ΜΙΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
(αφιερωμένο στον εγγονό μου, τα παιδιά μου, τα ξαδέρφια μου και τους συμμαθητές μου στο χωριό, που βλέπουν το fb).
Καλοκαίρι, μέσα Ιουλίου, απομεσήμερο. Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρόνων. Η γιαγιά μου η Ελένη, μου δίνει ένα καλάθι με φαγητά, να τα πάω στον αδελφό της, τον θείο Αναστάση, να τα πάει με την σειρά του στον μικρότερο γιο της, τον θείο μου τον Σταύρο, που πότιζε στις Πρώτες (τοποθεσία νοτιοδυτικά του χωριού), μαζί με το πετρέλαιο. Εκεί, στις Κόκκινες Πρώτες (εξαιτίας του κόκκινου αργιλόχωματος), η γιαγιά μου είχε ένα χωράφι, δώδεκα στρεμμάτων, εξ ημισείας με τον αδελφό της και ο θείος μου ο Σταύρος το πότιζε, εξ ου και η υποχρέωση του θείου Ανάσταση να του μεταφέρει τις προμήθειες. Φαγητό για τον ίδιο και πετρέλαιο για το μοτοράκι.
Έφτασα, λοιπόν, με το βαρύ καλάθι, στο σπίτι του θείου Ανάσταση. Ήταν ένα χαμηλό σπίτι του Εποικισμού, το ένα από τα δύο που υπάρχουν ακόμη στο χωριό
Αναγκαία παρένθεση. Το χωριό όλο, η Νέα Πέλλα, κατοικούνταν από πρόσφυγες που ήρθαν με την ανταλλαγή του '24 από το Τσιφλίκ-κιόι της Ανατολικής Θράκης.
Άφησαν τα διώροφα σπίτια τους και τα 40.000 στρέμματα της γης τους και πήραν 10.000 στρέμματα, που είχαν να καλλιεργηθούν από το τέλος της αρχαιότητας, λόγω ελονοσίας, και από ένα οικόπεδο. Στο οικόπεδο αυτό έχτισαν, στην αρχή καλύβες. Αργότερα ήρθε ο Εποικισμός, μια κρατική εταιρεία, και τους έχτισε κάτι χαμόσπιτα, τα οποία ξεπλήρωναν σε βάθος εικοσαετίας στην Εθνική Τράπεζα.
Δεύτερη παρένθεση. Η ανταλλαγή του '24 ήταν μια μοναδική, σε παγκόσμια κλίμακα, διακρατική συμφωνία, που υπέγραψαν Βενιζέλος και Κεμάλ. Ήταν μια ρεαλιστική πολιτική πράξη, που μακάρι να περιελάμβανε και την Δυτική Θράκη και την Κωνσταντινούπολη. Μακάρι να εφαρμόζονταν το '61 και στην Κύπρο. Τα πράγματα θα ήταν πολύ-πολύ καλύτερα για όλους.
Η ρεαλιστική, όμως, αυτή ανταλλαγή πληθυσμών, παρ’ ότι αναίμακτη, εκ πρώτης όψεως, είχε πολλά θύματα. Ο πληθυσμός της Νέας Πέλλας, συνηθισμένος στο ξηρό κλίμα της Ανατολικής Θράκης, δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στο ελώδες περιβάλλον της Κεντρικής Μακεδονίας. Μέσα στην δεκαετία 1924-34 (το ‘32 αποξηράνθηκε η λίμνη) έχασε το 40% του ανθρώπινου δυναμικού του.
Θυμάμαι μια γειτόνισσα, την γιαγιά Αριάδνη, που έρχονταν στο σπίτι μας. Είχε γεννήσει οκτώ παιδιά και της απέμειναν τα τέσσερα, εκ των οποίων το ένα, ο Απόστολος, σακάτης από σπασμούς, λόγω υψηλού πυρετού.
Έμενε, λοιπόν η γιαγιά Αριάδνη στην γειτονιά μας με τον Απόστολο και την εγγονή της την Αριάδνη (η μητέρα της ήταν στην Γερμανία). Επειδή οι γειτόνισσες είχαν βαρεθεί να ακούν τα βάσανα της, έβρισκε καταφύγιο στο σπίτι μας, όπου η πονόψυχη μάννα μου, άκουγε υπομονετικά. Ξεκινούσε τις διηγήσεις της πάντα με τον ίδιο τρόπο.
- Είχα μια Γιαννούλα. Πέθανε δύο χρόνων...
Αλλά και με τα ζωντανά παιδιά της δεν είχε καλύτερη τύχη. Η μία κόρη της παντρεύτηκε στην Αθήνα, η άλλη έφυγε στην Γερμανία και η τρίτη παντρεύτηκε στο διπλανό χωριό
Τον άντρα της, Κυριάκο νομίζω τον έλεγαν, δεν τον ανέφερε συχνά. Μάλλον είχε πεθάνει νέος. Το μεγάλο, όμως, βάσανο της ήταν το στερνοπαίδι της ο Απόστολος. Δεν μπορούσε να περιποιηθεί τον εαυτό του και αποτελούσε αντικείμενο χλευασμού από τον κόσμο και κυρίως από τα παιδιά. Κανένας δεν τον φώναζε με το βαφτιστικό του. Όλοι χρησιμοποιούσαν κάποιο από τα πολλά παρατσούκλια που του είχαν κολλήσει. Πιο πολύ τον ενοχλούσε το παρατσούκλι «Πέτρος», δεν ξέρω γιατί. Κάθε μεσημέρι, που σχολούσαν τα παιδιά, πηγαίνοντας προς την κάτω γειτονιά, περνούσαν μπροστά από την σπίτι του, από την άλλη άκρη του δρόμου, για σιγουριά, και φώναζαν Πέτροοο, Πέτροοο. Έβγαινε τότε ο Απόστολος και τους κυνηγούσε με τις πέτρες.
Ο θεός έδωσε πολλά χρόνια στην γιαγιά Αριάδνη, για να φροντίζει το άρρωστο παιδί της. Κάποτε, όμως, την πήρε κοντά του και έμεινε ο Απόστολος μόνος και απροστάτευτος. Οι συγγενείς, τότε, τον πήγαν στο Λεμπέτ (Σταυρούπολη). Τον εξέτασαν οι γιατροί και αποφάνθηκαν ότι ο Απόστολος έχει μόνο κινητικά προβλήματα και όχι ψυχιατρικά η πνευματικά. Ξέχασα να σας πω ότι ήξερε όλες τις γιορτές του εορτολογίου, ακόμη και τις πιο μικρές. Είχε, ακόμη, και άλλες ικανότητες. Οι γιατροί, λοιπόν, είπαν στους συγγενείς ότι ο Απόστολος δεν είναι για το ψυχιατρείο τους, να τον πάρουν και να φύγουν. Εκείνη την ώρα, όμως, κάποιος φώναξε έναν γιατρό με το μικρό του όνομα, Πέτρο. Αυτό ήταν. Ο Απόστολος νόμισε ότι τον κοροϊδεύουν και άρχισε να βρίζει με τον μοναδικό τρόπο που ο ίδιος είχε αναπτύξει όλα τα χρόνια της ψυχολογικής του κακοποίησης στο χωριό. Τοτε οι νοσοκόμοι τον άρπαξαν και τον έβαλαν στα ενδότερα !
Έμεινε αρκετό καιρό στο Λεμπέτ ο Απόστολος. Μια μέρα, όμως, έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Αφού πέρασαν κάμποσοι μήνες οι συγγενείς αποτάθηκαν στην Νικολούλη για να τον αναζητήσει. Μια ολόκληρη βραδιά ξενύχτησε όλο το χωριό παρακολουθώντας το «φως στο τούνελ». Έβγαιναν κάποιοι και έλεγαν ότι τον είδαν στα ξεροσφυράδικα στο Βαρδάρη, άλλοι έλεγαν ότι τον είδαν στα ξυλάδικα, άλλοι εδώ, άλλοι εκεί. Δεν βρέθηκε, τελικά, ο Απόστολος και το χωριό πολύ στεναχωρήθηκε.
Φτάνοντας στο σπίτι του θείου Αναστάση, με το βαρύ καλάθι, τον βρίσκω καθισμένο σε μια πέτρα, να πίνει τον απογευματινό του καφέ, που μόλις είχε φέρει η μονάκριβη κόρη του η Σταυρούλα, το τέκνο, όπως την έλεγε.
Βγήκε και η θεία Ασημένια να με καλωσορίσει. Πολύ την αγαπούσα την θεία Ασημένια, νύφη της γιαγιάς μου, γιατί στα κάλαντα μου έδινε το μεγαλύτερο μουζντέ (φιλοδώρημα) πάντα δίφραγκο, συν μανταρίνια !
Τα άλλα σπίτια έδιναν μια δραχμή, μισή δραχμή ή μόνο φυρίκια βολιώτικα ή μανταρίνια χιώτικα. Η θεία Ασημένια έδινε πάντα δίφραγκο, παρ όλο που ήταν από τις πιο φτωχές του χωριού!
Υπήρχε, όμως, εξήγηση. Ήταν χήρα, ο πρώτος άντρας είχε σκοτωθεί στον πόλεμο του ' 40 και έπαιρνε σύνταξη. Ζούσε στο χαμόσπιτο του Εποικισμού, που υπάρχει ακόμη, με τον δεύτερο άντρα της, τον θείο Αναστάση, την κόρη τους Σταυρούλα, το τέκνο, και τον Γιώργο, από τον πρώτο της γάμο. Τα άλλα σπίτια, παρ’ όλο που ήταν πλουσιότερα δεν είχαν δραχμές να δώσουν! Πώς εξηγείται το παράδοξο; Η πολιτική της σκληρής δραχμής των Μαρκεζίνη-Ζολώτα-Καραμανλή, είχε σαν αποτέλεσμα την περιορισμένη κυκλοφορία νομίσματος. Ο κόσμος, στα χωριά, δεν είχε δραχμές και συναλλάσσονταν με ανταλλαγή προϊόντων, όπως τρεις χιλιάδες χρόνια πριν, πριν οι άνθρωποι βρουν ψήγματα χρυσού στον Πακτωλό ποταμό και κόψουν νομίσματα. Περνούσε ο πλανόδιος ψαράς; Έβγαινε η γιαγιά μου η Ελένη, έδινε σιτάρι ή βαμβάκι και αγόραζε ψάρια. Περνούσε ο Σιδέρης ή ο Γιώργος ο πραματευτής, έδινε αυγά και αγόραζε κουβαρίστρες, τσίτια ή μολινέδες (moulineux) για την προίκα της θείας μου της Φωτεινιώς. Έδινε σιτάρι και αγόραζε παντόφλες από τον Δαρίβα. «Γκαλέτσια» (ξύλινα τσόκαρα), που ήταν πολύ της μόδας, τα αγόραζε από το μπακάλικο του Χατζόπουλου, με το τεφτεράκι. Μπορούσες να κρίνεις μια γυναίκα από τα γκαλέτσια που φορούσε. Η βιοτεχνία που τα κατασκεύαζε χρησιμοποιούσε ξύλο λεύκας, που ήταν μαλακό και εύκολο στην κατεργασία. Αυτό το ξύλο, όμως, είχε το μειονεκτήματα ότι φθείρονταν γρήγορα. Ξεκινούσε το γκαλετσι με 6-7 πόντους τακούνι και σε λίγο καιρό κατέληγε στον ένα πόντο. Μερικές μάλιστα τα έφθειραν εντελώς, σε βαθμό που έλειωνε εντελώς το τακούνι και η φτέρνα ακουμπούσε στο έδαφος! Γι' αυτό είπα ότι μπορούσες να κρίνεις μια γυναίκα από τα γκαλέτσια!
Βρήκα, λοιπόν, τον θείο Αναστάση να στρίβει το λαθραίο του τσιγάρο, πριν ρουφήξει την πρώτη γουλιά από τον καφέ που του είχε φέρει η θεία Σταυρούλα, το τέκνο.
Πρέπει, όμως, να εξηγήσω, για τους αδαείς, τι ήταν το λαθραίο στριφτό τσιγάρο. Κατ’ αρχήν είχε ως περιτύλιγμα κόκκινο χαρτί, αφορολόγητο, και όχι λευκό φορολογημένο. Τα κόκκινα αυτά χαρτάκια τα έδινε το κράτος στους καπνοπαραγωγούς, κλειστό επάγγελμα, για δική τους χρήση. Ο θείος Ανάστασης ,καθ’ ότι φτωχός και μεγάλος καπνιστής, δεν μπορούσε να αγοράσει πακέτο από το περίπτερο του Κυριαζή, που ήταν απέναντι από το σπίτι του.
Πήγαινε, λοιπόν, στο διπλανό χωριό, το Μεσσιανό, όπου είχε πολλούς καπνοπαραγωγούς, αγόραζε καπνόφυλλα, τα οποία ψιλόκοβε πάνω σε ένα κούτσουρο, και κόκκινα χαρτάκια του μονοπωλίου. Αυτό, όμως, είχε και τους κινδύνους του. Έμπαινε ο χωροφύλακας η ο υπάλληλος της εφορίας καπνού στο καφενείο και όποιον έβλεπε να καπνίζει κόκκινο τσιγάρο του ζητούσε την άδεια καπνοπαραγωγού. Αν δεν είχε ήταν παράνομος και έτρωγε πρόστιμο !
Ο θείος Ανάστασης λοιπόν κάπνιζε λαθραίο και μάλιστα με μια φωτιά. Τι σημαίνει αυτό; Άναβε με αναπτήρα μόνο το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Στην συνέχεια, πριν σβήσει το πρώτο, έστριβε το δεύτερο και το άναβε με την φωτιά του πρώτου, στην συνέχεια άναβε το τρίτο με την φωτιά του δεύτερου κοκ μέχρι το βράδυ! Σίγουρα θα γελάει, από ψηλά που βρίσκεται, με τους σημερινούς καπνιστές που χρησιμοποιούν φίλτρα, τσιγάρα σλιμ, λάιτ κλπ.
Το λαθραίο, μάλιστα, τσιγάρο ήταν συχνά θέμα συζήτησης στα καφενεία. Πριν λίγα χρόνια βρέθηκα στο διπλανό καπνοχώρι σε ένα μνημόσυνο. Στο τραπέζι που ακολούθησε βρέθηκα να κάθομαι δίπλα στον αδελφό του συγχωρεμενου, που είχε έρθει από την Αμερική, για την περίσταση. Είχε ξενιτευτεί μικρός, δούλεψε, πρόκοψε στην πατρίδα του καπιταλισμού, αλλά δεν άλλαξε ιδεολογία, παρέμεινε κομμουνιστής! Κι ως γνωστόν οι κομμουνιστές έχουν ένα χούι. Κάνουν προπαγάνδα! Εκεί, λοιπόν, που πίναμε καφέ μου λέει:
- Είναι κατάσταση αυτή; Να είσαι καπνοπαραγωγός και να μην μπορείς να κεράσεις ένα τσιγάρο τον φίλο σου; Κράτος είναι αυτό;
Είχε αποκοπεί, ο καημένος, από την ελληνική πραγματικότητα, ζουσε ακόμη στην δεκαετία του ' 60, με τα λαθραία τσιγάρα και δεν γνώριζε τη νεότερη προπαγάνδα (ΕΟΚ, ΝΑΤΟ, επιχειρηματικοί όμιλοι κλπ).
Πέθανε κι αυτός, το περασμένο καλοκαίρι, εν μέσω κορωνοϊού και είπε στα παιδιά του, ως τελευταία επιθυμία, να τον φέρουν και να τον θάψουν στην Ελλάδα. Πώς, όμως; Με τον κορωνοϊό στο φουλ, τα αεροπλάνα στο έδαφος και ένα σωρό περιορισμούς. Τα κατάφεραν, όμως, μετά από ταλαιπωρία ημερών και βασιλικά έξοδα και τον έφεραν!
Πριν τελειώσει, ο θείος Ανάστασης τον καφέ, έστριψε το επόμενο τσιγάρο, το έβαλε στα χείλη και άρχισε να ζεύει το άλογο στο κάρο. Βοήθησα κι εγώ, παρ’ ότι πέντε χρόνων, γιατί ο παππούς μου ο Πάνος, το ζέψιμο του αλόγου, ήταν το πρώτο πράγμα που μου είχε μάθει. Αφού φορτώσαμε το βαρύ καλάθι με τα τρόφιμα, γεμίσαμε κι ένα μικρό σταμνί με νερό, για ώρα ανάγκης, από την βρυσούλα που ήταν μπροστά στο σπιτάκι του θείου Αναστάση και της θείας Ασημένιας.
Αυτό το νερό έρχονταν από δύο χιλιόμετρα μακρυά, από μια μυστηριώδη σπηλιά, από τον Κεσμέτσικο και είχε την φήμη ότι ήταν καλύτερο από το νερό των πηγαδιών και το νερό του δικτύου (ναι, ναι, είχαμε δίκτυο ύδρευσης στο χωριό).
Στην συνέχεια ανεβήκαμε στο κάρο και πήγαμε στο βενζινάδικο του Μήτσου του Ροΐδη, που ήταν απέναντι, για πετρέλαιο.
Γεμίσαμε τα δύο σαραντάλιτρα βαρελάκια με το κόκκινο υγρό με την βαρειά μυρωδιά και τις μπλε ανταύγειες. Το ένα, μάλιστα, βαρελάκι, επειδή δεν είχε καπάκι το κλείσαμε με μια πατάτα! Το πετρέλαιο αυτό θα έδινε, εμμέσως, ζωή στο διψασμένο βαμβακοχώραφο. Πήραμε τον δρόμο προς τα δυτικά.
Βγήκαμε από το χωριό, περάσαμε έξω από τα μνήματα, όπου κάναμε τον σταυρό μας και κινηθήκαμε παράλληλα προς την Χαντάκα.
Ο δρόμος δεν είχε χαλικοστρωθεί και οι οπλές του αλόγου βούλιαζαν στο λεπτό σαν πούδρα χώμα. Αποφύγαμε τον δημόσιο δρόμο, γιατί είχε αυτοκίνητα. Ο πραγματικός λόγος ήταν ότι ο θείος Ανάστασης δεν ήταν πολύ καλός με τα άλογα. Εκείνη την εποχή συνυπήρχαν στον ασφαλτοστρωμένο επαρχιακό δρόμο Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών άλογα και αυτοκίνητα. Τα άλογα είχαν συνηθίσει την παρουσία των αυτοκινήτων και δεν «σκιάζονταν». Το μόνο που τα φόβιζε ήταν οι νάυλον σακούλες, που τότε άρχισαν να πρωτοεμφανίζονται, όταν τις μετακινούσε ο αέρας. Υπήρχε κίνδυνος να αφηνιάσει το άλογο. Τότε καλύτερα να πηδούσες κάτω από το κάρο, παρά να έκανες τον ήρωα να προσπαθήσεις να το τιθασεύσεις.
Φτάσαμε, λοιπόν, χωρίς απρόοπτα στις Κόκκινες Πρώτες, εκεί που είναι σήμερα ένα ξενοδοχείο για άστεγα ζευγαράκια.
Ο θείος μου ο Σταύρος μας είδε ως μάννα εξ ουρανού, όχι τόσο για το φαγητό, όσο για την ευκαιρία που του παρουσιάζονταν να δραπετεύσει, για λίγο, από την μοναχική δουλειά που τον είχαν υποχρεώσει να κάνει.
Είπε, λοιπόν, πώς ήθελε να πάει, για λίγο στο χωριό να ξυριστεί, γιατί ήταν πάνω από μια βδομάδα που ήταν μόνος στα χωράφια, όλο το 24ωρο. Θα μέναμε, λοιπόν, εμείς, να προσέχουμε το μοτοράκι που πότιζε και αυτός δεν θα αργούσε να γυρίσει.
Δεχτήκαμε την πρόταση. Ξεφορτώσαμε τα πράγματα, ήπιαμε κρύο νερό από το βρυσάκι της κεντρόφυγας και είδαμε το κάρο να ξεμακραίνει.
Ο ήλιος εν τω μεταξύ είχε πέσει, πίσω από το Βέρμιο. Ο θείος Αναστάσης, αφού έστριψε ένα ακόμη λαθραίο, μου λέει:
- Παιδί μου, θα πάω να φέρω κανένα καρπούζι να φάμε. Εσύ να προσέχεις το μοτοράκι!
Εγώ, παιδί πέντε χρόνων, θα πρόσεχα το μοτοράκι! Ήταν ένα από τα θρυλικά πετρελαιοκίνητα «Μαλκότση», που χρησιμοποιούσαν οι περισσότεροι στον κάμπο (οι υπόλοιποι χρησιμοποιούσαν Αποστολίδη). Το μηχάνημα αυτό είχε δίπλα του ένα μεγάλο βαρέλι για να ψύχεται και ένα πλατύ λουρί που μετέδιδε την κίνηση στην αντλία (κεντρόφυγα). Μπορούσε να δουλεύει ακατάπαυστα επί δέκα εικοσιτετράωρα! Όταν οι Γερμανοί έτρωγαν βελανίδια, ο Μαλκότσης είχε κατασκευάσει αυτό το θαύμα της μηχανολογίας. Ας είναι καλά, τρόπος του λέγειν, ο γέρο Καραμανλής που του έκλεισε το εργοστάσιο! Κάθε βαλτοχώρι και κάθε ψαροχώρι (χρησιμοποιούσαν τις ίδιες μηχανές σε βάρκες και καΐκια) έπρεπε να του έχει κάνει άγαλμα του Μαλκότση.
Έφυγε, λοιπόν, ο θείος Αναστάσης να πάει στα εννιάρια (τοποθεσία που αποτελείται από χωράφια εννέα στρεμμάτων το καθένα) να φέρει καρπούζια και έμεινα μόνος.
Ο ήλιος είχε φύγει και το σκοτάδι της ασέληνης νύχτας έπεσε πυκνό. Σμήνη από κουνούπια μαζεύτηκαν πάνω από το κεφάλι μου. Τι να κάνω; Βρήκα ένα παλιό σακάκι ανάμεσα στα πράγματα, ξάπλωσα στο χώμα ,κουλουριάστηκα και σκεπάστηκα ολόκληρος. Οι παλιοί έλεγαν: δεν θα πηγαίνεις στα χωράφια τον χειμώνα χωρίς ψωμί και το καλοκαίρι χωρίς σακάκι.
Γλύτωσα, λοιπόν, από τα κουνούπια, αλλά σε λίγο παρουσιάστηκε άλλο πρόβλημα. Τα σκυλιά από το διπλανό χωριό, την Παραλίμνη, γαυγιζαν ασταμάτητα. Βέβαια ο θόρυβος της μηχανής, το χαρακτηριστικό τάκα-τάκα και τα κουάξ των χιλιάδων βατράχων του κάμπου με ενθάρρυναν κάπως, αλλά αν τα σκυλιά πλησίαζαν, τι θα έκανα; Σηκώθηκα τότε, έψαξα στα πράγματα και βρήκα έναν φακό. Ξάπλωσα πάλι στο χώμα, σκεπάστηκα με το σακάκι και άναψα τον φακό, για να μου φεύγει ο φόβος. Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά. Ο θείος μου ο Σταύρος δεν γύριζε, ούτε και ο θείος Αναστάσης. Απ' ότι υπολογίζω σήμερα η απόσταση Πρώτες-εννιάρια, σε ευθεία γραμμή, πρέπει να είναι δυόμισι χιλιόμετρα. Για να αποφύγει, όμως τα κανάλια, που ήταν γεμάτα νερό, πρέπει να έκανε ζικ-ζακ, άρα τουλάχιστον τρεισήμισι χιλιόμετρα. Άλλα τόσα για τον γυρισμό, σύνολο επτά. Άρα δύο ώρες ποδαρόδρομο, δεδομένου ότι ήταν νύχτα και φορτωμένος!
Απ' ότι φαίνεται με πήρε ο ύπνος με το νανούρισμα της μηχανής, τα κουάξ των βατράχων, τον φακό αναμμένο και τα κουνούπια να καιροφυλακτούν να βρουν λίγο ξεσκέπαστο πόδι να ορμήξουν.
Κάποτε άκουσα μια φωνή, σαν χαρμόσυνη μελωδία:
- Παιδί μου ήρθα !
Έκοψε ένα καρπουζακι, από εκεινα τα μικρά μαύρα, τα Σουγκαρμπεμπυ. Ήταν ζεστό, αλλά εμένα μου άρεσε. Σε λίγο γύρισε και ο θείος μου ο Σταύρος, ξυρισμένος, ανανεωμένος, να συνεχίσει τον αγώνα. Ανεβήκαμε στο κάρο, για τον γυρισμό.
Δεν θυμάμαι πως έληξε η καλοκαιρινή μου περιπέτεια, γιατί ξανακοιμήθηκα πάνω στο κάρο. Πρέπει να φτάσαμε κατά τα μεσάνυχτα στο σπίτι. Το πιο πιθανόν οι γονείς μου να μην είχαν ανησυχήσει καθόλου, που το πεντάχρονο παιδί τους έφυγε για μια απογευματινή βόλτα και γύρισε μεσάνυχτα.
Αλλά χρόνια, τότε…
Πολύβιος Μοσχόπουλος