Στα περάσματα του χρόνου, βρέθηκα μια μέρα σε μια συγκέντρωση
φίλων. Πολλών φίλων. Είχαμε τόσο καιρό να βρεθούμε έτσι. Όλοι μαζί, εκεί, στο
ίδιο σημείο που βρισκόμασταν παλιά γιατί είχαμε τις δουλειές μας και κάπου-κάπου
κάναμε τις κουβέντες μας για τις οικογένειες, τους πόνους που μας βάρυναν και
αν τύχαινε ακουμπούσαμε κανέναν απ’ αυτούς στον ώμο του άλλου.
Μήπως και τους απαλύνουμε λίγο και ξεσκάσει η ψυχή μας.
Στη συνάντηση είχαμε μαζί και τις βαλίτσες. Προς Θεού! Όχι με
ρούχα και τέτοια που μπορεί να σκεφτήκατε. Αλλά βαλίτσες με αναμνήσεις. Από
τότε που ήμασταν νέοι. Που πρωτογνωριστήκαμε εδώ και απλώσαμε τα χέρια ο ένας
στον άλλον για να του πούμε «χάρηκα πολύ για τη γνωριμία». Φυσικά και το
εννοούσαμε.
Και ακόμα τότε, που το χαμόγελο ήταν μόνιμα χαραγμένο στα
χείλη και τα μάτια καθαρά και ξάστερα έβλεπαν μπροστά στην Άνοιξη και στη
χαραυγή που γλυκοχάραζε στη ζωή μας. Ένας χρυσός δρόμος μας περίμενε άλκιμοι,
δυνατοί κι ωραίοι να τον περπατήσουμε.
Πόσα πράγματα είχαν μέσα οι βαλίτσες με τα περασμένα!
Γεγονότα που θέλουμε δε θέλουμε τα κουβαλάμε σε όλους τους σταθμούς καθώς
πηγαίνουμε βιαστικοί πάνω στο τρένο της ζωής μας. Θέλεις καλά, θέλεις άσχημα,
θέλεις γκρίζα, μαγευτικά, πανέμορφα, απ’ αυτά, απ’ εκείνα, τ’ άλλα, όλα ένα
μπέρδεμα σ’ ένα κουβάρι που λέγεται μνήμη.
Ορμητικό ποτάμι λοιπόν όλα αυτά που τώρα ξετυλίχτηκαν. Μια
ροή από θύμησες, πολλές από τις οποίες θα μας κάνουν να γελάσουμε, ίσως και να
κλάψουμε από χαρά και συγκίνηση γιατί η ψυχή βρέθηκε πάλι να μιλάει για την περίλαμπρη
εποχή της. Μια εποχή που οι γλάστρες άνθιζαν δροσερές στο μπαλκόνι της ύπαρξής
μας, ο ζέφυρος φύσαγε απάνω μας ελπιδοφόρος και ανέμιζε ψηλά τη σημαία των
ονείρων μας, ενώ στ’ αυτιά μας έφταναν σαν μελωδίες οι φωνές των μαγιάτικων πουλιών,
τραγουδώντας το φωτεινό μας αύριο.
Πάντοτε πίσω. Στην
οθόνη του παρελθόντος. Στην ασφάλεια της νιότης και τη σφραγίδα μιας πολλά
υποσχόμενης γιορτής της ζωής.
Έτσι και σήμερα. Σφίξιμο χεριών, θερμοί εναγκαλισμοί, ελαφρά
χτυπηματάκια στην πλάτη και καρδιές να πάλλονται στα στήθη, αστεϊσμοί και
πειράγματα, φωνές, χαμόγελα, συναισθήματα που ξεχειλίζουν και δημιουργούν μια
ατμόσφαιρα σαν κάτι από παιδιά στην αυλή του δημοτικού σχολείου.
Ανάφτηκαν και τσιγάρα με ντουμάνι τον καπνό να βγαίνει από τα
στόματα και τις μύτες. Όλα όπως τότε. Με την μπύρα και τον καφέ στα στρόγγυλα τραπεζάκια
και με τα πόδια σταυροπόδι στις ψάθινες καρέκλες, μάγκες των παλιών- ένδοξων καλών
καιρών αλλά και τώρα με κουβέντες σταράτες και χωρίς φτηνά υπονοούμενα, αταίριαστα
για κυρίους.
Ποιος κοιτάζει τον χρόνο. Ας κάθεται ύπουλος εχθρός απέναντι μας
και ας μας ατενίζει όλους σήμερα που βρεθήκαμε σ’ αυτό το γιορτάσι της ζωής και
σαν άνθρωποι με πυγμή τον ξεχάσαμε ή μάλλον τον γράψαμε στα παλαιότερα των
υποδημάτων μας.
Και όμως ο αφιλότιμος ήταν παρών. Σε κάθε γωνιά που
βρισκόμασταν και σε κάθε παρέα που τα λέγαμε. Ο καθένας μας τον έβλεπε, όχι
μόνο μέσα από τις γυαλιστερές τζαμαρίες
που καθρεφτίζονταν τα πρόσωπα αλλά και στον άλλον που ήταν αντίκρυ του και του
μίλαγε. Τον έβλεπε πάνω στους ώμους του, τα χέρια, την όψη του προσώπου του και
στο χρώμα των μαλλιών του που κι αυτά πλέον γκριζάρισαν ή ακόμα διαμαρτυρόμενα
σ’ αυτήν την υποχρεωτική αλλαγή του χρώματός τους, μπλέχτηκαν στα δόντια της
χτένας και στην πορεία έπεσαν, ηρωικά μαχόμενα μέχρις εσχάτων για χάρη του
εγωισμού τους.
Και έτσι άφησαν το κεφάλι ξεσκέπαστο, εκτεθειμένο στις καυτές
αχτίνες του ήλιου και τις ενοχλητικές στάλες της βροχής. Προπάντων όμως, έκαναν
αγνώριστους κάποιους που περήφανοι τα κουβάλαγαν και κάποτε τα φρόντιζαν με τα
πιο ακριβά σαμπουάν.
Ιδού αυτή η σκληρή μεταμόρφωση! Είναι ολοφάνερη στην παρέα
που κάθεται όρθια στο βάθος δρόμου, όπου
τώρα παίρνει να σκοτεινιάζει και τα πρώτα αμυδρά φώτα ανάβουν στις κολώνες και
στα παράθυρα των σπιτιών.
Δυο φίλοι από τα παλιά, ακόμα κοιτάζουν ο ένας τον άλλον για
να σιγουρευτούν από πού γνωρίζονται και ποιό είναι το όνομα του άλλου. Αν αυτός είναι ο ίδιος που έναν
καιρό έπιαναν μαζί δουλειά και σχόλαγαν μαζί την ίδια ώρα. Κάνουν υποθέσεις,
σπάνε τα κεφάλια τους αν πρόκειται για τον… Δεν παίρνουν όμως όρκο. Αυτός που
θυμούνται ήταν διαφορετικός. Και πάλι από την αρχή υποθέσεις.
Ώσπου μιλάει και τους γνωρίζει η ψυχή. Αυτή δε γερνάει ποτέ.
Ζωντάνεψε μέσα τους την παλιά φιλία και την πήγε πίσω, σε μια εποχή που είχαν
μοντέρνο κούρεμα στα μαλλιά και δασύ το μουστάκι, κόκκινα τσιτωμένα μάγουλα και
φορούσαν καμπάνα τα παντελόνια τους. Πολύ περισσότερο μια φορά που ο έρωτας
φούντωνε στις καρδιές τους και τους έκανε να ρίχνουν τρυφερές ματιές σε δυο
άκαρδες γειτονοπούλες. Σε δυο σκληρά θηλυκά που ούτε ένα πρωινό, ένα δείλι δεν
άνοιξαν τα παντζούρια από τα σπίτια τους για να κοιτάξουν και αυτούς τους
ταλαίπωρους, που περιμένοντας λίγα ψίχουλα ανταπόκρισης, έλιωναν κάτω στην
άσφαλτο σαν τα κεράκια της Λαμπρής.
Τελικά, πολεμούσαμε τότε. Ρίχναμε βολές ενάντια στο κακό για
να γίνουμε καλοί άνθρωποι, καλοί οικογενειάρχες. Να προσφέρουμε κάτι από τον
εαυτό μας στην κοινωνία που ζούσαμε και γενικά κάναμε τα πάντα για να αλλάξουν
μερικά πράγματα προς το καλύτερο.
Όμως δεν κρατήσαμε μια
σφαίρα για τον κυριότερο προσωπικό μας αντίπαλο. Τον χρόνο!
Τώρα με τα όπλα παραπόδα, αμίλητοι τον βλέπουμε να περνάει
και να μας χαιρετάει μέσα από τις γκριμάτσες του καθρέφτη μας κάθε φορά που το
πανάθλιο αυτό αντικείμενο θα το στήσουμε απέναντί για να τραβήξουμε μερικά
ξυρίσματα και να καλλωπιστούμε στα πρόσωπα μας έτσι ώστε να αρέσουμε στους άλλους ή και σε
μας που θέλουμε να βλεπόμαστε αιώνια έφηβοι.
Το ίδιο και σ’ αυτήν τη μάζωξη. Όσο σήμερα κι αν κάνουμε πως
δεν τον γνωρίζουμε, όσο κι αν πιάνουμε να γυρίσουμε απ’ την αρχή τις σελίδες στο
βιβλίου της ζωής μας, αυτός με ανεξήγητους τρόπους και απίθανα τεχνάσματα μας
φέρνει στις σελίδες που σήμερα γράφουμε και έτσι μας προσγειώνει στην
πραγματικότητα.
Η δράση και η αντίδραση βλέπετε. Η κόντρα σε ό, τι μας
ενοχλεί και μας είναι δυσάρεστο. Η αέναη αγωνία για να παραμείνει
ο βίος μας στην ανατολή.
Αυτά και άλλα πολλά που έγιναν και δεν μπόρεσαν να ξεχωρίσουν
τα μάτια μου, έλαβαν χώρα σ’ αυτό το απογευματινό ραντεβού των φίλων, εδώ στον
χώρο που μας έλαχε η μοίρα να δουλεύουμε το πάλαι ποτέ μέρες και νύχτες.
Κάποιοι είπαν πως ήταν μια χαρά και διασκέδαση, άλλοι μια όμορφη φθινοπωρινή
γιορτή και κάποιοι άλλοι ένας απογευματινός περίπατος στους κήπους αλλοτινών και
περασμένων εποχών με λουλούδια που το άρωμά τους φτάνει μέχρι σήμερα.
Όπως όμως και να το πει κανένας, ήταν ένα σταμάτημα του
χρόνου. Ένας σταθμός στο ταξίδι της ζωής μας, μια και αυτή συνεχίζεται.
Με καινούργια οράματα και συγκινήσεις!
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ 29 - 9 – 2021