Κάποτε
τις Αποκριές
Στο χωριό δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τους άρεσαν τα καρναβάλια. Γι αυτό κι από καιρό περίμεναν την Αποκριά. Ήξεραν πως μ’ αυτή θα διασκεδάσουν, θα χορέψουν και θα ξεφύγουν κάπως απ’ τις σκοτούρες και την καθημερινότητα. Λίγο η μεταμφίεση, λίγο τα καφενεία με τους οργανοπαίχτες, πιο πολύ οι παρέες με τα ουζάκια και τα πειράγματα, όλα διαμόρφωναν, όπως και να το κάνουμε, μια άλλη ατμόσφαιρα. Χαρούμενων ανθρώπων που ξέρουν να χαίρονται και να γλεντάν τη ζωή τους. Καλώς μας ήρθες λοιπόν και φέτος Αποκριά!
Ο κυρ Παναγιώτης και η κυρά-Σοφία, σύζυγοι ζωή να έχουν, εφέτος ήθελαν οπωσδήποτε να γίνουν καρναβάλια. Μετά απ’ εκείνο το σκληρό κλείσιμο μέσα στα σπίτια της Κατοχής και του Εμφυλίου η ψυχή τους δεν άντεχε άλλο. Γύρευαν, όπως έκαναν και παλιά, να το ρίξουν έξω και να πουν στον εαυτό τους, αμάν πια, «νισάφι», τέρμα οι συμφορές και οι κακές αναμνήσεις. Εκείνα τα «ράους» και οι φονικές σφαίρες στις αυλές και στις πλατείες με το φόβο να γίνεται κυρίαρχος και βασιλιάς στις ψυχές των ανθρώπων. Παντού τώρα υπάρχει ελευθερία.
Στο φετινό καρναβάλι, όμως, γύρευαν κάτι διαφορετικό. Κάτι που θα τους έκανε να δακρύσουν απ’ τα γέλια και στην οικογένεια θα ήταν η συζήτηση για τα επόμενα χρόνια, τέτοιες μέρες του καρναβαλιού. Έτσι, το πήραν απ’ εδώ, το πήραν απ’ εκεί, έσπασαν το κεφάλι τους, ώσπου, τελικά η πέτρα έπεσε πάνω του και τους κατέβηκε η πολυπόθητη ιδέα. Το βράδυ της Τσικνοπέμπτης να γίνουν ξεχωριστά καρναβάλια και να κάνουν επίσκεψη στο σπίτι τους! Ναι, στο δικό τους το σπίτι. Διάλεξαν αυτήν τη μέρα, γιατί συγγενείς και φίλοι, τότε συνήθιζαν να μαζεύονται στα σπίτια, αλλά και τότε να γίνονται σ’ αυτά επισκέψεις απ’ όλους όσους ντύνονταν καρναβάλι. Όμως, δε φανέρωσαν μεταξύ τους τη μέρα που θα ντύνονταν, ούτε και πως θα πήγαιναν στο σπίτι τους. Ήθελε ο ένας να κάνει έκπληξη στον άλλον!
Το πλάνο μπήκε σ’ εφαρμογή και την Πέμπτη στο παζάρι της Αριδαίας ο καθένας απ’ τους δύο προμηθεύτηκε τα απαραίτητα για το ντύσιμο. Ο κυρ Παναγιώτης αγόρασε κρυφά απ’ τη γυναίκα του μια μάσκα για το πρόσωπο και η κυρά-Σοφία κρυφά απ’ τον άντρα της μερικές μπογιές για να βάψει το πρόσωπο και τα χείλη της. Όλα τα άλλα, παλιά ρούχα και τέτοια, που πια δεν τα χρησιμοποιούσαν και χρειάζονταν για τη μεταμφίεση τα είχαν στην αποθήκη τους και χρόνια τώρα σκονίζονταν και τα έτρωγαν οι σκώροι με τα ποντίκια. Να που τώρα ήταν ευκαιρία να ξαναγίνουν χρήσιμα…
Με το καλό μπήκε και το Τριώδιο. Οι σύζυγοι, όμως, για το μελλοντικό τους σχέδιο σχετικά με το καρναβάλι, τηρούσαν «σιωπή ιχθύος». Μάλιστα, τις ώρες που ήταν σίγουροι πως ο άλλος έλλειπε απ’ το σπίτι, έμπαιναν στην αποθήκη και διάλεγαν τα ρούχα που θα φορούσαν το βράδυ. Και, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, ο άντρας θέλει να ντύνεται με τα ρούχα της γυναίκας και η γυναίκα με τα ρούχα του άντρα. Τα φορούσαν και έσκαγαν απ’ τα γέλια μόνοι τους. Δεν είναι εύκολο να μένεις σοβαρός όταν βλέπεις ότι εσύ, άντρας δυο μέτρα, φοράς μακριά πλουμιστή νυχτικιά της γιαγιάς σου, κι εσύ μια γυναίκα, μάλλινο μαύρο παντελόνι του παππού σου, με μέσα να χωράνε άλλοι δυο τρεις σαν εσένα!
Με τη σειρά ήρθε και η Τσικνοπέμπτη. Όχι πως τη μέρα αυτή ήταν καμιά γιορτή, αλλά να, όπως όλοι έλεγαν στο χωριό, σήμερα άδειαζαν οι τεντζερέδες απ’ τα κρέατα. Και φυσικά είχε και πολύ κρασί στις νταμιτζάνες. Απ’ αύριο, μέρα Παρασκευή, αρχίζει η νηστεία και δεν επιτρέπεται η κρεατοφαγία μέχρι το Πάσχα. Εξ άλλου κι από σήμερα αρχίζει και το καρναβάλι.
Γι αυτό και σήμερα οι νοσταλγοί του εθίμου έπιασαν δουλειά πολύ πριν ακόμα να βασιλέψει ο ήλιος. Φόρεσαν ό,τι περίεργο ρούχο είχαν στα σεντούκια τους, πήραν στα χέρια τους κι από ένα ματσούκι για να διώχνουν τους περίεργους και τ’ αδιάκριτα σκυλάκια και ξεχύθηκαν στις γειτονιές και τα σπίτια. Σ’ όποια οικογένεια κι αν πήγαιναν, μαζί με το ποτό, κάτι θα έτρωγαν απ’ την κότα που έβραζε στη σόμπα, τα υπόλοιπα παστά και τα τουρσιά, τη γαλατόπιτα, κι απ’ τον σιμιγδαλένιο χαλβά για γλυκό με την μυρωδάτη κανέλλα επάνω του. Κάποιοι μάλιστα, μερακλήδες στις πολλές γεύσεις των κρασιών, όταν έφευγαν κι έβγαιναν απ’ τις πόρτες, έλεγαν λαϊκά άσματα, πολύ δε περισσότερο παραπατούσαν απ’ τη ζάλη τους. Στο κατώφλι οι ιδιοκτήτες με το ζόρι τους κρατούσαν όρθιους και στο χαιρέτισμα τους εύχονταν να μην ξεχάσουν και του χρόνου τέτοια μέρα να τους επισκεφθούν και πάλι.
Αυτές τις ώρες στο σπίτι του ο κυρ Παναγιώτης κάπνιζε το τελευταίο του τσιγάρο. Μετά, όπως έλεγε, θα πήγαινε για λίγο στο καφενείο για να παίξει με τους φίλους του ξερή. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν ήθελε να το κουνήσει ρούπι απ’ το σπίτι του. Ήθελε να πάει στην αποθήκη για να ντυθεί καρναβάλι κι ύστερα, έτσι, να κάνει την επίσκεψη στο σπίτι του. Τελικά φόρεσε το σακάκι, έβαλε και την τραγιάσκα στο κεφάλι, άναψε πάλι τσιγάρο, έβηξε κανά-δυο φορές και βγήκε στον δρόμο. Απ’ την άλλη γωνία, όμως, ξαναμπήκε στην αυλή του κι ύστερα στην αποθήκη. Όλα ήταν καλά και το σχέδιο πήγαινε περίφημα.
Κι η κυρά-Σοφία απ’ την άλλη μεριά είχε κι αυτή το δικό της σχέδιο. Του είπε ότι θα πήγαινε για λίγο στην αδερφή της. Αλλά κι αυτή η πονηρή, μόλις είδε απ’ το παράθυρο τον άντρα της να περνάει στον δρόμο, πετάχτηκε έξω απ’ το σπίτι και τράβηξε κατά την άλλη την αποθήκη τους που είχαν για να ξεραίνουν τα καπνά. Δεν υπήρχε περίπτωση να συναντηθούν, γιατί μεταξύ των δυο αποθηκών που πήγαινε το ζευγάρι, έμπαινε το σπίτι. Ύστερα, ήταν και που έπεφτε το σκοτάδι και τα ‘φτιαχνε όλα μαύρα σαν να ήταν κατράμια!
Με την αναχώρηση και των δύο, ο παππούς και η γιαγιά που έμειναν στο σπίτι άναψαν τη λάμπα και τράβηξαν τις κουρτίνες στα παράθυρα. Έριξαν περισσότερα ξύλα στη σόμπα και πήραν τη θέση τους στο τραπέζι για να δειπνήσουν. Πιο μπροστά, έφεραν απ’ το κατώι τσιγαρίδες, τουρσιά και τυρί. Τ’ άπλωσαν στο μεσάλι κι έτρωγαν, χτυπώντας τα ποτηράκια με το κόκκινο κρασί. Τότε ακούστηκε να βαράνε την πόρτα.
Με την μπουκιά στο στόμα σηκώθηκε ο παππούς και τράβηξε τον σύρτη. Η πόρτα άνοιξε και τα δύο γεροντάκια είδαν να στέκεται έξω ένα καρναβάλι. Απ’ αυτά που συνήθιζαν τις Αποκριές να επισκέπτονται τέτοιες ώρες και μέρες τα σπίτια. Μάλλον το καρναβάλι έκανε τον στρατιώτη. Φορούσε άρβυλα για παπούτσια και χακί χειμωνιάτικο παντελόνι με γυρισμένα τα μπατζάκια του επάνω, σαν να ήταν ρεβέρ. Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν γυρισμένο γιατί ήταν μακρύ. Πάνω απ’ το σακάκι που φορούσε, Θεός να το ‘κανε τέτοιο, γιατί απ’ τα σχισίματα μόνο σακάκι δεν ήταν, είχε μια χλαίνη. Μια στρατιωτική χλαίνη ξεθωριασμένη και τρύπια, μάλλον απ’ τον πόλεμο της Αλβανίας. Και το «άκρον άωτον» της ανθρώπινης φαντασίας. Για γραβάτα είχε περασμένο στο λαιμό του ένα συμπαθέστατο και γνώριμο κατά τα άλλα λαχανικό στο χωριό. Ένα πράσο, μισοκαθαρισμένο και με τις ρίζες του να έχουν ακόμα επάνω τους το χώμα απ’ το χωράφι.
«Έλα, πέρασε μέσα», του φώναξε ο γέρος. «Μην κρυώσεις κιόλας απ’ το κρύο», ενώ το πλατύ του χαμόγελο άφησε να φανούν στο στόμα μερικά απ’ τα χαλασμένα δόντια του.
Το καρναβάλι έβαλε τα χέρια στο κεφάλι του για να ταιριάξει την προσωπίδα και το δίκοχο κι έσκυψε στο χαμηλό κάσωμα της πόρτας. Μπήκε μέσα κι έπιασε μια θέση αναπαυτικά σαν πασάς στο τραπέζι απέναντι απ’ τη σόμπα. Ύστερα, λες και γνώριζε το σπίτι και τους ανθρώπους του, έκανε νόημα στη γιαγιά, μαζί με τ’ άλλα που είχαν, να φέρει από κάτω ελιές και τσίπουρο, καθώς και χάσκο ψωμί που το ζύμωσαν σήμερα. Ακόμα, και χαλβά σαλονικιώτικο με πετιμέζι που πήραν πάλι σήμερα απ’ το παζάρι. Όλο απορία η ηλικιωμένη, έτρεξε, τα ‘φερε και τα ‘στρωσε στο τραπέζι. Αφού τσίμπησαν μερικά απ’ αυτά σήκωσαν τα ποτηράκια και τα τσούγκρισαν. Τότε απ’ έξω ξαναχτύπησε για δεύτερη φορά η πόρτα. Ποιος θα μπορούσε να είναι, σκέφτηκαν όλοι; Σίγουρα, έδωσαν την απάντηση κανένα απ’ τα καρναβάλια που κυκλοφορούν τώρα στο χωριό! Και δεν έπεσαν έξω. Έτσι, αυτή τη φορά, την πόρτα πρόφτασε κι άνοιξε η γιαγιά. Η καλή γριούλα πραγματικά είδε να στέκεται στο μισοσκόταδο άλλο ένα καρναβάλι που ζωηρά της έκανε νόημα, πως κι αυτό θέλει να μπει μέσα. «Με μεγάλη ευχαρίστηση» του είπε αυτή και του ‘κανε νόημα να κοπιάσει. Κι όταν το καρναβάλι έκανε να μπει και το είδε στο φως καλύτερα, έβαλε τα γέλια. Γιατί δεν μπορείς να πεις. Είχε κι αυτό το… γούστο του. Αυτό πάλι έκανε τη μαγείρισσα. Και για να το πετύχει έριξε επάνω του για ποδιά κουζίνας μια άσπρη γυναικεία νυχτικιά με ξηλωμένη τη φόδρα της από κάτω, που ‘φτανε μέχρι της γάμπες. Στο κεφάλι του έβαλε κάτι που δεν ξεχώριζες αν αυτό ήταν ένα σκουφί μάγειρα ή μια απ’ εκείνη την παλιά σκελέα που φορούσε κάποτε ο Παπαγιανόπουλος στον ελληνικό κινηματογράφο, «έξω οι κλέφτες». Τώρα, μπροστά του, για δεύτερη ποδιά, έβαλε μια κουρελού υφασμένη στον αργαλειό και πιασμένη στη μέση με σπάγκο. Παπούτσια δε, για να βαδίζει στον δρόμο, προτίμησε να έχει ένα ζευγάρι γκαλέτζια χρώματος ροζ, που δεν άφηναν «καθόλου» να φαίνονται τα τρύπια και μάλλινα τσουράπια του! Μ’ αυτά τα πατούμενα, μπορεί να φανταστεί κανένας με πόση δυσκολία περπατάς στον δρόμο, πάνω στα χαλίκια και τις πέτρες και πόσο μεγάλος θόρυβος γίνεται σε κάθε βήμα!
Εκείνο, όμως, που ξεχώριζε το καρναβάλι ήταν ότι βαστούσε στα χέρα του έναν τέντζερη με μια κουτάλα ξύλινη μέσα του. Και όλο ανακάτευε το περιεχόμενο στο εσωτερικό της, κι όλο το γύριζε, που δεν ήταν τίποτα άλλο, πάλι από ένα αξιαγάπητο λαχανικό του χωριού. Το λάχανο. Τι να πεις και πάλι! Πιστό κι αυτό στις παραδόσεις του χωριού δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ την μαγειρική των παππούδων του αλλά κι απ’ τις εδώ παραγωγές των χωραφιών!
«Βέβαια», του ξαναείπε με την καλοσύνη που είχε η γιαγιά. «Πέρασε μέσα να δεις πως έχουμε κι άλλον επισκέπτη!» Και όταν το καρναβάλι μπήκε, με τα χέρια της του ‘δειξε την καρέκλα να κάτσει δίπλα ακριβώς απ’ τ’ άλλο, που το κοίταζε απ’ την κορυφή μέχρι τα νύχια.
Έκατσε κι ο καινούργιος επισκέπτης κι η ατμόσφαιρα στο καμαράκι πήρε άρωμα από θέατρο σκιών. Απ’ τη μια το ένα καρναβάλι καθόταν κορδωμένο σαν λόρδος και πότε πότε ίσιωνε την πρασογραβάτα του κι απ’ την άλλη δίπλα του το άλλο έφερνε βόλτες με την κουτάλα το περιεχόμενο του τέντζερη, παριστάνοντας τον γελαστό Ηλία Μαμαλάκη ή τη Βέφα Αλεξιάδου, ο καθένας όπως το ‘βλεπε. Μέσα μέσα τράβαγαν και τα ποτηράκια τους και πολύ περισσότερο με όρεξη τσίμπαγαν τα μεζεδάκια και τα κατέβαζαν, σωστοί νοικοκυραίοι. Η μαγείρισσα μάλιστα, όταν ήρθε και στο τσακίρ κέφι, που λέμε, σηκώθηκε και πήγε στο γραμμόφωνο που ήταν πάνω σ’ ένα ντουλάπι μ’ ένα σεμεδάκι. Το κούρντισε κι έβαλε μια πλάκα του να παίζει ένα τσιφτετέλι. Ύστερα, άρχισε να λικνίζεται μπροστά σ’ όλους. Φυσικά τον ακολούθησε και τ’ άλλο καρναβάλι κι έτσι και τα δύο χόρευαν κι έπιναν μπροστά στα έκπληκτα μάτια των παππούδων!
Ώσπου, οι άγνωστοι επισκέπτες είπαν να κάτσουν. Πήραν πάλι τη θέση τους και προσπάθησαν να κάνουν μεταξύ τους κουβέντα. Για να συνεννοηθούν κούναγαν χέρια-πόδια, έκαναν μεταξύ τους μπερδεμένα νοήματα, μιλούσαν ψιθυριστά, φύσαγαν μέσα απ’ τις μάσκες για να μην καταλάβει το ένα το άλλο, ίδρωναν κι έπιναν κρασί για να δροσιστούν. Μετά από τόση ώρα μαζί, το καθένα πια είχε και την περιέργεια να ανακαλύψει ποιος ήταν τέλος πάντων ο χωριανός του απέναντι. Αλλά κανένα δε μαρτυρούσε τ’ όνομά του. Και τα δυο ήξεραν πολύ καλά να κρύβονται.
Το ντύσιμο, όμως, που είχαν κάτι τους θύμιζε. Τα ρούχα που φορούσαν δεν τους ήταν κι εντελώς άγνωστα. Μήπως ήταν απ’ αυτά που είχαν πεταμένα πριν από χρόνια στις αποθήκες; Εκείνη η χλαίνη που φορούσε το ένα, δεν ήταν του παππού του κυρ-Παναγιώτη, που την οικονόμησε απ’ τον στρατό και τη φορούσε για καλή στις γιορτές και τις Κυριακές στην Εκκλησία; Αλλά κι εκείνη η κουρελού μπροστά στο άλλο, δεν ήταν ένα κομμάτι απ’ εκείνη την κουρελού που είχε στο σεντούκι της η γιαγιά η Ευθαλία και την έφερε προίκα της απ’ την Πατρίδα; Αυτή δεν ήταν που την έστρωνε κάποτε στα σανίδια όταν έρχονταν μουσαφίρηδες;
«Λες», έλεγαν και τα δυο καρναβάλια από μέσα τους, «να είμαστε απ’ το ίδιο σπίτι και να δουλευόμαστε;» «Αν είναι έτσι», σκεφτόταν το ένα, «τότε αυτός είναι ο άντρας μου». Όμως, «όχι», απαντούσε «Εμένα ο άντρας μου πήγε στο καφενείο και σε λίγο θα έρθει». «Έχει γούστο», έλεγε και τ’ άλλο, «αυτή να ‘ναι η γυναίκα μου;». «Αποκλείεται», έδινε την απάντηση αλλά και με κάποια δόση αμφιβολίας. «Εμένα η γυναίκα μου πήγε στην αδερφή της κι όπου να ‘ναι έρχεται για να της κάνω και τ’ αστείο που τόσο καιρό ετοίμαζα». Και άντε πάλι απ’ τη αρχή τα ερωτηματικά κι από πίσω οι απαντήσεις τους με γέλια πνιγμένα στα στήθια και κρυμμένα πίσω απ’ τη μάσκα μην τυχόν και καταλάβει το ένα ποιο είναι τ’ άλλο.
Η ώρα περνούσε και τα μεζεδάκια στο τραπέζι έπαιρναν να τελειώνουν. Τα νόστιμα κρασιά με τα τσίπουρα στα ποτηράκια έπαιρναν κι αυτά να στεγνώνουν σε απελπιστικό βαθμό και το γραμμόφωνο με τη σειρά του σταμάτησε να παίζει τα τραγούδια του. Και τα καρναβάλια, αφού έφαγαν «σαν στο σπίτι τους» και το τελευταίο κομμάτι απ’ τον χαλβά που τους πρόσφερε η γιαγιά, έκαναν νόημα πως θέλουν να φύγουν. Σχεδόν μαζί σηκώθηκαν και τράβηξαν κατά την πόρτα. Τους σταμάτησε όμως η ευγενική φωνή του παππού.
«Ρε παιδιά», τους είπε. «Εδώ στο χωριό μας τη Δωροθέα, τέτοιες μέρες, πολλοί χωριανοί μας ντύνονται καρναβάλια και πηγαίνουν στα σπίτια των δικών τους και των φίλων για να γελάσουν και να περάσουν καλά. Προτού, όμως, να φύγουν και να πουν καληνύχτα βγάζουν από πάνω τους τη μάσκα για να δείξουν το πρόσωπό τους. Και αυτό είναι που κάνει το μεγαλύτερο τζέρτζελο. Όταν φανερώνονται μεταξύ τους και τα στόματα ανοίγουν σαν φούρνοι απ’ την έκπληξη!»
Τα δύο γουστόζικα καρναβάλια έπιασαν το υπονοούμενο του παππού και πραγματικά δαγκώθηκαν. Και τώρα τι γίνεται σκέφτηκαν; Θα φανερωθούν ή όχι; Αν ναι, τότε πως θα κάνουν την πλάκα τους στο άλλο τους το μισό; Όλη η προετοιμασία πάει χαμένη. Αν πάλι φύγουν έτσι, χωρίς να ξεσκεπαστούν, θα στενοχωρήσουν τον παππού και τη γιαγιά που τους περιποιήθηκαν. Κι είναι οι γονείς τους!
Δε χρειάστηκε όμως να έχουν συνέχεια στον προβληματισμό τους. Τη λύση έδωσε ο παππούς που βγήκε για λίγο έξω απ’ την πόρτα κι έψαξε τα παπούτσια. Βρήκε το ζευγάρι με τα γκαλέτζια και κρατώντας τα στο χέρι ξαναμπήκε.
«Ρε Παναγιώτη παιδί μου», είπε, με μεγάλη προσπάθεια για να μη σκάσει απ’ τα γέλια. «Εσύ βρε έκλεψες τα γκαλέτζια της μάνας σου και η φουκαριάρα τα ψάχνει εδώ κι ένα μήνα;» «Αλλά και συ βρε Σοφία», είπε στη νύφη του, τώρα όμως με ύφος λυπημένο, «πού βρε κορίτσι μου βρήκες αυτό το σακάκι που φοράς; Μ’ αυτό κάποτε παντρεύτηκα!»
Πριν ακόμα να τελειώσει την τελευταία λέξη του ο παππούς οι μάσκες έπεσαν κι απ’ τα καρναβάλια ανοίχτηκε μια μεγάλη αγκαλιά. Ήταν του Παναγιώτη και της Σοφίας! Ο ένας κοίταξε τον άλλον στα μάτια κι απ’ τη συγκίνηση που ένιωσαν εκείνη τη στιγμή ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό τους. Ήταν άλλο ένα δάκρυ μιας ευτυχισμένης στιγμής της ζωής τους, τώρα πάλι τις Αποκριές με τα ήθη και τα έθιμα του χωριού. Κάποτε τις Αποκριές!
-Ιδιωματισμός
Γκαλέτζια: τσόκαρα
Γκαλέτζια: τσόκαρα
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ 14-2-2023