική σε θεωρίες που προσπαθούν να "αποδείξουν" την ελληνικότητα των ξένων δανείων και τις ελληνικές ρίζες άλλων γλωσσών. Το θέμα της προέλευσης των γλωσσών θίγεται εκτενέστερα στο τρίτο μέρος ("Σχετικά με τις Ινδοευρωπαϊκές σπουδές"). Η ΙΕ γλωσσολογία είναι το κόκκινο πανί για τους ομφαλοσκόπους ελληνοκεντρικούς. Δεν μπορούν να ανεχτούν το γεγονός ότι η ελληνική γλώσσα είναι απόγονος μίας αρχέγονης γλώσσας, από την οποία προέρχονται όλες οι άλλες γλώσσες της ΙΕ οικογένειας, αλλά αξιώνουν να θεωρείται η ελληνική μητέρα όλων των άλλων. 'Οποιοι δε συμφωνούν (δηλαδή όλοι όσοι ασχολούνται επιστημονικά με τη γλωσσολογία σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου), είναι ...προδότες, ανθέλληνες, μισέλληνες.
Άλλα "κάστρα", στα οποία οχυρώνονται οι αρχαιολάτρες, είναι οι απόψεις πως η προφορά της ελληνικής δεν έχει αλλάξει από την αρχαιότητα και πως το ελληνικό αλφάβητο δεν το πήραν οι αρχαίοι Έλληνες από το συμφωνογραφικό "αλφάβητο" των Φοινίκων, αλλά το επινόησαν οι ίδιοι. Μέσα από τα αντίστοιχα κεφάλαια του βιβλίου διαγράφεται το σύνολο των απόψεων των αρχαιολατρών, που συγκλίνουν όλες στην παγκόσμια υπεροχή της ελληνικής και του ελληνικού έθνους.Το γεγονός ότι τέτοιες αγλωσσολόγητες απόψεις έχουν τόσο μεγάλο κύρος είναι ανησυχητικό: οι πωλήσεις διάφορων τηλεπλασιέ βιβλίων ελληνοκεντρικού περιεχομένου αποδεικνύουν την τεράστια απήχηση των απόψεών τους. Πιο εύκολα "πουλά" ένα βιβλίο που "ανακαλύπτει" ελληνικά δάνεια σε γλώσσες των Μάγιας, των Πολυνήσιων, των Κινέζων και "κολακεύει" την εθνική μας ταυτότητα, παρά ένα εκλαϊκευμένο γλωσσολογικό εγχειρίδιο. Όποτε έχω κάνει συζητήσεις με απλούς ανθρώπους, μου έχουν επαναλάβει με απόλυτη φυσικότητα την τερατολογία ότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές μιλούν ελληνικά (ή ειδικότερα: αρχαία ελληνικά), ενώ πρόσφατα το πολυτονικό λανσάρεται ως φάρμακο κατά της δυσλεξίας. Όταν η ημιμάθεια μαίνεται έξω από τα πανεπιστήμια, η γλωσσολογία δεν μπορεί να είναι κλεισμένη στο πανεπιστήμιο και στα ερευνητικά κέντρα και τα πορίσματά της να μην περνούν ούτε καν μέσω της εκπαίδευσης στην κοινωνία. Θεωρώ πως είναι χρέος των επιστημόνων να απαντούν στους αυτόκλητους σωτήρες της γλώσσας, ερασιτέχνες γλωσσαμύντορες, κινδυνολόγους, λαϊκιστές και όλους όσους επωφελούνται από την άγνοια. Το ερώτημα όμως παραμένει: τι απήχηση θα έχει ένα φιλότιμο βιβλίο που δεν αποσκοπεί στο να τέρψει τον ελληνοκεντρισμό μας, αλλά επιδιώκει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους; Με δεδομένη την εκπαίδευση που έχουμε και με τις κρατούσες εθνικές ιδέες είναι δύσκολο να ακουστεί κάτι που είναι σωστό. Ο κόσμος προτιμά το υπερβολικό, αρκεί να του χαϊδεύει τα αυτιά (ή μάλλον αφτιά. Για ποιο λόγο η γραφή με -φ- είναι ιστορικά σωστή, βλ. κεφ. 2.2, σελ. 176 κ.εξ. :-).
Μερικές φορές ένα βιβλίο χρειάζεται πολύ καιρό για να γραφτεί και άλλες φορές χρειάζεται λίγο. Ο φιλόλογος-γλωσσολόγος και λεξικογράφος Βασίλειος Αργυρόπουλος αποκαλύπτει από τον πρόλογο του δικού του βιβλίου πως η πρώτη μορφή του βιβλίου ήταν ήδη έτοιμη από το 2000. Στον καιρό που μεσολάβησε υπήρξε μία σημαντική μεταβολή. Το ελληνικό διαδίκτυο διευρύνθηκε αρκετά και συνεισέφεραν σε αυτό ακόμα περισσότεροι άνθρωποι, οι οποίοι άφησαν το προσωπικό, το ιδεολογικό τους στίγμα και κατέστησαν το διαδίκτυο μία ανοιχτή και τεράστια πρόκληση για τον ερευνητή: ποτέ άλλοτε δεν είχαμε την ευκαιρία να γνωρίζουμε τις απόψεις εκατομμυρίων ανθρώπων για την επικαιρότητα, την ιστορία, τη γλώσσα κλπ, όπως μπορούμε τώρα, μέσω των προσωπικών ιστοσελίδων, των ιστολογίων, των ψηφιακών fora. Συνέπεια αυτών υπήρξε μιά αμφίδρομη σχέση που καθόρισε την έντυπη έκδοση του βιβλίου: η δημοσίευσή του στο διαδίκτυο υπήρξε πηγή για πολλούς που αναζητούσαν πληροφορίες, αλλά παράλληλα το ίδιο τροφοδοτήθηκε από διαδικτυακές συζητήσεις σχετικά με τη γλώσσα και εμπλουτίστηκε μέσα από το διάλογο με δικτυακούς επισκέπτες (π.χ. βλ. Γ΄ 10, σελ. 285). Οι αναφορές σε ιστολόγια και ιστοσελίδες, από όπου παρατίθενται στρεβλές και ιδεολογικά φορτισμένες απόψεις για τη γλώσσα, είναι συχνή και σίγουρα ανοίγει ένα παράθυρο στο μέλλον: πιστεύω πως οι παραπομπές προς διαδικτυακές πηγές θα πληθύνουν σε πολλές έντυπες μελέτες και η μορφή τους θα καθοριστεί από το διαδικτυακό περιεχόμενο. Η "κιβωτός" του διαδικτύου επιτρέπει στο συγγραφέα να σταχυολογήσει μερικές ενδεικτικές λανθασμένες γλωσσικές απόψεις που κυκλοφορούν ευρύτατα επιδιώκοντας να ντοπάρουν το εθνικό αίσθημα και οι οποίες έφτασαν μέχρι και το στόμα του τ. υπ. Παιδείας, κ. Ευριπίδη Στυλιανίδη. Το βιβλίο ξεκινά με ένα πολύ καλό εισαγωγικό κεφάλαιο αφιερωμένο στην ετυμολογία και στις επιστημονικές της προϋποθέσεις, ενώ συνεχίζει ασκώντας κριτική σε θεωρίες που προσπαθούν να "αποδείξουν" την ελληνικότητα των ξένων δανείων και τις ελληνικές ρίζες άλλων γλωσσών. Το θέμα της προέλευσης των γλωσσών θίγεται εκτενέστερα στο τρίτο μέρος ("Σχετικά με τις Ινδοευρωπαϊκές σπουδές"). Η ΙΕ γλωσσολογία είναι το κόκκινο πανί για τους ομφαλοσκόπους ελληνοκεντρικούς. Δεν μπορούν να ανεχτούν το γεγονός ότι η ελληνική γλώσσα είναι απόγονος μίας αρχέγονης γλώσσας, από την οποία προέρχονται όλες οι άλλες γλώσσες της ΙΕ οικογένειας, αλλά αξιώνουν να θεωρείται η ελληνική μητέρα όλων των άλλων. 'Οποιοι δε συμφωνούν (δηλαδή όλοι όσοι ασχολούνται επιστημονικά με τη γλωσσολογία σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου), είναι ...προδότες, ανθέλληνες, μισέλληνες.
Άλλα "κάστρα", στα οποία οχυρώνονται οι αρχαιολάτρες, είναι οι απόψεις πως η προφορά της ελληνικής δεν έχει αλλάξει από την αρχαιότητα και πως το ελληνικό αλφάβητο δεν το πήραν οι αρχαίοι Έλληνες από το συμφωνογραφικό "αλφάβητο" των Φοινίκων, αλλά το επινόησαν οι ίδιοι. Μέσα από τα αντίστοιχα κεφάλαια του βιβλίου διαγράφεται το σύνολο των απόψεων των αρχαιολατρών, που συγκλίνουν όλες στην παγκόσμια υπεροχή της ελληνικής και του ελληνικού έθνους.Το γεγονός ότι τέτοιες αγλωσσολόγητες απόψεις έχουν τόσο μεγάλο κύρος είναι ανησυχητικό: οι πωλήσεις διάφορων τηλεπλασιέ βιβλίων ελληνοκεντρικού περιεχομένου αποδεικνύουν την τεράστια απήχηση των απόψεών τους. Πιο εύκολα "πουλά" ένα βιβλίο που "ανακαλύπτει" ελληνικά δάνεια σε γλώσσες των Μάγιας, των Πολυνήσιων, των Κινέζων και "κολακεύει" την εθνική μας ταυτότητα, παρά ένα εκλαϊκευμένο γλωσσολογικό εγχειρίδιο. Όποτε έχω κάνει συζητήσεις με απλούς ανθρώπους, μου έχουν επαναλάβει με απόλυτη φυσικότητα την τερατολογία ότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές μιλούν ελληνικά (ή ειδικότερα: αρχαία ελληνικά), ενώ πρόσφατα το πολυτονικό λανσάρεται ως φάρμακο κατά της δυσλεξίας. Όταν η ημιμάθεια μαίνεται έξω από τα πανεπιστήμια, η γλωσσολογία δεν μπορεί να είναι κλεισμένη στο πανεπιστήμιο και στα ερευνητικά κέντρα και τα πορίσματά της να μην περνούν ούτε καν μέσω της εκπαίδευσης στην κοινωνία. Θεωρώ πως είναι χρέος των επιστημόνων να απαντούν στους αυτόκλητους σωτήρες της γλώσσας, ερασιτέχνες γλωσσαμύντορες, κινδυνολόγους, λαϊκιστές και όλους όσους επωφελούνται από την άγνοια. Το ερώτημα όμως παραμένει: τι απήχηση θα έχει ένα φιλότιμο βιβλίο που δεν αποσκοπεί στο να τέρψει τον ελληνοκεντρισμό μας, αλλά επιδιώκει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους; Με δεδομένη την εκπαίδευση που έχουμε και με τις κρατούσες εθνικές ιδέες είναι δύσκολο να ακουστεί κάτι που είναι σωστό. Ο κόσμος προτιμά το υπερβολικό, αρκεί να του χαϊδεύει τα αυτιά (ή μάλλον αφτιά. Για ποιο λόγο η γραφή με -φ- είναι ιστορικά σωστή, βλ. κεφ. 2.2, σελ. 176 κ.εξ. :-).
_______________________________________
*Ο Βασίλειος Μ. Αργυρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έλαβε πτυχίο φιλολογίας με ειδίκευση στη γλωσσολογία και μεταπτυχιακό δίπλωμα γλωσσολογίας με ειδίκευση στην εφαρμοσμένη γλωσσολογία. Έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στη γλωσσολογία και ειδικότερα στη λεξικογραφία. Από το 2004 έως το 2008 συμμετείχε σε ερευνητικό πρόγραμμα της Ακαδημίας Αθηνών. Ενδιαφέρεται κυρίως για τη λεξικογραφία, την ετυμολογία και την ορθογραφία.
*Ο Βασίλειος Μ. Αργυρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έλαβε πτυχίο φιλολογίας με ειδίκευση στη γλωσσολογία και μεταπτυχιακό δίπλωμα γλωσσολογίας με ειδίκευση στην εφαρμοσμένη γλωσσολογία. Έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στη γλωσσολογία και ειδικότερα στη λεξικογραφία. Από το 2004 έως το 2008 συμμετείχε σε ερευνητικό πρόγραμμα της Ακαδημίας Αθηνών. Ενδιαφέρεται κυρίως για τη λεξικογραφία, την ετυμολογία και την ορθογραφία.