Τα τρένα που φύγαν…
Όχι. Εμένα δε μου πήραν αγάπες. Αντίθετα μάλιστα. Μου άφησαν τέτοιες. Αγάπες για τα ίδια. Με το να θυμάμαι εκείνη τη γλυκιά άφιξή τους στον σταθμό και μερικές φορές εκείνη τη στενάχωρη αναχώρηση τους με τα χέρια να τα χαιρετούν και τις καρδιές να ραγίζονται.
Τα
τρένα λοιπόν που δεν έφυγαν ποτέ απ’ τα μάτια μου. Αλλά όμως πιστεύω ούτε κι
απ’ τα μάτια της πόλης με τον σταθμό να ήταν και να είναι ένα απ’ τα στολίδια της
στο ιστορικό και πολιτιστικό παρελθόν της. Ο σταθμός των ονείρων και των αχαλίνωτων
αναμνήσεων όλων των καλών κατοίκων της. Νέων, γέρων, γονέων, παιδιών,
ταξιδευόντων, ερωτευμένων και μη αλλά και αθεράπευτα αρρωστημένων ρομαντικών.
Κάθε
πρωί με το ρόδισμα της αυγής, καταμεσήμερο και βραδάκι ν’ ακούγονται στον τόπο εκείνες
οι γνωστές φωνές: «Έρχεται, ναι, έρχεται». Αγκομαχούν οι μηχανές του καθώς ανεβαίνουν
τον ανήφορο κι από μακριά μόλις διακρίνονται πίσω στην ουρά οι μαύροι καπνοί τους
που χάνονται σαν τα μικρά συννεφάκια στο φύσημα του ανέμου. Και οι τροχοί,
κουρασμένοι κι αυτοί απ’ τα στριφογυρίσματα πάνω στις γραμμές, βγάζουν τα
τελευταία ουρλιαχτά τους, όταν ο μηχανοδηγός τραβάει το φρένο για να σταματήσει
η άμαξα και να πάρει επιτέλους εδώ μια ανάσα απ’ το δρόμο της.
Δίπλα
της είναι και ο σταθμάρχης. Σε στάση προσοχής με το πηλίκιο στο κεφάλι και τη
σημαία στα χέρια δίνει τα δικά του σήματα για το σταμάτημα και το κατέβασμα των
επιβατών. Ύστερα, σοβαρός κι αγέλαστος χάνεται γρήγορα στο πέτρινο σταθμαρχείο
του.
Έτσι,
το ατσάλινο φίδι σταματάει και ηρεμεί. Από μέσα του βγαίνουν οι άνθρωποι. Ύστερα
μπαίνουν οι καινούργιοι. Όλους άμα τους κοιτάξεις καλά θα δεις ότι τους
διακρίνει ένα διαφορετικό συναίσθημα. Όσοι έρχονται φαίνονται να είναι
χαρούμενοι. Κρατάνε στα χέρια τους βαλίτσες και γελάνε ή και κλαίνε από χαρά καθώς
βλέπουν απ’ τις πόρτες τους συγγενείς και τους φίλους να τους περιμένουν για να
τους σφίξουν στην αγκαλιά τους. Αλλά θα δεις και ανθρώπους που δε γελάνε. Γιατί
αυτοί φεύγουν. Γι αυτό και βιάζονται να μπουν στο εσωτερικό του χωρίς να
βλέπουν πίσω τους, μην τυχόν και τους δούνε να βουρκώνουν όλοι αυτοί που
αφήνουν στον σταθμό και έτσι τους στενοχωρήσουν και πιάσει κι αυτούς το
παράπονο, γιατί τους χάνουν και δε θα είναι πια μαζί τους στο σπίτι και στο
πλευρό τους.
Αυτό
ήταν αγαπητοί μου το τρένο μας. Φτιαγμένο από λύπες και χαρές. Αυτών που
έφευγαν και αυτών που έρχονταν. Αυτών που κουνούσαν μαντήλια και εύχονταν καλό
ταξίδι κι αυτών που έδιναν τα χέρια και έλεγαν καλωσόρισες. Ένα τρένο που μας
ταξίδευε. Που μας πήγαινε και μας έφερνε στον μπερδεμένο χρόνο των
συναισθημάτων και μέσα στο άλλο μεγάλο ταξίδι μας. Αυτό τη ζωής μας.
Λάτρης
του δεν ήταν λίγες οι φορές που κι εγώ ταξίδευα μαζί του. Γιορτές και
καθημερινές, πρωινά και βραδάκια. Για δουλειές ή για βόλτα δεν είχε σημασία. Η
κάθε φορά είχε το δικό της θαύμα και ζούσα μαζί του μια καινούργια περιπέτεια
και μαγεία. Καθισμένος κοντά στο παράθυρο κοίταζα έξω τους ανθρώπους και την
αγωνία που είχαν να τρέξουν ν’ ανέβουν και να κάτσουν στο τρένο σ’ όλους τους
σταθμούς που πέρναγε. Αλλά και την ευχαρίστηση αυτών που κατέβαιναν, όταν
γύριζαν πίσω τους κι έριχναν μια τελευταία ματιά απάνω του καθώς αναχωρούσε και
σφύριζε. Είναι σίγουρα ότι μ’ αυτή του έλεγαν χίλια ευχαριστώ για την άφιξη που
αξιώθηκαν να έχουν μαζί του.
Και
δώστου το τρένο να πηγαινοέρχεται. Ασίγαστο ν’ ανεβαίνει τα βουνά, να περνάει
μέσα από χαράδρες, να ισορροπεί πάνω σε γέφυρες και να ισιώνει σε πλατιούς
κάμπους, άλλοτε λουλουδιασμένους και άλλοτε χιονισμένους. Μια μονότονη και
αδιάκοπη μελωδία το λαχάνιασμα των μηχανών του μέσα στην ήσυχη ατμόσφαιρα όλων των
τόπων που το υποδέχονται αλλά και τα τραντάγματα που κάνουν οι τροχοί του πάνω
στις σιδηροτροχιές. Ξέρετε, τους χαρακτηριστικό αυτούς ήχους που τους ακούν τ’
αυτιά σου ακόμα κι όταν το τρένο σταματήσει και συ κατέβεις σ’ έναν απ’ τους
σταθμούς του.
Και
το τρένο να συνεχίζει να τρέχει. Μαζί του να τρέχουμε κι εμείς και γενικά με όλα
επάνω του να βρίσκονται σε μια αδιάκοπη κίνηση που χωρίς να το καταλαβαίνουμε αλλάζουν
τη διάθεση μας και κάνουν την ψυχή μας εντελώς ανάλαφρη, έξω από δυσάρεστες
σκέψεις, καθώς παρατηρούμε να περνάει από δίπλα μας όλη η πλάση. Τα δάση με τα
δέντρα τους, τα ποτάμια με τα κατάχρυσα νερά τους και τα χωριά με τα κάτασπρα τα
σπίτια τους, τις αυλές τους και τους δρόμους. Και εδώ είναι η απαράμιλλη αίγλη
του στην καρδιά. Η απέραντη, η ατέλειωτη, η ακατάπαυστη κινηματογραφική γοητεία
του που τη βρίσκεις μόνο όταν «πετάς» μαζί του στις πραγματικά υπέροχες
επίγειες διαδρομές του.
Εν
τέλει. Ξεκινάς στις θέσεις του ένας απλός ταξιδιώτης- περιηγητής, φτωχός σε
χρώματα, αρώματα και συγκινήσεις και αργότερα γίνεσαι πλούσιος απ’ αυτά, όταν πια
θα αποφασίσεις να κατέβεις και ζητήσεις να πάρεις χαρτί και μολύβι για να
γράψεις ό,τι έζησες στην αγκαλιά του.
Απόγευμα
του Σαββάτου και πήρα τον δρόμο για το συναντήσω στην άκρη της πόλης μας. Ήταν
η μέρα που ο σταθμός έσφυζε από κόσμο. Που τα ματόκλαδα έγερναν να το δούνε να
έρχεται στον ορίζοντα, τα μάτια να κλαίνε από λύπη και χαρά και οι καρδιές να
χτυπάνε από συγκίνηση. Μαζί μου πρόλαβε να ‘ρθει απ’ τα βουνά και τ’
ανοιξιάτικο αεράκι με τις υπέροχες ευωδιές των ανθισμένων δέντρων. Φύσηξε και
κούνησε τα φύλλα των πλατανιών, άφησε σε μένα τη δροσιά του και μ’ ένα απαλό
χάϊδεμα των μαλλιών μου εξαφανίστηκε. Όπως τότε που ανέβαινα και κατέβαινα στο
τρένο με την ψυχή μου γεμάτη απ’ τον απίθανο κόσμο του και τη ζωντάνια που μου
πρόσφερε.
Μπήκα
πλέον για τα καλά στον σταθμό. Όμως αυτή τη φορά ήμουνα μόνος. Δεν έβλεπα ανθρώπους,
δεν άκουγα το τρένο να έρχεται και να φεύγει, ούτε να στριγκλίζουν οι τροχοί
του μέσα στη ζεστασιά του άλλοτε γιορτινού απομεσήμερου. Τώρα επικρατούσε ησυχία,
«άκρα του τάφου σιωπή», κατά τον ποιητή.
Με
την απορία κατέβηκα τα σκαλοπάτια και περπάτησα στις ράγες. Ήταν αυτές που κάποτε
άπλωναν το κορμί τους για να κυλάει το τρένο στην πλάτη τους. Απογοητεύτηκα. Μόνο
σκουριές είχαν τώρα απάνω τους, σημάδι πως το τρένο δεν φάνηκε εδώ από καιρό.
Απ’ τα παράθυρα κοίταξα και μέσα στα γραφεία. Κι αυτά ήταν άδεια, κλεισμένα στη
σιωπή τους. Έρημα απ’ ανθρώπους,
εγκαταλειμμένα στη μοίρα , πάντοτε όμως με τα πράγματά τους στην ίδια θέση, φαίνονταν
ότι περίμεναν υπομονετικά να κάτσουν και πάλι στις καρέκλες και στα τραπέζια
όλοι αυτοί που τόσα χρόνια δούλευαν εδώ και τα έδιναν ζωή.
Ναι,
να κάτσουν οι υπάλληλοι και να γράψουν τα δρομολόγια. Να δώσουν ξανά πληροφορίες
στους επιβάτες. Να μιλήσουν με τον ασύρματο που έναν καιρό σου έπαιρνε τ’ αυτιά
με την πολυλογία του και που σήμερα βουβάθηκε πνιγμένος στη λάσπη της λησμονιάς
και της απαξίωσης σαν ένα άχρηστο εργαλείο που ξόφλησε, αχρηστεύτηκε και τώρα περιμένει
την ανακύκλωση.
Και
τότε… άκουσα κάποιοι να περνάνε από δίπλα μου και να
κάθονται σ’ ένα απ’ τα ξεθωριασμένα ξύλινα παγκάκια, χωμένο μέσα σε λίγες τριανταφυλλιές
με τα κλωνάρια τους μόλις να παίρνουν να ανθίζουν και να μοσχοβολάν. Ήταν ένα
ζευγάρι από νέα παιδιά. Πιασμένα χέρι με χέρι, αγκαλιά, απολάμβαναν εδώ στην απόλυτη
μοναξιά την ανατολή των νιάτων τους.
Δεν
ξέρω. Τα κοίταξα στο πρόσωπο με συμπάθεια και προκειμένου ν’ αποτινάξω από πάνω μου τη μελαγχολία της
στιγμής για όλα όσα έβλεπα με παιδική
αφέλεια τα ρώτησα:
«Περιμένετε
το τρένο;»
«Όχι»,
απάντησαν. «Το τρένο δεν περνάει
πια».
Έσκυψα
το κεφάλι και με τα χέρια έκρυψα τα μάτια μου. Από ντροπή δεν ήθελα να δούνε τα
παιδιά ένα δάκρυ που αυλάκωνε το μάγουλο. Ύστερα, τάχυνα το βήμα μου κι έφυγα
απ’ τον τόπο. Ωστόσο στο δειλινό που έφτανε και χρύσωνε τις σκιές των δέντρων,
κάπου στο βάθος της γραμμής μου φάνηκε πως είδα το τρένο να μπαίνει στον σταθμό
και τον κόσμο στην αποβάθρα να το χαιρετά.
Μονάχα
όμως στη φαντασία μου!
29- 4 -2022
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ