The light of Greece opened my eyes, penetrated my pores, expanded my whole being... (Henry Miller, The Colossus of Maroussi)
Ό,τι καλύτερο γράφτηκε ποτέ από ξένο συγγραφέα για την Ελλάδα.Ο Χένρι Μίλερ (Henry Miller, 1891–1980), ένας από τους σημαντικότερους
Αμερικανούς συγγραφείς, του οποίου το έργο άσκησε σημαντική επιρροή στην λογοτεχνία την περίοδο
του μεσοπολέμου, που διέμενε τότε στο Παρίσι, αψηφώντας τους κακούς οιωνούς
–όταν τα μηνύματα του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου διαγράφονταν στον ορίζοντα–
αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα το 1939, έχοντας εξασφαλίσει τη φιλοξενία του
άγγλου συγγραφέα Λόρενς Ντάρελ, ο οποίος ζούσε στην Κέρκυρα. Αρχικά κινήθηκε
χωρίς πρόγραμμα, πηγαίνοντας αποδώ και αποκεί. Θα εντυπωσιαστεί από τις
συναντήσεις του με τον Γιώργο Κατσίμπαλη (από
τον οποίο είναι εμπνευσμένος και ο τίτλος του βιβλίου του «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού», τον Σεφέρη,
τον Αντωνίου, τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Τσάτσο και εξαιτίας τους θα
παρατείνει τη διαμονή του. Θα φύγει από την Ελλάδα πιεζόμενος από την
αμερικανική πρεσβεία που ήθελε να εγκαταλείψουν οι υπήκοοί της τον τόπο, λόγω
του πολέμου που είχε αρχίσει πλέον. Οι εντυπώσεις του
από το ταξίδι του θα καταγραφούν στο βιβλίο που προαναφέραμε ("Ο Κολοσσός
του Μαρουσιού") και συνιστούν μια ιδιότυπη περιδιάβαση στην ελληνική
ανθρωπογεωγραφία. Στο βιβλίο
συμπεριλαμβάνονται και οι σημειώσεις που ο Χένρι Μίλερ
άφησε στον Γιώργο Σεφέρη πριν φύγει από
την Ελλάδα, οι οποίες φέρουν τον τίτλο «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα» και
στο παρελθόν είχαν κυκλοφορήσει σε χωριστό βιβλίο.
Όπως έχει αναφερθεί:
[…] Υπάρχει μια
κατηγορία βιβλίων που είναι αδύνατον να αναγνωσθούν έξω από τα συμφραζόμενά
τους (πολιτισμικά και λογοτεχνικά). Αυτό συμβαίνει είτε (σπανιότερα) επειδή η
καθεαυτή λογοτεχνική τους αξία είναι σχετικά μικρή και συνδέθηκαν με την
ιστορία της λογοτεχνίας για άλλους, πέραν της αξίας τους, λόγους, είτε
(συχνότερα) επειδή έπαιξαν έναν ευρύτερο πολιτισμικό ρόλο. Σ' αυτήν τη
δεύτερη κατηγορία ανήκει ο "Κολοσσός του Μαρουσιού" του Χένρι Μίλερ,
ο οποίος σχεδόν πάντα ταυτίζεται με την επιρροή που άσκησε στο εγχώριο
λογοτεχνικό σύστημα στα χρόνια που εκδόθηκε [...] Ωστόσο η αποκλειστική ένταξη
του βιβλίου σε αυτή την κατηγορία το αδικεί. Διότι, παράλληλα, συνιστά ένα
κείμενο που διαθέτει τη δική του, αυτόνομη λογοτεχνική αξία [...] Δεν πρόκειται για την ουδέτερη, συναισθηματικά
άχρωμη περιγραφή τόπων ούτε, πολύ περισσότερο, για τη μετάδοση πληροφοριών
οποιουδήποτε είδους (γεωγραφικών, ιστορικών, λαογραφικών, ανθρωπολογικών ή
άλλων). Το βιβλίο, πάνω απ' όλα, είναι η τεθλασμένη ματιά που ρίχνει ο Μίλερ
στην ελληνική πραγματικότητα, μια ματιά που διηθείται μέσα από τις θεωρητικές
απόψεις του συγγραφέα, τη θυμική του προσέγγιση στον, πραγματικό ή φανταστικό,
τόπο "Ελλάδα" και τις μυθολογικές προεκτάσεις αυτής της προσέγγισης.
Ακόμα και τα πρόσωπα που συναντά ο Μίλερ (πρόσωπα μυθικά για τη λογοτεχνία μας,
τα οποία ο συγγραφέας περιγράφει με περισσό οίστρο [...]) θα εξατμίζονταν, θα
χάνονταν, αν δεν τα προίκιζε με τη δική του ματιά: είναι το δικό του βλέμμα που
τα αποθεώνει, όχι η πραγματικότητα. [...]
(Γιώργος Ξενάριος,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, "Βιβλιοθήκη", 4/3/2005)